Fractal

Ταξιδιωτικό δοκίμιο: “Καστελόριζο, προ αεροδρομίου, προ Mediterraneo, προ διαγγέλματος Παπανδρέου”

Του Βασιλείου Διακοβασίλη // *

 

 

Μάης του 1985. Καστελόριζο. Μετρώ ανάποδα τις ημέρες για να τελειώσει αυτή η σχολική χρονιά.

Μα τι νησί κι αυτό! Να μην έχει μια παραλία της προκοπής. Μου είπανε να πάω στο παλιό λιμανάκι, στο Μανδράκι. Και να ‘μαι.

Βότσαλα, βότσαλα κάθε μεγέθους. Πετάω παραπέρα τα μεγαλύτερα, απλώνω την πετσέτα μου. Το καλοκαίρι έρχεται γρήγορα εδώ, στα νότια. Φέτος όμως, δεν το χαίρομαι! Με εκνευρίζει αυτή η αίσθηση του καλοκαιριού δίχως όλα τα άλλα που το συνοδεύουν. Κάθομαι! Κοιτώ τις απέναντι ακτές. Ελληνικές, μικρασιατικές, τούρκικες…. Δεν πέρασα απέναντι! Για ποιον λόγο να το κάνω; Μου είπαν ότι θα βρω φτηνά δερμάτινα, χρυσαφικά, ψωμί και φρούτα. Αδιαφορώ! Όσο για ένα δερμάτινο, φρόντισε να μου το προμηθεύει, σε καλή τιμή είναι αλήθεια, ο Γυαλλίνης, ο πιο καπάτσος λαθρέμπορος του νησιού. Λένε ότι το Κας, η αρχαία Αντίφυλλος, είναι μια ωραία μικρή πόλη με ένα καταπληκτικό παζάρι. Ίσως! Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι δυο φορές, που η ΕΡΤ πρόβαλε τις ταινίες του Γκιουνάι*, του Κούρδου ηθοποιού και σκηνοθέτη, “Το κοπάδι” και “Ο δρόμος”, οι απέναντι ακτές τυλίχθηκαν στο μαύρο σκοτάδι. Γενική συσκότιση! Ούτε φως, ούτε τηλεόραση. Γκιουνάι…. ούτε από τις απέναντι ακτές.

Ήταν δύσκολος ο χειμώνας. Όχι το κρύο! Τι κρύο να κάνει στο Καστελόριζο; Πιο δύσκολη ήταν η εβδομαδιαία ανακύκλωση των ίδιων γεγονότων. Το καράβι από ερχόταν από τη Ρόδο, πάντα νύχτα. Ξαφνικά, όλο το νησί, βρισκόταν στο λιμάνι. Η σκάλα να κατεβαίνει, συνωστισμός, άλλοι να ανεβαίνουν άλλοι να κατεβαίνουν, όλοι κάτι να κρατάνε στα χέρια τους, ο σάκος του ταχυδρομείου, το δέμα με τα περιοδικά και τις εφημερίδες, τα τσουβάλια με το ψωμί, τα καφάσια με τις ντομάτες, το κουτί με τους “μπαμπάδες” για το καφέ, ζαχαροπλαστείο, τσοντάδικο της παραλίας, δίπλα το βίντσι να κατεβάζει τα πιο βαριά φορτία, κυρίως τις προμήθειες για το φυλάκιο του στρατού, το παλιό ΡΕΟ** να μαρσάρει για να μην σβήσει η μηχανή του, φωνές που ανταγωνίζονται τη βιασύνη της κατάστασης, πειράγματα από τους βαριεστημένους κατοίκους, που κατέβηκαν να περάσουν την ώρα τους, η δυνατή φωνή του λοστρόμου: “Τέλος!”, η σκάλα ανεβαίνει, οι κάβοι λύνονται, το πλοίο ολόφωτο να χάνεται στο σκοτάδι, ησυχία ξανά…

Το ίδιο βράδυ,βιντiοπροβολή κάποιας αμερικάνικης ταινίας, έπρεπε και ο τελευταίος θαμώνας, να πάρει τον “μπαμπά” του, ειδάλλως η ταινία δεν έπαιζε…, δεύτερη προβολή για τους πιο ορεξάτους, η πονηρή, άντε ξανά οι “μπαμπάδες”, οι περισσότεροι έμεναν μισοφαγωμένοι στο πιατάκι.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί για δουλειά, το μεσημέρι ψώνια, κάποιο περιοδικό, τις προμήθειες της εβδομάδας, το ταχυδρομείο. Καθημερινό

μαγείρεμα, ευτυχώς τα είχαμε βρει σε αυτό οι δάσκαλοι, μοιράζοντας τις δουλειές ανάμεσα στο νεροχύτη και την κατσαρόλα. Την Παρασκευή, να περιμένεις στη σειρά για τηλέφωνο στο σπίτι μας, στο μετρητή να πέφτουν οι μονάδες, δυο κουβέντες, είμαι καλά, τι κάνετε εσείς, τι άλλα νέα… Το βράδυ, ρετσίνα, κουβέντα για την κουβέντα, τα κεφάλια ζαλίζονται, όλα μπερδεύονται στο μυαλό, το ντου που θα κάνουν κάποτε οι Τούρκοι, οι συνεχείς και σχεδιασμένες προκλήσεις τους, οι δικές μας, από τρέλα και μόνο απαντήσεις, το αθέατο λαθρεμπόριο, οι Κούρδοι που έφτασαν τα ξημερώματα κλέβοντας μια βάρκα, την οποία οι Τούρκοι αναζητούσαν την άλλη μέρα φτάνοντας ως την είσοδο του λιμανιού μας, η απουσία του παπά Γιώργη – τι περίπτωση και αυτός – , τώρα που πέθανε κάποια υπέργηρη, μοναχική Μαρία και μένει άταφη ήδη ήδη για τρεις ημέρες, το κρουαζιερόπλοιο που θα περάσει για την Κύπρο απ΄ τα νότια του νησιού και το “πλωτό” του λιμεναρχείου που θα παραλάβει απ΄ αυτό τον παπά, η Μαύραινα με τη στεντόρεια, όλο πάθος φωνή και τις αθυροστομίες της, που μνημόνευε με καμάρι τον νεκρό πια, πολιτικό, συγγενή της, την κυρά της Ρω με τα αναπάντητα ερωτήματα για το πως αντέχεις για τόσα χρόνια τόση μοναξιά, την ευχάριστη στ’ αυτιά μας φημολογία για τη ζωή της….

Η παρέα η ίδια. Εγώ, ο Μιχάλης, ο ταχυδρόμος, από την Κρήτη, του είχαν υποσχεθεί ότι θα είναι μόνο για μια πενταετία, ο Αναστάσης, νέος αξιωματικός της αστυνομίας, απ΄ αυτούς που η σοσιαλιστική κυβέρνηση διόρισε για να εκδημοκρατίσει το σώμα, ο Βαγγελής εργολάβος κατά δήλωση του, από τη Ρόδο, ποτέ όμως δεν είδαμε κάποιο έργο του, ο γιατρός που εφημέρευε εκείνον τον μήνα στο νησί, αποσπασμένος από το Νοσοκομείο της Ρόδου και ο Κωστής, ο λοχαγός στο φυλάκιο, πάντα αυστηρός, ο οποίος όμως μετά το τρίτο ποτηράκι, έβγαζε τον καημό για τη νιόπαντρη γυναίκα του που είχε αφήσει πίσω σε κάποιο χωριό της Λαμίας. Και μετά όλα πάλι από την αρχή.

Προσπαθώ να βολευτώ στην πετσέτα μου. Τα βότσαλα όμως είναι ακανόνιστα και η άμμος απουσιάζει παντελώς! Τη θέση της έχει πάρει μια κόκκινη πούδρα. Ρίχνω μια ματιά στη θάλασσα, που μαλακά μαλακά σκάει μπροστά μου. Βότσαλα, βότσαλα, βότσαλα, όλων των μεγεθών και των χρωμάτων… και μαύροι, καφέ, κόκκινοι αχινοί παντού, κανένας διάδρομος δεν μου ανοίγεται για να μπω στο νερό και να αισθάνομαι ασφαλής. Το πείσμα μου φταίει, δεν μπορούσα να πιστέψω, ότι σε ολόκληρο νησί δεν υπάρχει μια παραλία της προκοπής. Όλοι απολάμβαναν το μπάνιο τους από την προβλήτα, μπροστά στον Ξενία, στην είσοδο του λιμανιού… από εκεί βουτούν στο νερό, εκεί, πάνω στις τσιμεντένιες πλάκες απλώνουν τις πετσέτες τους, μιας και οι ελάχιστες σεζλόνγκ δεν επαρκούν για όλους.

Κοιτάζω γύρω μου. Στα δεξιά μου και μέχρι την πλάτη μου, ένα δασάκι. Αυτό το πράσινο είναι τελείως παράταιρο με το υπόλοιπο νησί. Στην άκρη, δίπλα στη θάλασσα, το νεκροταφείο. Τεράστιο σε σχέση με τον πληθυσμό του νησιού. Απ, την άκρη του προς το βορά, απλώνονται τρεις βραχονησίδες. Από κάποια ιδιοτροπία του ήλιου, στη δικιά μας φαίνεται καθαρά το εκκλησάκι του Άη Γιώργη, η κάθε λεπτομέρεια της, ενώ στις τούρκικες το γκρι χρώμα τις κάνει να φαίνονται όλο και πιο απόμακρες. Τα απέναντι παράλια, επιβλητικά, απειλητικά. Τόσο κοντά μα συγχρόνως και τόσο μακριά. Αριστερά, τα αρχοντικά που οι πόρτες τους, σίγουρα σε κάποια ιδιοτροπία του καιρού, θα βρέχονται απ΄ το κύμα. Κλειστά. Λένε ότι οι ελάχιστοι κάτοικοι που μένουν σήμερα στο νησί, δεν έχουν δική τους περιουσία εδώ. Ούτε σπίτι βέβαια. Ο ντόπιοι μετανάστευσαν κατά κύματα, μετά την πώληση του νησιού απ΄ τους Γάλλους στους Ιταλούς***, στην Αυστραλία, στην Αθήνα, στη Ρόδο. Κάποιοι επισκέπτονται το νησί το καλοκαίρι, σε προχωρημένη ηλικία, συνταξιούχοι πια, έρχονται να αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά τη γη των προγόνων τους.

Η ιστορία έχει παράξενα τερτίπια. Κι αυτά κάποιοι φροντίζουν να τα καλύπτουν επιμελώς, λες και οι ψυχές των ανθρώπων θα μπορούσαν με αυτόν τον τρόπο να γαληνέψουν. Δεν έχω συναντήσει άλλο νησί με τόσα γκρεμισμένα σπίτια. Ένας μεγάλος σεισμός το ’26, ο ανηλεής βομβαρδισμός απ΄ τα γερμανικά στούκας το ’43, το φευγιό των Κασtελοριζιών για να γλυτώσουν, η πυρκαγιά που έβαλαν οι Άγγλοι στα αρχοντόσπιτα το ’46, για να καλύψουν την βάρβαρη λεηλασία τους, η ανικανότητα του ελληνικού κράτους να δημιουργήσει συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης στα μικρά νησιά μας, όλα αυτά, ίσως και άλλα, ευθύνονται γι΄ αυτήν την εικόνα. Κάποτε ήταν μια πόλη, πλούσια, με εμπορικό στόλο, με 12 χιλιάδες κατοίκους και σήμερα μόλις 300 κάτοικοι προσπαθούν να επιβιώσουν σ΄ αυτήν την άκρη της Ευρώπης…

Μπροστά μου, μια σειρά από ιστιοφόρα, το ένα μετά το άλλο, πλέουν προς τη Ρόδο, εκμεταλλευόμενα τους ευνοϊκούς ανέμους των στενών. Σε ένα τέτοιο ιστιοφόρο, δουλεύει ο Μετίν. Αρκετά μεγαλύτερος από εμάς, μια μέρα μας επισκέφθηκε στο σχολείο, μας συστήθηκε, με δυσκολία μπορέσαμε να συνεννοηθούμε, μιλούσε μόνο τούρκικα. Με χειρονομίας, με κάποιες λίγες λέξεις που ανασύραμε από αυτές που ακούγανε από τις γιαγιάδες μας και με πολλά σχέδια στον πίνακα μπορέσαμε τελικά να πούμε κάποια πράγματα. Δάσκαλος κι αυτός, ο οποίος όμως τα παράτησε, πριν μερικά χρόνια, για τον καλύτερο μισθό του απλού ναύτη, σε ένα ιστιοφόρο, που μεταφέρει Αμερικανούς τουρίστες από το Κας στο Καστελόριζο. Μας επισκέφθηκε και πάλι μετά από 15 ημέρες. Μαζί του μας έφερε, μια σακούλα με κηπευτικά και φρέσκο ψωμί και έναν ντόπιο, που μιλούσε λίγα τούρκικα. Τα “είπαμε” καλύτερα αυτή τη φορά. Είπαμε για τις δυσκολίες του επαγγέλματος μας, για την οικονομική του ανέχεια, όταν δούλευε ως δάσκαλος, για τα δικά μας προβλήματα, που ως νέοι δάσκαλοι βρισκόμασταν σε έναν τέτοιο δύσκολο τόπο. Μετά από δύο ημέρες μας επισκέφθηκε ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος. Μας “διέταξε” να μην ξαναδεχθούμε στο σχολείο τον Μετίν, διότι… μπορεί να είναι κατάσκοπος. Εξάλλου, δεν είχε δικαίωμα ως ναύτης ιστιοφόρου, να τριγυρνά στα στενά του οικισμού, παρά μόνο στην παραλιακή ζώνη, εκεί που αράζει το σκάφος του. Σίγουρα ειδοποιήθηκε και ο Μετίν, με κάποιον τρόπο, διότι δεν ξαναφάνηκε στο σχολείο. Όσο κι αν στίψαμε το μυαλό μας, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι χρήσιμη πληροφορία, θα μπορούσε να πάρει από εμάς, ο πρώην Τούρκος συνάδελφος.

Λίγες μέρες, προτού βρεθώ στο νησί, βρήκα έναν παλιό καθηγητή μου, στη Ρόδο. Ήμουν στενοχωρημένος. Μου λέει: “Δες το σαν ευκαιρία, να μείνεις λίγο μόνος, με τον εαυτό σου, δες το σαν άσκηση αυτογνωσίας!”. Είμαι μόλις 22 χρόνων. Δεν έχω κάτι να πω με τον εαυτό μου. Αυτό που θέλω είναι να γεμίσω τη ψυχή μου με ζωή. Αυτή η ακινησία, τα ατελείωτα βράδια με τις άνευ σημασίας συζητήσεις, αυτές οι ακατανόητες ιστορίες που φτιάχνουν οι πολιτικοί, δεν με ενδιαφέρουν.

Ψάχνω τη τσάντα μου, βγάζω τα Walkman, τοποθετώ την κασέτα που σήμερα μόλις έλαβα, από τη συμμαθήτρια μου, τη Μαρία, με τις τελευταίες επιτυχίες του αμερικάνικου μουσικού στερεώματος. Το πρώτο τραγούδι: Dance with me του Leonard Koen. Ρυθμικό, ανεξήγητα θλιμμένο. Το έβαλα και πάλι από την αρχή. Μου αρέσει! Dance me to the end of love… Με ποια; Είμαι μόνος! Σε μια υποτιθέμενη παραλία, με τον ήλιο να με καίει, απέναντι από το μικρασιατικό φόβητρο, στο τέρμα της πατρίδας μου…, δεν βλέπω την ώρα να φύγω απ΄ το νησί!

 

* αφιέρωμα της κρατικής τηλεόρασης στον Κούρδο αντικαθεστωτικό, με την ευκαιρία του πρόσφατου θανάτου του.

** στρατιωτικό όχημα μεταφοράς

*** το 1921

 

 

 

* O Βασίλειος Διακοβασίλης, μάχιμος δάσκαλος εδώ και 33 χρόνια, Γεννήθηκε το 1962 στην Αυστραλία, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στις Σέρρες. Κάποτε το μυαλό γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, σκέψεις, συναισθήματα… τα οποία θέλουν να δραπετεύσουν. Διέξοδος τους, η γραφή μου!

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top