Fractal

“Καλοκαίρι” – Διήγημα της Μαρίας Σούμπερτ

 

Θυμάμαι τον εαυτό μου μικρό, ένα καλοκαίρι στο χωριό, με τα μπροστινά μου δόντια να λείπουν και τη γιαγιά να μου έχει δώσει ένα λουκούμι τριαντάφυλλο. Έκανε ζέστη, αλλά νομίζω πως τότε την άντεχα αυτή τη ζέστη. Τα παντζούρια ήταν μισόκλειστα, ο ανεμιστήρας στην οροφή έκοβε βόλτες και όλα βρίσκονταν στην εκκωφαντική ησυχία του καλοκαιριού. Μια ησυχία γεμάτη ήχους τζιτζικιών, βουίσματα μελισσών – γεμάτη από τον απαλό παφλασμό της θάλασσας που σίγουρα δεν ακουγόταν μέχρι το σπίτι της γιαγιάς, αλλά ήταν κομμάτι της μεσημεριανής ησυχίας. Θυμάμαι που όλοι έπρεπε να ξαπλώσουμε μετά το μεσημεριανό φαγητό, γιατί επιβαλλόταν να είμαστε κουρασμένοι από όλο το πρωινό. Ένα πρωινό γεμάτο θάλασσα, παιχνίδι με τα αδέρφια μου, ξύλο ενίοτε όταν η γιαγιά δεν κοιτούσε. Ένα πρωινό γεμάτο περιπέτειες και ανακαλύψεις, πίσω στο λόγγο, στην άκρη του χωριού, πέρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές, μέσα στο δάσος από τις λεμονιές. Κάθε μέρα η ίδια τελετουργία –ξυπνούσαμε, τρώγαμε πρωινό ψωμί με βούτυρο και μέλι και γάλα, η γιαγιά έβαζε να μαγειρέψει, κι εμείς ξεκινούσαμε μια νέα περιπέτεια. Άλλη φορά ήμασταν πειρατές που τους ξέβγαλε το καράβι, άλλη φορά εξερευνητές στον Αμαζόνιο. Άλλη φορά ήμασταν κλέφτες και αστυνόμοι, ινδιάνοι και καουμπόηδες. Τότε ήταν που έπεφτε και το περισσότερο ξύλο. Μόλις η γιαγιά τελείωνε με το μαγείρεμα, φεύγαμε για τη θάλασσα. Με μπρατσάκια, σωσίβια, την σιγουριά μας πως είμαστε οι καλύτεροι κολυμβητές στον κόσμο κάτω από το άγρυπνο μάτι της γιαγιάς, περπατούσαμε ξυπόλυτοι στο τσιμέντο για να φτιάξουν οι καμάρες μας, όπως έλεγε πάντα εκείνη. Κι εμείς με τσουρουφλισμένες και μελανιασμένες πατούσες τρέχαμε μετά αμέσως να μπούμε στη θάλασσα. Με το καπέλο μας πάντα στο κεφάλι για να μην πάθουμε ηλίαση.

 

hero2

 

Μέσα στο νερό όμως τίποτα άλλο δεν είχε σημασία. Αφού καθόμασταν μέχρι τα να παπαριάσουν δάχτυλά μας και να γίνουν μπλε, όταν πια κρυώναμε και στους σαράντα βαθμούς κελσίου, η γιαγιά μας έβγαζε με το ζόρι από το νερό και παίρναμε τον επίπονο δρόμο της επιστροφής. Πλενόμασταν όλοι μαζί στην μπανιέρα, με τη γιαγιά να μας καταβρέχει με το ντους, αλλάζαμε ρούχα και τρώγαμε μεσημεριανό. Ερχόταν τότε αυτή η ώρα που θα έπρεπε να είμαστε κουρασμένοι. Και πολύ θέλαμε να γκρινιάξουμε, αλλά δέκα λεπτά αργότερα κοιμόμασταν βαθιά. Το απόγευμα ξυπνούσαμε, τρώγαμε φρούτα στη βεράντα, παίζαμε στην αυλή και νωρίς το βράδυ βλέπαμε έργα στην τηλεόραση. Ασπρόμαυρες ταινίες που ακόμα και σήμερα γελάω όταν τις βλέπω.

 

d4

Τρεις μήνες κοντά περνούσαν κάθε καλοκαίρι μαζί με τη γιαγιά. Αφήνοντας την πόλη, αφήνοντας τους γονείς. Δεν θυμάμαι αν μου έλειπαν εκείνους τους τρεις μήνες. Θυμάμαι μονάχα πως κάποια στιγμή έφτασε Σεπτέμβρης και δεν ήρθαν να μας πάρουν. Έφτασε Σεπτέμβρης και πολλά άλλαξαν στη ζωή μας. Δεν ξέρω πότε ακριβώς κατάλαβα πως κάτι είχε αλλάξει. Στην αρχή η γιαγιά σταμάτησε να πηγαίνει κάθε μέρα στο σούπερ μάρκετ. Έβαλε όμως πατάτες και κολοκύθια στην αυλή και άλλες πρασινάδες. Σιγά σιγά όμως αρχίσαμε τα αδέρφια μου κι εγώ να πηγαίνουμε στη βρύση να φέρουμε νερό. Το νερό που έτρεχε από τους σωλήνες ήταν πια καφέ. Τα ρούχα μας σταμάτησαν να είναι λευκά, πήραν ένα γκρι καφέ χρώμα, όσο κι αν τα έπλενε η γιαγιά. Μετά άρχισε να φτιάχνει και σαπούνι. Μετά το σαπούνι, γέμισε σακούλες με όσπρια, ρύζια και μακαρόνια και τα έκρυψε στο δωμάτιο κάτω από την κουζίνα. Μας είπε τότε πολύ αυστηρά πως το δωμάτιο αυτό είναι κρυφό, το άνοιξαν πριν πολλά χρόνια σε μια κατοχή και έκρυβαν τότε κόσμο μέσα. Τώρα όμως που γέρασε δεν θα κρύψει κανέναν εκεί μέσα, μόνο φαγητά για να μην μας λείψουν. Θυμάμαι να μαλώνουμε με τα αδέρφια μου ποιος θα πάει κάθε φορά τα τρία χιλιόμετρα μέχρι τη βρύση να φέρει νερό, μέχρι που θύμωσε η γιαγιά και μας έβαλε να πηγαίνουμε όλοι μαζί κάθε φορά.

Η τηλεόραση σταμάτησε να παίζει παλιά έργα και έβγαζε μονάχα δελτία με ανθρώπους που δεν φαίνονταν να πιστεύουν όσα έλεγαν. Ο καιρός περνούσε, οι γονείς μας δεν έρχονταν να μας πάρουν και εγώ φοβόμουν να ρωτήσω τι συνέβαινε. Νομίζω πως και τα αδέρφια μου δεν τολμούσαν να ρωτήσουν. Αν δεν ρωτήσεις, δεν θα μάθεις καμία τρομερή αλήθεια. Αντί για αυτό ρωτούσαμε τη γιαγιά για τα παλιά. Για τον παππού που πέθανε πριν μας γνωρίσει, για την δική της οικογένεια, για το χωριό, για τις κατοχές που μας μιλούσε μερικές φορές. Για τους ανθρώπους που είχε κρύψει στο κρυφό δωμάτιο, όπου θα πρέπει να μπούμε γρήγορα αν γίνει κάτι κακό. Αλλά ούτε αυτό ρωτήσαμε ποτέ τι θα μπορούσε να είναι. Προσπαθήσαμε να ζήσουμε ένα παρατεταμένο καλοκαίρι, με τις συνήθειές μας να αλλάζουν σιγά σιγά, με τα πράγματα να λιγοστεύουν, το νερό να αλλάζει χρώμα, τον χειμώνα να καίμε ξύλα στη σόμπα για να ζεσταθούμε και να βράζουμε καφέ νερό για να πλυθούμε.

Ο καιρός πέρασε, εμείς μεγαλώναμε πια με τη γιαγιά, πηγαίναμε στο σχολείο στο χωριό, σε όσες τάξεις είχαν δάσκαλο. Μαζί με τις μέρες και τους μήνες, ήρθαν σιγά σιγά και οι στρατιώτες. Περνούσαν με τα φορτηγά μέσα από το χωριό και όλοι κλεινόμασταν στα σπίτια. Κλείναμε ακόμα και τα παντζούρια, σα να μπορούσαν να κρατήσουν το θάνατο μακριά. Πήραν μεγάλη αξία για εμένα τότε τα παντζούρια. Ήταν σχεδόν αδιαπέραστα. Οι γιαγιά έχασε τις φίλες της, άλλες σταμάτησαν να μιλάνε μεταξύ τους, σα να φοβόντουσαν, άλλες πέθαναν γιατί δεν είχαν τρόπο να πάνε στο νοσοκομείο στην πόλη.

Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνα τα χρόνια, αλλά αν με ρωτήσεις πως άρχισε ο πόλεμος θα σου πω με ένα λουκούμι τριαντάφυλλο και δύο δόντια μου να λείπουν. Τώρα πια που έχω φτάσει κοντά στα σαράντα, που η ζωή μου δεν μπόρεσε ποτέ να βρει ένα ρυθμό, ούτε στο χωριό, ούτε στην πόλη, ούτε έξω μακριά, μπορώ να πω πως όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα, πάντα θυμάμαι εκείνα τα παλιά καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς, όταν οι γονείς μου δεν μου έλειπαν, γιατί ήξερα πως θα έρθει Σεπτέμβρης και θα έρθουν να με πάρουν.

 

 

MariaSΗ Μαρία Σούμπερτ γεννήθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας το 1979. Σπούδασε Θεατρολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο ΠΜΣ του Παντείου Πανεπιστημίου «Πολιτιστική Πολιτική, Διοίκηση και Επικοινωνία» και στο Ινστιτούτο Δραματοθεραπείας ΑΙΩΝ. Εργάζεται ως δραματοθεραπεύτρια. Το 2013 εκδόθηκε το πρώτο της παραμύθι, «Του φεγγαριού η κόρη» (εκδόσεις Διάπλαση). Γράφει και μεταφράζει παραμύθια από τα γερμανικά.

Βιβλία της: ‘Οι αποκλεισμένοι’, εκδόσεις Κριτική 2014, ‘Η συμμορία της Τήλας’, εκδόσεις Πάπυρος 2010, ‘Invitation to a party, not Another Fairytale’, εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος 2009, ‘Η Ρόζα στη μέση’, εκδόσεις Μελάνι 2008, ‘Club κυλικείο’, εκδόσεις Κέδρος 2002, ‘Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια’, εκδόσεις Πόλις 2002. Έχει συμμετάσχει στις συλλογές διηγημάτων: ‘Αμ” έπος ανέργων’, εκδόσεις Vakxikon.gr 2013 και ‘Η απουσία του έρωτα’, εκδόσεις Modern Times 2011.

 

Δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής με τον γενικό τίτλο «Ο ήρωας του Καλοκαιριού»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top