Fractal

Εγώ, αυτός ο ξένος

Γράφει Διονύσης Μαρίνος //

 

ers«Μερσώ, ο άλλος ξένος» του Καμέλ Νταούντ, μετάφραση: Γιάννης Στρίγκος, Εκδ. Πατάκης, σελ. 198

 

Ο Αλμπέρ Καμύ ξεκινάει τον «Ξένο» κάπως έτσι: «Σήμερα, πέθανε η μαμά». Ο Καμέλ Νταούντ ξεκινάει τον «Μερσώ, ο άλλος ξένος» κάπως έτσι: «Σήμερα, η μαμά ζει ακόμη». Αίφνης, η αντίστιξη ανάμεσα στα δύο βιβλία αναδύεται από την εναρκτήρια φράση. Ή, άλλως πως, το ένα γίνεται το αντεστραμμένο είδωλο του άλλου. Η πρόθεση του Νταούντ καθίσταται προφανής από την αρχή: επιθυμεί να συνομιλήσει με το πνεύμα του εμβληματικού βιβλίου του Καμύ. Όχι απαραίτητα να αντιπαρατεθεί μαζί του mot a mot, αλλά να συγγράψει μια άλλη εκδοχή του «Ξένου», να δείξει την καινοφανή διάσταση ενός ξένου, του δικού του• να διαταράξει την ισορροπία της ετερότητας μεταφέροντάς την στο πεδίο του δικού του ήρωα.

Ο Μερσώ, κατά τον Καμύ, ένα καυτό μεσημέρι, περπατάει σε μια έρημη παραλία της Αλγερίας και κυριευμένος από την κάψα του ήλιου, την αδιαφορία για τους πάντες και τα πάντα, μα πάνω από όλα ζωσμένος από την παράλογη φύση του κόσμου (ένα έντονο υπαρξιακό χτύπημα που εντείνεται από την παντελή απουσία σκοπού, θέλησης και θεϊκής δύναμης) δεν διστάζει να σκοτώσει έναν Άραβα, δίχως να έχει κίνητρο. Όλο το υπόλοιπο βιβλίο περιελίσσεται γύρω από το λάλον α-νόητο της ζωής και την κατακρήμνιση του ήρωα σε έναν προσωπικό ύφαλο δίχως δυνατότητα ανάδυσης στο φως. Φευ, δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο για τις συνθήκες του αναίτιου φονικού, ούτε καν για τις τυχόν ηθικές ή άλλες αμφιβολίες που γέννησε –αν γέννησε- στον Μερσώ ο θάνατος ενός αθώου ανθρώπου. Τι παράξενο: δεν μαθαίνουμε καν την ταυτότητα του θύματος. Αυτά τα «κενά» έρχεται να τα καλύψει ο ήρωας του Νταούντ που είναι ο αδελφός του νεκρού Άραβα. Δηλώνει την ταυτότητά του εξαρχής, δεν χρονοτριβεί διότι φλέγεται να μιλήσει για τα φαντάσματα του παρελθόντος. Βρίσκεται σε ένα μπαρ στην Αλγερία συνομιλεί με κάποιον καθηγητή που θέλει να γράψει μια μελέτη γύρω από το βιβλίο του Καμύ και ουσιαστικά του προσφέρει, πέραν της δικής του εκδοχής, ένα άλλο βιβλίο: το δικό του. Του το αφηγείται με πόνο, με οδύνη, με σπαραγμό και σίγουρα όχι με διάθεση εκδίκησης. Μπορεί, όμως, να συνομιλεί και με τον ίδιο τον Καμύ ή με το φάντασμα του παρελθόντος. Όλα μπορούν να συμβαίνουν.

Τέρμα οι αποσιωπήσεις διά χειρός Καμύ: ο αδελφός του λεγόταν Μούσσα ή Ζουτζ (στα αραβικά σημαίνει «δύο το μεσημέρι», την ώρα δηλαδή που ο Μερσώ σκοτώνει τον Άραβα). Ο Μούσσα είχε μια ιστορία, μια ζωή που κυλούσε με δυσκολίες. Είχε αναλάβει το ρόλο του προστάτη σε μια οικογένεια που αριθμούσε μια μητέρα και έναν αδελφό (τον αφηγητή). Ο πατέρας έφυγε ξαφνικά και παράτησε αβοήθητη την οικογένειά του. Όχι, αδελφή δεν υπήρχε στην οικογένεια, επομένως ούτε πόρνη έγινε, ούτε ο Μούσσα ζήτησε από τον Μερσώ να ξεπλύνει την ντροπή του. Ο Χαρούν, ο μικρός αδελφός, αρνείται σθεναρά όλες τις αιτιάσεις του Καμύ.

Τι δεν αρνείται; Ότι από τη στιγμή που ο Μούσσα σκοτώθηκε, η δική του ζωή περιέπεσε σε πλήρη ανυπαρξία. Μια ενοχή ρίζωσε μέσα του: πέθανε ο αδελφός του, ενώ θα έπρεπε αυτός να είναι ο νεκρός. Αυτό το ενοχικό σύνδρομο μεγεθύνεται και από τη φρενίτιδα που καταλαμβάνει τη μητέρα του. Το μεγάλο βάρος δεν είναι ο αδόκητος θάνατος, αλλά ότι ο άνθρωπός τους βυθίστηκε σε πλήρη αφάνεια. Ο μεγάλος συγγραφέας αρνείται ακόμη και να τον ονοματίσει. Νεκρός χωρίς όνομα είναι δύο φορές νεκρός. Ακόμη και οι εφημερίδες της εποχής γράφουν κάτι λίγο για τη δολοφονία, αρκούνται μόνο στα αρχικά του ονόματος του Μούσσα, ενώ ο δράστης όχι μόνο δεν πληρώνει για την πράξη του, αλλά συγγράφει ένα βιβλίο που τον κάνει πασίγνωστο μύστη του παράλογου και του υπαρξιακού δράματος του ανθρώπου. Όταν η μάνα και ο γιος μαθαίνουν για την ύπαρξη αυτού του βιβλίου, ο κλονισμός τους γίνεται μη διαχειρίσιμος. Ο Χαρούν δεν ζητάει εκδίκηση, αλλά εξιλέωση, μια λύση που θα ισορροπεί τις απώλειες. Μαθαίνει τη γλώσσα του Μερσώ για να μπορέσει να διαβάσει το… βιβλίο του, αλλά και να εκφράσει με πιστότερο τρόπο τη δική του ιστορία. Ωστόσο, όσο βυθίζεται στην ανάγνωση του «Ξένου» τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται ότι βλέπει μέσα στις σελίδες το δικό του είδωλο.

 

Kamel Daoud

Kamel Daoud

 

Έτσι, κι αυτός, είκοσι χρόνια μετά, θα βάψει τα χέρια του με αίμα. Όπως ο Μερσώ. Θα σκοτώσει έναν από τους τελευταίους Φράγκους που ξέμειναν μετά την Απελευθέρωση της Αλγερίας από τη Γαλλία και θα το κάνει με την ίδια απάθεια που το έκανε και ο Μερσώ. Μόνο που τότε θα διαπιστώσει ότι πλέον «φοράει», δίχως να το έχει αντιληφθεί, τα παπούτσια του ήρωα του Καμύ. Είναι το ίδιο απαθής με τα τεκταινόμενα της ζωής, δεν φοβάται τον θάνατο, δεν βρίσκει κανένα καταφύγιο στη θρησκεία ή τον έρωτα –θα αποχωριστεί ακόμη και την Μεριέμ, ένα κορίτσι θελκτικό που του προκαλεί πρωτοφανέρωτα συναισθήματα- και φυσικά επιθυμεί να αποχωριστεί το βάρος της ευθύνης για το χαμό του αδελφού του και τη βαρυγκώμια της μάνας του. Τι παράξενο: ο Χαρούν νιώθει την ίδια άπωση για τη μητρική φιγούρα με τον Μερσώ που δεν έκλαψε όταν πέθανε η μητέρα του. Συλλαμβάνεται μα δεν κατηγορείται για το φόνο του Γάλλου, αλλά για το γεγονός ότι δεν το έκανε για τις υπηρεσίες του Απελευθερωτικού Αγώνα, στον οποίο δεν προσχώρησε ποτέ. Ιδού το πλήρες παράλογο. Ποιος είναι άραγε ο πραγματικός ξένος; Ο Μερσώ του Καμύ; Ο μέχρι πρότινος άγνωστος Άραβας; Ο Χαρούν ως άλλος… Μερσώ ή μήπως συνολικά η Αλγερία – μια χώρα που έπειτα από την Απελευθέρωσή της δεν κατάφερε να βάλει τα… θηρία στο κλουβί τους και ζει ως μια νεκροζώντανη υπόσταση κράτους με τους πολίτες της σε πλήρη κατάσταση αδράνειας και αφασίας; Ο κύκλος ανάμεσα στα δύο βιβλία, και η ευθεία συνομιλία τους, κλείνει με πανομοιότυπο τρόπο: ο Μερσώ και ο Χαρούν εύχομαι το πλήθος που θα συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια της θανάτωσής τους να είναι πολύ και να είναι αγριεμένο.

Ο Νταούντ δεν φοβάται να αναμετρηθεί με ένα από τα πλέον καθοριστικά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που κίνησε τα νήματα του υπαρξισμού, που προκάλεσε αρκετές φιλοσοφικές συζητήσεις και που συνδέθηκε με τη δομική αδυναμία του ανθρώπου να βρει ένα επαρκές νόημα για να υπάρχει στη ζωή. Συγκρούεται, συμπλέει, συνομιλεί με τον Καμύ. Προσφέρει μια δυνητική εκδοχή της ιστορίας, ένα προχώρημα αρκετά ενδιαφέρον σε σημείο που πλέον αυτά τα δύο βιβλία θα πρέπει να διαβάζονται παράλληλα σε μια αλληλουχία αναγνώσεων. Σαν να παραδίδει ο πατέρας στο γιο την ακριβή περιουσία της οικογένειας. Δικαίως η υποδοχή που του επιφυλάχθηκε ήταν πολύ καλή, ενώ πέρυσι έλαβε το βραβείο Goncourt στην κατηγορία «Πρώτο μυθιστόρημα». Η άριστη μετάφραση ανήκει στον Γιάννη Στρίγκο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top