Fractal

Διήγημα Fractal: «Καλύτερα Ξένη παρά ξινή»

Της Ζωής Δικταίου // *

 

dihghma   Τι κι αν σήκωνε το κεφάλι ψηλά και τήραγε τον ουρανό; Τόσα άστρα αναμμένα, τόσο ασήμι στο φεγγάρι και λίγο φως δεν είχε αφήκει να στάξει μέσα στην ψυχή της, ποτέ. Έρμα σκοτάδια ύφαινε στο μυαλό της κι εκεί χάνονταν. Καχύποπτη πάντα, με όλους και με όλα. Τήραγε μ’ ένα γλέμμα αρρωστημένο και μοχθηρό. Είχε θρέψει όσο καμιά άλλη την αμφιβολία και το φθόνο μέσα της, ένα κουνάβι που της ροκάνιζε ολοένα και περισσότερο τα σωθικά. Βέβαια, εκτός από την κακία και τις ιδιοτροπίες της, είχε και τα δίκια της, η Μπεντζέχρω η ξινή, θυγατέρα τση Κοντύλως του Μητσηγκαβού. Κοίταζε τον εαυτό της σ’ έναν ελαττωματικό ραγισμένο καθρέφτη που είχε στραβά κρεμασμένο στη μεγάλη κάμαρη –δίχως κορνίζα, μια φούντα μόνο κλωστές είχε στη μια πλευρά, εκεί που περνούσε το σύρμα που ήταν δεμένος – , τον έβλεπε τον εαυτό της πιο παραμορφωμένο απ’ ό,τι στην πραγματικότητα και γίνονταν θερίο ανήμερο. Άνοιγε τα χέρια, πήγαινε πιο κοντά στο κρύο τζάμι του ’ριχνε δυο φάσκελα.

«Τήρα ορέ πως με δείχνει, τήρα, κρίμα τα λεφτά που είχα δώκει να τον πάρω», μονολογούσε κι ύστερα η ερώτηση: «Την άλλη ορέ, την πούτκα, που να κολλήσει στη ρίγανη απ’ την αδυναμία και να φλετουρίσει σαν τα μελιγκόνια να την πάρει ο διάτανος ο μεγάλος, πώς την κάνεις ορέ και φαίνεται αλλιώς;»

Ένα πρόσωπο στεγνό και ζαρωμένο, αγέλαστο, με πέντε τρίχες στο κεφάλι κάτω από το μαύρο τσεμπέρι και ένα σώμα κακοφτιαγμένο φορτωμένο ξίγκια παντού. Σε όλα της τα ρούχα, είχε προσθέσει ύφασμα στις ραφές για να τη χωρέσουν κι από χρόνο σε χρόνο όλο και πιο φαρδιές ήταν αυτές οι διαφορετικές πάντα απ’ το ύφασμα λωρίδες που πρόσθετε.

Έβλεπε τη νύφη της, νιάτα γραμμένα, χλωρωσιές, τα μάγουλα φορτωμένα ρόδα, έφερνε στο νου της κι άλλες γυναίκες απ’ τη γειτονιά κι από το παζάρι που τις συναντούσε κάθε Πέμπτη, όμορφες κι αυτές μα όλες ζαγκανόκωλες ήταν για τη Μπεντζέχρω. Δεν ήταν μόνο που τις ζήλευε, ξεχείλιζε το στόμα της χολή από φυσικού της, από συνήθεια, έτσι κι αλλιώς βαθιά μέσα της πίστευε πως η ομορφιά δεν σε γλιτώνει από τίποτα, με τα ίδια κέρατα εξαργυρώνεται κι εκείνη όταν έρθει η στιγμή κι ύστερα αυτές που την έχουν κουβαλούν μεγαλύτερη θλίψη και βαρυγκώμια σαν την πάθουν τη λαχτάρα.

«Ό,τι είναι η περιουσία, είναι και η ομορφιά, σήμερα δική σου, αύριο κανενός», έλεγε όχι από κατασταλαγμένη σοφία, μα με άχτι, με θυμό, «αν θελήσει κάποιος να την βάλει στο χέρι, θα βρει χίλιους δυο τρόπους να το κάνει κι ύστερα τρέχα γύρευε.»

Για τούτη την κασκαρίκα, γιατί γυναίκα δεν την λογάριαζες, λόγο καλό δεν θ’ άκουγες από κανέναν. Μόνο η βάβω η Σύρμω δεν την κακόκραινε κι όχι από φιλία, μα από  φόβο και λύπηση. Στον ίδιο μαχαλά έζηγε, λίγο πιο πάνω κι είχαν να λένε πως ήταν η καλύτερη κεντήστρα στα νιάτα της. Μέχρι και στο πετραχήλι του ηγουμένου στο Γηρομέρι, αυτή με τα χέρια της τα προκομμένα είχε περάσει με μελισσοκέρι τη χρυσοκλωστή πάνω στο κόκκινο βελούδο για να κεντήσει αετούς και γράμματα κι ας μην ήταν πέρα ως πέρα χριστιανή καθώς λέγανε. Είχε μάθει την τέχνη απ’ την μπάμπω του πατέρα της,  την Εσμά Μαράλ. Κράταγε από μεγάλο σόι, αρχοντολόι με χωράφια, με λιοτρίβι, με βιός. Είχε σπίτι καλό, αυτό της είχε μείνει απ’ όλα, σπίτι με κατώι και οντά και μεγάλη αυλή γιομάτη γιασεμιά. Τη φαμίλια της, την είχαν πάρει οι αντάρτες τότε.  Άλλοι λέγανε πως είχαν φτάσει στη Ρωσία κι άλλοι πως είχαν σκοτωθεί σε νάρκη στο Αλβανικό. Πάντως δεν της γύρισε πίσω κανείς, μήτε ο πατέρας, μήτε ο άντρας, μήτε μια κοπέλα που την είχε μια και μοναχή.

«Ήταν πολλοί που χάθηκαν, σάματις ήταν μόνο οι δικοί μου; Όλους τους έκλαψα. Όσοι μείναμαν πίσω, όλοι κλάψαμε και για ζωντανούς και για πεθαμένους. Και τι έγινε; Ο κόσμος δεν άλλαξε, τα ίδια και χειρότερα γίνονται παιδάκι μου, πόλεμοι και μάνητες και φονικά και έχθρητες και όλο και πιότερο μου φαίνεται πως σκοτεινιάζει ο ουρανός όσο διαβαίνουν οι καιροί, παρά που αβγαταίνει το φως του. Ο χρόνος, αγκάθι το αγκάθι μαλάκωσε τον πόνο, τώρα μια τόση δα γρατζουνιά έχει απομείκει στην ψυχή – κι έδειχνε την άκρη απ’ το μικρό της το νυχάκι – αυτή, θα κλείσω τα μάτια κι αυτή δεν θα κλείσει. Θα τη θυμάμαι εκείνη τη μαυρομέρα που είχαν κινήσει να πάνε στην Πόβλα να ιδούν το νούνο που πεθαίνισκε. Αυτός το είχε ζητήσει, να τούς αφήκει την ευκή. Από ’κει τους πήραν, τους ήβραν στο δρόμο μαζί με τους άλλους. Πάνε. Κι έχω και μιαν αμαρτία μεγάλη, θεέ μου σχώρα με, τον άντρα μου δεν τον καρτέρεσα ποτέ, άδικο, ήταν καλός άνθρωπος, άρχοντας, δεν είχε σηκώσει μάτια να με στραβοκοιτάξει,  μα δεν είχα τη γνώμη σε δαύτον, όχι. Ούτε για τον πατέρα μ’ ένοιαξε. Εκείνη την κοπελίτσα μου τη Γιασμίνη, εκείνη είχα πιο πάνω, ολοένα έλεγα αύριο κι αύριο θά ’ρθει, κι έταζα στα βακούφια και χάριζα παράδες και χρυσαφικά στις εκκλησιές, ώσπου δεν μ’ απόμεικε τίποτις εξόν απ’ τα ντουβάρια που γλέπεις και μια φωτογραφία», έτσι έλεγε η βάβω η Σύρμω, στην Ξένη, τη νύφη της Μπεντζέχρως της ξινής, που είχε έρθει απ’ αλλού, κάπου από μακριά από κείγια κάτου κι είχε τα μαλλιά μαύρα και σγουρά κι ήταν ξένη όνομα και πράμα. Της έδειχνε τη φωτογραφία που κόντευε να λιώσει απ’ την πολυκαιρία και τα δάκρυα που την είχαν ποτίσει, μα το πρόσωπο της Γιασμίνης με τα μεγάλα σαν αμύγδαλα μάτια φαίνονταν ακόμη καθαρά, μικρό κορίτσι, δώδεκα χρονών έκλεινε όταν την πήρανε οι αντάρτες. Βούρκωναν τα μάτια της Ξένης από τη συγκίνηση κι αγκάλιαζε τη βάβω και τη φίλαγε κι όλο τη βεβαίωνε : «Θα γυρίσει, θα δεις, αύριο, μια άλλη μέρα θα γυρίσει», και κάτι μέσα της, της έλεγε πως δεν ήταν λόγια παρηγοριάς, μα λόγια που στ’ αλήθεια πίστευε.

Η Ξένη, από την κυρά Σύρμω,  – έτσι την φώναζε, κυρά Σύρμω και τούτο γιατί στον δικό της τον τόπο μιλούσαν αλλιώς και δεν της έρχονταν βολικό το θειάκω ή το βάβω που συνηθίζεται εδώγια, δεν ήξερε να κραίνει  έτσι, κι απ’ τα πολλά που άκουγε λίγα καταλάβαινε κι αυτά με δυσκολία-  η Ξένη λοιπόν, από την κυρά Σύρμω είχε μάθει πως την πεθερά της, την Μπεντζέχρω, την πάντρεψαν χωρίς να την ρωτήσουν, δείχνοντας μια φωτογραφία στον γαμπρό.

«Ένας αδερφός της, στην Πρέβεζα, καλαντζής, της είχε βρει άντρα απ’ το σινάφι του, καλαντζής ήταν κι αυτός, ένας μαυριδερός, ακαμάτης και σμιχτοφρύδης. Την στεφανώθηκε ξώκαρδα. Δικός του δεν είχε πατήσει στο γάμο κανείς.  Αυτός με το κοντογούνι φαντασμένος κι αυτή η καρλάφτα με τα τσουράπια. Του ’χε δώκει ο αδερφός, για να την πάρει, απ’ το έχος τση γυναικός του,  ένα γομάρι, δέκα γίδια γαλάρια, ένα γκισέμι κι είκοσι πρατίνες. Κι από χαλκώματα τού ’δωκε κάμποσα, μια καρδάρα, ένα σινί, τρεις μαστραπάδες, ένα γκιούμι μεγάλο κι ένα μικρό, δυο νταβάδες κι ένα σκαλιστό μπακιρένιο μπρίκι. Αυτή ήταν όλη κι όλη η προίκα. Μ’ αυτήν ξεκίνησε να στήσει τη φαμίλια της μετά τον πόλεμο και πού παιδάκι; Στη μπανταλιά.» Εκεί είχε αφήκει την κουβέντα στην πρώτη συνάντηση η βάβω η Σύρμω, «στη μπανταλιά.»

Είχε βάλει φωνή η Μπεντζέχρω η ξινή, απ’ την αυλή σε μια συνηθισμένη επίδειξη δύναμης και εξουσίας πάνω στην καινούρια νύφη για να ακούει η γειτονιά: «Που είσαι μωρή νύφη; Που γκιορεύεις τόσην ώρα χαντακωμένη; Δεν χόρτασες ακόμη παπαρδέλες; Σουργούνι γέναμαν με τ’ εσένα. Τι προκοπή περιμένω να ιδώ; Η μαύρηηηη», και πήγαινε το γουριατό στον ουρανό.

Σαν την άκουσε που τράβηξε το μαντεμένιο σύρτη στο πόρτεγο σκιάχτηκε η βάβω η Σύρμω. Αγκουσεύτηκε απ’ το φόβο, έδωκε μια πετάχτηκε ορθή παρ’ όλη την ανημπόρια της και τα γεράματα για ν’ ανοίξει την πόρτα.

«Ό,τι της λείπει σε καλοσύνες, τό ’χει περίσσιο σε φαρμάκι στις κουβέντες, να κρεμάσεις ένα φυλακτό κοπελίτσα μου, τούτη που σού ’λαχε για πεθερά είναι στοιχειό αρούπωτο», είπε ψιθυριστά μέχρι να βρει το μάνταλο της πόρτας ν’ ανοίξει.

Η Ξένη, που είχε ακόμη τη γεύση απ΄το μελλοκάρυδο του γάμου στα χείλη δεν κατάλαβε, είχε μείνει ατάραχη προσωρινά και μετά στήλη άλατος σαν την είδε, την πεθερά πυρ και μανία μπροστά της να καταριέται: «Μπα που να σου σβηστεί τ’ όνομα, που να σού χέσει ο μεγάλος ο σ(χ)ιαϊτάνης τη φασκιά, που να σε πάρει εκείνος που δεν σ’ έχει και να σε κάνει άργανο, γριμαδιασμένη να σ’ είχε φάει ο αστρίτης να γλίτωνα, που να σ’ είχε πνίξει ο παππάς στην κολυμπήθρα» κι έλεγε, κι έλεγε και σταματημό δεν είχε, κι έτρεχε κατακίτρινο το σάλιο της στο ξεραμένο στόμα και της έτρεμε το τσιαούλι απ’ τη μάνητα.

Σαν είπε κι είπε, χορτασμένη κακία και τυφλωμένη απ’ την οργή, παράβλεψε το : «Προσέχετε μητέρα», σαν να μην προοριζόταν γι’ αυτήν, αγνόησε και το τελευταίο σκαλοπάτι στην έξοδο, ζυγιάστηκε στον αέρα μια δεξιά, μια αριστερά, , παραπάτησε, μια μπρος, μια πίσω, άπλωσε τα χέρια μα ούτε από το κάγκελο πρόλαβε να κρατηθεί, ούτε πέταξε, που βρέθηκε κι ένα φτυάρι, σκόνταψε πάνω του,  έπεσε με το πλάι στην παλιά σκάφη με τον ασβέστη που είχε η Σύρμω για να ασπρίζει τις γλάστρες και τη γωνιά στο τζάκι, έγινε…

«Πώς γένηκες τέτοια μο Μπεντζέχρω, ανεγνώριγη! Σύρε παρέκει στη βουτσέλα να πλυθείς μη σε κάψει ο ασβέστης κι έλα να σου δώκω στεγνά σκουτιά ν’ αλλάξεις, δόλιω Μπεντζέχρω  δεν ξέρεις που λέει ο λόγος,  καθ’ αρνί κρεμιέται απ’ το κλιτσί του;» Δεν κρατήθηκε η βάβω, της έρχονταν ντροπή με το πάθημα της ξινής, μα κάπως γέλασε.

Μέχρι την επόμενη επίσκεψη, η Ξένη, που είπαμαν ήταν όνομα και πράμα ξένη, είχε μείνει με την εντύπωση πως η «μπανταλιά» ήταν ένα χωριό ή μια περιοχή, ένα βοσκοτόπι έστω,  κάπου στη Θεσπρωτία οπωσδήποτε, κι όσο για το γκισέμι, κάτι σαν μπαούλο, σκαλισμένο το φαντάστηκε, γεμάτο με χράμια, κεντήματα και υφαντά, κριάρι πάντως σε καμία περίπτωση.

Το μεσημέρι της ίδιας μέρας στο τραπέζι συζητήθηκε το μέλλον των νιόπαντρων, «αυτηνής» της Ξένης δηλαδή και του Γούλη επί το χαϊδευτικότερον κατά την Μπεντζέχρω και τον Φόρη – από το Χριστόφορος – τον άντρα της.

«Γούλη θα του κραίνεις. Κους; Κούγω να λες. Γούλη, όχι Γιώργο, έτσι τον είπε ο παππάς για την κολυμπήθρα», απευθύνθηκε με ύφος στη νύφη της πριν αρχίσει να ρουφάει τον πατσά.

«Τι τηράς μο νύφη το σαγάνι και δεν τρως; Πάρε το κουτάλι και μπήξε», είπε ο πεθερός, ο Φόρης κι έτριψε μια φέτα πυρωμένο ψωμί μέσα στο ζουμί να παπαριάσει, κρίνοντας πως έτσι «σου πιάνεται καλύτερα.»

Η Ξένη κοίταξε το πιάτο της δίχως όρεξη, έφερε δυο-τρεις σβούρες το κουτάλι και αμέσως εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Την κοίταξε η Μπεντζέχρω άγρια. «Όχι όπως ήξερες νύφη, μα όπως ήβρες αν θες να τα πάμε καλά. Το παιδί – ο Γούλης –  θα γυρίσει στη δουλειά του, είναι τος διορισμένος απ’ το κράτος δεν μπορεί να κάμει αλλιώς, εγώ χωρίστηκα απ’ τον άντρα μου είκοσι χρόνους που ήταντος στη Γερμανία για το χατίρι του, για να μού γένει ο Γούλης άνθρωπος , εσύ έχεις τώρε υποχρέωση στ’ εμάς, να μας περετέψεις» και συνέχισε να ρουφάει και να καταπίνει τον πατσά αμάσητο.

«Ω νύφη, τι τηράς το σαγάνι σαν χαμένη. Βάλε κάτι στο στόμα σου», παρότρυνε δεύτερη φορά ο πεθερός και της έπιασε το γόνατο κάτω από το τραπέζι.

«Ευχαριστώ, δεν πεινάω», αποκρίθηκε. Δυο χοντρά δάκρυα φάνηκαν στις άκριες των ματιών κι ύστερα κύλησαν απ’ τα μάγουλα κι έσταξαν μέσα στο πιάτο.

«Αυτή, – σαν να μην είχε όνομα η Ξένη -, θα μείκει εδώγια, με τ’ εμάς, θέλομε άνθρωπο στο σπίτι, κουραστήκαμαν λεβέντη μου, θα την γκαστρώσεις τώρεγια πού είναι καινούριο το φεγγάρι και πιάνεται κι αν είναι άξια να γεννήσει και να κουναρήσει παιδί, μετά από δυο χρόνους τση κάνεις και μια κοπέλα κι όταν διαβεί ο καιρός και πάρεις σύνταξη έρχεσαι στη φαμίλια σου και κάνεις ζέφκια. Και να πας να πλερώσεις, μην αστοχήσεις. Πήρα ψυγείο μεγάλο και σαλόνι, παράγγειλα νοικοκυριό, να ’χει αυτή», ανακοινώθηκε στο Γούλη η ειλημμένη μετά από πολλή σκέψη, όπως δήλωσαν απόφαση.

Μάλιστα, αυτά γίνανε. Ο Γούλης δεν είπε τίποτα τότε, ούτε συμφώνησε, μα ούτε και φάνηκε να ήθελε να τους πάει κόντρα. Ένα «θα ιδούμε μάννα» πέταξε μαζί με την πάνινη καρό πετσέτα στο τραπέζι και σηκώθηκε νευριασμένος ν’ ανάψει τσιγάρο. Την άλλη μέρα, αφού πλήρωσε σύμφωνα με την εντολή, ετοίμασαν βαλίτσες, φόρτωσαν ένα μικρό αυτοκίνητο που είχε,  πήρε τη γυναίκα του και γύρισαν πίσω, εκείνος στη δουλειά πριν καλά – καλά τελειώσει η άδεια του και η Ξένη στα όνειρα της και στο περίμενε του δικού της διορισμού.

Δεν είχε περάσει βδομάδα  από την αναχώρηση, όταν τηλεφώνησε η αδερφή του, μια γεροντοκόρη ακόμη πιο ξινή από τη Μπεντζέχρω. «Έλα γλήγορα, επειγόντως, χάνουμε τη μάννα, πεθαίνει, την προλαβαίνεις δεν την προλαβαίνεις ζωντανή, η γυναίκα σου τα φταίει, αυτή, κους Γούλη» είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.  Άρον – άρον επέστρεψαν.  Η Ξένη έκλαιγε σε όλη τη διαδρομή.  Από τα μάτια της πέρασαν κύματα, πλοία, άνθρωποι και μετά βουνά, δρόμοι, δέντρα, φώτα, αυτοκίνητα, δεν είδε και δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Γούλης φαρμακωμένος κι αμίλητος έτρεχε να προλάβει τη μάννα ζωντανή κατά πως του είχε παραγγείλει η αδερφή. Όσο να σβήσει το ένα τσιγάρο άναβε το άλλο.

Αργά, κόντευε μεσάνυχτα όταν έφτασαν στο Νοσοκομείο. «Μάννα», ψιθύρισε ο Γούλης απ’ την πόρτα στο θάλαμο εφτά της καρδιολογικής κλινικής, «μάννα», δεύτερη φορά, ακόμη πιο ψιθυριστά όμως, να μην ενοχλήσει τις άλλες άρρωστες που κοιμότανε.

«Έρθες λεβέντη μου; Έρθες καμάρι; Δε φαντάζομαι να ’ρθε αυτή, δεν θέλω να τη γλέπω στα μάτια μου, που να πέσει κρώθα καταής και να πάει αλιβάνιστη, πεθαινίσκω η μαύρη, με βαραίνει το γκιόξι, έλα τσεδώ, εδώγια Γούλη στη τζαμαρία,», του προσδιόρισε τη θέση του κρεβατιού.

Όσο να μπει στο θάλαμο ο Γούλης, πρόλαβε ο γιατρός και είπε στην Ξένη πως δεν είχε διαγνωστεί κανένα έμφραγμα. «Της ανέβηκε λίγο η πίεση, όλα τα άλλα είναι στη φαντασία της, να κόψει το αλάτι και το πολύ φαγητό, δίαιτα χρειάζεται, έχει πολλά περιττά κιλά, η ίδια επέμεινε να την κρατήσουμε αλλιώς δεν υπήρχε λόγος, για να αποφύγουμε τη γκρίνια της, καταλάβατε; Αύριο το πρωί θα βγει, μην κλαίτε», διευκρίνισε τα του περιστατικού.

Κι εκείνο το «επειγόντως» και το «πεθαίνει;» Ήθελε δεν ήθελε, έβαλε ένα ερωτηματικό για την αληθινή διάσταση που πραγματικά είχε το καρδιακό επεισόδιο. Όταν μπήκε να την δει, η Μπεντζέχρω είχε κατσουλωθεί με την κουβέρτα και παρίστανε την κοιμισμένη.

«Πάμε, δεν κάνει να ταραχτεί περισσότερο στην κατάστασή της, ας την αφήσουμε να ξεκουραστεί», έτσι της είχε πει, ο Γούλης, και την πήγε κατευθείαν στο σπίτι.

Την άλλη μέρα που βγήκε, μετά τους φρικτούς πόνους στο γκιόξι και στον πλάτη και τις ζαλάδες που ισχυρίστηκε πως είχε, αφού έφαγε μισή κότα βραστή κι ένα πιάτο πέτουρο  για να γιάνει,  ξανάπιασαν την ίδια κουβέντα από την αρχή: «Και που θα μείνετε εκεί; Τα νησιά έχουν υγρασία σέπονται τα κοκκαλίτσια σας.»  Σαν είδε πως δεν έπαιρνε απάντηση το γύρισε αλλιώς: «Εγώ ανημπόρεψα. Το έμφραγμα κι ας μην ήτανε, απ’ αυτή τό ’παθα, αυτή η αφορεσμένη είναι αιτίγια κι αρρώστησα, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, μου κόβεται η πνοή. Ο γιατρός είπε να μην κάνω τίποτις. Ας κάτσει να με βοηθήσει, η κοπέλα μου παντρεύεται αύριο θα πάει στο σπίτι τ’ αντρός της. Αυτή, ας κάτσει,  τι θα λέει ο κόσμος; Τέτοιο πουτσαρά τσ’ έδωκα. Είναι υποχρεωμένη. Κους λεβέντη μου;»

Μετά της ήρθε πόνος και σφάχτης, «ούι, ούι» γούριαξε, ψαχούλεψε το κομοδίνο, της έδωσαν το ποτήρι με το νερό, «όχι αυτό, δεν κάνει νερό στην πάθηση μου» είπε κατηγορηματικά σίγουρη, ψαχούλεψε μοναχή της ανάμεσα στα παξιμαδάκια, το συμπυκνωμένο χυμό, τις χαρτοπετσέτες και τις οδοντοστοιχίες της, βρήκε το βάζο με το γλυκό του κουταλιού, το άνοιξε, έβαλε σαν νά ’ταν υπογλώσσιο ένα σύκο το πιο μεγάλο κάτω από τη γλώσσα, το κράτησε κάμποσο, δεν έλιωνε το άτιμο, τότε θυμήθηκε πως ήταν χωρίς δόντια, έκανε ένα μορφασμό με τα μάγουλα, «κάπως πέρασε», δήλωσε ανακουφισμένη με γουρλωμένα τα μάτια, το σύκο εννοούσε φυσικά που είχε καταπιεί αμάσητο, ο πόνος κατάλαβε η κόρη, η γεροντοκόρη και ρούφηξε τη μύτη της για συμπαράσταση και της τακτοποίησε τα μαξιλάρια στο κεφαλάρι του κρεβατιού.

«Θα μείνεις λίγο, να την φροντίσεις, άρρωστη είναι, έχει ανάγκη, έχει την καρδιά της, θέλει προσοχή είπε ο γιατρός – κι ας μην είχαν ανταλλάξει ούτε την τυπική χειραψία-». Αυτά έλεγε ο Γούλης στην Ξένη, την ώρα που έμπαινε στο σπίτι η βάβω η Σύρμω να δει την ετοιμοθάνατη.

«Μωρέ παιδάκι μου», σάστισε στ’ άκουσμα και κρατήθηκε απ’ τον νεροχύτη, «από πότε η μάννα σου έχει καρδιά; Εγώ από τότε που την ξέρω, λέω πως εκείνης ο θεουλάκης τσ’ έδωκε ένα ρουτσούμπι απ’ τα τσέπια τση Μουργκάνας, όχι καρδιά, αλλιώς δεν θά ’ζηγε τόσα χρόνια και με τόσα που τράβησε, απ’ τον καιρό που είχε πάει ο πατέρας σου στη Γερμανία.»

«Και τα σίδερα έρχεται η ώρα που λυγίζουν», της απάντησε και δεν υπήρχε αμφιβολία πως το πίστευε.

Η Ξένη αντάλλαξε ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία με την κυρά Σύρμω αφήνοντας να εννοηθεί πως είχε κάτι να της πει.

«Σύρε να την δεις, μέσα είναι», είπε ο Γούλης κι έκανε στην άκρη να περάσει.

Στο λεπτό ακούστηκε από μέσα δυνατά η πρώτη εντολή: «Γούλη, πες σ’ αυτή την ανεπρόκοπη να φέρει μια τσιάφκα τσάι τση γυναικός, κι ένα σαγάνι τρίψα γάλα για τ’ εμένα, μό ’γινε το στόμα τσαρούχι.»

«Γιώργο, τι θέλει η μητέρα σου;» ρώτησε η Ξένη που δεν είχε καταλάβει.

«Πριν προλάβει να της εξηγήσει ο Γιώργος, δόθηκε η δεύτερη εντολή: «Πες της ορέ καμάρι, πρώτα να πάει να κλείσει τα κοτερά, να βάλει τον πέτο τον πέρπερο χώρια, στο καλιμπούτσι και να μάσει τ’ αυγά, νύχτωσε.»

Μόλις είχε αφήσει την αλουμινένια τσαγιέρα στο πετρογκάζ να βράσει το τσάι, ήρθε η τρίτη εντολή: «Τη λαήνα με κρύγιο νερό να μου δροσίσει τη μπάλα, κάηκα στον πυρετό» κι ας μην είχε.

Της άλλαζε μπορεί και για δέκατη φορά την κομπρέσα στο εντελώς απύρετο μέτωπο. Επικοινωνία καμιά.  Τη σαΐτευε με τα μάτια η γριά. Η ανάσα της βρόμικη, τής έφερνε λιγοθυμιά τής Ξένης, μα χωρίς θυμό και χωρίς διαμαρτύρηση το άντεχε. Η γεροντοκόρη ακίνητη στην ίδια θέση από τ’ απόγευμα όση ώρα δεν ξεσπύριζε καλαμπόκι για κοκόσια, έπλεκε ζακέτα για την Άνοιξη. Ο Γούλης είχε βγει στο καφενείο με τον Φόρη, «άντρες, καλά κάνουν», είπε η άρρωστη πριν αρχίσει να φωνάζει: «Την πάπια, την πάπια, την πάπια.»

«Ποια πάπια;» Ρώτησε η κοπέλα κοιτάζοντας σαστισμένη πρώτα τη βάβω τη Σύρμω και μετά στο πάτωμα, νομίζοντας πως είχε μπει πάπια μέσα στο σπίτι.

«Την κεραμιδοκαρακατσόπαπια νύφη», σχολίασε ειρωνικά η γεροντοκόρη.

«Φέρε τη λεκάνη απ’ το αποχωρητήριο γλήγορα, μπιτισμένη, θα σπάσει η φούσκα μου», απαίτησε η Μπεντζέχρω.

«Μη την τυραννάς την κοπελίτσα, κρίμα η καψερή, δε σού ’φταιξε, άφηκε την να πάρει ανάσα», την παρακάλεσε η Σύρμω και από τη ντροπή της σηκώθηκε να φύγει.

«Είναι(τη) υποχρεωμένη κι αυτό κι άλλα πολλά, εγώ χωρίστηκα απ’ τον Φόρη είκοσι τυραγνισμένους χρόνους, με γερόντους, με φαμίλια, με ζωντανά, αρέντευα μαναχή για να μου πάρει αυτή το λεβέντη μου και να τον χαίρεται τζιάμπα, ούι που να πάει εκεί που δεν έχει ήλιο, είναι(τη) υποχρεωμένη», επανέλαβε με στόμφο, η άρρωστη.

Όσο κι αν απελπίστηκε κι έβαλε τα κλάματα η Ξένη, έτρεξε να εκπληρώσει όλες τις επιθυμίες της  Μπεντζέχρως, ακόμη και αυτήν την τελευταία για εκείνο το βράδυ φέρνοντας της μια πλαστική λεκάνη για να κάνει την ανάγκη της.

Στην καληνύχτα, μυστικά, κουβέντα στο ποδάρι ορθή και με την έγνοια μην ακούει και κανείς άλλος: «αν θες παιδάκι το καλό σου, σύρε φεύγα με τον άντρα σου, έχει να σου κάνει πολλά χουνέρια τούτη που ήβρες για πεθερά και δεν είναι(τη) άρρωστη πουθενά εξόν απ’ το μυαλό της το χαλασμένο», τη συμβούλεψε η βάβω η Σύρμω, της έδωσε την ευκή και τη φίλησε σταυρωτά.

Βγήκαν μαζί ως έξω, να την ξεπροβοδίσει. Ο αέρας που φύσηξε μέσα από τις φυλλωσιές έφερε τη μυρωδιά του γιασεμιού. Μοσχοβόλησε ο τόπος. Άνοιξε τα ρουθούνια η βάβω έπαιρνε ανάσες βαθιές.

«Ψ(χ)ούλα μου, Γιασμίνη μου ζεις παιδάκι, ζεις εδώγια μέσα στην καρδιά, ψ(χ)ούλα μου, όσο ανθίζουν τα γιασεμιά, όσο έχω πνοή, εδώγια θά ’σαι, εδώγια»,  ψιθύρισε ευχαριστημένη κι άγγιξε τον κόρφο της τρυφερά θαρρείς και πάνω της είχε γείρει η Γιασμίνη.

«Θά ’ρθει κυρά Σύρμω, θα δεις» την διαβεβαίωσε η Ξένη και την έκλεισε άλλη μια φορά στην αγκαλιά της, φιλώντας την στο μέτωπο.  Άκουσε τους παλμούς της καρδιάς της γριούλας, κάπως αδύναμους. Της φάνηκε πως βιάζονταν ν’ ανθίσουν και να σβήσουν στην ψυχή.

«Να προσέχεις», την παρακάλεσε.

Γύρισε τα μάτια η βάβω κοίταξε μια την κοπέλα και μια τον ουρανό. «Τι σεντόνι έχει απλωμένο τούτη η νύχτα φούλα μου, όσα άστρα, τόσα καλά να σου βρεθούν στα χέρια και στο δρόμο σου», ευχή της ψυχής.

Στον τόπο της, θυμήθηκε η Ξένη, έλεγε η γιαγιά η Γαρυφαλίτσα, πως όταν η ευχή είναι από καλό άνθρωπο τα χέρια μυρίζουν κανέλα και ακούς το φεγγάρι να συλλαβίζει τ’ όνομά σου κι η αλήθεια αντιφεγγίζει στο τρεχούμενο νερό και γίνεται καράβι η καλοσύνη.

Εκείνη τη νύχτα, αργά μετά τα μεσάνυχτα είχε γείρει πιο πολύ από λύπη και λιγότερο από κούραση στην αγκαλιά του άντρα της με το μυαλό μπερδεμένο. Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις, να αδρανοποιήσει τη δύναμη της διαίσθησης που χτυπούσε ένα καμπανάκι μέσα της και την τρόμαζε, να πετάξει στα άχρηστα τις τελευταίες εμπειρίες. Μάταια. Το δωμάτιο στένευε και την έπνιγε. Πώς θα την άφηνε μόνη της εκεί, αφού ήταν ηλίου φαεινότερο πως δεν υπήρχε λόγος και πώς θα τα κατάφερνε ακόμη κι αν ήταν μόνο για λίγες μέρες; Έριξε μια λεπτή ζακέτα στους ώμους της. Διπλώθηκε καθιστή πάνω στο κρεβάτι κι έκλαιγε βουβά. Το σπίτι, της φάνηκε πιο ξένο από ότι είχε αισθανθεί την πρώτη φορά. Από το ανοικτό παράθυρο έφυγε η σκέψη. Ένιωσε πως φυσούσε νοσταλγία.

Σαν εκείνη τη νύχτα και χειρότερες, έμελλε να ζήσει πολλές και χωρίς την αγκαλιά του άντρα της. Κάποιες φορές, κλείδωνε την πόρτα με προσοχή, σιγά – σιγά μην ακουστεί ο ήχος απ’ το κλειδί όπως γύριζε στα τρεμάμενα απ’ το φόβο δάχτυλα και ξάπλωνε στο πάτωμα.

Ένα πρωί λίγο πριν χαράξει η μέρα,  πέντε μήνες μετά το υποτιθέμενο έμφραγμα της Μπεντζέχρως, ξύπνησε απότομα από το κλάμα, το δικό της, ένα κλάμα γεμάτο λυγμό που έμοιαζε να γίνεται ένα μ’ ένα παράξενο μοιρολόι που αντηχούσε στ’ αυτιά της κι ήταν σίγουρη πως το άκουγε να βγαίνει από τα σπλάχνα της γης.

Πέντε μήνες ήταν η δούλα του σπιτιού, για τη Μπεντζέχρω που παρίστανε την άρρωστη και οι απαιτήσεις της μέρα με τη μέρα πολλαπλασιάζονταν όλο και περισσότερο.

Πέντε μήνες ήταν ο κυματοθραύστης για τα νεύρα της γεροντοκόρης που δεν άφηνε τις πλεχτοβελόνες από τα χέρια της παρά μόνο όταν έτρωγε κι όταν πήγαινε στην τουαλέτα κι όλο βλαστήμαγε που δεν της έρχονταν το τυχερό και τά ’βαζε μαζί της που είχε φέρει τη γρουσουζιά και άλλαζε ολοένα δρόμο και στροφή η τύχη της.

Πέντε μήνες, η παρακατιανή νύφη για το Φόρη που ήταν ο άντρας του σπιτιού και ήξερε από γυναίκες, κυρίως από Γερμανίδες – ο ίδιος τά ’λεγε στις βεγγέρες -, και τις τελευταίες εβδομάδες όλο και πιο περίεργα της φέρονταν κι όχι δεν ήταν που την είχε συμπαθήσει ξαφνικά, ούτε από ευαισθησία της έφερνε κάθε βράδυ ένα γλυκό από το γαλακτοπωλείο και την υποχρέωνε να το φάει με το ζόρι για να μην του χαλάσει το χατίρι κι ύστερα είχε προσέξει πως, αφού τό ’τρωγε έπεφτε ξερή για ύπνο και νόμιζε πως ήταν από κούραση… ή μήπως; Μα όχι, δεν ήθελε να βάλει κι άλλο κακό στο νου της και να το πιστέψει. Κι όμως… Αλλά και πάλι, αρκετά βάσανα είχε κι ύστερα αυτό που υποψιαζόταν της φαίνονταν πολύ βρόμικο.

«Όχι, δεν μπορεί να συμβαίνει, αυτό είναι αδιανόητο» κι όλο θα περάσει ο καιρός έλεγε στον εαυτό της, «θα περάσει μαζί μ’ αυτά και θα τα ξεχάσω, μόλις διοριστώ, ο Γιώργος λέει λίγο υπομονή, να μην του χαλάσω το χατίρι, λίγο ακόμη»  και παρηγορούσε την καρδιά της με τη σκέψη πως θα ερχόταν το φθινόπωρο και όλα θα γινόταν αλλιώς.

Πέντε μήνες ανεχόταν τις ιδιοτροπίες της πεθεράς κι εκείνο το πρωί δεν βρήκε το θάρρος να πάει να της μιλήσει, να της πει πως φοβόταν, πως είχε εφιάλτες τις νύχτες, πως είχε ακούσει τη γη να κλαίει μαζί της, πως ονειρεύτηκε – έτσι της είχε φανεί στον ύπνο της μα μπορεί και να μην ήταν-, ένα άγαρμπο χέρι να της πασπατεύει το στήθος και μετά να κατεβαίνει πιο χαμηλά στην κοιλιά και πιο κάτω ακόμη, ένα άγγιγμα φρικτό, πρόστυχο, μα και πάλι ήταν τόσο μα τόσο αληθινό που δεν της έμοιαζε για όνειρο, γιατί όταν πετάχτηκε πάνω ήταν σίγουρη πως ο λαιμός της την πονούσε κι ένας ίσκιος στέκονταν στην πόρτα.

Με το νυχτικό έτρεξε σκιαγμένη στη βάβω τη Σύρμω. Όσο να φτάσει η ανάσα της είχε βαρύνει. Έτρεμε σύγκορμη. Χτύπησε το μπρούτζινο χέρι της πόρτας απελπισμένα.  Σηκώθηκε η βάβω. Τα ’χασε μόλις την είδε έτσι αλαφιασμένη.

«Τι καταχνιά είναι τούτη που ντύθηκε η ψ(χ)ούλα σου, κοπελίτσα μου;» Ρώτησε με τη σιγουριά του ανθρώπου που δεν κάνει λάθος. Τη χτύπησε στον ώμο με στοργή, «πάμε μέσα, ακούει και βλέπει η γειτονιά, πάμε να μου πεις καμάρι, μη σκιάζεσαι, καμιά φορά το κλειδί της καρδιάς μπορεί να το κρατά η απελπισία μα χαμηλώνει ο ουρανός κι ακούει.» Συμπονετικά βγήκαν τα λόγια, αβίαστα, με αγάπη έτσι όπως τα ένιωθε. Η ματιά της, είχε προλάβει να περάσει, ένα βλέφαρο όλο κι όλο από το λαιμό της Ξένης μα ήταν αρκετό για να καταλάβει. «Καμιά φορά τα σημάδια μολογούν πιότερα απ’ τις λέξεις», συλλογίστηκε. Η μελανιά απλώθηκε ως τα τρίσβαθα της δικής της ψυχής και την πόνεσε. «Κουράγιο κοπελίτσα μου, κουράγιο», ψιθύρισε και τα δάκρυα θόλωσαν τα γέρικα μάτια.

Ως το μεσημέρι της ίδιας μέρας η Μπεντζέχρω είχε αφήκει το κρεβάτι, είχε ξεχάσει και την καρδιά της. Από το πρωί έψαχνε το Φόρη, πουθενά αυτός. Λες κι είχε ανοίξει η γη και τον είχε καταπιεί. Τη νύφη της, δεν τη γύρεψε καθόλου. Από σαστιμάρα την είχε ξεχάσει. Έβγαινε κάθε τόσο στη βεράντα και φώναζε: «Ω Φόρη! Που είσαι μωρέ;» ή ρώταγε την πιο κοντινή γειτόνισσα: «Μο Μάλιω; Μην είδες το Φόρη;»

Η γεροντοκόρη είχε πάει στο παζάρι. Όταν γύρισε πέταξε τις τσάντες που κρατούσε στα χέρια. Σκορπίστηκαν πατάτες, μήλα, σκόρδα και κρεμμύδια στο πάτωμα. Έτρεξε στη Μπεντζέχρω αλαφιασμένη.

«Σ(χ)ήκου μαυρομάννα, σ(χ)ήκου, λένε στην αγορά πως πάει ο πατέρας, έφυγε λένε στη Γερμανία με… », δεν απόσωσε το λόγο της. Συνειδητοποίησε πως η Μπεντζέχρω ήταν ορθή στο παράθυρο και την κοίταζε θαρρείς κι είχε χάσει τα λογικά της. Τα μάτια της είχαν αδειάσει, δυο μαύρες τρύπες έχασκαν στη θέση τους.

«Ξέρω, όλα τα ξέρω, μου τα πρόφτασαν άλλοι μωρή Διόχνω, ξέρω που να μην ήξερα, τόσους χρόνους ξέρω, γι’ αυτό κατάντησα τέτοια και τέτοια», είπε κι ύστερα έπεσε με θόρυβο στο πάτωμα.

Με ασθενοφόρο την πήραν. Τότε, όταν άκουσε τη σειρήνα του νοσοκομειακού, τότε έτρεξε και η Ξένη με τη βάβω τη Σύρμω. Όλη η γειτονιά είχε μαζευτεί στο σπίτι. Άλλοι το κοντό της κι άλλοι το μακρύ της, κουβεντιάζανε. Πάντως, όλοι ξέρανε πως πριν ανοίξει το παζάρι, ο Φόρης είχε μπει σ’ ένα αυτοκίνητο που τ’ οδηγούσε μια γυναίκα, μια Γερμανίδα, είχε κι ένα παιδί στο πίσω κάθισμα ίσαμε δεκαπέντε χρονών.

Η Σοφιά του Τσαβολύρα που είχε κάνει στη Γερμανία στο εργοστάσιο, έλεγε: «Ήταντο φτυστό ο Φόρης, τόσο μαυριδερό και με το σημάδι στο μεσόφρυδο και το γλέμμα ίδιο και τον φώναζε φάτερ, φάτερ στη γλώσσα του, δηλαδή πατέρα, πατέρα.» Της είπαν πως είχαν έρθει όχι για να τον δουν, μα για να τον πάρουν μαζί τους. Στο καφενείο της απόξω είχαν σταματήσει και της ζήτησαν πληροφορίες για λόγου του, μετά είχε φτάκει κι αυτός ο αφορεσμένος ντυμένος το κοστούμι σάματις ήτανε γαμπρός.

Η Μπεντζέχρω αυτή τη φορά είχε υποστεί, αλήθεια όμως, εγκεφαλικό επεισόδιο. Το στόμα της είχε στραβώσει, το ίδιο και το μάτι. Την αριστερή της πλευρά δεν την καταλάβαινε, αντιλαμβανόταν όμως όταν της μιλούσαν κι αυτό ήταν καλό σημάδι. Την παρουσία του Γούλη την αισθάνθηκε την άλλη μέρα κι έβαλε τα κλάματα. Λίμνες τα μάτια. Κάτι ήθελε να πει αλλά η άρθρωσή της ήταν τόσο μπερδεμένη που κανείς δεν έβγαζε νόημα. Στη βδομάδα πάνω καθάρισε ο νους και της γύρισε πίσω η γνώμη.

Η Ξένη την κοιτούσε αμήχανα κρατώντας της το χέρι. Ο ήλιος πύρωνε στη τζαμαρία του θαλάμου. Είχε φτάσει στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής του, έκαιγε. Άνοιξε τα βλέφαρα της ενοχλημένη απ’ το δυνατό φως, κλότσησε με το δεξί πόδι το γερό το σεντόνι και την κουβέρτα, θα ζεσταινότανε, κάποια στιγμή είδε την κοπέλα για κλάσματα του δευτερολέπτου, τη νύφη της, την περιεργάστηκε στο πρόσωπο, αναστέναξε και ξανάκλεισε τα μάτια.

«Μητέρα, μην τρομάζετε, η Ξένη είμαι», της ψιθύρισε. «Καλύτερα Ξένη, παρά ξινή παιδάκι μου», είπε κι έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να της χαϊδέψει το μάγουλο.

«Και στις καλύτερες οικογένειες συμβαίνουν μάννα», την παρηγορούσε η Διόχνω τις επόμενες μέρες από εκεί που κάθονταν στην καρέκλα, χωρίς ν’ αφήνει τις πλεχτοβελόνες.

Το παράλυτο χέρι μετά από ένα μήνα θεραπείας είχε αρχίσει να υπακούει. Και το πόδι της, το ’σερνε βαρύ, αγκομαχούσε μα το πάλευε, σηκωνόταν με το σκόπι σιγά – σιγά και δεν σκόνταφτε πάνω στα έπιπλα και στα ντουβάρια τη νύχτα και δεν ήθελε και πάπια.

«Κάτσε αυτού, Ξενούλα, κοπελίτσα μου, θα ζβαριστώ μαναχή μου, έκαμες πολλά εσύ για τ’ εμένα και δεν τ’ άξιζα, να μού σ’ αφήκει ο θεουλάκης, να μού γένεις βασίλισσα και την ευκή ως τον ουρανό, κοπελίτσα γραμμένη και χρυσή», δεν πίστευε η Ξένη πως ήταν αλήθεια αυτά που άκουγε.

Στους δυο μήνες είχε χάσει ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά είκοσι πέντε κιλά. Και το πρόσωπο της είχε πάρει μια καλοσύνη. Για εκείνον τον μπιτισμένο τον Φόρη δεν έκαμε κουβέντα. Τι νά ’λεγε, πως του κάλυπτε τις πομπές, πως κοιμόταν χώρια γιατί τον σιχαίνονταν, ότι τα ήξερε όλα τόσα χρόνια και σώπαινε νομίζοντας πως έτσι προστάτευε την τιμή της οικογένειας. Τι να ’λεγε και τι να άφηνε;

Ένα βράδυ, είχε μπει το φθινόπωρο, το φεγγάρι που κοίταζε από τον φεγγίτη την βρήκε με το πράσινο ταγέρ που της είχε χαρίσει η νύφη μπροστά στον καθρέφτη. Είχε απλώσει το χέρι και ζύγιαζε το σύρμα αριστερά-δεξιά για να τον ισιώσει και χαμογελούσε, μάλιστα η Μπεντζέχρω, αντί τα φάσκελα που του ’ριχνε, του έστελνε χαμόγελα. Ήταν η μέρα που ήρθε η απόφαση του διορισμού της Ξένης και όχι μόνο. Θα έβγαιναν έξω, μια βόλτα στην πλατεία και μετά για φαγητό. Στο τραπέζι, της ανακοινώθηκε με επισημότητα το ευτυχές γεγονός.

«Μάννα, θα γίνεις γιαγιά», είχε πει ο Γιώργος πια και κόντευε να πάθει δεύτερο εγκεφαλικό από τη χαρά της.

Όταν γύρισαν στο σπίτι η Μπεντζέχρω άναψε το τζάκι μαναχή της. Έκανε λίγο κρύγιο. Όταν πήραν και λαμπάδιασαν τα ξύλα φώναξε: «Ω Ξενούλα! Έλα καμάρι τσεδώ. Έλα να πυρωθείς και θέλω κάτι να σου ειπώ. Φέρε κι ένα μεγάλο κλαρί χλωρή δάφνη που έχω όξω πάνω στο πεζούλι.»

Ούτε μάννα με κόρη να ήταν. Τέτοια αλλαγή. Της έδωκε η κοπέλα τη δάφνη, κάθισε σταυροπόδι πάνω στη φλοκωτή κι άπλωσε τα χέρια να ζεσταθεί. Την κοίταξε με περιέργεια, μα μόνο για μια στιγμή. Δεν ήθελε να της δώσει δικαιώματα. Τούτη, που την έλεγαν Μπεντζέχρω, η ξινή η θυγατέρα τση Κοντύλως του Μητσηγκαβού πήρε τη δάφνη την έσπασε στα μικρότερα κλαριά, τη χώρισε σε ματσάκια. Κατόπιν ένα – ένα τά ’ριχνε μέσα στη στιά κι έπιαναν αυτά αμέσως κι έκαναν τσιπρ, τσιπρ, τσιπρ και λευτέρωναν σπίθες πολλές, νόμιζες καίγονταν δάσος κι αφού πετάζονταν μια φλόγα μεγάλη ψηλά, μετά έσβηγε κι έμεναν σαν κάτι αναμμένες κλωστές ώσπου γίνονταν κι αυτές στάχτη.

Η Ξένη παρατηρούσε την πεθερά της με απορία. Παιχνίδι πάντως δεν ήταν αυτό που έκανε. «Λες να τρελάθηκε;» αναρωτήθηκε και την άγγιξε στον ώμο με συμπάθεια.

«Ω Ξενούλα! Τι τηράς παιδάκι; Κοπελίτσα μου εσύ, τση μάννας! Δεν μού σάλεψε, όχι. Άλλο σκέπτομαι. Να, όπως καίγονται τούτα τα φύλλα και κάνουν τσιπρ, τσιπρ, τσιπρ και σκιάζεσαι μην αρπάξεις φωτιά, έτσι παιδάκι να καίγονταν κι η κακή η γνώμη πριν κατέβει στα χείλη και την ξεστομίσει άνθρωπος. Κατάλαβες κοπελίτσα μου; Το κακό κάνει αντράλα, μόνο αντράλα και για λίγο, όπως τούτα τα χλωρά κλαριά ένα πράμα, τσιπρ, τσιπρ, τσιπρ κι από καζάντιο τίποτις, γλέπεις κάρβουνο; Καένα, μόνο στάχτη παιδάκι τση μάννας, προκοπή ίτσου τίποτις. Να είχε καεί η κακή η γνώμη απ’ την αρχή δεν θα σ’ αντρέπουμαν τωρεγιά εγώ η άκαρδη», μάλιστα, η Μπεντζέχρω τά ’λεγε αυτά. «Κους; Κούγω να λες», συμπλήρωσε και γιόμισαν τα μάτια χοντρά δάκρυα από ντροπή και τύψεις.

Χρυσή καρδιά εκείνη η Ξένη κι ας ήταν ξένη, ας είχε έρθει απ’ άλλο τόπο. Την αγκάλιασε τρυφερά, όπως αγκάλιαζε τη μάννα της την Καλλιόπη και τη γιαγιά της τη Γαρυφαλίτσα. «Μην κλαίτε μητέρα, η κακή γνώμη κάηκε, μην κλαίτε. Η φλόγα δεν έσβησε, άφησε τόσο φως μέσα μας. Έγινε η γέφυρα για τη συγνώμη, ο θόρυβος χάθηκε, μόνο ο θόρυβος σαν να μην υπήρξε ποτέ. Αύριο, δεν θα θυμάται καμιά από τις δυο μας το παρελθόν γιατί δεν θέλουμε να παγώνει η καρδιά μας, τι λέτε μητέρα», μπορεί και να ειπώθηκαν με κάποια οδύνη τούτα τα λόγια, τα είπε όμως η Ξένη γιατί η ίδια, είχε μάθει από τη γιαγιά της πως είναι κρίμα νά ’ναι καλοκαίρι κι εσύ να κρυώνεις επειδή έχεις φυλάξει μια παγωνιά στην καρδιά.

Σηκώθηκε η Μπεντζέχρω, πήγε ζβαρίζοντας κάπως το πόδι, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη λες και ήταν σε απολογία μπροστά σε δικαστή. Με την ανάσα της θάμπωσε το κρύο τζάμι και ζωγράφισε δυο καρδιές, μια μικρή κούτσικη και μια μεγάλη.

«Ούι, ούι! Τήρα τι όμορφες! Έλα να ιδείς παιδάκι, μια δική σου και μια δική μου και τις φύτεψα στα σπλάχνα του, να μην αλησμονήσει, κοπελίτσα μου, εγώ η άκαρδη κι εσύ η πονετικιά», μετά γέλασε με την ψυχή της.

Όταν γέννησε η Ξένη στα τέλη του Απρίλη, χαρές και πανηγύρια. Είπαν το παιδί, -παιδί έκαμε, όχι κοπέλα-,  Λέανδρο. Το φώναξαν αμέσως στην κλινική όπως θέλησε η Ξένη και Λέανδρο το βάφτισαν κι ούτε κουβέντα για εκείνον τον αφορεσμένο το Φόρη που δεν είχε δώσει καένα σημείο ζωής.

«Τέτοιος που ήταντος, έτσι τ’ άξιζε, τι να τού ’βγάζαμαν  τ’ όνομα τ’ αποχοντριασμένου, τ’ ασουμπέγιαστου ; Να φάει τα σκατά με το φτυάρι, που να σέπεται ζωντανός ο παπαρδέλας», τον κακόκραινε η Μπεντζέχρω.

Ύστερα από πέντε χρόνους, χειμώνας ήτανε κι είχε ντούνες το χιόνι όξω, γέννησε και την κοπέλα στην καρδιά του Γενάρη. Ο Λέανδρος είχε διαλέξει τ’ όνομα της κοπελώς. Την έλεγε Μαρίνα από τότε που ήταντη στην κοιλιά. Η Μπεντζέχρω τυλιγμένη στην καινούρια πατατούκα, τήραγε τις παμπλαμούδες π’ έπεφταν σταύρωνε τα χέρια κι έδινε ευκές: «Όσες  πέφτουν απ’ τον ουρανό, τόσα τα καλά στη ζωή της τσούπρας, τόσοι άγγελοι να της βρεθούν στο δρόμο, να την αφήκει ο θεός, την κοπελίτσα τη γραμμένη.» Κι όταν ήρθε η ώρα να την βαφτίσουν, τόσο γενναιόδωρη ήτανε που ήθελε να πληρώσει αυτή τα φωτίκια κι όχι η νούνα. Κι αφού δεν την άφηκαν, της παράγγειλε χρυσό γιορντάνι στα Γιάννινα να ’χει να θυμάται τση μπάμπως.

Όταν περπάτησε η Μαρίνα, την είχε απ’ το χέρι στην πλατεία η θειάκω η Διόχνω η γεροντοκόρη και την πάγαινε περίπατο. Εκεί της ήρθε το τυχερό. Της είχε καλό γραμμένο η Μοίρα κι ας είχε αργήσει. Πήρε γι’ άντρα κάποιον διαβασμένο που είχε έρθει απ’ την Χιμάρα, τότες είχαν ανοίξει τα σύνορα, ένα παλικάρι γεντέκι ίσαμε κείγια πάνω. Καλά και περίκαλα πήγε. Πρόλαβε κι έκαμε στο χρόνο και παιδί, ένα, αλλά παιδί. Ο γιατρός της απαγόρεψε να κάμει άλλο, ήταν επικίντυνο. Κι απ’ το γάμο και δώθε δεν της έκραιναν πια Διόχνω, κείνη η νύφη η Ξένη, είχε πει πως το σωστό ήταν Όχνη κι ήταν λέει σπουδαίο όνομα κι αυτή ξανάκαμε νιάτα και της άνθισαν ρόδα τα μάγουλα και καμάρωνε που την έκραιναν «κυρία Όχνη» στο φούρνο και στα μαγαζιά. Ο άντρας της ήβρε καλή δουλειά στον κάμπο, τίμιος άνθρωπος και δουλευτής. Πήρε χωράφια μισιακά, διάβαζε και κάτι παιδιά στο σπίτι, έκαμε προκοπή.

Το φθινόπωρο του ενενήντα τρία, ανημπόρεψε η βάβω η Σύρμω, την έβαλαν στο Νοσοκομείο με πνευμονία, πήγε να πεθάνει. Έρθε η Ξένη την είδε,  ούτε αγγονιά να ’τανε, έμεικε τρεις νύχτες να τη βοηθήσει, ήθελε άνθρωπο.

«Παιδάκι μου, σύρε στη φαμίλια σου, έχεις υποχρεώσεις, τι κάθεσαι με τ’ εμένα, ας πεθάνω», της είχε πει ξέπνοα όταν άρχισε κάπως να συνέρχεται.

Της τακτοποίησε τα μαξιλάρια και την κουβέρτα κι έσκυψε και τη φίλησε. Η ματιά της ήταν γλυκιά, όλο υποσχέσεις. Έξω είχε αρχίσει να μυρίζει το χώμα απ’ την πρώτη βροχή. Μέσα, παντού μοσχοβολούσε γιασεμί. «Θα βρω μια γυναίκα για τις νύχτες κυρά Σύρμω και μετά θα φύγω, μια Αλβανίδα, τόσες έχουν έρθει από μέσα, κάποια θα ’χει ανάγκη και θα δεχτεί, θα ρωτήσω τις νοσοκόμες, θα ξέρουν», ήταν κατηγορηματική η Ξένη εκείνο το απόγευμα.

Αυτό που λένε, η καρδιά δεν γερνά και τα μάτια δεν αστοχούν, αυτό είναι μεγάλη αλήθεια. Το ίδιο βράδυ γύρισε πίσω με μια νέα γυναίκα που της είχαν συστήσει. Άφησε τη μωβ ομπρέλα στο μπάνιο και κρέμασε την καμπαρντίνα και το μαντήλι της πάνω από το καλοριφέρ να στεγνώσουν. Έριχνε κι έριχνε όξω, σ(χ)ιούγκραβος κι απ’ τις εφτά μεριές τ’ ουρανού πάγαινε το μπουμπουνητό και σειόταν τα τζάμια από πάνω μέχρι κάτω.

«Ξύπνα κυρά Σύρμω, ήρθαμε», της ψιθύρισε στ’ αυτί, μα δεν την άγγιξε στα χέρια για να μην την τρομάξει. Τα δικά της ήταν βρεγμένα και κρύα.

Άνοιξε η βάβω τα μάτια. Η νύχτα της φάνηκε πως ήταν πολύ μακριά για να ’ρθει. Κάπως σάστισε. Μπροστά της είχε ένα φως, αλλιώτικα ωραίο, λες κι είχε ξεκόψει μιαν αχτίδα απ’ τον ήλιο και την προσκυνούσε απ’ το ταβάνι φιλιά βελούδινα και μύριζαν, τα φιλιά σαν γιασεμιά. Έτσι κατάλαβε. «Μυστήρια πράγματα, ήρθε η ώρα μου», συλλογίστηκε.  Ανοιγόκλεισε τα ρουθούνια. Ανάσαινε βαθιά με ευχαρίστηση. Μετά χαμογέλασε ήρεμα και ξανάκλεισε τα βλέφαρα. Της φάνηκε πως ονειρεύονταν, πως βρίσκονταν σε κήπο, μπορεί και στον παράδεισο και παράδιδε την ψυχή της κι όπως την ξεφύλλιζε γένηκε ένα κομμάτι μεταξωτό ύφασμα με ζωγραφιστά γιασεμιά κι όσο φύσαγε ο αέρας, τόσο άπλωνε κι άπλωνε κι άπλωνε μέχρι που έρθαν και μπήκαν από κάτω πέντε νοματέοι, δυο άντρες, δυο γυναίκες και μια κοπελίτσα κούτσικη ίσαμε οκτώ χρονών κι αυτή την κούτσικη σάματις την ήξερε κι είχε τα χέρια γιομάτα γρένζουλα κι έτρωε και της έδινε κι εκείνης κι ήταν γλυκά και κόκκινα και τούτη, η βάβω η Σύρμω την κανάκευε και της  έλεγε τραγούδι:

Κοιμήσου μέρα όμορφη, νύχτα με τ΄αστρουλάκια

μπαξέ μου με τα λούλουδα και με τα γιασεμάκια

Κοιμήσου με τη ζάχαρη και ξύπνα με το μέλι

και λούσου με τ΄ανθόνερο που λούζονται οι αγγέλοι.»

        «Η μαύρη σ(χ)ιούρηξε κι άρχεψε τα νανουρίσματα, έρθε η ώρα της, λίγα τά ’χει τα ψωμιά», είπε μια γυναικούλα απ’ το διπλανό κρεβάτι και σταυροκοπήθηκε ως να ένιωσε το φτερούγισμα του αγγέλου κοντά κι αναρίτσιασε η ίδια.

Η Ξένη συγκινημένη απ’ τα λόγια τα γλυκά πλησίασε με βουρκωμένα μάτια. Την χάιδεψε στο πρόσωπο, είχαν ζεστάνει τα χέρια της. «Ξύπνα κυρά Σύρμω, ήρθαμε», της είπε λίγο πιο δυνατά και όπως έσκυβε από πάνω της πρόσεξε τη βελούδινη λάμψη που είχε πάρει το πρόσωπό της. Η βάβω βυθισμένη στον ύπνο δεν άνοιξε τα μάτια.

«Τι καλή που φαίνεται! Και μυρίζει τόσο πολύ γιασεμί! Θα είναι σε όνειρο, ας μην της το χαλάσουμε», παρατήρησε η γυναίκα πού ’χε  έρθει για να τη φυλάξει, σε άπταιστα ελληνικά και υποσχέθηκε να την περιποιηθεί και να την προσέχει.

Η βάβω η Σύρμω κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα απύρετη ως το πρωί, βαθιά,  ούτε έβηξε, ούτε πλευρό γύρισε. Η γυναίκα λίγο πριν φύγει της ένιψε το πρόσωπο, της άλλαξε νυχτικό και της γέμισε το ποτήρι νερό.

«Θά ’ρθω ξανά το απόγευμα γιαγιούλα, θα φέρω και την κόρη μου να σε δει, όπως συμφωνήσαμε, μόνο για λίγο όμως», την καθησύχασε, την φίλησε και την χαιρέτησε.

«Στο καλό ψ(χ)ούλα μου, σύρε στο καλό κι ευχαριστώ και να ματάρθεις με την τσούπρα σου, την κούτσικη», παρακάλεσε η βάβω και την κατευόδωσε ευγενικά όπως το συνήθιζε.

Είναι κάτι στιγμές, που έρχονται από την καρδιά της αιωνιότητας για να επιβεβαιώσουν τον προορισμό σου κι όσο κι αν προσπαθείς να μιλήσεις γι’ αυτές δεν βρίσκεις λόγια και δεν περιγράφονται.

Είναι κάτι στιγμές, πως τα φέρνει η ζωή, που ο χρόνος χτίζει γέφυρες με γιασεμιά κι απ’ το παρελθόν στο παρόν όλα γίνονται ένα και συμβαίνει τόσο μαγικά!

Είναι κάτι στιγμές, που τα μάτια γεμίζουν φεγγισμένα νερά και τρέχουν, γιατί η αγάπη είναι υπόσχεση ισόβια.

Είναι κάτι στιγμές, που αποδεικνύουν πως το ένστικτο δεν λαθεύει ποτέ, πως η καρδιά δεν γερνά και τα μάτια δεν ξεχνούν.

Είναι κάτι στιγμές, που από μόνες τους ψιθυρίζουν ονόματα και τότε ξυπνούν και θεριεύουν παλιές ξεχασμένες ελπίδες και ανθίζουν τα όνειρα.

«Γιαγιούλα ξύπνα, ήρθα, η Εσμά είμαι, έφερα και τη Γιασμίνη μου να σε δει, σου μάζεψε ένα ματσάκι γιασεμιά, γιαγιούλα ξύπνα ήρθε και η μητέρα μου, Γιασμίνη κι εκείνη, ξύπνα γιαγιούλα σου φέραμε σταφύλια απ’ το χωριό…»

Πόσα πεφταστέρια πέσανε στα μάτια της βάβως καμιά τους δεν μέτρησε. Άμα θέλει η Μοίρα ν’ ανοίξει το τετράδιο με τα καλογραμμένα, άμα κοιμούνται νεράιδες στην ψυχή σου, άμα μάχεσαι μ’ αγγελικό σπαθί και σπέρνεις  ροδοζάχαρη στις μέρες σου, άμα σου γράφει…

«Γιασμίνη, έρθες καμάρι τση μάννας, που ήσουν παιδάκι;» φτερούγισαν με παράπονο τα λόγια της βάβως.

Κρατούσε τη φωτογραφία στα χέρια. Κοίταζε σαν χαμένη, μια τη φωτογραφία, μια τα καινούρια πρόσωπα, στα μάτια τα τήραγε.  Όλα τα βλέμματα ίδια, όλα τα μάτια λιόμαυρα σαν αυτά της φωτογραφίας. «Τα μάτια, τα μάτια δεν ξεχνούν», σκέφτηκε μα και πάλι δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ένα λίγωμα αισθάνθηκε, κοκκίνισαν τα μάγουλα της, φλόγες κι ύστερα πήραν το χρώμα πό ’χει το κερί.

Η Εσμά της έβρεξε τα χείλη, τη χτύπησε αλαφρά στα μάγουλα, της έτριψε τα χέρια με οινόπνεμα. Συνήλθε.

Πρώτη πλησίασε η τσούπρα. «Γιαγιά», τη φώναξε με χαρά και της έδωσε τα γιασεμιά.

«Παιδάκι γραμμένο, κοπελίτσα μου χρυσή», κατάφερε να ψελλίσει. Ακούμπησε τα χείλη της στο κεφάλι της μικρής κι άπλωσε το πιο λαμπερό, το πιο μεταξωτό ύφασμα της ψυχής να τη σκεπάσει.

Η κούτσικη την τήραγε ίσια στα μάτια. Όσο κι αν είχαν ξεθωριάσει απ’ τα χρόνια και τα δάκρυα, στο βάθος τους, το ίδιο μαύρα ήταντα κι αυτά. «Τα μάτια δεν ξεχνούν», ξανασκέφτηκε κι έριξε ένα γλέμμα στη γυναίκα που έστεκε ορθή μαρμαρωμένη στη μέση του θαλάμου.

«Μάννα, μάννα μου γλυκιά», ψιθύρισε αυτή κι από μια ρωγμή του χρόνου ξανάζησε όλο το χαμό και τον ξεριζωμό απ’ την αρχή κι ένιωσε την ίδια δυνατή βροχή να δέρνει το πρόσωπο της κι άλλη μια φορά μπερδεύτηκαν οι στάλες της με τα δάκρυα, όπως τότε που την κρατούσε ο πατέρας της απ’ το χέρι και προχώραγαν στα τσέπια και στα ρέματα για να φτάσουν στο Δυρράχιο που έμελλε να μη φτάσουν ποτέ. Μια νάρκη έσκασε, κανείς δεν σταμάτησε, δεν τους άφησαν, άνθρωπος δεν έδωκε σημασία όλοι βιάζονταν να φτάσουν υπακούοντας  στις εντολές που τούς έδιναν. Ώρες αργότερα όταν συνήλθε είχε νυχτώσει. Μαναχή της στην ερημιά και τίποτα δεν θυμόταν, τίποτα άλλο εκτός από εκείνον τον δυνατό θόρυβο. Είχε περπατήσει με τα ρούχα της κουρελιασμένα και την ψυχή στο στόμα, μα δίχως φόβο. Κρύγιωνε. Μπήκε στο πρώτο μονοπάτι. Γλίστραγε. Σηκώνονταν, έπεφτε. Γιομίστηκε λάσπες. Αλάλητο πουλί την ήβρε τα ξημερώματα ένας γέροντας και τη μάζεψε στο σπίτι του. Από εκεί και μετά είχε μετρήσει τη ζωή. Όλα τα προηγούμενα τα είχε χάσει. Δυο γερόντια την ανάθρεψαν και τη μεγάλωσαν. Έκαμε καιρό να μιλήσει. Καρτέραγαν οι μαύροι κάτι να τους πει, τίποτα. Έλληνες ήταν κι είχαν πεθάνει με τη γνώμη στο Φιλιάτι, εκεί είχαν ζήσει μέχρι το είκοσι οκτώ. «Νά ’χαμαν τσίκα σοβά απ’ το πατρικό να το βάζαμαν για ζάχαρη στον καφέ», θυμήθηκε πως της έλεγαν με πόνο, μα ποτέ η ίδια δεν είχε ανάμνηση από κάτι δικό της, κάτι που να την έδενε μ’ αυτό το μέρος, ποτέ. Το όνομα της μόνο θυμόταν, αυτό, ίσως επειδή όταν ο πατέρας της πάτησε τη νάρκη είχε φωνάξει τόσο δυνατά: «Φεύγα Γιασμίνη, φεύγα να σωθείς, Γιασμίνηηη», κι είχαν αντιλαλήσει τα βουνά. Και τώρα, τώρα συμπλήρωνε τα κενά. Αυτά τα μάτια, που όταν κοιταχτούν έστω και  για μια φορά με τόση αγάπη δεν ξεχνούν, αυτά φταίνε. Και την είχαν κοιτάξει τόσες πολλές φορές τα μάτια της βάβως της Σύρμως κάποτε, που χρειάστηκε ένα μόνο βλέμμα για να το επιβεβαιώσει και να χτυπήσει η καρδιά δυνατά και με σιγουριά πως  αυτή που ήγλεπε τόσο αποσβολωμένη ήταν η μάννα της. Και συνέχισε να κυλάει ο χρόνος προς τα πίσω και να ξεφυλλίζει σελίδες σκοτεινές της μνήμης , να ξεθάβει απ’ τη σκόνη τον παλιό καιρό, τότε που την έλουζε και τη χτένιζε. Η βροχή στα τζάμια πάσκιζε να κερδίσει τα δάκρυα στα μάτια της. Το συνηθίζει η βροχή. «Μάννα, μάννα, μάννα μου καλώς ανταμωθήκαμαν», ακούστηκε ξανά η φωνή ξεψυχισμένη κι αμέσως δυο χέρια ζαχαρένια τυλίχτηκαν στο λαιμό της.»

Θαρρείς κι άνοιξε η πλάση ολόκληρη μιαν αγκαλιά και την έκλεινε τη βάβω. Ξαφνικά όλος ο κόσμος γινόταν δικός της, δικός τους. Χουχούλιαζαν αγάπη κι ανάσες, τρεις γυναίκες και μια κούτσικη αγκαλιασμένες και γελούσαν κι έκλαιγαν κι αντάλλασαν φιλιά στα χέρια και στα μάγουλα.  Τέσσερα ζευγάρια μάτια ζητούσαν ξανά το μερτικό τους από τη ζωή κι είχαν δίκιο.

Είναι από εκείνες τις στιγμές, που στεγνώνουν τα δάκρυα, όταν η ίδια η Μοίρα παίρνει το πιο απαλό της μαντηλάκι και σου σκουπίζει τα μάτια.

Είναι από εκείνες τις στιγμές, που στο τέλος κερδίζει η βροχή.

Όταν θέλει η ζωή, σού στήνει την καλύτερη παράσταση για να μην ξεχάσεις ποτέ, ότι καμιά φορά μια στιγμή μόνο μπορεί να είναι σημαντικότερη από πολλά – πολλά χρόνια.

Στεγνή κλωστή δεν είχε η Ξένη όταν έφτασε με την Μπεντζέχρω.

«Έξω θαρρείς δεν λένε να κλείσουν οι ουρανοί από χτες που άρχισε να βρέχει», σχολίασαν ταυτόχρονα νύφη και πεθερά.

«Ας μην κλείσουν ποτέ. Ποτέ δεν ήταν τόσο ανοιχτοί, όσο τούτο το απόγιομα, τώρα είναι καλά να πεθάνω, ας πεθάνω», παραδέχτηκε η βάβω κι αφού τις καλησπέρισε έκανε τις απαραίτητες συστάσεις κουνώντας το κεφάλι της.

«Τώρεγια, δεν έχεις να πας πουθενά. Για να πεθάνεις, πρέπει πρώτα νά ’χεις ζήσει κι εσύ δόλιω Σύρμω τόσα χρόνια αχάρητη δεν έζηγες. Ο καιρός που διάβηκε αλάτι στο νερό ήτανε. Κους τι σου λέγω; Κούγω να λες», τη μάλωσε αλαφρά η Μπεντζέχρω.

«Πόσα ξέρεις εσύ», της χαμογέλασε με νόημα η βάβω και της έγνεψε να ’ρθει κοντά.

«Έμαθα ορή γυναικούλα, ας είναι(τη) καλά η νύφη μου, η Ξένη, που έρθε ξένη και γένηκε δική και μας βρέθηκε κι ας την καταφρόνεσα κι ας την πίκρανα, έπρεπε να πάθω για να μάθω. Καλύτερα Ξένη, παρά ξινή» κι ύστερα από μια βαθιά ανάσα κι ένα ρούφηγμα της μύτης συμπλήρωσε: «Αυτό λέω μάναχα να μού τη φυλάξει ο θεουλάκης,  όσα φύλλα του χινοπώρου πέφτουν στο χώμα, τόσες ευκές, να είναι καλά να μας βρίσκεται.»

Όταν κάποιοι άνθρωποι πρέπει να είναι μαζί, η ίδια η ζωή θα βρει τον τρόπο να τους σμίξει, να τους παρηγορήσει, να τους αλλάξει, να τους μοιράσει τη χαρά για αντίδωρο και μεταλαβιά τη συγκίνηση. Η αγάπη ανοίγει την πόρτα, η αγάπη κι άμα θέλεις μπορεί και  να σε πάρει απ’ το χέρι, να σε πάει περίπατο σε δρόμους και σοκάκια που μυρίζουν γιασεμί κρατώντας το φεγγάρι για λυχνάρι.

 

Κέρκυρα 18 Ιανουαρίου 2017

Αύριο… εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου (Χαρούλα Βερίγου)

 

 

 

* H Ζωή Δικταίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, στον παραμυθένιο τόπο της Δίκτης, της Σελένας. Το Τζερμιάδο είναι το χωριό της. Εκεί έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Δεν έγινε δασκάλα όπως ονειρευόταν όταν ήταν παιδί. Το σύμπαν, είχε άλλα σχέδια ανοίγοντας  την πόρτα στην Τουριστική Εκπαίδευση. Ζει στην Κέρκυρα. Είναι παντρεμένη και τιμούν τη ζωή της δύο παιδιά. Καταθέτει πάντα με σεβασμό την ευγνωμοσύνη της στο φως και στο ταξίδι του, αυτό που δικαιώνει την αιωνιότητα και δικαιώνεται ταπεινά στη σιωπή, χωρίς θόρυβο, στο καθαρό βλέμμα και στο δάκρυ. Εργάζεται από το 1984 στις Επαγγελματικές Σχολές του Υπουργείου Τουρισμού. Συμμετείχε στη νεότητα της, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και είναι αλήθεια, έλαβε αρκετές διακρίσεις. Το πρώτο βιβλίο της από τις εκδόσεις Έψιλον, αφορά στην παιδική λογοτεχνία και έχει τίτλο « Ιστορίες για φεγγάρια ». Δισκογραφικά έχει συνεργαστεί με το Γιάννη Νικολάου και το Νίκο Ανδρουλάκη. Το δεύτερο βιβλίο της από τις εκδόσεις Φίλντισι, είναι μυθιστόρημα και τιτλοφορείται «Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο». Πιστεύει στην αγάπη.  Τη γοητεύουν όλα τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης όπως και τα ξεφτισμένα αποκόμματα από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Της αρέσει η βροχή. Προτιμά τη μωβ ομπρέλα, μα έχει πάντα και μια κόκκινη για να μπορεί να πληγώνει τις άφεγγες νύχτες το σκοτάδι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top