Fractal

Ανακαλύπτοντας τον εαυτό και τους άλλους

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

karavofanaroColm Toibin «Καραβοφάναρο στο μαύρο νερό», Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg

 

«Έλεν» της είπε, «ο πατέρας σου πρέπει να πάει

στο Δουβλίνο για εξετάσεις»

Τους κοίταξε και τους δυο, την κοίταξαν κι εκείνοι

αλληλοκοιτάζονταν, λες κι από στιγμή σε στιγμή

ο καθρέφτης θ’ άναβε φλάς

και θα τους τραβούσε φωτογραφία»

 

«Εγώ πάντως τη μητέρα μου θέλω ακόμη να τη σκοτώσω, είπε η Έλεν. Όχι    σε καθημερινή βάση, αλλά συχνά-πυκνά»

 

Σαν προβολέας θεατρικής σκηνής φωτίζει τα πρόσωπα του δράματος το καραβοφάναρο στο μαύρο νερό. Οι κινήσεις των ηρώων λεπτομερειακά μελετημένες από τον αφηγητή-σκηνοθέτη, σ’ αυτό το θεατρικά δοσμένο έργο του Τομπίν, που παρά την δραματικότητά του, τη διαρκή παρουσία του θανάτου ante portas, χαρίζει ώρες αναγνωστικής απόλαυσης!

Διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε τρεις γενιές ανθρώπων, ένας θάνατος στην οικογένεια που σηματοδοτεί την ”κληρονομική” έναρξη αποξένωσης  μάνας – παιδιών, και ένας επικείμενος θάνατος που συγκολλά τα σπαράγματα των συναισθημάτων των ηρώων. Μία κόρη που προσωρινά παραμερίζει την προσωπική της γαλήνη, χάρη στις απαρνημένες της ρίζες και ουσιαστικά πρωταγωνιστεί, υποκαθιστώντας, θαρρείς, τον αφηγητή.

Η γιαγιά κ. Ντέβερο, παρά τον δυναμικό χαρακτήρα της, δεν έχει απαλλαγεί από τον φόβο της θάλασσας που απειλεί να υποσκάψει το σπίτι της, την αγνοεί ως να μην υπάρχει, ξορκίζοντάς τον. Το σπίτι αυτό που φωτίζει το καραβοφάναρο, είναι η  σκηνή της εξέλιξης, όχι τόσο της δράσης, όσο της συναισθηματικής μετάλλαξης της ίδιας και των απογόνων της.

Η Λίλυ, κόρη της Ντέβερο, παρά τις ψυχρές σχέσεις με τη μητέρα της, τής αναθέτει την προστασία των δύο παιδιών της, Έλεν και Ντέκλαν, προκειμένου να συμπαρασταθεί στον σύζυγό της που νόσησε από καρκίνο. Μετά τον θάνατο, του νέου ακόμη συζύγου της, τον οποίο βίωσε με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση αδυνατεί να απαλλαγεί από την αίσθηση του πένθους, απομονώνεται ψυχικά και αποξενώνεται από τα ίδια τα παιδιά της. Με την πάροδο του χρόνου βρίσκει ενδιαφέρον και παρηγοριά στο επάγγελμά της και ζει απομονωμένη από την οικογένειά της.

Η Έλεν ξεπερνώντας τα τραύματα της παιδικής ηλικίας, δημιουργεί μία όμορφη οικογένεια μ’ έναν υποστηρικτικό σύζυγο και δύο παιδιά.

 

«Διαισθανόταν ότι ποτέ σ’ όλη της τη ζωή δε να βίωνε αυτόν το φόβο και τη μοναξιά και την ανημποριά που είχε δει στο πρόσωπο της μητέρας της. Σε κάποια φάση, τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας της, φρόντισε να εκπαιδεύσει τον εαυτό της, ώστε να μην την παίρνουν τα πράγματα από κάτω, ό,τι κι αν ήταν.»

 

Η είδηση της αρρώστιας του αδελφού της Ντέκλαν την κινητοποιεί να σπεύσει να του συμπαρασταθεί. Η διαπίστωση ότι ο Ντέκλαν πάσχει από AIDS σε προχωρημένο στάδιο κινεί τα νήματα της συνένωσης της οικογένειας, παρά τη σθεναρή συμπαράσταση, στον ασθενή, από τους στενούς του φίλους Πόλ και Λάρι (ύμνος στη φιλία).

Η Λίλυ πληροφορείται όχι μόνο την ύπαρξη της ασθένειας και του διαφαινόμενου θανάτου του γιου της, αλλά και την ομοφυλοφιλία του. Το αρχικό σόκ ξεπερνιέται όχι μόνο από την ίδια, αλλά και από την μητέρα της, κ. Ντέβερο, στο σπίτι της οποίας μεταφέρονται όλοι, για χάρη του Ντέκλαν και της επιθυμίας αναβίωσης παιδικών αναμνήσεών του.

Άνθρωποι, φόβοι, κατάθλιψη, απογοητεύσεις, αγάπη, φιλία, ακόμη κι ο θάνατος κινούνται κάτω από το φως που ρίχνει το καραβοφάναρο, στερεωμένο ως φάρος, σε πλοίο, μέσα στο μαύρο νερό.

Ο Τομπίν αργά αλλά σταθερά μέσα από τις επαναλαμβανόμενες κρίσεις της ασθένειας του Ντέκλαν, τις ιλαρές αφηγήσεις του Λάρι, τους φόβους που δημιουργούν οι κοινωνικές συμβάσεις στην κ. Ντέβερο, τον καθολικισμό της Ιρλανδίας, τον περίεργο κοινωνικό περίγυρο, το ξύπνημα της μητρικής αγάπης της Λίλυ, τη σταδιακή αναθέρμανση των αισθημάτων της ΄Ελεν προς τη μητέρα της, ενώνει τα πρόσωπα του δράματός του με πινελιές χιούμορ που το ελαφραίνουν.

Τα σημαντικά γεγονότα – ανάγκη του ανθρώπου να αναζητήσει τη ζεστασιά της οικογενειακής φωλιάς, τη θαλπωρή της μήτρας.

Ο Ντέκλαν οδηγείται για τελευταία φορά στο νοσοκομείο στην αγκαλιά της μάνας του Λίλυ. Η γιαγιά κ. Ντέβερο φοράει ένα ανοιχτόχρωμο φόρεμα και κραγιόν καθώς τους αποχαιρετά για να δείξει (παρηγορητική πρόθεση, στρουθοκαμηλισμός ή εμμονή στις συμβατικότητές της;) ότι δεν αισθάνεται μόνη… δακρυσμένη.

 

«Μόλις άφησαν πίσω τους το Μπλάκγουότερ, η Λίλι έβαλε τα μαξιλάρια στα γόνατά της και ο Ντέκλαν ακούμπησε εκεί το κεφάλι του. Πονούσε ακόμη. Από τον καθρέφτη η Έλεν έβλεπε τη Λίλι να του χαϊδεύει το πρόσωπο […]

Αυτό που άκουσε (η Έλεν) εκείνη τη στιγμή από το πίσω κάθισμα την αιφνιδίασε. Ήταν η μητέρα της που τραγουδούσε, είχε να την ακούσει από παιδί.

Ήταν ένα τραγούδι που τους τραγουδούσε τα βράδια όταν ήταν μικρά  και κοιμούνταν στο ίδιο δωμάτιο.

                                         

                                          Κι αν πέφτουν το φθινόπωρο

                                          τα φύλλα και πεθαίνουν,

                                          πρώτος ανθός της άνοιξης

                                          εσύ ‘σαι θησαυρέ μου.

 

”Βοήθησέ με Έλεν” είπε αρχίζοντας την επόμενη στροφή . Η ΄Ελεν το ήξερε το τραγούδι… άρχισε να τραγουδάει μαζί με τη μητέρα της και το τελείωσαν μαζί.”

 

 Ένα έργο που αξίζει να διαβαστεί! Σε εξαιρετική μετάφραση και επίμετρο της  Αθηνάς Δημητριάδου.

 

Colm Tóibín

Colm Tóibín

                                                      

Οπισθόφυλλο:

Μετά από χρόνια πικρής διαμάχης τρεις γυναίκες – η Ντόρα Ντέβερο, η κόρη της Λίλι και η εγγονή της Έλεν – υποχρεώνονται από τα γεγονότα να κάνουν ανακωχή. Ο πολυαγαπημένος αδελφός της Έλεν, ο Ντέκλαν, πεθαίνει και τις θέλει και τις τρεις κοντά του. Η παρουσία των δύο φίλων του θα λειτουργήσει καταλυτικά για όλους στο σύντομο διάστημα που θα συνυπάρξουν στο σπίτι της γιαγιάς. Άτομα από διαφορετικές γενιές, με διαφορετικές εμπειρίες και πεποιθήσεις, γίνονται μάρτυρες μιας οδυνηρής για όλους πορείας, και για πρώτη φορά ακούνε με προσοχή τα όσα έχει να τους πει ο άλλος. Με πολλή κατανόηση και άφθονο χιούμορ ο Τομπίν δίνει στους ήρωές του την ευκαιρία να τα βρουν με τον εαυτό τους και με τον κόσμο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top