Fractal

Ντμίτρι Σοστάκοβιτς: Πώς επιβιώνει η Τέχνη από το αγκάλιασμα της Εξουσίας

Γράφει ο Βαγγέλης Γραμματικόπουλος // *

 

 

 «Ο αχός της εποχής», Τζούλιαν Μπαρνς, Μετάφραση: Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Μεταίχμιο

 

Όταν το 2011 απονεμήθηκε στον Τζούλιαν Μπαρνς το βραβείο Booker για το Ένα κάποιο τέλος, όλοι γνώριζαν ότι η βράβευση αποτελούσε το επιστέγασμα μιας πορείας που είχε διαμορφωθεί ήδη από τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 με εξαιρετικά μυθιστορήματα όπως Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ, Η ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια και Ο Σκαντζόχοιρος. Στο πρόσφατο συγγραφικό του εγχείρημα με τον τίτλο: Ο αχός της εποχής (από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, Μάρτιος 2016, σε μετάφραση Θωμά Σκάσση) ο Βρετανός συγγραφέας επανέρχεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο με τη μυθιστορηματική ανάπλαση της ζωής ενός από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες του 20ου αιώνα, του Ρώσου Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Ασφαλώς, η εμφάνιση του Ρώσου συνθέτη ως πρωταγωνιστή σε λογοτεχνικό έργο δεν είναι κάτι καινοφανές. Αρκεί να θυμηθούμε την Κεντρική Ευρώπη του Βόλμαν (Κέδρος, 2006), όπου επίσης αποτελούσε τον κεντρικό ήρωα. Η αιτία ενασχόλησης του Μπαρνς, εντούτοις, με τη συγκεκριμένη ιστορική προσωπικότητα περικλείεται σε μια δήλωση του ιδίου: «Όταν γράφεις τη βιογραφία ενός φίλου, πρέπει να το κάνεις σαν να παίρνεις εκδίκηση εκ μέρους του». Στην προκειμένη περίπτωση η διήγηση αφορά στη σχέση του Σοστακόβιτς με την ολοκληρωτική εξουσία του σοβιετικού καθεστώτος και στην προσπάθειά του, μέσα από τον στενό εναγκαλισμό μαζί της, να διασώσει την καλλιτεχνική υπόσταση του έργου του και την ηθική του υπόσταση του εαυτού του.

Τα τρία κεφάλαια του βιβλίου αναφέρονται σε ισάριθμες κομβικές φάσεις από τις οποίες διήλθε η ζωή και το καλλιτεχνικό έργο του Σοστακόβιτς και καθένα από τα παραπάνω εκκινεί με τη φράση: «ΕΝΑ ΠΡΑΓΜΑ ΗΞΕΡΕ ΜΟΝΟ: Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή». Στο πρώτο κεφάλαιο μεταφερόμαστε στο 1936, όπου παρουσιάζονται οι σκέψεις του τριαντάχρονου συνθέτη που διανυκτερεύει κάθε βράδυ μπροστά στην είσοδο του ανελκυστήρα της πολυκατοικίας του αναμένοντας στωικά τη σύλληψή του από την μυστική αστυνομία (NKVD). Είναι η εποχή των διώξεων του σοβιετικού καθεστώτος, κατά την οποία ο Σοστακόβιτς αντιμετωπίζει τη δυσμένεια του κόμματος έπειτα από το φιάσκο της επίσκεψης του ίδιου του Στάλιν στην παρουσίαση της δημοφιλούς όπεράς του «Η λαίδη Μακμπέθ του Μτσενσκ» στη Μόσχα. Ο «Πατερούλης», φανερά ενοχλημένος, αποχωρεί στη μέση της μουσικής παράστασης και την επομένη εμφανίζεται στην Πράβντα άρθρο με τίτλο: «Βαβούρα αντί Μουσικής». Το έργο του στιγματίζεται ως φορμαλιστικό και ελιτίστικο και παρουσιάζει τον Σοστακόβιτς ως εχθρό του λαού. Η μουσική του αποσύρεται από κάθε σκηνή της χώρας και ταυτόχρονα ο ίδιος ανακρίνεται εξαιτίας της συμμετοχής του μέντορά του, στρατάρχη Τουχατσέφσκι, σε συνωμοσία για τη δολοφονία του Στάλιν.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Μπαρνς αναβιώνει μυθιστορηματικά τον ψυχισμό του Σοστακόβιτς στο αεροπλάνο κατά το ταξίδι επιστροφής του από το Διεθνές Συνέδριο για την Ειρήνη στη Νέα Υόρκη το 1948, όπου παραβρέθηκε ως το γνωστότερο και σημαντικότερο εξαγώγιμο καλλιτεχνικό προϊόν της Σοβιετικής Ένωσης στη Δύση. Οι σχέσεις του με το καθεστώς έχουν πλέον αποκατασταθεί, συνθέτοντας φιλολαϊκή μουσική που εμψυχώνει τους στρατιώτες και την εργατική τάξη. Εξάλλου, για να διασώσει το έργο του αναγκάζεται να ακολουθήσει τις ντιρεκτίβες του κόμματος μεταβάλλοντας τον εαυτό του σε πολιτικό φερέφωνο εκφωνώντας λόγους γραμμένους από την KGB, που εξαπολύουν μύδρους κατά της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Δύσης. Το πλέον ανυπόφορο και διχαστικό για τον ίδιο γεγονός, όμως. αποτελεί η ανάγκη συμμόρφωσης με την σοβιετική ιδεολογία περί τέχνης και σοσιαλιστικού ρεαλισμού που τον εξωθεί να απαρνηθεί ακόμα και το μουσικό του ίνδαλμα, τον Στραβίνσκι, που είχε προ πολλού αυτομολήσει στην Αμερική.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος το ημερολόγιο δείχνει 1960 – περίοδος της αποσταλινοποίησης της Σοβιετικής Ένωσης από τον Χρουστσόφ. Ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς καθισμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του αναλογίζεται την αδυναμία του να εμποδίσει την άνευ όρων αφομοίωσή του από το φαινομενικά διαφοροποιημένο καθεστώς. Η στάση του συνεπάγεται την ολοκληρωτική απεμπόληση ακόμα και του ύστατου δικαιώματος αυτονομίας με την εγγραφή του στο κόμμα και προς αντάλλαγμα τον διορισμό του ως προέδρου της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών και αναρίθμητες τιμές προς το πρόσωπό του.

Βασιζόμενος στους τρεις αυτούς χρονικούς άξονες και με την απουσία κάποιας ενιαίας πλοκής, που δίνει τη θέση της στις συνειρμικά εναλλασσόμενες αναμνήσεις και σκέψεις του πρωταγωνιστή σε τρίτο πρόσωπο, ο Μπαρνς επιχειρεί να ανασυνθέσει τον ψυχισμό και τη συνειδησιακή ροή του καλλιτέχνη. Του καλλιτέχνη που πασχίζει να συμβιβάσει την τέχνη με τις επιταγές της εξουσίας και εξ ανάγκης εξωθείται σε εσωτερική ρήξη. Ως φυσική αντίδραση ενάντια σε αυτές τις καταπιεστικές συνθήκες εμφανίζεται η ειρωνεία που μετριάζει τον έκδηλο πεσιμισμό του. Η υποταγή του Σοστακόβιτς στους «μηχανικούς των ψυχών», στους ινστρούχτορες και στη νομενκλατούρα του σοβιετικού καθεστώτος (βλ. Ζντάνοφ και Χρένικοφ) ερμηνεύεται μέσα από την φυσική του δειλία και τον φόβο της ζωής του ίδιου και της οικογένειάς του. Μπορεί όμως η τέχνη να ανθίσει υπό τέτοιες συνθήκες; Ακούγοντας κανείς την 5η και την 8η συμφωνία του Σοστακόβιτς διαπιστώνει ότι αριστουργήματα μπορούν αναμφίβολα να γεννηθούν και υπό το καθεστώς του τρόμου. Διότι, σύμφωνα με τον Μπαρνς «η τέχνη είναι ο ψίθυρος της ιστορίας, που ακούγεται πάνω από τον αχό της εποχής».

 

Ο συγγραφέας Τζούλιαν Μπαρνς

 

Εντέλει, ο αχός της εποχής είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο όπως και κάθε άλλο που έχει γράψει Βρετανός συγγραφέας. Δεν πραγματεύεται ασφαλώς κάποιο πρωτότυπο ζήτημα. Ούτε η σχέση τέχνης και εξουσίας, ούτε η μυθιστορηματική βιογραφία του Σοστακόβιτς αποτελούν συγγραφικές καινοτομίες και με αυτά τα δεδομένα υστερεί σε δυναμική από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του έργα. Το σημαντικότερο στοιχείο όμως είναι το γεγονός πως μέσα από τις σκέψεις που αποδίδονται στη αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Σοστακόβιτς διακρίνονται προβληματικές για την τέχνη και τον άνθρωπο που στοιχειώνουν τον ίδιο τον εβδομηντάρη πια σήμερα Μπαρνς. Είναι τελικά η ίδια η φωνή του συγγραφέα που μας μιλάει για τον φόβο και τον συμβιβασμό του καλλιτέχνη και για αυτό το ακαθόριστη δύναμη, που διατηρεί το έργο του αθάνατο στην ιστορική μνήμη.

 

* O Βαγγέλης Γραμματικόπουλος είναι φιλόλογος.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top