Fractal

Διήγημα: “Καλό Ταξίδι!”

Της Βάσως Καψώνα // *

 

f4

 

– Θα ξαναρθείς;

ρώτησε. Έσκυψα το κεφάλι να μην τη βλέπω. Δεν άντεχα να βλέπω τις ψιχάλες στα μαραμένα μάτια της. Προτίμησα να κοιτάζω τα χέρια της που είχαν χλωμιάσει. Καιρό τώρα είχαν χάσει εκείνο το ζωηρό γεμάτο πράσινους χυμούς χρώμα τους. Μέρα με τη μέρα, τα άλλοτε απαλά, εκφραστικά χέρια της, έχαναν τη δροσιά τους, παραδίδονταν σε μια γεροντίστικη χλωμάδα. Δεν έχει περάσει καιρός από τότε που για πρώτη φορά με λίκνισε στα μπράτσα της να ξαποστάσω. Ούτε μπορώ να ξεχάσω τα βράδια που με φώλιαζε στον κόρφο της να κοιμηθώ. Δεν αρνήθηκε ποτέ να παίξει μαζί μου. Δεν παρέλειψε να με νανουρίσει κανένα βράδυ. Στα χέρια της ανεβοκατέβαινα ολημερίς, να αγναντεύω τον κόσμο από ψηλά, πιο ψηλά. Στα χέρια της τις νύχτες ονειρευόμουν τους κόσμους που δεν αγνάντευα τις μέρες. Στα χέρια της ξυπνούσα ευτυχισμένος κι έκανα την ευτυχία τραγούδι. Πριν εκείνη προλάβει να ξυπνήσει, εγώ τραγουδούσα με όλη την δύναμη της αηδονίσιας ψυχής μου, επίτηδες, να ξυπνήσω τον Ήλιο, να της τον χαρίσω, να τη δω να γελά. Τι όμορφα γελούσαν τα πράσινα χέρια της στο φως του ήλιου! Έλαμπαν τα ξυλώδη μάτια της στην πρωινή δροσιά! Ροδοκοκκίνιζαν τα ερωτευμένα μάγουλά της από συστολή! Τόσο πράσινη, τόσο γελαστή, τόσο δική μου!

Δική μου! Τίποτα δικό της δεν θα είναι δικό μου πια. Δεν είναι εύκολο να το αποδεχτώ –πώς να αφήσω πίσω τα χέρια της; Πώς να συνεχίσω χωρίς το γέλιο της; Προσπάθησα να της εξηγήσω –δεν μπόρεσα.

– Πώς να αποχωριστώ το τραγούδι σου;

Δε βρήκα λέξεις να απαντήσω. Και χλώμιασε. Και γερνάει.

– Θα ξανάρθεις; επέμενε.

– Δεν σου ζητάω να με περιμένεις. Δεν πρόλαβα να γεμίσω την απάντησή μου και

– Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, είπε δείχνοντάς μου τα πόδια της, τα βυθισμένα στέρεα στο χώμα.

Κάπου-κάπου έσταζαν τα σύννεφα. Αδύνατες ψιχάλες κι ανάμεσά τους μερικές πιο χοντρούλες κατηφόριζαν στο έδαφος με χάρη. Έσταζε κι εκείνη –βαρύτερες ψιχάλες από πριν, ήταν φανερό ότι θα ξεσπούσε μπόρα στα μάτια της.

– Να προσέχεις!

μου φώναξε την ώρα που άνοιγα πανιά τα φτερά μου για να προφτάσω τους συνταξιδιώτες μου. Δεν γύρισα καν το κεφάλι να τη δω μια τελευταία φορά. Καθώς φτεροκοπούσα μακριά της, διέκρινα κι άλλες γερασμένες ροδιές που ύψωναν τα χλωμά χέρια τους να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους αγαπημένους.

Για κάμποση ώρα έκλαψα δυνατά διευκολύνοντας τη βροχή να ποτίσει πιο αποτελεσματικά τη γανιασμένη γη. Όταν συνάντησα τους φίλους μου, παρατήρησα ότι κι εκείνοι είχαν συνδράμει στο ξεδίψασμα αυτής που τους τελευταίους μήνες είχε γίνει πατρίδα μας. Δεν ντράπηκε κανείς που έκλαιγε. Αν το καλοσκεφτούμε, μάλλον όλοι οι αποδημούντες κλαίνε για την πατρίδα που αποχωρίζονται. Κλαίνε και ταξιδεύουν. Ταξιδεύουν και ονειρεύονται. Ονειρεύονται κι εύχονται η καινούρια τους πατρίδα να είναι εξίσου πράσινη, εξίσου γελαστή μ’ εκείνη που άφησαν πίσω τους.

Καλού-κακού, τις προηγούμενες μέρες βάλθηκα να τσιμπολογάω σπόρια από ένα σκασμένο ρόδι στο χέρι της ροδιάς μου. Το θεώρησα τότε καλό σημάδι. Έφαγα όσα περισσότερα μπορούσα. Ύστερα την πλήγωσα όσο περισσότερο μπορούσα…

– Σύντροφε, θα αργήσουμε να φτάσουμε στην Αφρική;

 

 

(συμπεριλαμβάνεται, μετά από διάκριση στον τρίτο διαγωνισμό σύντομου διηγήματος που διοργάνωσαν το 2015 οι εκδόσεις παράξενες μέρες και eyelands.gr, στη συλλογική έκδοση ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ, 2016, εκδ. παράξενες μέρες)

 

* Η Βάσω Καψώνα διαβάζει με τον Ήλιο, γράφει με το Φεγγάρι και παίζει με τ” Αστέρια…

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top