Fractal

Διήγημα fractal: “Κάποιο άγαλμα μού είπε…”

Της Αμαλίας Ρούβαλη // *

 

 

 

 

-Μπύρες, είπες και το παιδί μπουσούλαγε ανεβαίνοντας με κόπο το τρίκοπο άγαλμα, γλίστραγε από το ένα, πιανόταν από το άλλο, να φτάσει το φανάρι, το γράπωνα στο τριτελεύτιο σκαρφάλωμα και η λύρα βγάζει κλαυθμό απ’ το κοχύλι.

 

Στον ώμο φορτωμένο, βρέφος, πήγαιν’έλα από το Τσαφ στης κυρά-Κατίνας τις πολίτικες σαλάτες, γρανίτα του Φλοράλ –το κλείσαμε με το μεγαλωμένο βρέφος να κουνάει τα πόδια, στην βαθιά φερ-φορζέ.

Μείνανε, το γαλατομπούρεκο του Τσέλιγκα στην Οικονόμου, η Ωραία της Ημέρας και ο Δόκτωρας Ζιβάγκο με την Λούλου «στον κύριό μας με αγάπη» στο Βοξ, χαζεύοντας την μπλε πολυκατοικία με τις οικογενειακές ιστορίες του ’40.

Το έξωμο φορεματάκι στο άνοιγμα της Ριβιέρας, το πιάνο του Ξαρχάκου γωνία Κωλέττη και Θεμιστοκλέους, ορχήστρα με την κιθάρα σου και το «παιδάτσα» του Μπελεζίνη απέναντι. Τα κρασοβάρελα Α. Μεταξά και Πλατεία και τα «κάτσε χάμου» των κατοίκων πώς να διώξουμε από την γειτονιά μας τον φερόμενο σαν χαφιέ Κάββουρα κι ας είχε το καλλίτερο σουβλάκι.

Το σκοτεινό παντοπωλείο του κυρίου Κώστα, γωνία Στουρνάρα και Νοταρά, έγινε το πρώτο Πλαίσιο που μας εκλιπαρούσε για τις αγορές, το δυσκολοπαρκάρισμα Νοταρά και Τοσίτσα, το τζαζ κλάμπ μόνο με Coltrane και τον Μπακούνιν του Πλέθρον αγκαλιά.

Ύστερα ήρθανε τα σύννεφα στον λόφο κι η Décadance με το Dada, αφήσαμε το γάλα του Τσέλιγκα για τα πρώτα ποτά, πηγαίναμε πάντα στον Μπάρμπα Γιάννη για κιοφτέδες, ανοίξαμε την Ίντριγκα και την Αυλή της Δήμητρας με τις οδηγίες προς ναυτιλλομένους «η αρχηγός», μάθαμε στα κρασιά κι όλο απομακρυνόμασταν προς την Νεάπολη, ώσπου να κλείσει το σινεμά με το Χιροσίμα αγάπη μου και τον Αστράγαλο της Αλμπερτίν Σαραζέν που είχαμε λιώσει στο διάβασμα από τον υπαίθριο στην Μασσαλίας. Δεν ζούσαμε πια χωρίς τους ντολμάδες στη Λεύκα και το ψάρι στον Φώντα, η ‘Ελλη άνοιξε κάβα Μαυρομιχάλη και Κομνηνών, κοιμόμασταν πολλές φορές στην Χ. Τρικούπη και παρκάραμε το μίνι μας κάτω από την στοά, στην Ζωοδόχου Πηγής πηγαίναμε για τσαγάκι στης Λιλής Ζωγράφου, μας γέμιζε εικόνες του Ισραήλ και το νεοκλασσικό της Κομνηνών ηχούσε από τις πρόβες για την κιθαρική μας συναυλία.

Ο Γιώργος κι η Στέλλα παρατήσανε την Décadance στο έλεος των λοφαίων ορνέων, ο Βρούτος έκλεισε κι αυτός, το πιάνο του έκανε να ηχεί ο Ξαρχάκος από την Καλλιδρομίου πια, ο Μπελεζίνης έκλεισε το φροντιστήριο, ο Μανωλκίδης συνέχιζε αλλά εμείς είχαμε γίνει καπνός. Τα δέντρα στην Στουρνάρα σκιάζουν σειρά ηλεκτρονικά πλαίσια, η Βεργίνα έχει σταθερά κοτόσουπα, δίπλα πέφτουμε σε μια μυτιά κοκαΐνη και οι μολότωφ σκίζουν τον εξαρχειώτικο ουρανό μπρος σ’ αυτούς που υπομένουν και περιμένουν να χαμηλώσει το άγαλμα, να αγγίξουμε τον ήχο του κοχυλιού, περαστικοί μ’ ένα ταγάρι ελπίδες. Καμιά φορά, όταν έρχεσαι, ανεβαίνουμε στην ταράτσα για μια φέτα ουρανό, λευκαμένο, σαν αφρό από κείνες τις μπύρες.-

 

 

 

* Η Αμαλία Ρούβαλη είναι ποιήτρια-μεταφράστρια

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top