Fractal

Από το Πάθος στην Αποτίμηση

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

«Η μοναδική ιστορία», Julian Barnes , Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 312

 

 

«Ο κατεστραμμένος έρωτας, διατηρεί τα κατάλοιπα, την ανάμνηση, του αλλοτινού, υπέροχου έρωτα – κάπου βαθιά, όπου κανείς από τους δυο δεν θέλει πια να σκάψει».

 

Ο σπουδαίος στυλίστας της γραφής Τζούλιαν Μπαρνς ξεκινά αυτή τη φαινομενικά κοινότοπη αφήγησή του, αλλά τελικά ιδιαίτερα βαθυστόχαστη όπως ήταν αναμενόμενο, με ένα ρητορικό φιλοσοφικό ερώτημα: «Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο;» Και βέβαια απευθυνόμενος στον αναγνώστη διευκρινίζει, ότι αυτό θα ήταν ένα πραγματικό ερώτημα, αν υπήρχε επιλογή. Έτσι τον προϊδεάζει ότι δεν έχει σκοπό να αφηγηθεί μια μόνο ρομαντική ιστορία, αλλά να καταδυθεί στον πυρήνα του πόνου, της ολοκληρωτικής συντριβής, στο τέλος του τέλους, αφού η αφήγηση ξεκινά με έναν παράφορο έρωτα.

Η ιστορία συμβαίνει τη δεκαετία του ’60 – στο πουριτανικό προάστιο Βίλατζ του Λονδίνου, ανάμεσα σε ένα δεκαεννιάχρονο αγόρι, Πολ, που θεωρεί τον εαυτό του αρκετά ώριμο, και μία σαρανταοκτώ ετών γυναίκα, Σούζαν, με το  χάρισμα της ευφυούς χιουμοριστικής σάτιρας και ειρωνείας στον λόγο της,  παντρεμένης με δύο μεγάλες κόρες. Θέμα κοινότοπο, στο οποίο όμως ο Μπαρνς προσθέτει όλη τη συγγραφική του μαεστρία, το χαρακτηριστικό του χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία, την σχολαστική επιλογή λέξεων, και το κάνει πραγματικά ξεχωριστό. Εξαιρετική και η μετάφραση της κ. Σχινά, που αποδίδει το πνεύμα του συγγραφέα στο ακέραιο.

Ο Πολ σε πρώτο πρόσωπο, με το πάθος του ερωτευμένου – κατακτητή, αφηγείται τα συναισθήματα, τις σκέψεις την εξέλιξη αυτής της ερωτικής ιστορίας, με μικρές παρεμβάσεις άλλων προσώπων-δευτερευόντων. Από την εξιστόρηση διαγράφεται το ηθικό υπόβαθρο της εποχής, η αίσθηση που προκάλεσε η σχέση, η αποπομπή του ζεύγους από το τένις κλαμπ, όπου είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν, η στάση του συζύγου, όπως την βλέπει ο ίδιος, με τη δική του οπτική.

«Η αποδοκιμασία είτε ενεργή είτε θεωρητική, είτε αδαής είτε λεπτομερώς πληροφορημένη, συντελούσε απλώς στο να υποδαυλίζει, να δυναμώνει και να νομιμοποιεί τον έρωτά μου».

Ο νεαρός κρατάει την ερωμένη του διαρκώς απασχολημένη στην προσπάθεια να τη σώσει κατά κάποιον τρόπο από το άχθος της μητρότητας, αγνοώντας από σκοπού την ύπαρξη των δύο θυγατέρων της.

H μόνη κοινωνική επαφή του ζεύγους είναι με την αλκοολική φίλη της Σούζαν, Τζόαν, αφορμή για να ανιχνεύσει ο συγγραφέας το νόημα της ύπαρξης, των μοναχικών τσακισμένων ανθρώπων, αυτών που ζουν με τα σκυλιά τους και που το σταυρόλεξο τους δίνει την αίσθηση ότι είναι έξυπνοι. Όταν ο Πολ οικτίρει την Τζόαν: «Καημένη γριούλα Τζόαν» η Σούζαν του επισημαίνει ότι «όλοι έχουν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι. Μπορεί να ήταν φιάσκο, μπορεί να ξεφούσκωσε, μπορεί ποτέ να μην προχώρησε, μπορεί να ήταν φαντασίωση – αυτό δεν την κάνει λιγότερο πραγματική. Καμιά φορά, την κάνει περισσότερο πραγματική. Βλέπεις ένα ζευγάρι και σου φαίνεται ότι βαριούνται αφόρητα ο ένας τον άλλον. Σου είναι αδύνατον να φανταστείς ότι έχουν οτιδήποτε κοινό, αναρωτιέσαι γιατί εξακολουθούν να ζουν μαζί. Αλλά δεν είναι απλώς συνήθεια, δεν είναι βόλεμα, δεν είναι εφησυχασμός, δεν είναι σύμβαση, δεν είναι οτιδήποτε τέτοιο. Είναι γιατί κάποτε, είχαν την ερωτική τους ιστορία. Όλοι είχαν. Είναι η μοναδική ιστορία.»

Η Σούζαν απαιτεί από τον εραστή της να ενηλικιωθεί, όμως εκείνος βλέπει με τρόμο την ενηλικίωση. Παρά την παραφορά του, δεν θέλει να κατανοήσει τον έρωτα, θέλει να τον βιώσει, να νιώσει την ένταση, τη λάγνα αναίδεια, τη φλογερή λαχτάρα. Εκείνη του ζητά να μη την εγκαταλείψει ποτέ, του προτείνει διευθετήσεις στη σχέση τους, γιατί ήδη μέσα της αρχίζει να φωλιάζει ο πανικός. Η σχέση μέχρι εδώ έχει διανύσει δύο και πλέον χρόνια, ο Πολ φοιτητής Νομικής μένει στο Σάσσεξ και συχνά αγνοώντας τους γονείς του μένει στους Μακλάουντ (οικογένεια της Σούζαν), που φιλοξενούν και τους φίλους του.

Η Σούζαν με τον δικό της τρόπο, μιλάει στον Πολ για την ανάγκη Ταμείου απόδρασης, δίνοντάς του πεντακόσιες λίρες για να δημιουργήσει το δικό του.

«Επειδή κάποια στιγμή όλοι θέλουν να αποδράσουν από τη ζωή τους. Είναι το μόνο πράγμα που έχουν κοινό όλα τα ανθρώπινα πλάσματα». Και πράγματι το δικό της ταμείο αυτού του σκοπού επενδύεται σε μία μικρή μονοκατοικία στο Λονδίνο που αποτελεί την πρώτη κοινή κατοικία του ζεύγους, όταν ο σύζυγος αρχίζει να αντιδρά βίαια στη συνεχή παρουσία του Πολ, ο οποίος για την μετεγκατάστασή του ενημερώνει με μια απλή επιστολή τους γονείς του. Εδώ τελειώνει η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πρώτου κεφαλαίου.

 

 

«Ορισμένες ανακαλύψεις καλό θα ήταν να γίνονται αργότερα στη ζωή, όταν θα ήταν ίσως λιγότερο επώδυνες».
Στο επόμενο κεφάλαιο η αφήγηση ξετυλίγεται σε δεύτερο πρόσωπο, αφηγητής ο ίδιος ο Πολ. Απευθύνεται σαν να έχει απέναντι τον εαυτό του. Προσπαθεί να εμβαθύνει στα γεγονότα, ανακαλεί σκέψεις για αυθόρμητες πράξεις, διατυπώνει πιθανούς ορισμούς, ψάχνει το βάθος της έννοιας του έρωτα, θέλει επιμόνως να δώσει έναν ορισμό γι’ αυτόν, για το μεγαλείο και την αποδόμησή του. Είναι η αίσθηση του κινδύνου που σταθεροποιείται, σύμφωνα με κάποια άποψη, στα εικοσιπέντε χρόνια.

Τον απασχολεί ο γάμος της Σούζαν οι συμπεριφορές του κ. Μακλάουν απέναντί της, η βία την οποία εκείνη είχε δεχθεί, η μη δυνατότητα να προσφύγει στα δικαστήρια, που δίνει μια σαφή εικόνα της εποχής. «Το γεγονός ότι δεν θα έφθανε ποτέ στο δικαστήριο, ότι η μεσοαστική Αγγλία είχε χιλιάδες τρόπους να αποφεύγει την αλήθεια, ότι η αξιοπρέπεια ήταν συνώνυμη με τα αξιοπρεπή ενδύματα  και μόνο…» Αυτή η έλλειψη ειλικρίνειας στις σχέσεις τον σοκάρει, προσπαθεί να ορίσει τον γάμο, για τον οποίο σκέφτεται ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν χιλιάδες πιθανές παρομοιώσεις: «Ο γάμος είναι ένα για χρόνια αχρησιμοποίητο υπόστεγο, όπου μένει δεμένη μια παλιά βαρκούλα για δύο άτομα, διόλου αξιόπλοη πια, με τρύπες στον πάτο και το ένα κουπί να λείπει».

Η σχέση αρχίζει να φθίνει, ο πόνος  είναι αβάσταχτος για την Σούζαν. Ο έρωτας απομακρύνεται σταδιακά αλλά μένει το νοιάξιμο από πλευράς του Πολ. Τι είναι τελικά ο έρωτας; Ο Μπαρνς δεν δίνει έναν καθολικό ορισμό, γιατί «ίσως ο έρωτας να μην μπορούσε να αιχμαλωτισθεί σε έναν ορισμό, αλλά μονάχα σε μια ιστορία».   

Ο συγγραφέας μας βάζει μέσα στον πυρήνα της ζωής των δύο εραστών και με υπαινικτικό χιούμορ επισημαίνει τις συνεχείς αμφισβητήσεις του νεαρού ακόμη ήρωά του, τις ανατοποθετήσεις πάνω στα σοβαρά ζητήματα ζωής, τον εμφανίζει θυμωμένο για τα απρόοπτα γεγονότα και τα συνακόλουθα συναισθήματα από τα οποία εμφορείται.

«Θυμώνεις με τα βιβλία που έχεις διαβάσει, γιατί κανένα δεν σε προετοίμασε για αυτό που σου συμβαίνει. Αναμφίβολα διάβασες τα λάθος βιβλία. Ή τα διάβασες με τον λάθος τρόπο».

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου η αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη. Ένδειξη πλήρους αποστασιοποίησης από τα φλογερά αισθήματα, που η μνήμη αρνείται να συγκρατήσει. Ο ρυθμός της αφήγησης ανακόπτεται συχνά από περιστατικά που ανήκουν στο παρελθόν,  η μνήμη γίνεται επιλεκτική. Ο συγγραφέας μας εισάγει σταθερά στην ψυχική συντριβή των εραστών, και ίσως αυτή τη συντριβή, τον πόνο και την πιθανή ψυχική αναδιάταξη θέλει κυρίως να τονίσει, μέσα από τις συνθήκες που έχουν δημιουργήσει οι αυθορμητισμοί της νιότης, πάντα μέσα στα πλαίσια της συγκεκριμένης ιστορίας, της μοναδικής ιστορίας του Πολ και της Σούζαν, η οποία τελειώνει με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο.

 

Julian Barnes

 

Υπέροχες ατάκες συμπληρώνουν αυτή την λεπτεπίλεπτη αφήγηση του Μπαρνς.

« ….όλα αυτά που περιγράφω εδώ συνέβαιναν πριν από δεκαετίες και μάλλον, εκείνη την εποχή, τα ζευγάρια που νόμιζες ότι είχαν σχέση, κατά κανόνα δεν είχαν»

«Ο τρόπος-αναμφίβολα λόγω κάποιου αταβιστικού τρόμου που δεν τους επέτρεπε να παραδεχθούν τα πραγματικά τους αισθήματα – με τον οποίο ειρωνεύονταν τη συναισθηματική ζωή, μετατρέποντας τη σχέση  ανάμεσα στα φύλα σε ανόητο, εύκολο ανέκδοτο»

 «Δεν υπολογίζεις τον χρόνο ημερολογιακά, γιατί αυτό που μετράει είναι πώς τον νιώθεις μέσα στην καρδιά σου»

«Ο θάνατος είναι η μόνη λήξη στην οποία πιστεύω και η πληγή θα μείνει ανοιχτή ώσπου να κλείσουν οριστικά οι πόρτες»

 

«Η μοναδική ιστορία» είναι ένα βιβλίο που πραγματικά αξίζει να διαβάσει κανείς με τον τρόπο που ο ίδιος ο συγγραφέας, κάπου, προσδιορίζει:
«
Η ανάγνωση είναι η δεξιότητα της πλειοψηφίας, αλλά η τέχνη της μειοψηφίας. Κι όμως, τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ακριβή, περίπλοκη, λεπτή επικοινωνία ανάμεσα στον απόντα συγγραφέα και τον συνεπαρμένο, παρόντα αναγνώστη.» Τζούλιαν Μπαρνς .

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top