Fractal

Διήγημα: “Η κάλτσα”

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

Handwriting

 

Ήταν δεν ήταν δεκαεπτά χρονών ο Αλέξανδρος όταν γεύθηκε τον έρωτα για πρώτη φορά, λίγο απότομα, αλλόκοτα και άτσαλα.Το παιχνίδι στην αλάνα είχε φουντώσει για τα καλά και η πιτσιρικαρία έκανε μεγάλες προόδους στα ποδοσφαιρικά τερτίπια της. Φωνές, ουρλιαχτά, τρίπλες, γκολ, όλα μαζί, σου φτιάχναν ένα κεφάλι μούρλια !

Η κυρα Σούλα έβγαζε κάθε λίγο και λιγάκι το κεφάλι της από την μπαλκονόπορτα φωνάζοντάς τους : -Κάντε πιό ησυχία μπρε! Έχω άρρωστο άντρωπο μέσα! Τζαναμπέτηδες, τανταλάκια!!! Χήρα από τον πρώτο της άντρα που χάθηκε στην προσπάθειά του να σώσει ένα κοριτσάκι από βέβαιο πνιγμό, ζωντοχήρα από τον δεύτερο τον “αχαϊρευτο” καθώς τον έλεγε όταν αναφερόταν σε αυτόν και τώρα νοσοκόμα πια καθώς με βαρύ εγκεφαλικό ο τρίτος της…

Αλλά που να ακούσουν κείνα, σώθηκες τώρα… Το αίμα τους έβραζε και όλη την ενέργειά τους τη διοχετεύαν στο ποδόσφαιρο. Είχαν και σφυρίχτρα τρομάρα τους! Καμάρωνε ο Αλέξανδρος που εκείνη την ημέρα έπαιζε το ρόλο του διαιτητή. Το ΄χε πάρει τόσο σοβαρά το θέμα που κάθε λίγο και λιγάκι σφύριζε κι από ένα φάουλ ώσπου τα νεύρα της Σούλας είχαν γίνει τσατάλια. Είδε κι απόειδε και ξαναβγήκε φουριόζα στο μπαλκόνι. -Αλέξανδρε! Έλα δω γιαβρί μου να σε πω! Έλα, ανέβα τη σκάλα να με βοηθήσεις σε κάτι, του είπε αλλά ο τόνος της φωνής της, είχε μία τσαχπινιά…

Ο Αλέξανδρος θυμήθηκε τα λόγια της μάνας του: Την κυρα Σούλα να την προσέχεις αγόρι μου, γιατί δεν είναι “καλής διαγωγής”. Τι καλής και κακής, όλα υποκειμενικά είναι… Όταν μια γυναίκα αντιπαθεί κάποια άλλη, χίλια κουσούρια βρίσκει…

Η κυρα Σούλα τά ΄χε πατήσει πια τα πενήντα αλλά κατά τα άλλα ήταν μια πολύ καλοβαλμένη γυναίκα αν και αρκετά παχουλή. Το πρόσωπό της άσπρο άσπρο, τα μάτια της έντονα βαμμένα όπως και τα μαλλιά της που ήταν κατάξανθα.

Ίσως γι΄ αυτό να μην τη χωνεύει η μάνα, σκέφτηκε καθώς έμπαινε στο σπίτι ντροπαλά και εξερευνητικά.

-Καλώς τονα! πετάχτηκε η Σούλα κρατώντας ένα ζευγάρι νάυλον μαύρες κάλτσες, -απ΄ αυτές που ανεβαίνουν πάνω από το γόνατο και φτάνουν έως τα μισά του μηρού- και ο Αλέξανδρος πήδηξε ως το ταβάνι απ΄ τη τρομάρα του!

Σε τρόμαξα μπρε; χα χα χα χα άρχισε να γελά τρανταχτά η Σούλα -Σούλα έγινε τώρα- και τα στήθια της ανεβοκατεβαίνανε σα ζυμάρια σε χέρια φούρναρη. Σαστισμένος ο Αλέξανδρος δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Πρώτη φορά που τον είχε μαγνητίσει γυναίκα και δη η κυρα Σούλα μα και αυτή, μόνο για δουλειά δεν τον ήθελε…

Σωριάστηκε στον καναπέ προτάσσοντάς του το ένα της πόδι καθώς του έδινε την μία κάλτσα λέγοντάς του νωχελικά: -Θα με τη βάλεις μπρε; Ξεροκαταπίνοντας την πήρε στα χέρια του, έβαλε τη φτέρνα της στο γόνατό του και πάσχιζε να την βάλει στο παχουλό και αψεγάδιαστο πόδι της. Αφού έδωσε ο θεός και δε λιποθύμησε τα κατάφερε μια χαρά με απώλεια ενός πόντου μόνο αλλά, ποιός; για την ακρίβεια …ποιά; νοιαζόταν για τον πόντο…. Δίνοντάς του τη δεύτερη κάλτσα, τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε ίσα κατά πάνω της ανοίγοντας ταυτόχρονα τα σκέλια της. Πρώτη φορά που “μπήκε” σε γυναίκα, πρώτη φορά που ερωτεύτηκε -ο θεός να το κάνει έρωτα αυτό-, πρώτη φορά που ανδρώθηκε… Όταν πια τελειώσανε, η Σούλα τον φίλησε στα χείλη τόσο γλυκά που δε θα το ξεχάσει ποτέ. Αυτό το πρώτο φιλί έμελλε να τον ακολουθήσει σε όλη του τη ζωή.

Όταν πια έφυγε ο Αλέξανδρος ζαλισμένος από το σπίτι της, δεν ήξερε που να πάει για να κρυφτεί…. Στο σπίτι του; ντρεπότανε τη μάνα του, θα κοκκίνιζε και θα προδίδονταν. Στην αλάνα; θα τον έβλεπε η Σούλα σαν τρακαρισμένο και δεν ήθελε, μπορεί και να κρυφογέλαγε…. Προτίμησε να περπατήσει , να τον χτυπήσει ο αγέρας, να συνέλθει λίγο. Στο μυαλό του ερχόντουσαν οι ίδιες και οι ίδιες εικόνες, άκουγε τα βογγητά, ένιωθε τα χάδια κι έβλεπε τα μάτια της, απελπισμένα και λάγνα μαζί. Χριστέ μου, ψιθύρισε, θα μπορούσε να΄ ταν μάνα μου… Έσπρωξε το μικρό πορτάκι της αυλής, έβγαλε το κλειδί απ΄ την τσέπη του και άνοιξε την σιδερένια πόρτα με το χοντρό θολό τζάμι. -Γύρισες αγόρι μου; ακούστηκε η φωνή της μάνας του. -Ναι μαμά. Γύρισα. Ήμουν με τον Πέτρο σινεμά και πάω να ξαπλώσω. Καληνύχτα… Η καληνύχτα όμως με την καλημέρα δεν απέχουν και πολύ, μιας ανάσας δρόμος. Ο ύπνος δεν τον έπαιρνε, οι έντονες πρωτόγνωρες στιγμές που είχε ζήσει γυρίζαν μες το νου του όπως γύριζε και το ταβάνι πάνω απ΄ το κεφάλι του. Έκανε να αλλάξει πλευρό αλλά κάτι τον ενοχλούσε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Ήταν η νάυλον κάλτσα, αυτή που στάθηκε αφορμή να πάει στον παράδεισο. Αυτή που μοσχοβόλαγε τριαντάφυλλο, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε…

Χωρίς δεύτερη σκέψη, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε έξω από την πόρτα. Ο βηματισμός του, γοργός και αποφασιστικός. “Την θέλω γαμώτο”, μονολογούσε, “θέλω να την δω ξανά!” καθώς έσφιγγε την κάλτσα στο χέρι του. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά φτάνοντας στην πόρτα της. Σήκωσε το χέρι του να χτυπήσει αλλά ήταν ήδη μισάνοιχτη. Μπήκε σιγά σιγά μέσα προσπαθώντας να προσανατολιστεί μες το σκοτάδι.

-Εδω αγόρι μου, ακούστηκε η φωνή της Σούλας καθώς άναβε το μικρό ροζ πορτατίφ που είχε δίπλα της. Σε περίμενα… Δε ξέρει αν ήταν η ιδέα του αλλά εκείνη τη στιγμή, η πληθωρική φωνακλού Σούλα στα μάτια του , έμοιαζε θεά…. -Σας έφερα την κάλτσα, ψέλλισε. -Αυτό μόνο; Τι να της απαντούσε τώρα… Ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί στη θύμησή της; Ότι τα μηνίγγια του χτυπούσαν δυνατά λες και πήγαινε για εγκεφαλικό; Οτι έχει ακόμα τριγύρω του το άρωμά της; Ότι… Δε χρειάστηκε να σκεφτεί και τίποτ΄ άλλο… Φρόντισε η Σούλα για τα υπόλοιπα καθώς άνοιξε την πελώρια κόκκινη ρόμπα της, κρύβοντάς τον μέσα της, σα κλώσα το κλωσσόπουλο…

Η κάλτσα, αυτή η αιώνια κάλτσα… Ό,τι πιό ιερό είχε κρατήσει μέσα στην καρδιά του και στην τσέπη του. Με όποια γυναίκα κι αν πήγε στη ζωή του, αυτή την κάλτσα κουβαλούσε σα φυλαχτό, σα φετίχ…. Μετά τον θάνατό του, πάνω στα τρία χρόνια που τον έβγαζαν από το μνήμα για να μπουν πια τα οστά του στο κουτάκι του οστεοφυλακίου, έγινε μεγάλο σούσουρο στο κοιμητήριο… Κοίτα να δεις, λέγανε, μια κάλτσα νάυλον!!! Βέβαια…., το νάυλον δεν λιώνει αλλά …κάλτσα; Από που και ως που ο μακαρίτης;! Αυτή η κάλτσα, ήταν το Α και το Ω της ζωής του… Ο ευκαιριακός αγοραίος έρωτας καθότι δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πάντα έψαχνε το πόδι που θα συμπλήρωνε το ζευγάρι._

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top