Fractal

“Καγκουρό”: Προσέγγιση σε μία σημειολογική προσέγγιση

Της Κατερίνας Θεοδωράτου // *

 

Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης, “Καγκουρό του Βασίλη Κατσικονούρη: μια σημειολογική προσέγγιση”, Αθήνα, εκδόσεις Εύμαρος, 2017, σελ. 64.

 

Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω με τον εκλαϊκευτικό –αλλά όχι απλουστευτικό- ορισμό των John Hartley και John Fiske για τη Σημειωτική ως «…μελέτη της σχέσης μεταξύ ενός σημείου και της σημασίας του, καθώς και του τρόπου συνδυασμού των σημείων σε κώδικες…»

Από τον John Locke που πρώτος εισήγαγε τον όρο στο Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση του 1690, ως τους σύγχρονους σημειωτιστές όπως ο Ουμπέρτο Έκο, που μέσω της Σημειωτικής αποκωδικοποίησε την καθημερινότητά μας, η κρίσιμη και συναρπαστικά αχαρτογράφητη στην ολότητά της περιοχή μεταξύ Λόγου και Ομιλίας, langue και parole, Σημαινόμενου και Σημαίνοντος δεν έπαψε να σαγηνεύει τους θεωρητικούς των ανθρωπιστικών επιστημών, που αναζητούν διαρκώς κώδικες για να «ξεκλειδώσουν» την ανθρώπινη επικοινωνία. Στο κέντρο αυτής της τάσης εδράζεται η απολύτως εύλογη ανάγκη να διερευνηθούν η λειτουργία και τα όρια της ανθρώπινης σκέψης, δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο όρος πρωτοεμφανίστηκε στο Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, αφού όπως εμβληματικά το διατύπωσε ο Witgenstein The limits of my language mean the limits of my world – Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου.

Το θέατρο ως σύστημα σημείων, αποτελεί κατεξοχήν γόνιμο έδαφος για σημειωτική ανάλυση, εφόσον, πέραν του ότι επιτελεί, όπως κάθε Τέχνη, μια επικοινωνιακή λειτουργία (για το Roman Jacobson acte de communication), με πομπό τον συγγραφέα και δέκτη τον αναγνώστη – θεατή, συμπεριλαμβάνει στο εσωτερικό του, μέσω της διάδρασης των προσώπων, πολλαπλές επί μέρους «πράξεις» επικοινωνίας, με εναλλαγές ρόλων και αμφισημίες, όπως ακριβώς και στην πραγματική ζωή.

Εστιάζοντας στο θέατρο του Βασίλη Κατσικονούρη, θα επισημαίναμε ότι είναι εξαιρετικά επιρρεπές στη χρήση συμβόλων. Σε πρώτο επίπεδο, η σήμανση των προσώπων με «αλληγορικά» ονόματα –Λευτέρης, Βίκτωρ, Φωτεινή, Άρμονυ, Βόιντ- ή ονόματα που παραπέμπουν σε αρχέτυπα –Ορφέας, Μαρία, Δέσποινα. Σε επίπεδο περιεχομένου, η αναγωγή «εξωτερικών» ιδιοτήτων «αναφοράς» (referentielles θα το έλεγε ο Jacobson) σε βιωματικές (emotives). Για παράδειγμα η «πατρίδα» ως «Μητέρα», οι παιδικές αναμνήσεις ως «Πατρίδα», ο «αλλοδαπός» ως υπαρκτικά «Ξένος», ο κατ’ επάγγελμα διαφημιστής ως φορέας ψεύδους κ.ο.κ. Είναι ως εκ τούτου ευεπίφορη η δραματουργία του στη σημειολογική ανάλυση, και μία τέτοια προσέγγιση επιχείρησε με επιτυχία ο Ν. Γ. Κωνσταντινίδης στο πιο πρόσφατο έργο του Κατσικονούρη, το Καγκουρό.

Ο Κωνσταντινίδης, πατώντας στέρεα πάνω στο θεωρητικό του εξοπλισμό, και αξιοποιώντας το μοντέλο εφαρμοσμένης ανάλυσης του κορυφαίου Γαλλο-Λιθουανού σημειωτιστή Algirdas Julien Greimas, μας παραδίδει ένα δοκίμιο προϊόν ενδελεχούς μελέτης, που συνδυάζει προσφυώς την επιστημονική τεκμηρίωση με τη φρεσκάδα και τον ενθουσιασμό του θεατή – αναγνώστη που επιθυμεί να ερμηνεύσει και να προεκτείνει μία αισθητική εμπειρία.

 

Νεκτάριος-Γεώργιος Κωνσταντινίδης

 

Το κυρίως σώμα της μελέτης, περιλαμβάνει τρία κεφάλαια. Το πρώτο επιχειρεί μία ψυχο-γλωσσολογική προσέγγιση, εξετάζοντας το Καγκουρό από την οπτική γωνία της Γιουνγκιανής  θεωρίας των Αρχετύπων. Αναφέρεται ο Έρωτας ως αρχετυπική Δύναμη που φτάνει ως τη Θυσία, έτσι όπως αποτυπώνεται στο μυθικό Ζεύγος Ορφέα και Ευρυδίκης και προεκτείνεται στο σύγχρονο ζευγάρι Ορφέα – Μαρίνας στο Καγκουρό, η «επιστροφή» ως Ύβρις –ο μυθικός Ορφέας που «στράφηκε» για να αντικρίσει την αγαπημένη του χάνοντάς την για πάντα, έτσι όπως ο αντίστοιχος του Καγκουρό ακύρωσε το ταξίδι του στην Αυστραλία, πραγματοποιώντας μια μάταιη, ατελέσφορη «επιστροφή»- το αρχέτυπο της σχέσης Πατέρα – Γιου και της εδώ αντεστραμμένης πατροκτονίας.

Τα άλλα δύο κεφάλαια ανατέμνουν το κείμενο από ξεκάθαρα σημειολογική σκοπιά, ως σημειωτικό σύστημα. Αναλύεται δομικά το αφήγημα του έργου, η προθετικότητα των προσώπων και οι εκάστοτε δράσεις τους, με όχημα το κατά Greimas πραξιακό διάγραμμα (Modele actantiel). Ακόμα επισημαίνεται και φωτίζεται η λειτουργία του υπαινιγμού και της συμπαραδήλωσης μέσα στο έργο. Εξαιρετική η ερμηνευτική προσέγγιση της επαναλαμβανόμενης σκηνής με το χαλασμένο ντουλάπι και της άκαρπης προσπάθειας του πατέρα να το επισκευάσει.

Αξιοσημείωτες είναι και οι διακειμενικές αναφορές του Ν.Γ. Κωνσταντινίδη, ο οποίος εύστοχα ανιχνεύει συγγένειες και έμμεσες, ίσως και ανεπίγνωστες αναφορές από τη διαχρονία της παγκόσμιας δραματουργίας. Αναφέρω ενδεικτικά την καίρια επισήμανση της συνειρμικής σχέσης του Δημήτρη, που μένει μόνος στο φινάλε να επιδιορθώνει ένα ντουλάπι με τον ιονεσκικό Μπερανζέ του Ρινόκερου που παραμένει –ή απομένει- ο τελευταίος άνθρωπος σε έναν κόσμο υπό κατάρρευση.

Κλείνοντας, θα σημειώσω ότι το δοκίμιο του Ν.Γ. Κωνσταντινίδη, δεν φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο του «αποκωδικοποιητή» του Καγκουρό, δεν φιλοδοξεί να είναι το «λυσάρι» του. Δεν επιλύει, δεν εξηγεί. Προσφέρει μία συναρπαστικά ενδιαφέρουσα προέκταση του έργου, ανοίγοντας δρόμους και προσφέροντας τρόπους και εργαλεία για νέες ερμηνείες και οπτικές. Όπως εύστοχα αναφέρει η Μαρίκα Θωμαδάκη στο οπισθόφυλλο της μελέτης, ολοκληρώνει ένα επίπεδο προσέγγισης, όχι κλείνοντας, αλλά ανοίγοντας μία συζήτηση για το Καγκουρό.

 

 

* Η Κατερίνα Θεοδωράτου είναι θεατρολόγος, υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top