Fractal

Διήγημα: “Το μπερτόλι”

Γράφει η Κασσάνδρα Αλογοσκούφι // 

 

Γεώργιος Ιακωβίδης 1853-1932

 

Ήταν το μπερτόλι μια λέξη μαγική. Θαρρείς περίμενε με ένα μπαστουνάκι βακτηρίας, έξω από την τράπεζα –πάνω στη μάντρα- εκείνο το νέο που φέρνει το σύννεφο μαζί με την αντηλιά. Θαρρείς το μπερτόλι καρτερούσε αποβραδίς μία πρωτοπορία στην σειρά αναμονής. Θα περίμενε τη σειρά του, αλλά κάπως θα κέρδιζε αυτήν την προτεραιότητα. Επινόησε να κόψει ένα κομμάτι σάρκας για να μοιάζει ανάπηρο σκοπού. Ύστερα σκέφτηκε για πιο πιστευτό τα πάθη του Χριστού. Ήταν σίγουρο ότι αν τα πέρναγε θα πέρναγε στο πάνθεον ηρώων της ιστορίας. Αλλά για ποια ιστορία μιλάμε; Ας επιστρέψουμε στη δική του ιστορία:

Βρήκε λοιπόν ένα μάτσο αλήτες και τους έπεισε να του ρίξουν από ένα μπερντάκι ξύλο και η αλήθεια είναι ότι το τερμάτισαν στο ξύλο, ρίχνοντας κλωτσιές στα ντουβάρια. Οι αλητάμπουρες πήραν αέρα από το ξύλο, φούσκωσαν τα μυαλά τους αέρα και αποφάσισαν να το φτάσουν στην υπερβολή. Μάζεψαν τα ζωνάρια τους και φτιάξανε φραγγέλιο που κατέληγαν σε σπασμένες πέτρες, οστά και γυαλιά. Δείρανε το μπερτόλι αλύπητα χωρίς αιτία και σταματημό μέχρι να εξαφανιστούν τα χρώματα του. Φόρεσαν μαντήλες και πήγαν και κόψανε δυο χοντρές οξιές με προσοχή να μην τους φαγουρίσει το ροκανίδι. Βάλανε το μπερτόλι να τα κουβαλήσει παραμάσχαλα έξι χιλιόμετρα δρόμο. Το μπερτόλι αγαπούσε αυτές τις οξιές και για χρόνια έπαιζε στη σκιά τους. Είχε μεγαλώσει με αυτά τα δέντρα. Ποτέ, όμως, δεν φαντάστηκε ότι θα ήταν όχι οι σανίδες σωτηρίας, αλλά σανίδες τιμωρίας του. Αφήκε πάνω τους σάρκες, ιστούς και αίμα-πολύ αίμα, ότι χρώμα είχε και δεν είχε. Αν ήταν ποτήρι θα έλεγες ότι ήταν μισογεμάτο και μισοάδειο. Άδειασε το μπερτόλι όλο το αίμα του. Οι οξιές θράφηκαν: έθαλλαν καφέ φύλλα, άνθισαν και λουλούδισαν, φτιάξανε σκιερό φύλλωμα.

-Τουλάχιστον θα είσαι μπερτόλι μου, στα τόσα στάδια δρόμο που σε περιμένει μέσα στο δροσερό πάχος της φυλλωσιάς, μονολόγησε κουνώντας το κεφάλι του. Και το μπερτόλι μασούσε φύλλα οξιάς και ικανοποιούσε λίγο από τη δίψα, λίγο από την πείνα και λίγο από το ακόρεστο που λέγεται γιατί και πάλι γιατί σε μένα Θεέ μου. Το μπερτόλι ύστερα δικάστηκε και καταδικάστηκε.

-Ίσως, σκέφτηκε, η δίκη αυτή να έγινε μόνο και μόνο που κατάφερα να διασύρω τα δέντρα ολομόναχος δίχως τη βοήθεια κανενός.

Έβλεπε ο κόσμος δύο δέντρα να κινούνται και έλεγε α μπα το δάσος έβγαλε ρίζες για πόδια και πάει για το δρόμο που ακολουθούν τα πουλιά. Και το ράμφος των πουλιών έβλεπε στην Ανατολή και ο μακρινός Νότος διεκδικούσε κι εκείνος λίγο από τον Γολγοθά του και μαύριζε περιμένοντας το μπερτόλι να φτάσει στον λόφο. Και η γεύση από τις βρισιές σχημάτιζαν βουνό και του φάνηκε σαν πρόγευση αυτού που θα ακολουθούσε.

-Μπερτόλι λέγομαι. Σε κάποια άλλη γλώσσα θα με λέγανε αλλιώς. Τώρα όμως θέλω πέντε έξι αλήτες να με πιάσουν να με σταυρώσουν.

Κι οι αλήτες φάνηκαν και πρόβαλαν μία πολιτική ασάφεια, όπως ή είσαι με μας ή με τους άλλους. Και το μπερτόλι αποφάνθηκε:

-Ε, μα για να είμαι από την άλλη μεριά μάλλον δεν είμαι μαζί σας, άρα και σεις δεν είστε μαζί μου, άρα εγώ είμαι ο άλλος, αλλά και εσείς να με λέτε Εκείνος.

Το μπερτόλι κόντεψε να γελάσει, αλλά το ξεραμένο στόμα του γρήγορα θρυμματίστηκε σε χώμα, προτού τα πιστεύω του γίνουν λέξεις και προτάσεις και λόγος και μήνυμα στην καρδιά των τεράτων.

Αυτό αρκούσε για τους αληταράδες. Βγάλανε τώρα τη μαντήλα και ξύριζαν τα κεφάλια τους μέσα στο στενό σοκάκι. Είχαν πάει στα απομεινάρια της φωτιάς και σκονίζονταν με καρβουνόσκονη.

-Είστε καπνοκαθαριστές;

-Κάτι παρόμοιο: Καθαρίζουμε ανθρώπους.

Και οι αλητήριοι μαζεύτηκαν και άπλωσαν το μπερτόλι κατά μήκος του κορμού.

-Μάντεψε τώρα; Τα πόδια σου θα μπουν σε μια σειρά, για να μη μας φύγεις να και σε κολλάμε πάνω στο ξύλο.

Και το μπερτόλι φώναξε και το μπερτόλι βόγκηξε και είδε τα πόδια του καρφωμένα πάνω στην ξερή φλούδα της οξιάς. Ύστερα το τσούρμο αφηνιασμένο από το αίμα και τα βασανιστήρια, έπιασε το μπερτόλι και του άνοιξε τα χέρια.

-Τώρα πρέπει να μας βοηθήσεις να ενώσουμε τους δύο κορμούς μαζί.

Να και το φυτέψανε το μπερτόλι πάνω στον άλλο κορμό. Κι έτσι σαν να ήταν κατάρτι το μπερτόλι υψώθηκε στον ουρανό και από κάτω το τσούρμο φύσαγε και έτριβε τα χέρια ότι με αυτόν τον τρόπο η γη θα ταξιδέψει πάνω στον γαλάζιο ουρανό και δώσ’ του κάπνιζαν και ρούφαγαν και ξεφύσαγαν.

Μέχρι που ο καπνός τελείωσε και με κόκκινα μάτια κατάλαβαν ότι ήταν οι ιδιοι ένα τσούρμο αλητάμπουρες που τα ’πίναν στην κάτω γειτονιά. Και με τα πολλά πήραν τα μάτια τους. Πήραν τα πόδια τους και παραδέχτηκαν ότι το πράγμα ήταν πολύ καλό και το όνειρο σχεδόν ζωντανός εφιάλτης.

Ήταν οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής που χτύπαγαν κάθε λίγο τα μηνίγγια τους κι ορκίστηκαν να μη ξαναγγίξουν μπερτόλι στη ζωή τους. Και το μπερτόλι ήταν μια ζωγραφιά στη μάντρα που ξεκόλλησαν με σουγιάδες κι κάρφωσαν πάνω σε δυο δοκάρια οξιάς. Ένα αλάνι κουτσό ήταν το μπερτόλι που περίμενε την ώρα και την στιγμή που θα γινόταν ένα θαύμα και θα ξαναγινόταν αληθινό αγόρι, να τρέξει μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά και να χαθεί κάπου στο μελανιασμένο δείλι.

Κι η βροχή που ήρθε πιο μετά πήρε όλα τα δάκρυα, τα χρώματα από μπερτόλι και τα ξέπλυνε σχηματίζοντας μια μικρή ανώνυμη λιμνούλα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top