Fractal

Η Καίτη Βασιλάκου στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

vasilakouΣιμόν, η κάθαρση μέσα από την αυτοτιμωρία

 

Η «Σιμόν» ξεκίνησε αρχικά ως πεζογράφημα. Το θεώρησα απλό: θα έβαζα τρία πρόσωπα σε ένα δωμάτιο να συνδιαλέγονται και θα άφηνα να ξετυλιχθεί η υπόθεση, χωρίς να γνωρίζω ποιο θα ήταν το τέλος της. Αυτό εξάλλου κάνω τις περισσότερες φορές. Ξεκινώ να γράψω μια ιστορία και δεν ξέρω πώς θα τελειώσει. Το τέλος έρχεται από μόνο του, καθώς η υπόθεση προχωρεί.

Με τη «Σιμόν» πολύ γρήγορα βρήκα ότι είχα μια δυσκολία. Τα τρία πρόσωπα ήθελαν να μιλούν συνέχεια μεταξύ τους και έδειχναν αδιάφορα προς τις εξωτερικές συνθήκες του χώρου, όπου τα είχα τοποθετήσει. Μετά από δυο τρεις προσπάθειες να τα τιθασέψω στα δικά μου καλούπια, αναγκάστηκα να υποκύψω στην απαίτησή τους: Η Σιμόν, η Ιρένε και ο Ερνέστος απαιτούσαν να γίνουν θεατρικοί ήρωες, αλλιώς αρνιόνταν να αποκαλύψουν τα μυστικά τους.

Μολονότι ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζα τη θεατρική φόρμα, είδα ότι δεν δυσκολεύτηκα να προχωρήσω. Όχι επειδή είχα ιδιαίτερες ικανότητες, αλλά επειδή οι τρεις αυτοί χαρακτήρες ήταν εξαρχής θεατρικοί, δεν ήταν δυνατό να γίνουν τίποτε άλλο.

Εντελώς αδιάφοροι για τον εξωτερικό κόσμο μπορούσαν να κάθονται επί μέρες, μήνες και χρόνια στο καθιστικό του σπιτιού τους και να συζητούν αδιάκοπα για ένα μαγευτικό αλλά και αποτρόπαιο παρελθόν που τους είχε χαράξει αμετάκλητα.

Ο εξωτερικός κόσμος δηλώνεται φευγαλέα, στην πρώτη πράξη με μια δυνατή μπόρα που έχει ξεσπάσει, στη δεύτερη πράξη με ένα τηλεφώνημα και στην τρίτη και τελευταία με τη σύντομη επίσκεψη μιας φίλης. Και οι τρεις αυτές υπομνήσεις του εξωτερικού κόσμου αντιμετωπίζονται από τους έγκλειστους χαρακτήρες με ενόχληση. Ο εξωτερικός κόσμος απορρίπτεται, δεν τους ενδιαφέρει, εφόσον εδώ αναλύεται ένα βαρύ και πολυσήμαντο παρελθόν.

Η Ιρένε και ο Ερνέστος ωστόσο δεν φαίνεται να έχουν δικό τους παρελθόν. Οι συζητήσεις τους επικεντρώνονται στο παρελθόν της Σιμόν που είναι γεμάτο αναμνήσεις από τα παιδικά και νεανικά της χρόνια, αναμνήσεις όλο νοσταλγία στην αρχή που όμως όσο προχωρεί η συζήτηση μετατρέπονται σε αναμνήσεις απελπισίας και απόγνωσης.

Η απελπισία αυτή κορυφώνεται προς το τέλος της τρίτης πράξης, όταν η Σιμόν σπάει και ομολογεί τη βαθιά ενοχή που την κατατρύχει. Η μόνη κάθαρση από αυτή την ενοχή είναι η σωματική τιμωρία, η ανταλλαγή δηλαδή του ψυχικού πόνου με ένα πιο συμβατό σωματικό πόνο.

Μολονότι τρία είναι τα πρόσωπα που κινούνται στη σκηνή, μόνο η Σιμόν ανήκει στον τρισδιάστατο κόσμο μας. Η Ιρένε και ο Ερνέστος είναι οι σκοτεινές πλευρές της ψυχής της, μορφές που όσο εκτυλίσσεται η υπόθεση γίνονται σιγά-σιγά τρομακτικές και απειλητικές, εκτοπλάσματα ανελέητα που απαιτούν την τιμωρία της κεντρικής ηρωίδας. Ο θεατής το καταλαβαίνει αυτό σταδιακά, ενώ στην αρχή είναι μάλλον δύσκολο να το υποπτευθεί.

simonΗ «Σιμόν» δεν με κούρασε καθόλου, όσο την έγραφα. Ομολογώ ότι απόλαυσα τη διαδικασία της γραφής της, αν και αρκετές φορές επέστρεψα για να διορθώσω κάποιους διαλόγους, ώστε να ακούγονται με περισσότερη φυσικότητα.

Και εδώ, όπως και στα πεζογραφήματά μου, δεν ήξερα πού ήθελαν να καταλήξουν οι ήρωές μου. Τους άφησα να συνδιαλέγονται με όλη την εμπάθεια και τις εμμονές τους και είναι αυτοί που με οδήγησαν στο επιθυμητό γι’ αυτούς τέλος. Κατά κάποιο τρόπο εκείνοι μου υπαγόρευσαν το έργο.

Τους αγαπώ και τους τρεις και τους ευχαριστώ που με ταξίδεψαν στο σκληρό τους Σύμπαν.

 

* Η Καίτη Βασιλάκου γεννήθηκε στα Χανιά. Σπούδασε αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. Ζει μόνιμα στην Αθήνα. Το βιβλίο «Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ και άλλες ιστορίες» (εκδόσεις Ιωλκός, 2008) ήταν η πρώτη της εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα. Έγραψε, επίσης: «Οι πόρτες» (Ιωλκός, 2010), «Ο τέταρτος κλώνος» (Αίολος, 2011), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε πες μου…» (Μανδραγόρος), «Αγαπημένε μου ψυχίατρε» (Απόπειρα, 2012), «Σιμόν» (Μανδραγόρας, 2014), «Νυχτώνει αργά» (Μανδραγόρας, 2014).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top