Fractal

Η αμείλικτη Μνήμη

Γράφει ο Γιάννης Τσιτσίμης //

 

karizwni1Κατερίνα Καριζώνη «Η πόλη των αθώων», μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη, 2016

 

Το βιβλίο της Κατερίνας Καριζώνη «Η πόλη των αθώων» ανήκει στον κύκλο που τα τελευταία χρόνια έχει ονομαστεί νέο ελληνικό μυθιστόρημα, τίτλος που όσο κι αν ακούγεται περίφημα και δελεαστικά, στην πράξη δε μας προσφέρει παρά ελάχιστα σημαντικά αναγνώσματα κι όχι μόνο αυτό αλλά η κατάσταση αυτή, δηλαδή η τρομακτικά επαναλαμβανόμενη  μετριότητα  του νέου ελληνικού σύγχρονου μυθιστορήματος είναι υπεύθυνη και για πολλά προβλήματα της λογοτεχνίας μας εν γένει, όπως η έλλειψη ποικιλίας θεμάτων πέρα από τα ερωτικά-συναισθηματικά story που τις περισσότερες φορές είναι ίδια και απαράλλαχτα και τελείως «ζαχαρωμένα»,  απουσία ιδιαιτερότητας και προσωπικής γραφής, έλλειψη ποικιλίας εμπνεύσεων, σεναρίων και ιδεών, έλλειψη θάρρους πολλές φορές των ίδιων των δημιουργών να δώσουν κάτι διαφορετικό από  την ταυτότητα που τους έχουν επιβάλλει χάρη μιας συζητήσιμης εμπορικότητας οι επικεφαλής του εκδοτικού κατεστημένου της χώρας μας.

Ευτυχώς το εν λόγω βιβλίο ξεφεύγει. Ξεφεύγει το τετριμμένο της επανάληψης και της μετριότητας προσφέροντας μια μυθιστορία τοποθετημένη σε σωστά μελετημένο ιστορικό επίπεδο σε μια Θεσσαλονίκη της Κατοχής που σκιαγραφείται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ρέουσα, γεμάτη αγωνίες και τολμηρή, αγωνιστική, έτοιμη να ξεπηδήσει μέσα  τις σελίδες της Κατοχής και του Αγώνα.

Η ιστορία: μια οικογένεια με προσφυγική καταγωγή και αριστερή ιδεολογία τουλάχιστον ως προς τον κεντρικό ήρωα, τον Κώστα Καζαντζόγλου, σύζυγο και πατέρα, σπαράσσεται από τη δίνη του πολέμου, από τις κακουχίες με την πείνα και την εξαθλίωση της Κατοχής, μια κατάσταση που η συγγραφέας γλαφυρά μας περιγράφει το πώς οδηγεί τα άτομα στην έξωση ακόμη και από τον ίδιο τους τον αυτό.. Γύρω από την οικογένεια Καζαντζόγλου εμφανίζονται υπο-ιστορίες, ανθρώπινες, ερωτικές, πένθιμες, χαρακτήρες που ζητάνε να ζήσουν σε μια εποχή που αρνείται τη ζωή και πριμοδοτεί τον χαφιεδισμό , ψυχές που βασανίζονται πριν βρούνε τη λύτρωση, δαίμονες που καταδιώκουν τους πάντες με τη μορφή των ταγμάτων Ασφαλείας, επαναστάτες, ρομαντικοί, βολεψάκηδες, λαμόγια και μαυραγορίτες, γυναίκες που δε θαπρολάβουν να αγαπήσουν παρά πριν είναι πολύ αργά, άνθρωποι που θα χαθούν άδικα στο εκτελεστικό απόσπασμα, αδίστακτοι Ναζί κι Έλληνες συνεργάτες τους, ύαινες έτοιμες να κατασπαράξουν, σκιές που θα σβήσουν απότομα, μια παρεμβαλλόμενη κι απρόσμενη νύξη Ορθοδοξίας περίλαμπρης και πνευματικής απέναντι στην αρπακτικότητα των υλικών ανθρώπων κι όλα πασπαλισμένα με μια απανθρωπιά που  δοκιμάζει την αθωότητα και βαφτίζει τη Θεσσαλονίκη και τις κατοχικές της αγωνίες, που την οδηγεί έτσι στην πρώτη γραμμή του βιβλίου καθώς ο ήρωας και η πόλη γίνονται πια ένα χωνευτήρι ιδεών, καταστάσεων πόνου και μιας  γραφής ιδιόρρυθμης-και –επιτέλους- κατευναστικής.

Εδώ οι έρωτες δεν προλαβαίνουν να ερωτευτούν.

Εδώ οι άνθρωποι δεν προλαβαίνουν να ζήσουν, τους πυροβολούν ξαφνικάκι αδίστακτα.

Εδώ οι καιροί δεν τραγουδιούνται, έχουν μονάχα πένθιμες καμπάνες να τους οδηγούνε.

Εδώ είναι η δίνη της ζωής του Κώστα Καζαντζόγλου: δε θα προλάβει να πιει και να χορτάσει από το νερό της ζωής. Η ζωή του θα χαθεί μέσα στις φλόγες του αδικαίωτου ακόμη και σήμερα αγώνα της επαναστατημένης Αριστεράς.

Θεωρώ πως τρεις είναι οι άξονες που ευδοκιμούν για το πλησίασμα της «πόλης των αθώων». Ο πρώτος είναι ο ιστορικός μέσα από τον οποίο το βιβλίο επιλέγει να τοποθετείται. Η ιστορία στην πατρίδα μας υπήρξε πάντα ένα αχόρταγο τέρας: στις φλόγες της καταβρόχθισε πολλές φορές  τους καλύτερους πολίτες της. Από την εποχή του Καποδίστρια μέχρι το μεσοπόλεμο και τον πόλεμο του 40, την Κατοχή, την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, η ιστορία της Ελλάδας είχε πάντα το χαρακτηριστικό να ντουφεκίζει τους πρωταγωνιστές της, τις περισσότερεςφορές αδίκως. Αν πρέπει να ειπωθεί ότι η καταγραφή της ιστορίας στην χώρα μας, θέμα μεγάλο κι από πού να το πιάσεις, αν ειπωθεί λοιπόν ότι η γραφή του αίματος της ιστορίας μας είναι μια γυναίκα παθιασμένα άπιαστη, θα συμφωνήσουμε με μια μικρή προσθήκη ωστόσο: η ιστορία δεν είναι μονάχα άπιαστη αλλά και πολλές φορές-όπως και οι πολύ όμορφες γυναίκες-είναι και άπιστη. Στις απιστίες της ιστορίας οφείλεται ένα μεγάλο μέρος αυτού του πονήματος. Και γνήσιο τέκνο αυτής της κατάστασης που κοιλοπονείται δια χειρός Καριζώνη, δεν είναι παρά εν τέλει η οργάνωση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, η ΟΠΛΑ, που κάποια στιγμή τοποθετείται. στο κέντρο των εξελίξεων των ηρώων  του βιβλίου αυτού. Ρομαντικοί επαναστάτες; Κομμουνιστές δίχως αύριο; Εκτελεστές άτρομοι; Η ιστορία κάνει και  πάλι τις απιστίες της. Αυτή τη φορά έχει σημασία η χροιά με τη οποία επικεντρωνόμαστε στα γεγονότα, καθώς ένα διπολικό σχήμα ιστορικής μελέτης μπορεί να οδηγήσει στη μια ή τη άλλη προσέγγιση, προσοχή λοιπόν! Η ιστορία δε συγκινείται, η ιστορία δεν έχει παιδιά, γιους και κόρες που πέθαναν από την πείνα ή τους στήσανε στον τοίχο του Γεντί Κουλέ για εκτέλεση ή τους φυλάκισαν στου Παύλου Μελά, η ιστορία δεν έχει εβραίους φίλους και συγγενείς που τους φόρτωσαν στα τρένα για το Άουσβιτς ώστε να συγκινείται. Επομένως και οι σφαίρες των εκτελεστών της ΟΠΛΑ είναι ανελέητες, είναι οι σφαίρες του τιμωρού που παραμονεύει στο σκοτάδι και χάνεται πάλι σε αυτό αφού πρώτα εκπυρσοκροτήσει τον θάνατο.

 

Κατερίνα Καριζώνη

Κατερίνα Καριζώνη

 

Η ιστορία δεν ερωτοτροπεί ούτε επαναλαμβάνεται αμιγώς όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει. Η ιστορία υπάρχει μόνο και μόνο για να μας προσφέρει ξανά ένα παλίμψηστο του αίματος. Κι οι αγωνιστές που πέρασαν από το ΕΑΜ, συγκρούστηκαν με το Ναζισμό και το μοναρχοφασισμό στα βουνά της Ελλάδας, οι αγωνιστές που έπεσαν στις κορυφές του Βίτσι και του Γράμμου, τουλάχιστον αυτό το γνωρίζουν γιατί οι νεκροί έχουν κάτι που πολλές φορές δεν έχουμε εμείς οι ζωντανοί κι αυτό φυσικά δεν είναι παρά η μνήμη.

Και με την έννοια της λέξης «μνήμη», περνάμε στο δεύτερο άξονα του βιβλίου. Κάθε σελίδα του, κάθε παράγραφός του φωνάζει πως δεν πρέπει να ξεχάσουμε, πως έχουμε χρέος απέναντι στους αδικαίωτους νεκρούς να μη λησμονήσουμε τη λαίλαπα που πέρασε από τη ζωή της χώρας, να μην ξεχάσουμε το φασισμό, τη μοναρχία, τον εθνικοσοσιαλισμό, την ντόπια προδοσία, τους δοσίλογους πολιτικούς και τους υπηρέτες τους, να μη ζήσουμε σα δούλοι όπως γράφεται συχνάπλέον στους τοίχους της πόλης. Γιατί αν ξεχάσουμε, τότε θα θριαμβεύσουν τα αποβράσματα, οι χιτλερικοί χρυσαυγίτες, οι βάρβαροι, ο αμαθείς, οι ρουφιάνοι. Αν βολευτούμε σε εκείνη την πλευρά της μνήμης που δε θυμάται τίποτα κι επομένως δεν πράττει και τίποτα, ο θάνατος τόσων αγωνιστών από την εποχή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ μέχρι την ψυχρή δολοφονία του Παύλου Φύσσα δε θα είναι μόνο άχρηστος, θα είναι και κατάρα πάνω στην πλάνη του μυαλού  μας. Γιατί όσο και να προσπαθήσει κανείς δεν ξεφεύγει από τη μνήμη, όσο και να κρυφτεί μέσα στην απόλαυση της ύλης και της καθημερινότητας, δεν ξεφεύγει. Αμείλικτη επιστρέφει η μνήμη και τιμωρεί αβασάνιστα το λαό, τον κάθε λαό που αφήνει να του ξεγλιστρούνε οι αγώνες για τη λευτεριά, το δίκιο, την επανάσταση, για μια καλύτερη κοινωνία, για μια άλλη ζωή.

Κι έτσι, ερχόμαστε στον τρίτο και τελευταίο άξονα του βιβλίου: τον κοινωνικοπολιτικό. Από το ΚΚΕ και την εξέγερση του Δεκέμβρη του ‘44, την κατοπινή συμφωνία της Βάρκιζας μέχρι τη σημερινή δήθεν αριστερή κυβέρνηση απίστευτων τύπων-συγκυβέρνηση με δεξιά παχουλά κι υπερπατριωτικά αγοράκια, η πολιτική ζωή της χώρας μας μετράει μόνο ήττες, ατέλειωτες, πικρές, αισχρά  συμβιβασμένες. Ακόμη κι αν ο Ζαχαριάδης έπραξε τότε λάθος κι αυτό βέβαια είναι υπό ανάλυση (κι ήταν τα λάθη της ηγεσίας τότε πολλά και σημαντικά και κυρίως αφού αποφάσισε να μπει αργά ολόκληρη στον ένοπλο αγώνα παρατώντας τη βιτρίνα της νομιμότητας που εξάλλου δεν οδηγούσε και πουθενά εκτός από το στρατοδικείο και το  εκτελεστικό απόσπασμα) ακόμη κι έτσι, η νέα Ελλάδα της εξορίας στα ξερονήσια, η Ελλάδα του βασιλιά και των στρατηγών που ακόμη μύριζαν τα χέρια τους από τις εμπρηστικές βόμβες ναπαλμ- made- in- USA που έριξαν στις κορυφές των βουνών στη Β. Ελλάδα στα υπολείμματά των μαχητών του ΔΣΕ που υποχωρούσαν διαρκώς, ακόμη κι έτσι η Ελλάδα των νικητών που πρόβαλλε πολύ δειλά και μέσα από ασφυξία την δεκαετία του ’50 και του 60 δεν μπόρεσε να στεριώσει παρά τα δόγματα Τρούμαν και Σία. Η ντόπια πλουτοκρατία σε συνεργασία με τους αμερικανοποιημένους πολιτικούς παρέδωσαν την χώρα στην αλλοφροσύνη και στη μισαλλοδοξία και εν τέλει σε  μια οικονομική και ληστρική λαίλαπα, μέρος μόνο των συνεπειών της οποίας βιώνουμε σήμερα εμείς ως  άπραγοι εθελοτυφλούντες πολίτες. Το τέλος της εποχής του μετα-«συμμοριτοπολέμου» ήταν προδιαγεγραμμένο: ο αγωνιστής Λαμπράκης αιμόφυρτος και νεκρός από το παρακράτος  καθώς η ΕΔΑ γινόταν ήδη δεύτερο κόμμα στη Βουλή μόλις λίγα χρόνια μετά την ήττα στο Γράμμο, από έξω όμως έτριζαν οι ερπύστριες του ταξίαρχου Παττακού.

Θα ήθελα να κλείσω την παρουσίαση αυτή και με μια ακόμη τελευταία σκέψη. Στο βιβλίο της Κατερίνας Καριζώνη υπάρχει η μνήμη της ιστορικής αφήγησης με ενδιάμεσους σταθμούς υπο-ιστοριών και πλάση χαρακτήρων-ρόλων  που κτίζουν μεθοδικά την αίσθηση πως στην  «πόλη των αθώων» ή στην χώρα των  αθώων  καλύτερα αν θέλετε,  δεν υπάρχουν αθώοι. Η αθωότητα έχει πια τελειώσει από καιρό κι αυτό είναι που συνειδητοποιεί  ο τσακισμένος από τη μοίρα ήρωας του βιβλίου Κώστας Καζαντόγλου λίγο πριν πεθάνει. Πως δεν υπάρχουν πια αθώοι. Πως πρέπει να πάρουμε όλοι πλέον θέση, δεν υπάρχει πλέον χρόνος για υπεκφυγές και παλινωδίες. Η ιστορία δεν απιστεί  μόνο αλλά και τιμωρεί όταν βρει την ευκαιρία να μας πιάσει αδιάβαστους. Ο καιρός που έρχεται, οργισμένος, φλεγόμενος, δε θα απαιτήσει μόνο τη δικαίωση του αίματος των αγωνιστών και των συντρόφων, θα απαιτήσει να σταθούμε ξανά στις επάλξεις και στα οδοφράγματα της δικαιοσύνης και της λευτεριάς απέναντι στο σκοταδισμό και τη μισανθρωπία. Κι είναι στο χέρι μας να το πράξουμε. Όπως το έπραξαν οι επαναστατημένοι σύντροφοί μας στις κορυφές του Γράμμου όταν πια δεν πήγαινε άλλο η καταπίεση της εξουσίας. Όπως το πράττει  δια της γραφής της η Κατερίνα Καριζώνη την οποία και ευχαριστώ γιατί μου έδωσε το όμορφο βιβλίο της την αφορμή να μιλήσω για όλα αυτά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top