Fractal

Η ραγδαία πτώση της ενηλικίωσης

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

«Και τώρα, ανθρωπάκο;» του Χανς Φάλαντα, μτφ: Ιωάννα Αβραμίδου, σελ. 636, Εκδ. Gutenberg

 

Ο πίνακας του Τζορτζ Γκρος «Berlin street» του 1931, όπου σε έναν στενεμένο καμβά, ένα απρόσωπο ζευγάρι (εκείνος, ντυμένος με γκρι καπαρντίνα και ομοιόχρωμο καπέλο, εκείνη, έντονα βαμμένη, με μπλε παλτό και υπέρκομψο καπέλο) προσπαθεί να διεμβολίσει τα εμπόδια που φυτρώνουν στον λαβύρινθο του δρόμου. Κι όμως, φαίνεται να είναι το καλύτερο υλικό μιας αόρατης πρέσας.

Ο πίνακας του Οτο Ντιξ «Pragerstrasse» του 1920, μια ωμή, αλλά εξόχως ενδεικτική απεικόνιση της κοινωνικής βιαιότητας. Ο γέρος επαίτης, χωλός και δυσώδης, απλώνει τα χέρια του ζητώντας βοήθεια, την οποία αρνείται ο καλοντυμένος καπιταλιστής που με γοργό τροχασμό περνάει από μπροστά του δίχως να του ρίξει έστω μια ματιά.

Το γεγονός ότι αυτοί οι πίνακες, ανάμεσα στους πολλούς του είδους, είναι ικανοί να λειτουργήσουν ως εικαστικά παραπληρώματα στο μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα «Και τώρα, ανθρωπάκο;» δεν είναι τυχαίο. Μια κοινή οπτική καθοδήγησε και τους τρεις στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και, στη συνέχεια, στην εκκωφαντική πτώση της και την άνοδο του Χίτλερ.

Ανήκουν στο κίνημα της λεγόμενης «Νέας Αντικειμενικότητας» που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’20 και ήρθε με άμεση ρήξη με τον ρομαντικό, τον εξπρεσιονισμό και βάθυνε ακόμη περισσότερο τον φαιόχρωμο ρεαλισμό. Η Neue Sachlichkeit δεν είναι τίποτα άλλο από την αποτύπωση της παραίτησης, του κυνισμού, του μη περαιτέρω της γερμανικής κοινωνίας αμέσως μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Τα γεγονότα εκείνης της εποχής είναι κατακλυσμιαία. Η Βαϊμάρη διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, όπως και η αποτυχία της. Η ανεργία, ο πληθωρισμός, η αγωνία της επιβίωσης, η κατακρήμνιση κάθε ανθρώπινης αξίας, ο έκφυλος ερωτισμός και ο άκρατος κυνισμός είναι σημάδια μιας κοινωνίας που ήταν, όπως αποδείχθηκε, έτοιμη να παραδοθεί στον παράφρονα Φύρερ για να την αναπτερώσει.

Ο Φάλαντα δεν παρεκκλίνει από αυτό το μοτίβο. Το ογκώδες μυθιστόρημά του είναι μια τοιχογραφία πτώσης. Ο κεντρικός ήρωάς του, ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ παλεύει να κρατηθεί όρθιος τη στιγμή που το ένα με το άλλο, τα κύματα τον παρασέρνουν. Βρίσκει δουλειά, την χάνει, βρίσκει κάποια άλλη, όμως, το συναίσθημα της εκούσιας εγκατάλειψης δεν το αποχωρίζεται. Η μοναδική νότα αισιοδοξίας είναι η γυναίκα του και η προσδοκία του παιδιού που κυοφορεί. Ναι, η γυναίκα του είναι μια αχτίδα ελπίδας.

Μέσα σε έναν κόσμο μουντό, άραχλο, κακοφτιαγμένο, όπου η διαφθορά, η καταδολίευση, ο φθόνος και το μίσος τροφοδοτούν τα φαιά τάγματα του Χίτλερ, αυτά τα δύο παιδιά μιλούν μεταξύ τους με την παιδικότητα των υποκοριστικών. Είναι ο «Μικρός», είναι το «Μανάρι» και είναι ο «Μπόμπιρας» που όπου να ‘ναι έρχεται. Ο κόσμος γύρω τους είναι συντονισμένος σε μια μάχη επιβίωσης και, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, ο εξανδραποδισμός μεταμφιέζεται σε μάχη μέχρις εσχάτων. Η συντριβή κρύβεται στην επόμενη γωνία, το φάσμα της ανέχειας περιζώνει. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στην ταραγμένη δεκαετία του ’30, λίγα χρόνια πριν οι ναζί ολετήρες καταλάβουν την εξουσία και σπείρουν τον θάνατο σε όλη την Ευρώπη.

Ο Φάλαντα δεν φοβάται να χτυπήσει το μαχαίρι πάνω στο κόκαλο. Με τον απόλυτα λιτό τρόπο που μας έχει συνηθίσει και στα άλλα του μυθιστορήματα, προχωράει σε μια βαθιά αποτύπωση της κοινωνικής κατάστασης, των πολιτικών παιγνίων που παίζοντας εν αγνοία του κόσμου, του μηχανισμού αποκτήνωσης που βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη εκείνα τα χρόνια, αλλά και την ελάχιστη δυνατότητα των απλών ανθρώπων να αντισταθούν. Ο ανθρωπάκος του Φάλαντα κατέχεται από βάναυση ανημπόρια, η αδιαπερατότητα της ζωής του είναι καθολική. Μέσα του θάλλει μόνιμα μια κατάκοπη ύπαρξη, μια μέλλουσα υποτακτική φύση, ένα δραματικό πέσιμο στο κενό.

 

Ο Χανς Φάλαντα

 

Το βιβλίο του Φάλαντα, όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Κώστας Κουτσουρέλης στο επίμετρο της έκδοσης, είναι ένα κλασικό μυθιστόρημα μαθητείας από την ανάποδη. Στη δική του περίπτωση, ο «Μικρός» γίνεται μεγάλος διά της πτώσης και όχι μέσω μιας μακράς, εμπειρικής και ψυχοσυναισθηματικής ωρίμανσης. Είναι η φθορά που τον μετατρέπει σε κάτι άλλο. Και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά από τη στιγμή που το ανθρωπομάνι που παρελαύνει από το μυθιστόρημα, μηδενός εξαιρουμένου, ζει με τη νοσηρή λαχτάρα της εν κενώ καθόδου του.

Τι σώζει τον Μικρό και το Μανάρι; Η αγάπη τους, το κοινό τους μέλλον, ο Μπόμπιρας που μπορεί να τους έχει αυξήσει τα έξοδα, αλλά είναι μια ελάχιστη πτυχή αισιόδοξης εγρήγορσης. Τη στιγμή που όλα καταρρέουν, το βιβλίο τελειώνει με το «όλα συνεχίζονται». Φυσικά, η ύστερη γνώση μάς δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τι επακολούθησε και αν, πράγματι, όλα συνεχίστηκαν ή κάηκαν στη βάτο του ναζισμού.

Το «Και τώρα, ανθρωπάκο;» είναι ένα μυθιστόρημα μαρτυρικό, βαθύχρωμο, στοχαστικό στην απλότητά του και δραστικό σαν γερή γροθιά στο στομάχι. Η έξοχη μετάφραση ανήκει στην Ιωάννα Αβραμίδου.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top