Fractal

Θεατρικό: “Πεταλούδες στην αποβάθρα”

Της Καλλιόπης Πασιά // *

 

f7

 

Σούρουπο, αποβάθρα Γ, παλιά είσοδος λιμανιού Θεσσαλονίκης. Κάποιες κούτες δεξιά, ένα πράσινο παγκάκι σκουριασμένο στη μέση. Ομίχλη, υγρασία. Ανά στιγμές ακούγονται μακρινές μελωδίες.

ΜΑΝΟΣ, πενήντα οκτώ ετών. Σκούρο καφέ παλτό, καφέ παντελόνι, τα χέρια στις τσέπες..

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, μοιάζει πολύ εξωτερικά με τον Μάνο, πενήντα οκτώ ετών, σκούρο μπεζ παλτό, μπεζ παντελόνι, τα χέρια στις τσέπες.

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ και ΜΑΝΟΣ περπατούν σκυφτοί, ο ΜΑΝΟΣ σχεδόν παραπατά

 

ΜΑΝΟΣ : Μπορείς να μου πεις τι κάνουμε εδώ;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Εδώ έπρεπε να έρθεις μαζί της.

ΜΑΝΟΣ : Μα τι λες;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Έπρεπε. Τότε. Τα βράδια εκείνα. Τα τελευταία.

ΜΑΝΟΣ : Πότε; Τι θυμήθηκες τώρα; Γιατί τότε; Αφού πάντα έτσι ήταν.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Τότε. Τα βράδια εκείνα. Τα τελευταία

ΜΑΝΟΣ : Πάντα έτσι ήταν. Όχι μόνο στο τέλος. Από τότε. Σαν και απόψε. Και τότε, είχε τόση υγρασία, τόσο σκοτάδι. Πάντα έτσι ήταν.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Ναι αλλά εσύ; Τι έκανες εσύ Μάνο; Στο ζητούσε και όλο όχι, συνεχώς αρνιούσουν. Δεν ήρθες ποτέ μαζί της εδώ. Ήθελες ήλιο, ε; Τον προτιμούσες. Γιατί; Να σου πω εγώ γιατί.

ΜΑΝΟΣ : Γιατί δεν φοβόμουν. Ακόμη και γυμνός. Γιατί ήμουν, ένιωθα δυνατός. Γι αυτό ήθελα ήλιο. Τα έφερνα όλα στο φως. Ναι, Εμμανουήλ, όλα στο φως. Γιατί δεν φοβόμουν τίποτε, δεν είχα να κρύψω τίποτε. Όπως έκανε εκείνη

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Γιατί απλά νόμιζες πως ήσουν στο φως. Έτσι ήθελες να πιστεύεις. Η

αλήθεια, όμως, είναι πως στο σκοτάδι αποκαλύπτεσαι τελικά. Και εκεί, εσύ φοβόσουν. Ενώ αυτή; Θυμάσαι; Αυτή αποζητούσε τα σκοτάδια, την υγρασία. Άκου, έτσι, όπως τρίζουν τώρα στον κάβο οι παλιές αλυσίδες.

 

(ακούγεται ο ήχος της θάλασσας, σκάει ελαφρώς το κύμα, οι αλυσίδες στον κάβο)

 

ΜΑΝΟΣ : Θυμάμαι τον τρόπο που ψιθύριζε στ’ αυτί μου. Έτσι ακριβώς σαν τώρα. Ένιωθα να με πνίγει.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Ανόητε. Ήθελε να δεθεί μαζί σου και εσύ την έδιωχνες στα ανοιχτά. Ζήσε τώρα μόνος σου. Με το σαράκι σου, γέρο. «Δεν θα σαι πάντα νέος» σου ‘λεγε. Κλείσου τώρα στο σκοτάδι σου.

ΜΑΝΟΣ : Μα τι λες;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Ζήσε με ό,τι μίσησες, αφού δεν μπόρεσες να αγαπήσεις. Κυνήγα τη βρωμιά σου. Σαν αυτό τον χοντρό αρουραίο. Δες τον.

 

(δείχνει δεξιά, κάτω από κάτι ξύλα, έναν αρουραίο που στέκεται και κοιτά)

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Εκεί στη γωνία, κάτω από τα σαπισμένα ξύλα. Εκεί, να σε κρυφοκοιτά. Έτσι δεν έκανες και συ; Νόμιζες ότι παίζεις κρυφτό με το χρόνο.

ΜΑΝΟΣ : Ποτέ δεν το πα αυτό. Μα τι σε ‘πιασε; Γιατί μου το κάνεις αυτό; Γιατί σήμερα;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Μα καλά ρωτάς γιατί σήμερα; Ξεχνάς τι είναι σήμερα;

ΜΑΝΟΣ : Θα με σκάσεις. Τι είναι σήμερα;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Πόσα κεράκια σβήνεις σήμερα; Θυμάσαι;

ΜΑΝΟΣ : Ώστε γι αυτό γίνονται όλα;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Σε ρωτάω. Θυμάσαι; Ή και αυτό κάνεις πως το ξεχνάς.

ΜΑΝΟΣ : 58. Και είναι όλα δικά μου. Δεν τα ‘κλεψα από κανέναν.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Έτσι λες, ε;

ΜΑΝΟΣ : Έτσι είναι. Δικά μου είναι. Μόνος μου. Και ας πήγαν να μου τα πάρουν. Ειδικά αυτή. Αυτή. Και κείνος.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Βλάκα. Την έχασες την μάχη. Σε πέρασε, σε προσπέρασε. Και αυτή. Και ο χρόνος. Και συ ούτε καν να φτάσεις μπορείς. Πού να πας; Με αυτά τα χτυπημένα γόνατα, με τη μέση σπασμένη, με την ψυχή δεμένη.

ΜΑΝΟΣ : Η δική μου δεμένη; Λεύτερη ήταν πάντα.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Εεεε, μαζί μιλάμε. Ξέρεις καλά ότι ποτέ δεν ήταν έτσι. Ποτέ δεν την είχες λυμένη. Ψωριάρης και φαντασμένος ήσουν φίλε, ήθελες τον κόσμο στα πόδια σου,

μόνο τον δικό σου. Άρια φυλή έλεγες και γελούσες. Ο,τι μακριά από σένα το μισούσες. Μήπως το ζήλευες όμως ; Έλα, πες το…

ΜΑΝΟΣ : Τι να πω; Τι λες τώρα; Δεν σε καταλαβαίνω. Γιατί γίνεται όλο αυτό;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Έλα πες το, παραδέξου το. Δεν σάλεψε ο νους σου, όταν κατάλαβες ότι έφυγε μαζί του;

ΜΑΝΟΣ : Με ποιον, με τον βρωμιάρη; Γι’ αυτόν ήταν άξια. Η τσούλα. Εκεί ήθελε να πάει, εκεί πήγε. Γιατί τα σκαλίζεις τώρα; Γιατί σήμερα;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Γιατί εσύ την έσπρωξες εκεί. Την τέσταρες. Ποιος νόμιζες ότι ήσουν; Τέσταρες την αντοχή της. Τον έβαλες επίτηδες μπροστά της.

ΜΑΝΟΣ : Όλα αυτά είναι δικαιολογίες. Φτηνές, βρώμικες δικαιολογίες

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Βρώμικος νόμιζες ότι ήταν αυτός. Σκούρος, βρωμιάρης, άπλυτος.

 

(Στρέφεται σαν να μιλά στον αρουραίο)

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Ε αρουραίε; Ε; Σαν και σένα ήταν και εκείνος. Πονηρός, ήξερε το παιχνίδι του καλά.

(ξαναγυρνά το βλέμμα του στον Μάνο)

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Πιο πονηρός από σένα όμως. Παίζατε και οι δυο το παιχνίδι σας. Όσο ανέβαζες εσύ τη μύτη, τόσο αυτός έχωνε τη δική του. Μέχρι που χώθηκε μέσα της.

ΜΑΝΟΣ : Σκάσε πια. Σκάσε. Γιατί μου το κάνεις αυτό;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Για να παραδεχτείς. Πως έχασες. Πως φταίς. Πως σου την πήρε. Πως την άφησες να σου φύγει. Μήπως έτσι καταφέρεις να φύγεις και συ.

ΜΑΝΟΣ : Να φύγω; Να πάω που;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Να την βρεις. Να την φέρεις πίσω. Αυτό δεν θες;

 

ΜΑΝΟΣ : Μα δεν καταλαβαίνεις τίποτε;

(αρχίζει να κλαίει)

ΜΑΝΟΣ : Δεν υπάρχει τίποτε πια. Δεν μου πήρε το κορμί της ο αράπης. Πήρε τα μάτια της. Εκείνη τη θέρμη. Μέσα εκεί που πριν ήμουν εγώ. Μετά, το βλέμμα της ήταν άδειο. Με κοιτούσε και έμοιαζε άδεια. Μέχρι τότε εγώ τη γέμιζα. Ή μάλλον αυτή εμένα. Και μετά ήρθε αυτός. Είσαι άδικος να λες ότι εγώ τον έφερα. Εγώ ήθελα απλά να την έχω εκεί. Δεν ήξερα τι να κάνω, πώς να το σταματήσω. Ήταν λίγος. Αυτό ήταν το θέμα. Ότι έκανα λάθος. Γιατί της άρεσε το λίγο. Πάντα της άρεσε. Ήθελε να το γεμίσει, να το σώσει. Όπως της άρεσα και ‘γω. Γι αυτό της άρεσα και ‘γω. Επειδή ήμουν λίγος. Επειδή ήθελε να με βοηθήσει. Ήθελε να με γεμίσει. Με μένα. Αλλά εγώ ένιωθα πολύς. Ήδη

γεμάτος. Έτσι ήθελα να νιώθω. Και δεν την καταλάβαινα. Την άφηνα να αδειάζει χωρίς αποτέλεσμα. Και μόνο εγώ άδειαζα. Και ήρθε εκείνος. Την διάβασε αμέσως. Ήξερε πώς να παίξει. Ήξερε να φαίνεται λίγος. Και αυτή είδε πόσο λίγος ήμουν εγώ πραγματικά. Και άδειασε από μένα. Και την γέμισε αυτός.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Δικό σου το λάθος. Εσύ την έκανες έτσι. Εσύ την έστειλες εκεί. Εσύ τα άφησες όλα κενά. Κοίτα, δες, όπως εδώ που είμαστε τώρα.

 

(δείχνει τριγύρω τη μαρίνα)

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Όπως τριγύρω μας. Σαν μαρίνα χωρίς πλοία. Σαν λιμάνι χωρίς κανένα κατάρτι. Αυτό σου ‘πε, δεν στο ‘πε; «Σήκωσα πανιά, φεύγω, εσύ με φύσηξες μακριά». Μείνε τώρα εδώ γέρο, εδώ στα σκοτεινά, να ψάχνεις σημάδια, τα σημάδια της. Φάρος σκοτεινός, και στο μπες και στο φεύγα. Ηρεμία. Σιωπή. Καμιά φωνή. Μόνο εσύ. Κλείστο πια. Μη μιλάς. Άκου

 

Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ βγαίνει από την σκηνή περπατώντας αργά.

Στο βάθος ακούγεται μια μελωδία

 

(Χάθηκα κι εγώ κάποια βραδιά

πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη

‘πέφταν τ’ άστρα μες στη λασπουργιά

μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι

μου ‘γνεφε η καρδιά πάρε μυρωδιά

το λάδι εδώ πως καίγεται και ζήσε το ταξίδι)

 

Ο ΜΑΝΟΣ ρίχνει το σώμα του στο πράσινο, σκουριασμένο παγκάκι. Κλείνει τα μάτια του.

 

**

 

Εισέρχεται στη σκηνή η ΦΑΙΔΡΑ. Γυναικεία φιγούρα, λευκό φόρεμα, σκισμένα ξέφτια, έντονο βλέμμα. Πλησιάζει. Σκύβει και κάθεται δίπλα του, από τα αριστερά, στο παγκάκι.

 

ΦΑΙΔΡΑ : Άργησες. Πάντα αργούσες και ας νόμιζες ότι τρέχεις.

 

Ο ΜΑΝΟΣ ανοίγει τα μάτια. Γυρνά και την κοιτά.

 

ΦΑΙΔΡΑ : ‘Έφυγα. Με έδιωξες. Με φύσηξες. Αλλά ήμουν πάντα εδώ. Άργησες, μπορείς όμως και να ήρθες. Ήρθες;

 

Ο ΜΑΝΟΣ συνεχίζει να την κοιτά. Καμία απάντηση. Περνάν κάποια δευτερόλεπτα όπου ακούγεται μόνο ο ήχος της θάλασσας.

 

**

 

Εισέρχεται ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Κάθεται δίπλα στο ΜΑΝΟ, στο παγκάκι, δεξιά του.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Τι έγινε γέρο; Μέθυσες; Σου ‘στριψε; Νομίζεις πως ήρθε; Έφυγε, χάθηκε λέμε.

ΜΑΝΟΣ : Μα είναι εδώ, δεν την βλέπεις;

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Ήταν. Όταν ήταν. Τότε εσύ ήσουν αλλού. Έκανες πως είσαι αλλού. Τώρα μείνε εδώ. Μόνος σου.

ΜΑΝΟΣ : Μα είναι εδώ, δίπλα μου, κοίτα.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Εσύ κοίτα, γύρνα το κεφάλι πίσω. Βλέπεις τα φώτα της πόλης; Γύρνα μπροστά. Βλέπεις το μαύρο της θάλασσας, πίσσα, βαθύ σκοτάδι.

 

Η ΦΑΙΔΡΑ σηκώνεται και με αργά βήματα προχωρά μπροστά, προς την θάλασσα

 

Ο ΜΑΝΟΣ απλώνει το χέρι σαν να προσπαθεί να την πιάσει.

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Βούτα να τελειώνεις. Γι αυτό δεν ήρθαμε εδώ; Γι αυτό δεν διάλεξες αυτή τη μέρα; Μην μου κάνεις τον τρελό τώρα

ΜΑΝΟΣ : Μα είναι εδώ. Εσύ με έφερες. Εσύ την έφερες. Ήξερες από πάντα ότι ήταν εδώ.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Όχι φίλε, εσύ το ξέρες. Αλλά επέλεγες να μην έρθεις. Να μην το βλέπεις. Έκλεινες τα μάτια. Αλλά μέχρι εκεί. Γιατί ήξερες καλά πως άμα γυρίσεις κι άλλο μέσα τη ματιά, σε σένα, μόνο σκατά φίλε θα ‘βρισκες. Πιο βρώμικος και από τον βρωμιάρη της. Έτσι δεν τον έλεγες;

ΜΑΝΟΣ : Μα είναι εδώ, στα λευκά, δίπλα μου, ήταν δίπλα μου.

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Λευκή ήταν μπροστά σου και εσύ την ξέσκισες. Περιφρόνηση. Κομπασμός. Ενώ εκείνος; Ταπεινότητα. Θέρμη. Ζήσε με την ψύχρα σου τώρα. Είδες πως αλλάζουν οι ρόλοι; Μαύρος εσύ, φως εκείνος. Και ας ήταν σκούρος, και ας μύριζε το δέρμα του. Έτσι δεν έλεγες; Εσύ ήσουν ο σάπιος τελικά. Προσπάθησε να σε βγάλει

λεβάντα. Δεν την άφησες. Μόνο την άφησες, να φύγει. Να πετάξει. Σαν πεταλούδα. Σαν αυτό που φοβόταν. Να τι είναι δίπλα σου τώρα. Πεταλούδα βλέπεις..

 

ο ΜΑΝΟΣ γυρνά το βλέμμα του αριστερά, εκεί που καθόταν η ΦΑΙΔΡΑ βρίσκεται μία πεταλούδα

 

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ : Πεταλούδα της νύχτας Της μέρας δεν θα δεις ξανά. Ούτε το φως της. Αυτό δεν θες; Να φύγεις και συ; Να χαθείς. Δεν αντέχεις άλλο χάσιμο. Χρόνου. Που είναι ήδη χαμένος. Αφού είσαι και εσύ. Παρ’ το απόφαση. Έμεινες μόνος. Φύγε

 

Ο ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ αποχωρεί από την σκηνή με αργά βήματα.

 

Ο ΜΑΝΟΣ σηκώνεται. Πλησιάζει την αποβάθρα. Κοιτά μέσα στο νερό. Βλέπει την αντανάκλαση μιας γυναίκας. Είναι το πρόσωπό της.

 

ΦΑΙΔΡΑ : Έλα, έλα. Ήξερα ότι θα έρθεις. Εδώ. Σε περίμενα. Κοίτα…

 

Ανοίγει το χέρι της. Μια πεταλούδα.

 

Ο ΜΑΝΟΣ σκύβει να την πιάσει. Παραπατά. Πέφτει μέσα στο νερό.

 

ΜΑΝΟΣ : Ήρθα. Έπρεπε. Εδώ και καιρό. Πολύ. Συγχώρα με. Είσαι ακόμη εδώ ;

 

Καμία απάντηση. Το σώμα του βυθίζεται αργά. Κάποιες μπουρμπουλήθρες. Μια πεταλούδα πετά πάνω απ αυτές. Ο αρουραίος τρέχει βγάζοντας ένα ανεπαίσθητο τσιριχτό.

Στο βάθος ακούγεται μια μελωδία

(Πέλαγο να ζήσω δε θα βρω

σε ψυχή ψαριού κορμί γατίσιο

κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ

πότε άστρα πότε άκρη της αβύσσου

κάτι κυνηγώ σαν τον ναυαγό

τα χρόνια μου σεντόνια μου τσιγάρα να τα σβήσω)

 

 

 

* Η Καλλιόπη Πασιά γεννήθηκε στην Αθήνα, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές διηγημάτων. Το «πού πΑει το λευκό όταν το χιόνι λιΩνει;» είναι η πρώτη της ποιητική συλλογή και κυκλοφορεί από τη LIBRON Εκδοτική.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top