Fractal

Διήγημα Fractal: “Kαμπανούλες πασπαλισμένες με χρυσόσκονη”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

dihghma1

 

Μικρή όταν ήμουν, έκλαιγα κάθε φορά που έπρεπε να ξεστολίσουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, που κατεβάζαμε τα στολίδια στο υπόγειο, που πετούσαμε το μαραμένο έλατο. Η χαρά δεν τελειώνει ποτέ μουρμούριζα θυμωμένα, δεν μου αρέσει αυτό το τέλος, είναι θλιβερό. Η μαμά, μου έφτιαχνε ένα σωρό παρηγορητικές ιστορίες. Για τις μπάλες που πρέπει να ξεκουραστούν για να είναι όμορφες και την επόμενη χρονιά, για το δέντρο που πρέπει να κοιμηθεί ώρες πολλές ώστε να μπορέσει να ξανασταθεί όρθιο και ν’ αντέξει το βάρος των στολιδιών. Δεν την πίστεψα ποτέ, ακόμα και σήμερα δεν την πιστεύω. Γι’ αυτό εξάλλου αφήνω δίπλα στο τζάκι ολόκληρη τη χρονιά μια μικρή καμπανούλα πασπαλισμένη με χρυσόσκονη, έτσι για να θυμίζει αέναα την ατέλειωτη λαχτάρα για γιορτινή διάθεση.

Τώρα πια, τα Χριστούγεννα είναι εντελώς διαφορετικά. Όλη αυτή η χαρά που επιβάλλεται, κάπως σαν υποχρεωτική μου μοιάζει, κάπως σαν δεδομένη. Μεγάλωσα φαίνεται πολύ και δεν πιστεύω πλέον σε μόνιμες πεποιθήσεις. Ο αέρας λιμνάζει γύρω μου πηχτός, αντηχώντας ερημία. Η μοναξιά μου κι εγώ, παραμονή Χριστουγέννων, αργά το απόγευμα. Ογδόντα πέντε χρόνια ζωής επί άλλα τόσα αναμνήσεις, το δείπνο μου. Δεν την φοβόμουν τη μοναξιά, κάθε άλλο. Πάντα πίστευα πως αν αφήσεις χαραμάδα ανοιχτή στο φόβο και βρει να τρυπώσει στην ψυχή, την κυριεύει. Και κλέβει ανάλγητα στιγμές, χαρές και γαλήνη. Ακόμα κι αν καταφέρεις να γλυτώσεις απ’ τα δόντια του, πάλι φτωχότερος θα ‘χεις απομείνει. Αναπόδραστες μοιάζουν οι προφητείες που εξαγγέλλει και όλα φαίνονται σαν πνιγμένα στον καπνό ακόμα κι εκείνων των στιγμών που δεν έχουν ακόμα προλάβει να τυλιχτούν στις φλόγες του.

Ρίχνοντας το βάρος του πονεμένου γόνατου στο μπαστούνι μου, περπατώ αργά ως το παράθυρο και σηκώνω τα μάτια προς τον ουρανό, σαν ικεσία. Ένας πολύχρωμος χαρταετός, ολομόναχος, σκίζει τον παγωμένο ουρανό με δύναμη. Κάποιος, αλήθεια ποιός – μέρα που είναι – θέλει να μου στείλει λίγο χρώμα πριν νυχτώσει εντελώς γύρω μου και μέσα μου; Είχε κόστος που δεν υπολόγισα η σκέψη μου, μεγαλύτερο απ’ όσο μπόρεσα ν’ αντέξω. Μικρά ναρκοπέδια οι θύμησες που εκρήγνυνται μόλις πάω να τις πλησιάσω. Στυλώνω το βλέμμα στη λάμπα του δρόμου που μόλις έχει ανάψει. Ξερνάει ένα αρρωστημένο κιτρινωπό φως και τραβά σαν μαγνήτης θανατηφόρος ένα σμήνος πετούμενα της νύχτας. Με πολλαπλές αυτοκτονίες ξεκινάει το βράδυ μου, κι εγώ η μόνη αυτόπτης μάρτυς, ψυχή δεν ανασαίνει στο δρόμο. Όλους μαζεμένους γύρω από μεγάλα γιορτινά τραπέζια τους καθίζει ο νους μου. Και τα δυο παλικάρια μου μαζί, με τις γυναίκες, τα παιδιά, ίσως και μερικούς φίλους τους αγαπημένους. Τ’ ανάστησα με προσοχή τ’ αγόρια μου, τα καμαρώνω τώρα, άντρες τίμιους και σοβαρούς.

Δεν είναι ότι με ξέχασαν, ούτε απόστρεψαν τα μάτια από την αγάπη, ασφαλώς όχι. Είναι που η σκληρή καθημερινότητα σκέπασε με μικρές ομίχλες πιστευτές τις ζωές τους και θόλωσε την κρίση τους. Είναι που τα χρόνια που φορτώθηκαν στους ώμους μου χωρίς να με ρωτήσουν, μ’ έκαναν ευσυγκίνητη. Είναι που μικρές αλλά συνεχείς εκρήξεις έλλειψης, αφήνουν πίσω τους μικρά θραύσματα δακρύων, από εκείνο το είδος που εξατμίζεται πριν προλάβει να κυλήσει. Γιατί πάντα θα μου λείπουν, κάθε μέρα τους θέλω κοντά μου. Καταλαβαίνω όμως: τί να την κάνουν μια δυσκίνητη γριά, ώρες γλεντιού; Για τους νεότερους είναι αυτά, να χαρούν τη ζωή τους χωρίς εμπόδια.

Όταν σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, ο χριστουγεννιάτικος ήλιος θα είναι κιόλας ψηλά. Όπως ήταν και χθες, όπως θα είναι και αύριο, χωρίς εκπλήξεις. Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να μάθω να εκτιμάω τις αναμνήσεις μου και να μην παραπονιέμαι. Αρκεί να μάθω να μετράω τις ευλογίες μου. Τελικά, ευρύχωρη λέξη η ανεκτικότητα, κοντά έναν αιώνα Χριστούγεννα χωράει μέσα της.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top