Fractal

Διήγημα: “Καλώς το Δημητράκι μου!”

Της Αγγελικής Πλουμά // 

 

 

Βλέμμα χωρίς εστίαση

 

Μπαίνει στο κομμωτήριο σκυφτή. Κοιτάζει τα παπούτσια της και ψιθυρίζει κάτι που μοιάζει με καλησπέρα. Τα μαλλάκια της άσπρα και ίσια, φρεσκολουσμένα, μεταξένια. Κάθεται σε μια γωνιά, μαζεμένη κοπιάζει να πιάσει όσο λιγότερο χώρο γίνεται.

– Θα … λέει κάποια στιγμή στη Σταυρούλα, τη κομμώτρια.

– Εντάξει, απαντάει εκείνη χαμογελαστή.

Εκείνη η άτιμη η σύνταξη πάλι πετσοκομμένη ήρθε. Δε φτάνει για να πληρώσει και για «τη κόμμωση»… αλλά δεν είναι η πρώτη φορά. Ένα χρόνο τώρα τεφτέρι έχει ανοίξει με τα χρωστούμενα.

– Θα σε πληρώσω, λοιπόν, εννοεί …αλλά και άλλα πολλά υπάρχουν μέσα στο «Θα».

Τα μάτια μένουν καρφωμένα στα χέρια της που στριφογυρίζει νευρικά περιμένοντας τη σειρά της. Η Σταυρούλα πότε- πότε της χαμογελάει πάνω από τα κεφάλια που περιποιείται. Εκείνη προς στιγμήν ξεθαρρεύει, της ανταποδίδει ένα ντροπαλό μειδίαμα και μετά τρομαγμένη, από το κουράγιο της, ξαναμαζεύεται σε ένα κουβαράκι.

Πλέκει τα δάχτυλα ξανά στην ποδιά της κοιτάζοντας το κενό. Όταν έρχεται η σειρά της και τη φωνάζει η Σταυρούλα, σηκώνεται και με μικρά- μικρά, παιδικά, δειλά βήματα κάθεται στην καρέκλα και σηκώνει το πρόσωπό της στο καθρέφτη. Τα ματάκια της κοιτάζουν το καθένα σε άλλη κατεύθυνση …

– Καλώς το Δημητράκι μου. Να τα κόψουμε λίγο, τι λες; Η Σταυρούλα της χαμογελάει ξανά.

Αλλά τα υγρά ματάκια με την διαφορετική κατεύθυνση έχουν εγκαταλείψει πια τον καθρέφτη και έχουν καρφωθεί ξανά στα παπούτσια.

– Θα …ξαναλέει και μέσα στο βλέμμα το ανεστίαστο, ξεπηδάνε κι όλα τα «θα» της ζωής της που δεν έγιναν ποτέ «να»…

Το «θα» γίνω κι εγώ σαν τα άλλα παιδάκια, πίσω από το σκληρό εμπαιγμό από τις συμμαθήτριες στην αυλή του σχολείου, το «θα» βρώ κι εγώ ένα σύντροφο παρά τον χρόνιο αποκλεισμό από τον έρωτα και το χάδι, το «θα» μπορώ κι εγώ να περνάω από την πλατεία του χωριού χωρίς να ακούω τους ψιθύρους και τα γέλια που με σκοτώνουν, «…να, να, να η γκαβή».

– Εντάξει, εντάξει, λέει η Σταυρούλα βιαστικά, απαντώντας για κείνο το χρέος που αυγαταίνει. Και κάνει και τη θυμωμένη μ ένα τρυφερό τρόπο καθώς της χαϊδεύει απαλά το άσπρο κεφαλάκι.

– Όλο τα ίδια θα λέμε βρε Δημητράκι μου!

Κουνάει το κεφάλι, γέρνοντάς το προς τα κάτω, σαν το κατάδικο, πολλά τα χρόνια της εκούσιας φυλάκισης στο σπίτι της που δεν υπάρχουν καθρέφτες. Και τώρα ντρέπεται να δει τον αντικατοπτρισμό της, θέλει να γίνει ένα με το πάτωμα ψιθυρίζει κάτι που μόλις ακούγεται : “ναι να τα κόψουμε” και σε ένα τελευταίο βλέμμα από το αριστερό μάτι το καλό, χωράει όλη η αγάπη για τη Σταυρούλα. Που παρότι νεαρότερη από την ίδια, τη νοιάζεται περισσότερο κι απ` ότι τη νοιαζόταν η ίδια της η μάνα και την προσέχει σαν να είναι άνθρωπος της φαμελιάς της.

Γι αυτό και «το Δημητράκι» κάθε φορά που νοιώθει πως οι τέσσερις τοίχοι την πλακώνουν, πως δεν αντέχει άλλο και πως θέλει κάποιος να τη χαϊδέψει, έστω και φευγαλέα, σέρνει τα κουρασμένα εβδομηντάχρονα πόδια της από τον πέρα μαχαλά κι έρχεται μέχρι εδώ, ρισκάροντας χειμώνα – καλοκαίρι να περνά μπροστά από όλα αυτά τα βλέμματα, τα ξένα βλέμματα, τα αδιάκριτα βλέμματα που συνεχίζουν να την παραβιάζουν. Για να συναντήσει αυτή την αγάπη, να νοιώσει αυτό το χάδι, να αντέξει λίγο ακόμα…

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top