Fractal

Ο John Keats και η επάρατη φυματίωση

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη // 

 

αρχείο λήψης (4)

 

Είναι γνωστό ότι ο άγγλος ποιητής Τζων Κητς (John Keats) αρχικά είχε εκπαιδευτεί ως φαρμακοποιός, ο γενικός γιατρός της εποχής εκείνης. Ευαίσθητη ψυχή και γεμάτος φαντασία, ήταν το πρότυπο του ρομαντικού ποιητή. Ο νεαρός γιατρός και ποιητής όμως υπήρξε άτυχος και ο πρόωρος θάνατός του από φυματίωση υπήρξε για όλους οδυνηρός, αλλά και αποκαλυπτικός. Η ιστορία και η βιογραφία του σκιαγραφούν τη ζωή και το θάνατό του, καθώς και το όλο πλαίσιο της ιατρικής επιστήμης και πρακτικής στο γύρισμα του 19ου αιώνα. Η θανατηφόρα μολυσματική ασθένεια από την οποία έπασχε και τελικά πέθανε, ήταν η μεγάλη ‘κακοήθεια’ της εποχής του. Στην αρχή ύπουλη, απόκρυφη για μεγάλο χρονικό διάστημα, λίγες εκδηλώσεις στις αρχές της, αλλά τελικά καταστροφική στο ανυποψίαστο και αθώο θύμα και δυστυχώς ανίατη. Όταν ο ποιητής πέθανε, μόλις είχε περάσει τα εφηβικά του χρόνια. Ευαίσθητος και ρομαντικός ποιητής ο ίδιος, ήταν σε θέση να περιγράφει τις εμπειρίες και τα συναισθήματα με τρόπο εκφραστικό και οξύ. Ως γιατρός είχε πλήρη επίγνωση της ασθένειας, όπως και της πρόγνωσής της.

Ο Τζων Κητς, γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 31 Οκτωβρίου 1795. Ο πατέρας του, Τόμας Κητς, ήταν ο επικεφαλής ιπποκόμος στους στάβλους Swan και Hoop, που βρίσκονταν στο Moorgate. Εκεί ο Τόμας Κητς, γνώρισε και παντρεύτηκε την Frances Jennings, την κόρη του ιδιοκτήτη των στάβλων, ένα κορίτσι δεκαεννέα ετών. Ο Τζων ήταν ο πρωτότοκος γιός της, και είχε δύο αδέλφια, George και Tom, και μια αδελφή, τη Fanny. Λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα στάδια της ζωής του Τζων Κητς. Ο πατέρας του Keats πέθανε μετά από πτώση από άλογο, όταν ο Κητς ήταν μόλις οκτώ ετών. Η μητέρα του, Frances, σύντομα ξαναπαντρεύτηκε, αλλά εγκατέλειψε το δεύτερο σύζυγο φεύγοντας με άλλον άντρα. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1809, η Φράνσις (Frances), άρρωστη πια, επέστρεψε πίσω. Ο Τζων Κητς φρόντισε τη προσωπικά, της διάβαζε με τις ώρες, φτιάχνοντας τα γεύματά της και χωρίς να επιτρέπει σε άλλους να φροντίσουν γι αυτήν. Σύντομα όμως πέθανε και απ’ ότι διέρρευσε είχε μάλλον φυματίωση.

Φθίση (Phthisis), ήταν η ελληνική λέξη για τη φυματίωση, ένας μάλλον γενικός όρος που αναφερόταν σε αυτή την ασθένεια. Η συμβολή των εργασιών του γιατρού του 17ου αιώνα, Richard Morton, στην κατανόηση της μετάδοσης της συγκεκριμένης νόσου, ήταν σημαντική. Στηριζόμενος στην χυμική θεωρία της παθογένειας της νόσου, ο Morton κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φθίση ήταν ασθένεια στην οποία το στάσιμο αίμα διαστέλλει τους πνεύμονες, τους κάνει σκληρούς στη συνέχεια, με δημιουργία των φυμάτων, τα οποία αργότερα γίνονται κακοήθη, λόγω κάποιου εξωτερικού ερεθίσματος που επιδρά τοπικά, με τελικό αποτέλεσμα την αιμόπτυση που είναι και το πλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό.

 

sx1

 

Από τα θεραπευτικά μέτρα της εποχής, αναφέρονται τα ήπια καθαρτικά τα οποία θα μπορούσαν να απομακρύνουν τους χυμούς με τα κόπρανα και όχι τα ισχυρά θα κινητοποιούσαν το αίμα περισσότερο και θα αύξαναν τη θερμοκρασία του, η φλεβοτομία για την ψύξη του αίματος, τα οπιούχα να ηρεμήσουν τα πνευμόνια, και νηστεία για την ηρεμία του σώματος. Ο Richard Morton, ήταν ένας παρατηρητικός γιατρός με αναπτυγμένη διαίσθηση, αλλά είχε περιορισμένα ανατομικά στοιχεία και εργαζόταν κάτω από το ξεπερασμένο Ιπποκρατικό εννοιολογικό πλαίσιο της νόσου. Ωστόσο, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η φθίση είχε ανάγκη από περαιτέρω σκέψη και έρευνα, αφού ήταν η κυρίαρχη ασθένεια της εποχής, που αντιπροσώπευε περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των θανάτων στα περισσότερα αστικά κέντρα.

Τη φροντίδα των τριών παιδιών είχε αναλάβει η γιαγιά του Κητς, η οποία έστειλε τον John και τον αδελφό του George, σε ένα σχολείο στο Enfield, ένα χωριό στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης. Ο μικρός Τζων Κητς, δεν υπήρξε υπόδειγμα μαθητού. Ήταν επιθετικός, ακόμη και στο σημείο να χτυπάει τους δασκάλους του, ενώ σπάνια ήταν επιμελής στις εργασίες του. Παρά το γεγονός ότι ήταν μικρόσωμος για την ηλικία του, είχε εξαιρετική ζωντάνια και προσωπική ομορφιά. Ο Κητς παρέμεινε στο Enfield, από την ηλικία των οκτώ έως των δεκατεσσάρων ετών. Στα μέσα της παραμονής του εκεί, όμως, άλλαξαν σταδιακά κάποια πράγματα. Απέκτησε νέα κίνητρα, κέρδισε μερικά σχολικά βραβεία, και άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη του σχολείου.

Στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών, άρχισε τη μαθητεία του δίπλα στον Mr. Thomas Hammond, τον φαρμακοποιό–χειρουργό ο οποίος είχε παρακολουθήσει την θανατηφόρα ασθένεια της μητέρας του και ο οποίος διέμενε μόλις τρία χιλιόμετρα από το σχολείο του. Εκείνη την εποχή, επιτρεπόταν στους φαρμακοποιούς να βλέπουν ασθενείς και να συνταγογραφούν κάποια φάρμακα. Ιστορικά οι φαρμακοποιοί είχαν αναπτύξει ένα είδος μονοπωλίου στην επιστήμη των βοτάνων και των προϊόντων τους, και ήταν μέλη της μεσαιωνικής συντεχνίας των Παντοπωλείων. Είχαν την αναγνώριση από τον Ερρίκο VIII, ο οποίος για παράδειγμα, επέλεξε φαρμακοποιό, παρά γιατρό, για να παρακολουθεί την προβληματική πριγκίπισσα Μαίρη. Το πιο σημαντικό είναι ότι οι επαγγελματίες του London College of Physicians ήταν λίγοι σε αριθμό, κλειστή κάστα, που συνήθως προέρχονταν από πλούσιες οικογένειες οι οποίοι μεριμνούσαν για τις επιθυμίες και τα συμφέροντα της αριστοκρατίας. Ο μέσος πολίτης, όπως είναι επόμενο, έπρεπε να αναζητήσει περίθαλψη αλλού. Οι φαρμακοποιοί συνεπώς ανέλαβαν να φέρνουν σε πέρας το ρόλο των γενικών ιατρών κατά τη διάρκεια ήδη της βασιλείας του Ιάκωβου του Α’ της Αγγλίας (James Ι, 1566-1625). Η τελική επικύρωση της αποστολής τους, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια του μεγάλου λοιμού του 1664, όταν οι γιατροί ήταν οι πρώτοι που έφυγαν και εγκατέλειψαν το Λονδίνο, αφήνοντας έτσι το πεδίο της φροντίδας στους φαρμακοποιούς. Οι τελευταίοι από τους γιατρούς, οι χειρουργοί, των οποίων η κύρια αποστολή και πρακτική στο μεσαίωνα ήταν η αφαίμαξη, ενώθηκαν με την Συντεχνία των Κουρέων και δημιούργησαν την Συντεχνία των Κουρέων και Χειρουργών μέχρι το 1745, οπότε και διασπάστηκαν για να σχηματίσουν την Εταιρεία των Χειρουργών και αργότερα, στα 1800, το Βασιλικό Κολέγιο Χειρουργών της Αγγλίας (Royal College of Surgeons of England). Η εκπαίδευση τόσο των χειρουργών και φαρμακοποιών, σε αντίθεση με εκείνη των γιατρών, ήταν εντελώς πρακτική σε επίπεδο και αποτελούνταν από μια μακρά μαθητεία. Η μαθητεία του Κητς, διήρκεσε πέντε χρόνια. Τα καθήκοντά του περιελάμβαναν τον καθαρισμό του επαγγελματικού χώρου, την παραγγελία του κατάλληλου εξοπλισμού, τον καθαρισμό των χειρουργικών εργαλείων, τη φροντίδα για τις βδέλλες και βεβαίως να παρατηρεί σχολαστικά και με λεπτομέρεια το αφεντικό του, στη διάγνωση των παθήσεων, στην παρασκευή σκευασμάτων, την επίδεση των πληγών, την φροντίδα των δοντιών και φυσικά την αφαίμαξη. Παράλληλα έπρεπε να εκπληρώνει κάποιες πολύ σοβαρές υποχρεώσεις κατά τη διάρκεια της μαθητείας του, όπως να μην παντρευτεί, να μην παίζει τυχερά παιχνίδια και να μην επισκέπτεται ταβέρνες. Ο Κητς αναμφίβολα καθημερινά υπήρξε μάρτυρας στον ανθρώπινο πόνο, την αναπηρία, το φόβο και μερικές φορές το θάνατο που συνόδευε τις πάσης φύσεως ασθένειες και ατυχήματα. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη, ότι ο ίδιος προσέβλεπε με έκδηλη ανακούφιση την εβδομαδιαία επίσκεψη στο σχολείο του Enfield, για να διαβάσει ποίηση με τον φίλο του Cowden Clarke, το γιο του δασκάλου του. Μέχρι το 1815 είχε ολοκληρώσει τις απαιτήσεις της μαθητείας του και χρειαζόταν πλέον ένα έτος εκπαίδευσης σε νοσοκομείο για να πληροί τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της επαγγελματικής του άδειας. Την απέκτησε στο Νοσοκομείο Guy’s που βρίσκεται στο Σίτυ του Λονδίνου, ένα από τα παλαιότερα στο Λονδίνο που είχε ενωθεί με Νοσοκομείο St. Thomas το 1768, για να σχηματίσουν τα Ηνωμένα Νοσοκομεία, ουσιαστικά την πρώτη πραγματικά ολοκληρωμένη ιατρική σχολή στην Αγγλία. Παρά το γεγονός ότι το Νοσοκομείο Guy’s ήταν φημισμένο, εν τούτοις δεν είχε φτάσει ακόμα στην κορυφή με μορφές και αυθεντίες όπως οι Richard Bright, Thomas Addison και Thomas Hodgkin. Παρόλα αυτά το 1815, το Guy’s θα μπορούσε να υπερηφανεύεται για τη μεγάλη φήμη του ως εκπαιδευτικό κέντρο. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για την ανάδειξη του Guy’s σε διάσημο ίδρυμα, ήταν ο μεγάλος χειρουργός Sir Astley Cooper, για τον οποίο κάποιος είπε ότι βρισκόταν πάντοτε δίπλα στο βασιλιά και ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους στην Αγγλία. Ο Cooper ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα με όμορφη σωματική διάπλαση, χαριτωμένος, τολμηρός και πάντα ντυμένος με τις τελευταίες τάσεις της μόδας, ακόμα και στο διάστημα που δίδασκε τους μαθητές του. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, με κοντό παντελόνι μέχρι το γόνατο και μεταξωτές κάλτσες, και όλα αυτά φάνταζαν όμορφα, όπως και τα πόδια του, για τα οποία ήταν περήφανος. Με τους μαθητές του είχε στοργική και αληθινή σχέση. Είχε μεγάλη δεξιοτεχνία και πρωτοτυπία ως χειρουργός, και σ’ αυτόν χρωστάμε την αξέχαστη συνάθροιση των χαρακτηριστικών και της προσωπικότητας ενός χειρουργού: ‘‘Μάτι αετού, χέρι γυναίκας, και καρδιά λιονταριού’’. Ο δάσκαλος με τον συνδέθηκε όμως ο Κητς, ήταν άνθρωπος με μέτρια ικανότητα. Ο William Lucas Jr, περιγράφεται από τους συγχρόνους του ως ψηλός, αδέξιος, με σκυφτούς ώμους, εγκάρδιος, αρεστός σε όλους, αλλά με μικρές χειρουργικές ικανότητες και περιορισμένο φάσμα χειρουργικών επεμβάσεων. Ακόμα κακός στην ανατομία και όχι τόσο καλός στη διάγνωση των παθήσεων. Πολλές επεμβάσεις του ήταν αιματηρές με μεγάλο ποσοστό επιπλοκών και θνητότητας. Εκτός από τις καθημερινές επισκέψεις σε θαλάμους ασθενών και την πτέρυγα των επειγόντων περιστατικών, ο Κητς παρακολουθούσε διαλέξεις για τη θεωρία της ιατρικής και χειρουργικής, και συμμετείχε στη βασική δραστηριότητα των ανατομών στο ανατομείο.

Η ανθρώπινη ανατομή όπως γνωρίζουμε, είχε μια πολυτάραχη ιστορία. Οι Αιγύπτιοι παρά το γεγονός ότι εκτελούσαν την ταρίχευση, η οποία αναγκαστικά περιελάμβανε την αφαίρεση του εντέρου του νεκρού, ποτέ δεν εκδήλωσαν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ακριβή περιγραφή των δομών ή της θέσης τους. Οι Έλληνες αργότερα, σταθερά αρνήθηκε να εισβάλουν την ιερότητα του άψυχου ανθρώπινου σώματος. Ο Αριστοτέλης έκανε ανατομή σε ζώα κάθε είδους, αλλά όχι στους ανθρώπους. Ο Γαληνός διεξήγαγε εκτεταμένες ανατομικές μελέτες σε βόδια, χοίρους, πρόβατα, πιθήκους, ακόμη και ελέφαντες. Μόνο στην Αλεξάνδρεια, την εποχή του Πτολεμαίου, είχε πραγματοποιηθεί ανθρώπινη ανατομή από τον πατέρα της ανθρώπινης ανατομίας, τον Ηρόφιλο (330 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η ανθρώπινη ανατομία ήταν ανάθεμα. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης στην Ιταλία, γίνονταν μυστικά ανατομές από τους καλλιτέχνες, ουσιαστικά με σκοπό να αποκτήσουν επαρκείς γνώσεις για τις ρεαλιστικές αναπαραστάσεις. Τέλος, ήταν ο Andreas Vesalius, ο καθηγητής της Ανατομίας στην Πάδοβα, αυτός ο οποίος δημιούργησε τον πρώτο ολοκληρωμένο άτλαντα της ανθρώπινης ανατομίας, τον περίφημο De Humani Corporis Fabrica (1543). Μέχρι τα χρόνια, συνεπώς, του Κητς, η ανατομική επί πτωμάτων, είχε γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος της ιατρικής εκπαίδευσης. Για να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση που δημιουργήθηκε για πτώματα σε νοσοκομεία και ιατρικές σχολές και επειδή η χρήση πτωμάτων για τη διδασκαλία ανατομίας ακόμα απαγορευόταν από το νόμο, τα πτώματα για την ανατομή αγοράζονταν, για λίγες γκινέες το καθένα, από τους body-snatchers όπως ονομάζονταν εκείνοι που τα έκλεβαν από τους τάφους. Δεδομένου ότι αυτό ήταν το μόνο μέσο για την εξασφάλιση των απαραίτητων πτωμάτων, η μακάβρια αυτή πρακτική υποστηριζόταν από το προσωπικό του νοσοκομείου, ειδικά από τον Astley Cooper, ο οποίος μάλιστα πλήρωνε και τα πρόστιμα στους περίφημους για την εποχή, κλέφτες πτωμάτων (body-snatchers), όταν πιάνονταν να κλέβουν και ακόμα υπεστήριζε τις οικογένειές τους όταν φυλακίζονταν γι αυτό το αδίκημα. Οι συγκεκριμένοι άντρες, αυτοί δηλαδή που απασχολούνταν με την επιχείρηση κλοπής πτωμάτων, καυχιόντουσαν ότι μπορούσαν να υποκλέψουν οποιοδήποτε πτώμα, αρκεί να ελάμβαναν τη σωστή γι αυτούς αμοιβή. Το ποίημα “Mary’s Ghost” του Thomas Hood, συνόψιζε ικανοποιητικά την κατάσταση και φυσικά τη λαϊκή αφύπνιση:

‘Twas in the middle of the night/To sleep young William tried/When Mary’s ghost came stealing in/And stood at his bedside.
O William dear! O William dear!/My rest eternal ceases;/Alas! my everlasting peace/Is broken into pieces.
I thought the last of all my cares/Would end with my last minute;/But though I went to my long home,/I didn’t stay long in it.
The body-snatchers they have come,/And made a snatch at me;/It’s very hard them kind of men/Won’t let a body be!
You thought that I was buried deep,/Quite decent-like and chary,/But from her grave in Mary-bone,/They’ve come and boned your Mary.
The arm that used to take your arm/Is took to Dr. Vyse;/And both my legs are gone to walk/The hospital at Guy’s.
I vowed that you should have my hand,/But fate gives us denial;/You’ll find it there, at Dr. Bell’s,/In spirits and a phial.
As for my feet, the little feet/You used to call so pretty,/There’s one, I know, in Bedford Row,/The t’other’s in the City.
I can’t tell where my head is gone,/But Doctor Carpue can;/As for my trunk, it’s all packed up/To go by Pickford’s van.
I wish you’d go to Mr. P./And save me such a ride;/I don’t half like the outside place,/They’ve took for my inside.
The cock it crows–I must be gone!/My William, we must part!/But I’ll be yours in death, altho’/Sir Astley has my heart.
Don’t go to weep upon my grave,/And think that there I be;/They haven’t left an atom there/Of my anatomie.

 

Οι σπουδαστές γενικά αντιμετώπιζαν το χώρο των ανατομών ως ένα συνηθισμένο δωμάτιο στο νοσοκομείο, με πολύ ποτό, μαγείρεμα και παιχνίδι και ο Κητς φυσικά δεν ανήκε στους προσεκτικούς μαθητές.

Ένας φίλος και συγκάτοικός του, θυμόταν αργότερα:

‘‘Παρακολουθούσε τις διαλέξεις και πέρασε από την συνηθισμένη ρουτίνα, αλλά δεν είχε καμία επιθυμία να φανεί ανώτερος των άλλων εκεί. Στο δωμάτιο, καθόταν πάντα στο παράθυρο, κοιτώντας στο διάστημα, έτσι ώστε το κάθισμα εκεί κοντά στο παράθυρο, να ονομάζεται από τους συμμαθητές του, ως θέση του Κητς. Στην αίθουσα διαλέξεων φαινόταν να κάθεται κάπως ξεχωριστά και να απορροφάται σε κάτι άλλο, το αντικείμενο του οποίου φαινόταν διαφορετικό από αυτό’’.

Ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Κητς άρχισε να έχει επιφυλάξεις για τη χειρουργική ως επάγγελμα και καριέρα. Η φρίκη της χειρουργικής επέμβασης χωρίς ίχνος αναισθησίας, αφού κάτι τέτοιο απλώς δεν υπήρχε, πρέπει να ήταν πολύ βαθιά χαραγμένη μέσα του. Ένας σύγχρονός του, έγραψε:

‘‘Άρχισα να παρακολουθώ τις επεμβάσεις στο αμφιθέατρο του νοσοκομείου. Αυτή ήταν για αρκετό καιρό μια πολύ σκληρή δοκιμασία για μένα. Ήμουνα πάντα πολύ ανήσυχος για να δω όλα αυτά που μπορούσα και σύντομα ακολούθησε αναγκαστικά το πιτσίλισμα αίματος πάνω μου. Και εφόσον ο ασθενής δεν έκανε μεγάλη φασαρία, ήταν καλά. Αλλά αν οι κραυγές ήταν μεγάλες ή εάν ο ασθενής ήταν παιδί, αναστατωνόμουνα γρήγορα και έπρεπε να φύγω από το αμφιθέατρο, και όχι σπάνια λιποθυμούσα’’.
Ωστόσο, η απογοήτευση του Τζων Κητς με την ιατρική, δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της φυσικής απέχθειας των συνθηκών που επικρατούσαν μέσα στο νοσοκομείο εκείνη την εποχή. Μάλλον φαίνεται ότι κι ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι ήταν ανίκανος να γίνει χειρουργός. Όπως παρατήρησε κι ο φίλος του, Armitage Brown:

‘‘Ο Κητς με διαβεβαίωσε ότι η μούσα δεν είχε καμία επιρροή πάνω στην αποφασιστικότητά του, μάλλον υποχρεώθηκε από μόνος του με καθαρά συνειδησιακά κίνητρα, να εγκαταλείψει το επάγγελμα. Απέδιδε την αδυναμία του αυτή στην πιθανότητα να κάνει κακό με την λάθος κατεύθυνση του εργαλείου του. Όπως είπε η τελευταία του χειρουργική πράξη, ήταν το άνοιγμα της κροταφικής αρτηρίας ενός άνδρα’’.

Έλεγε ο ίδιος: ‘‘Το έκανα με μεγάλη λεπτότητα, αλλά αντανακλώντας αυτό που πέρασε απ’ το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή, η επιδεξιότητα μου φαινόταν ένα θαύμα, και έτσι δεν ξαναέπιασα ποτέ το νυστέρι’’.

Ο φόβος του τελικά μήπως κάνει ζημιά με το νυστέρι, του αφαίρεσε προφανώς την αυτοκυριαρχία του, και έγινε απρόθυμος να αντιμετωπίζει μια ζωή τις ανησυχίες και τις προσωπικές αντεγκλήσεις. Τον Ιούλιο του 1816, στην ηλικία των είκοσι ετών, έδωσε και πέρασε επιτυχώς τις δύσκολες εξετάσεις για τη λήψη άδειας από την Εταιρεία των Φαρμακοποιών στο Blackfriar. Έφυγε για πάντα από το χώρο της ιατρικής και εντάχθηκε στην Ρομαντική Εποχή.

Οι ρομαντικοί θεωρούσαν ότι το συνειδητό μυαλό είχε υπερτιμηθεί, και τραβιόντουσαν προς τα πίσω και από ότι ήταν απλώς λογικό, γενικό, αφηρημένο και δημόσιο. Η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου και της φύσης προσέλκυσε γρήγορα αυτά τα μυαλά. Έφεραν μπροστά την επιθυμία για ένα ονειρικό κόσμο, με δράμα, μυστήριο, έκσταση και συμβολικές παγιδεύσεις. Ταυτόχρονα υπήρχε ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Μεσαίωνα, την Αρχαία Ελλάδα και τις Αραβικές Νύχτες. Σε αυτόν το νέο κόσμο, ο ποιητής έγινε εξορία, ένας επαναστάτης, ένας προφήτης! Τίποτα δεν είχε αξία γι αυτόν, εκτός από αυτό που βρέθηκε στα βάθη του μυαλού και της ψυχής του. Η ρομαντική μοναξιά του αναζήτησε και την ονειροπόληση μέσω της μυστηριακής επικοινωνίας με τη φύση.

Από τις αρχές του 1817, ο Κητς ζούσε νότια του Τάμεση, στο Cheapside. Έμενε με τους συμφοιτητές του στα δωμάτια που αποτελούσαν μέρος του κυκεώνα των δρόμων κοντά στο νοσοκομείο. Ήταν τμήμα της μητρόπολης, γεμάτο ζητιάνους, άστεγους, εργάτες, φτωχούς ανθρώπους που εργάζονταν σκληρά, και ανοικτούς υπονόμους και αρουραίους που έτρεχαν ελεύθεροι. Ήταν αυτή η στιγμή που ο φίλος του, Joseph Severn, έκανε το πρώτο του με άνθρακα σκίτσο του Κητς, που απεικονίζει την χαρακτηριστική ένταση και την αισθητή προβολή του άνω χείλους. ‘‘Τίποτα δεν φαινόταν να του ξεφεύγει’’, έγραψε ο Severn, ‘‘το τραγούδι ενός πουλιού και η συγκεκαλυμμένη απάντηση ή αντιστάθμιση, ο ψίθυρος κάποιου ζώου, η αλλαγή των πράσινων και καφέ φώτων και οι φευγαλέες σκιές, οι κινήσεις του ανέμου, το περπάτημα από τα σύννεφα, ακόμη τα χαρακτηριστικά και οι χειρονομίες των διερχόμενων αλητών, το χρώμα των μαλλιών μιας γυναίκας, το χαμόγελο στο πρόσωπο ενός παιδιού, φαινόταν να τον κάνουν να τρέμει’’.

Σε αυτό το έτος επίσης, ο Κητς δημοσίευσε την πρώτη, λεπτή σε όγκο, πρώιμη ποίηση, μια προσπάθεια που κατέληξε σε εκδοτική αποτυχία. Στις αρχές του 1818, ο αδελφός του Κητς, Tom, αρρώστησε και παρουσίασε τη δυσοίωνη αιμόπτυση. Ξεχνώντας όλα τα άλλα, ο Κητς έγινε η μοναδική και αποκλειστική φροντίδα του αδελφού του, όπως είχε φροντίσει άλλωστε και τη μητέρα του, αλλά δυστυχώς, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Tom πέθανε στα τέλη του 1818, κι ο Τζων Κητς κατακλύσθηκε από δικαιολογημένη κατάθλιψη. Ωστόσο, ο θάνατος του αδελφού του ήταν το έναυσμα να ξεκινήσει ένα έτος εμπνευσμένης δημιουργικότητας.

Μετά το θάνατο του Tom, ο φίλος του Keats, Charles Armitage Brown, ένας τριαντάρης επιχειρηματίας με τη Ρωσία, τον κάλεσε να μετακομίσει στο Wentworth Place, κοντά στο Hampstead.

Σε αυτό το σημείο, μπήκε στη ζωή του η Φάνυ Μπράουν (Fanny Brawne). Η κ. Μπράουν και η κόρη της Φάνυ, είχαν μετακομίσει σε ένα σπίτι στη γειτονιά. Ο Τζων Κητς και η Φάνυ, πιθανότατα συναντήθηκαν για πρώτη φορά το Νοέμβριο του 1818, όταν η κοπέλα ήταν δεκαοκτώ ετών. Τον Απρίλιο, η Φάνυ μετακόμισε δίπλα σ’ αυτόν στο Wentworth Place, και μάλλον απέσπασε την προσοχή του μοναχικού ποιητή. Η στιγμή ήταν ευνοϊκή πραγματικά και από την πένα του άρχισε να ξεχύνεται η ένδοξη ποίησή του. Από τον Σεπτέμβριο του 1818, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1819, ο Κητς έγραψε σχεδόν όλα τα ποιήματα για τα οποία έγινε και έμεινε γνωστός, συμπεριλαμβανομένης της ‘Ωδής σε ένα αηδόνι’ (Ode to a Nightingale), που θεωρείται ότι αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ανθρώπινης ποίησης όλων των εποχών:

Η καρδιά μου πονάει και μια περίεργη ζάλη/τυραννάει το κορμί μου, σα να ήπια, κώνειο/ή λες κι έχω αδειάσει μια κούπα με αφιόνι/Και πριν λίγο, χάθηκα μέσα στα δώματα της λήθης/Στ’ αλήθεια όμως, δεν είναι ζήλεια για τη θεϊκή σου τύχη./

Χαρά είναι για την αμέτρητη ευτυχία σου./Εσύ η δρυάδα των δέντρων, με τα διάφανα φτερά,/Μια μελωδική πλοκή αγκαλιά με το πράσινο της οξιάς/και τις τρεμουλιαστές σκιές σ’ ένα παντοτινό/καλοκαίρι, με το λαιμό έτοιμο να σπάσει.

My heart aches, and a drowsy numbness pains/My sense, as though of hemlock I had drunk,/Or emptied some dull opiate to the drains/One minute past, and Lethe-wards had sunk:/’Tis not through envy of thy happy lot,/But being too happy in thine happiness,/That thou, light-wingèd Dryad of the trees,/In some melodious plot/
Of beechen green, and shadows numberless,/Singest of summer in full-throated ease.

 

sx2

Η Φάνυ Μπράουν

 

Μια τέτοια περίοδος ηρεμίας και γόνιμης ειρήνης στην οποία σχεδιάστηκαν και ήρθαν στην επιφάνεια οι Ωδές, δεν θα ερχόταν ποτέ άλλοτε στον Κητς. Η Φάνυ ήταν ντροπαλή και σε άσχημη οικονομική κατάσταση, και σταδιακά άρχισε να μιαίνει τη ζωή του. Αναγκάστηκε να ολοκληρώνει πιο γρήγορα τα ποιήματα για να κατευνάσει τον εκδότη του και να εξαργυρώνει τις οικονομικές απολαβές που είχε από αυτόν. Παράλληλα με όλα αυτά άρχισε να τον ενοχλεί ο λαιμός του, όλο και περισσότερο και ένας εξαιρετικά ζοφερός χειμώνας φαινόταν στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα να αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για την υγεία του. Δεν άντεχε το κρύο του χειμώνα και κουραζόταν εύκολα.

Ο φίλος του, Armitage Brown, μας δίνει μια μαρτυρία για τα γεγονότα της 3 Φεβρουαρίου 1820: ‘‘Έφτασε στις έντεκα το βράδυ, σε μια κατάσταση που έμοιαζε με άγρια μέθη. Ήξερα ότι δεν επρόκειτο για κάτι τέτοιο και ως εκ τούτου, φοβήθηκα για τα χειρότερα. Τον ρώτησα στα γρήγορα ποιο ήταν το θέμα γιατί φαίνεται πως είχε πυρετό και μου απάντησε καταφατικά πως είχε λίγο. Παρακολούθησα πως πήρε το φάρμακο απ’ το χέρι μου και μπήκα στο δωμάτιο την ώρα που πηδούσε στο κρεβάτι. Μόλις μπήκε στα κρύα σεντόνια, και προτού ακουμπήσει το κεφάλι του στο μαξιλάρι, έβηξε λίγο και τον άκουσα να λέει ότι αυτό το αίμα είναι από το στόμα μου. Πήγα κοντά του όπου εξέταζε μια σταγόνα αίμα σε ένα φύλλο χαρτιού. Φέρτε μου το κερί Brown, μου είπε, και μόλις το είδε με κοίταξε σταθερά στο πρόσωπό μου, με ηρεμία στην όψη του την οποία δεν μπορώ ποτέ να ξεχάσω, και είπε πως ξέρει το χρώμα του αίματος, είναι αρτηριακό αίμα! Δεν μπορώ να ξεγελαστώ από αυτό, γιατί η σταγόνα αίματος είναι σημάδι του θανάτου μου. Πρέπει να πεθάνω’’!

Ο Κητς θεραπεύτηκε από τους τοπικούς χειρουργούς, χρησιμοποιώντας τη συνταγογραφούμενη θεραπεία της εποχής. Παρεπιπτόντως πρέπει να αναφέρουμε ότι στο Παρίσι το 1816, ο Rene Theophile Hyacinthe Laennec (1781–1826) χρησιμοποιούσε ένα ρολό χαρτιού για να ακούσει τους ήχους της καρδιάς μιας νεαρής γυναίκας, αντί να ακουμπήσει το αυτί του στο στήθος της. Αυτό το πρώτο στηθοσκόπιο ακολούθησε ένα ξύλινο μοντέλο και στη συνέχεια άλλες, βελτιωμένες εκδόσεις. Ήταν ο ερχομός του στηθοσκοπίου, αυτό που επέτρεψε να ακουστεί το πλήθος των δραματικών και ανεπαίσθητων ακροαστικών ευρημάτων που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση των ασθενειών των πνευμόνων. Ήταν ακόμα η ιδιοφυΐα του Laennec αυτή που συσχέτισε την αλήθεια της κλινικής εικόνας, αυτού που άκουγε στα πνευμόνια, με τα ευρήματα της αυτοψίας. Κι ακόμα η τεχνολογική πρόοδος του αιώνα μέχρι την τυχαία ανακάλυψη των ακτίνων Χ, το 1895, από τον καθηγητή Karl Wilhelm Röntgen (1845-1923), με την ακτινογραφία του χεριού της συζύγου του να έχει αναπαραχθεί αμέτρητες φορές σε όλο τον κόσμο. Η ιδέα ότι η φυματίωση ήταν μεταδοτική ασθένεια, υποστηρίχτηκε από τους William Budd (1811–1880) και Jean Antoine Villemin (1827–1892), αλλά όμως ήταν ο Robert Koch (1843-1910) ο οποίος απέδειξε τη μολυσματική φύση της νόσου.

Πλημμυρισμένος από αυξανόμενη αδυναμία και πόνους στο στήθος, φαίνεται πολύ πιθανό ότι ο Κητς δεν έγραψε περισσότερα ποιήματα, με εξαίρεση, ίσως, αυτούς τους τελευταίους στίχους τους οποίους αποτύπωσε σε ένα χειρόγραφο των ποιημάτων του:
This living hand, now warm and capable of earnest grasping, would if it were cold. And in the icy silence of the tomb, So haunt thy days and chill thy dreaming nights. That thou wouldst wish thine own heart dry of blood. So in my veins red life might stream again. And thou be conscience-calmed. See, here it is, I hold it towards you.

Έγραψε όμως πολλές επιστολές, ιδίως στην αγαπημένη του Φανή. Στις 24 Φεβρουαρίου 1820: ‘‘Πράγματι, δεν θα σου πω ψέματα σχετικά με την υγεία μου. Αυτή είναι η πραγματικότητα απ’ όσο ξέρω. Έχω περιοριστεί τρεις εβδομάδες τώρα και δεν είμαι ακόμα καλά, γεγονός που αποδεικνύει ότι υπάρχει κάτι κακό σε μένα που ο οργανισμός μου είτε θα νικήσει, είτε θα παραχωρήσει τη θέση του’’.

Και λίγο αργότερα: ‘‘Ξέρεις την κατάστασή μου. Ποια ελπίδα βρίσκεται εκεί; Η εύθραυστη υγεία μου δεν αντέχει να κάνει οποιαδήποτε μεγάλη προσπάθεια. Μου συνέστησαν να διαβάζω ποίηση και πολύ λιγότερο να γράφω. Μακάρι να είχα ακόμη μια μικρή ελπίδα’’. Στις 14 Αυγούστου: ‘‘Το στήθος μου είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση που κάτι επιπλέον, όπως η ομιλία σε ένα ασυνήθιστο πρόσωπο ή το παραμικρό γράψιμο, με πνίγει. Δεν έχω να πω περισσότερα, αλλά πρέπει να σταματήσω γιατί κάθε γραμμή που γράφω, αυξάνει το σφίξιμο στο στήθος’’. Κι αργότερα τον ίδιο μήνα: ‘‘Είμαι αηδιασμένος με το βρώμικο κόσμο που σου χαμογελά. Δεν βλέπω τίποτα, αλλά μόνο αγκάθια για το μέλλον. Δεν βλέπω καμία άλλη προοπτική. Εύχομαι να μπορούσες να φυσήξεις λίγη εμπιστοσύνη στην ανθρώπινη φύση, μέσα στην καρδιά μου. Δεν μπορώ να συγκρατήσω οτιδήποτε… ο κόσμος είναι πάρα πολύ σκληρός για μένα… Χαίρομαι που υπάρχει ένα τέτοιο πράγμα όπως ο τάφος… Είμαι σίγουρος ότι ποτέ δεν θα βρω ησυχία μέχρι να φτάσω εκεί’’.

Οι γιατροί του πρότειναν να περάσει το χειμώνα στην Ιταλία. Συνοδευόμενος από τον φίλο του, Joseph Severn, απέπλευσε από την Αγγλία στις 17 Σεπτεμβρίου 1820. Έφτασε στη Νάπολη στις 31 Οκτωβρίου, μετά από ένα απίστευτα μεγάλο χρονικό διάστημα στη θάλασσα για 43 ημέρες, και από εκεί για τη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκαν ταυτόχρονα σε κάποια καταλύματα στην Piazza di Spagna. Ο γιατρός του, James Clark, τον προέτρεψε να αιμορραγεί και τον έβαλε σε περιορισμένη διατροφή, αλλά η κατάστασή του επιδεινώθηκε αργά. Ο Severn,γράφει για εκείνη την εμπειρία: ‘‘ Παραμένει ήσυχος και υποτακτικός κάτω από τη βαριά μοίρα του. Για τρεις εβδομάδες δεν τον έχω εγκαταλείψει. Δεν έχω τίποτα να σπάσω αυτή τη φοβερή μοναξιά, παρά μόνο τα γράμματα. Μέρα με τη μέρα, κάθε νύχτα, εδώ είμαι δίπλα σε αυτόν το φτωχό φίλο μας που πεθαίνει. Το πνεύμα μου, το μυαλό και η υγεία μου είναι χάλια. Δεν έχω κάποιον να με αλλάξει και να με ανακουφίσει. Όλοι βρίσκονται μακριά, αν και δεν έκαναν χωρίς εμένα’’.

Η ασθένειά του είχε πλέον εισέλθει στην τελική φάση και ο Severn καθόταν δίπλα του συνεχώς. Νωρίς το πρωί της 28ης Ιανουαρίου, για να κρατηθεί ξύπνιος, σχεδίασε ένα σκίτσο του Κητς, στο οποίο έγραφε ότι σχεδίαζε για να μείνει ξύπνιος γιατί όλη αυτή τη νύχτα, πάνω του ήταν απλωμένος ένας θανάσιμος ιδρώτας. Σε μια στιγμή με πνευματική διαύγεια, ο Κητς τον ρώτησε: ‘‘Έχεις δει ποτέ κάποιον να πεθαίνει; Καλά, τότε σε λυπάμαι, φτωχέ Severn. Τώρα θα πρέπει να το συνηθίσεις, αλλά δεν θα διαρκέσει πολύ’’. Ο Κητς είχε ήδη εγκαταλείψει κάθε επιθυμία για ανάκαμψη. Καθώς ο χρόνος πλησίαζε, έγινε πιο ήσυχος και ήρεμος και φαινόταν σαν να πηγαίνει για ύπνο. Και αμέσως μετά: ‘‘Severn, σήκωσέ με. Πεθαίνω. Θα πεθάνω εύκολα. Μη φοβάσαι, μείνε δίπλα μου και δόξα τω Θεώ, έρχεται’’. Πέθανε την Παρασκευή, 23 Φεβρουαρίου 1821, στην ηλικία των εικοσιπέντε ετών.

 

 

Βιβλιογραφία

  • Radetsky, Michael: John Keats and tuberculosis. The Pediatric Infectious Disease Journal. 2001; 20(5): 535-540.
  • Smith H.: John Keats: poet, patient, physician. Rev. Infect. Dis. 1984; 6: 390–404.
  • Σταθοπούλου Χριστίνα: Η ζωή του Τ. Κητς. Περιοδικό Οδός Πανός. Τεύχος 143. Ιανουάριος-Μάρτιος 2009. Αθήνα.
  • Σχορετσανίτης Νικ. Γεώργιος: Ιστορικά στοιχεία και άλλα παραλειπόμενα της εξέλιξης της Ανατομικής. ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις. Νοέμβριος 2014. Αθήνα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top