Fractal

Το αγελαίο ανακλαστικό της ξενοφοβίας

Γράφει η Καίτη Βασιλάκου // * 

 

78376-images

 

Όπως και πολλά ζώα το είδος μας έχει κανονιστεί από τη φύση να ζει σε ομάδες ή αλλιώς σε αγέλες. Αυτή είναι η φυσική μας κλίση, η οποία αργότερα εξελίχθηκε σε κοινωνικότητα. Η κοινωνικότητα αυτή όμως επηρεάζεται μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό από το αρχέγονο ένστικτο της αγέλης που μας προκαλεί συναισθήματα καχυποψίας και εχθρότητας προς όσους δεν ανήκουν στην ομάδα μας και μας εμποδίζει να τους δεχτούμε ανεπιφύλαχτα στις μικρές κοινωνίες μας.

Στην αγέλη τα μέλη αναγνωρίζονται μεταξύ τους και αλληλοϋποστηρίζονται, αλλά παράλληλα αρνούνται κάθε επαφή με τις άλλες αγέλες και δεν δέχονται στους κόλπους τους κάποιον ξένο, κάποιον δηλαδή που ανήκει σε μια ξένη αγέλη.

Μελετώντας Ιστορία παρατηρούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και στις οργανωμένες κοινωνίες . Η ομάδα γίνεται κάποια στιγμή φυλή, μετά γίνεται οικισμός, μετά μικρό κράτος, μετά μεγαλύτερο, αλλά οι άνθρωποι με δυσκολία περνούν από το ένα στάδιο στο άλλο και πάντως αυτό το κάνουν, όταν βλέπουν ότι εκείνοι που εισέρχονται στη διευρυμένη ομάδα έχουν κοινά χαρακτηριστικά με αυτούς.

Ένα καλό παράδειγμα μάς δίνει η αρχαία ελληνική ιστορία. Οι ελληνικές φυλές που κατέρχονται στην περιοχή που αργότερα θα ονομαστεί Ελλάδα, μολονότι έχουν πολλά κοινά μεταξύ τους, προτιμούν να μένουν χωρισμένες και ιδρύουν μικρά κράτη με δική τους αυτόνομη πολιτική οργάνωση.

Στη νότια Ελλάδα των κλασικών χρόνων έχουμε τις γνωστές πόλεις-κράτη, όπου οι πολίτες αισθάνονται αλληλέγγυοι μεταξύ τους, αλλά έχουν εχθρικές διαθέσεις προς τις άλλες πόλεις-κράτη, ασχέτως ότι αναγνωρίζουν όλοι την κοινή καταγωγή τους. Ολόκληρος ο ελληνικός κόσμος εκείνης της εποχής έχει αυτή την ισχυρή τοπική αίσθηση, την αίσθηση της ομάδας, με αποτέλεσμα την ύπαρξη των πολυάριθμων μικρών ελληνικών κρατών, τα οποία δεν διστάζουν να επιτίθενται το ένα στο άλλο προκειμένου να αυξήσουν το ζωτικό τους χώρο και την επιρροή τους.

Στην Αθήνα, στα χρόνια της ακμής της, αλλά και αργότερα, έρχονταν να εγκατασταθούν Έλληνες από όλο τον ελληνικό κόσμο, επειδή εκεί μπορούσαν να ζήσουν καλύτερα. Οι Αθηναίοι, αν και αναγνώριζαν την ελληνικότητα αυτών των μεταναστών, τους ονόμαζαν μέτοικους, τους υποχρέωναν να πληρώνουν ειδικό φόρο, το μετοίκειον, δεν τους επέτρεπαν να έχουν ακίνητη περιουσία και φυσικά δεν τους πολιτογραφούσαν Αθηναίους. Ήθελαν να διατηρήσουν την ομάδα τους καθαρή, γι αυτό δεν έπρεπε να συγχέονται και να αναμιγνύονται με τους μη Αθηναίους.

Όταν ο Φίλιππος και κατόπιν ο Αλέξανδρος έδειξαν τις προθέσεις τους, να ενώσουν δηλαδή τη νότια Ελλάδα με τη Μακεδονία –υπό το σκήπτρο τους φυσικά – αυτό δεν έγινε χωρίς αντιδράσεις. Οι Μακεδόνες ήταν για τους νότιους Έλληνες οι συγγενείς που είχαν μείνει πίσω πολιτιστικά και η ξαφνική πολεμική υπεροχή τους καθώς και οι κατακτητικές τους διαθέσεις αναστάτωσαν τους υπόλοιπους Έλληνες που είχαν μάθει να ζουν μέσα στις μικρές τους ομάδες, τις πόλεις-κράτη. Η συνένωση λοιπόν των Ελλήνων σε μια μεγαλύτερη εθνική ομάδα έγινε με δυσκολία και χρειάστηκε να περάσουν αρκετές γενιές, μέχρι να το πάρουν απόφαση και να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα.

Μετά τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου και την εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού στην ανατολή εμφανίστηκε ένας νέος τύπος Έλληνα που δεν ήταν φυλετικά συγγενής με τους υπόλοιπους Έλληνες, αλλά είχε δεχτεί την ελληνική παιδεία, μιλούσε και έγραφε ελληνικά, χωρίς ωστόσο να έχει ξεχάσει την εθνική καταγωγή του. Μιλάμε για το πλήθος των εξελληνισμένων «βαρβάρων» που οι Έλληνες τους δέχτηκαν στους κόλπους τους, μια και είχαν ξεπεράσει πλέον τις τοπικιστικές τους τάσεις – αν και αυτές δεν χάθηκαν ποτέ εντελώς.

Οι ελληνιστικές κοινωνίες έχουν έντονη την ελληνική σφραγίδα στον πολιτισμό τους και παράλληλα εισάγουν σ’ αυτόν τον πολιτισμό στοιχεία της τοπικής κουλτούρας. Πρόκειται πλέον για μια τεράστια πολυεθνική κοινωνία, στην οποία συμμετέχουν εκτός των Ελλήνων, πολλές άλλες εθνότητες από την ανατολή, όπως Εβραίοι, Σύροι, Αιγύπτιοι, λαοί της ενδότερης Μικράς Ασίας και άλλοι.

Όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την ανατολή, βρήκαν ένα κόσμο κατά ένα μεγάλο μέρος ομογενοποιημένο. Τώρα η κοινωνία των πολιτών (καλύτερα των υπηκόων) διευρύνεται ακόμα περισσότερο και μέσα στην απέραντη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η ομογενοποίηση των λαών συνεχίζεται περιλαμβάνοντας και άλλους βάρβαρους λαούς από τη δύση, οι οποίοι εκρωμαϊζονται μάλλον παρά εξελληνίζονται. Οι κατακτημένοι λαοί εκτός από τις τοπικές τους γλώσσες μιλούν λατινικά ή ελληνικά, καμιά φορά και τις δύο γλώσσες, και αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα κόσμο που έχει κοινά πολιτιστικά στοιχεία.

Ασφαλώς ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν μικρές ή μεγαλύτερες εθνικές ομάδες που αρνούνται να ενταχθούν στον κοινό ελληνορωμαϊκό πολιτισμό ( οι εξεγέρσεις των Εβραίων είναι ένα καλό παράδειγμα) ή ζουν τόσο απομονωμένες στις ορεινές περιοχές τους που αγνοούν τι γίνεται στις μεγάλες μητροπόλεις της αυτοκρατορίας. Αυτές οι περιπτώσεις όμως αποτελούν εξαίρεση.

Η περίφημη pax romana βοήθησε πολύ στην αφομοίωση των λαών. Ο κόσμος μπορεί τώρα χωρίς φόβο να κυκλοφορεί σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια ανταλλάσσοντας υλικά αγαθά και μαζί με αυτά ανταλλάσσοντας και πολιτιστικά αγαθά, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές ιδέες. Αργότερα επί Καρακάλλα όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας αποχτούν το δικαίωμα του ρωμαίου πολίτη και αυτή η πλήρης εξίσωση ολοκληρώνει την πολυεθνική κοινωνία, μέσα στην οποία ζουν τώρα Ρωμαίοι κάθε φυλής, ξανθοί , καστανοί, μελαχρινοί και μαύροι. Κάθε εθνότητα φέρνει σ’ αυτόν τον πολιτισμό στοιχεία της δικής της κουλτούρας, τα οποία οι υπόλοιποι τα δέχονται αβίαστα και τα ενσωματώνουν στη δική τους. Είναι σε γενικές γραμμές μια ανεκτική κοινωνία, όπου η φυλετική ή εθνική καταγωγή δεν προκαλεί διακρίσεις και ξενοφοβικά φαινόμενα.

Φυσικά για να επιτευχθεί αυτό, χρειάστηκε να περάσουν μερικοί αιώνες και επίσης ήταν απαραίτητο να υπάρχει ένας βασικός πολιτισμικός κορμός, πάνω στον οποίο μπολιάστηκαν κατόπιν οι επί μέρους κουλτούρες.

 

Xenophobia white v

 

Οι άνθρωποι επομένως μπορούμε να ξεπεράσουμε τα αγελαία μας ένστικτα και να νιώσουμε φιλικά προς άτομα ξένα προς την ομάδα μας, αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται χρόνος , μέσα στον οποίο θα συντελεστούν αργά εκείνες οι διαδικασίες που θα αμβλύνουν την ενστικτώδη ανησυχία μας προς τον «ξένο» και την κουλτούρα που φέρνει μαζί του.

Δυστυχώς στη δική μας εποχή που πάλι οι λαοί αρχίζουν να αναμιγνύονται όχι με στρατιωτικές κατακτήσεις αλλά με άλλες διεργασίες, ο χρόνος που έχουμε για να πετύχουμε την αναγκαία ομογενοποίηση είναι ελάχιστος.

Οι εθνικές κοινωνίες κατακλύστηκαν από «ξένους» μέσα σε μικρό διάστημα χρόνου και οι πολίτες βρέθηκαν ψυχολογικά απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν αυτή τη ραγδαία αλλαγή στην καθημερινότητά τους. Τα αγελαία ανακλαστικά ενεργοποιήθηκαν αμέσως και η ξενοφοβία εμφανίστηκε ακόμα και σε λαούς παραδοσιακά ανεκτικούς και ανοιχτούς προς τους άλλους λαούς.

Αν τα επόμενα χρόνια το ρεύμα αυτό της μετανάστευσης συνεχιστεί με τους ίδιους γοργούς ρυθμούς, είναι βέβαιο ότι τα ξενοφοβικά φαινόμενα θα πολλαπλασιαστούν, ενώ παράλληλα ο χρόνος που θα τρέχει, θα είναι εις βάρος της ξενοφοβίας και υπέρ της ομογενοποίησης, καθώς ο κόσμος θα εξοικειώνεται σιγά-σιγά με τη νέα πραγματικότητα.

Αυτό όμως θα γίνει με επιτυχία, αν διατηρηθεί σταθερό το πολιτισμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έρχονται να ζήσουν οι νέοι μας συγκάτοικοι. Έτσι θα έχουν μια αίσθηση ασφάλειας όσοι ανησυχούν ότι κινδυνεύει η εθνική τους ταυτότητα και παράλληλα θα ενθαρρυνθούν (ή θα υποχρεωθούν) οι καινούργιοι μας συμπολίτες να ενταχθούν στον πολιτισμό μας και στις αξίες του. Με τη σειρά μας εμείς πιο ήσυχοι πλέον, θα μπορέσουμε να πάρουμε από τη δική τους κουλτούρα πολλά στοιχεία που θα είναι ασφαλώς άξια λόγου.

 

 

vasilakou* Η Καίτη Βασιλάκου γεννήθηκε στα Χανιά. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει μόνιμα στην Αθήνα. Το βιβλίο «Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2008) ήταν η πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα. Έγραψε, επίσης: «Οι πόρτες» (Ιωλκός, 2010), «Ο τέταρτος κλώνος» (Αίολος, 2011), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» (Μανδραγόρος), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε» (Απόπειρα, 2012), «Σιμόν» (Μανδραγόρας, 2014), «Νυχτώνει αργά» (Μανδραγόρας, 2014).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top