Fractal

Η θαλπωρή του χαμένου αυτονόητου

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

,  Μετάφραση: Αλέξανδρος Κυπριώτης, Εκδ. Ίνδικτος

 

Ἔτσι ὅπως ἄλλοι πασχίζουνε νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ μιὰ περίφραχτη περιοχή,ἀπὸ φυλακή, στρατόπεδο ἐργασίας, τρελοκομεῖο ἢ στρατώνα,ἀκριβῶς ἀντίθετα τὸ κορίτσι τρύπωσε σὲ μιὰ τέτοια περίφραχτη περιοχή, σ’ἕνα ἵδρυμα γιὰ παιδιὰ δηλαδή, καὶ δὲν ὑπάρχει οὔτε κὰν μία πιθανότητα νὰ ἔρθει σὲ κάποιον ἡ ἰδέα νὰ τ’ὁδηγήσει καὶ πάλι ἀπὸ τὴν πύλη ἔξω,νὰ τὸ πετάξει στὸν κόσμο πίσω”.

 


Ἡ “Ἱστορία τοῦ γερασμένου παιδιοῦ” εἶναι μία συγκλονιστικὴ νουβέλα,βαθύτατα πολιτικὴ καὶ συνάμα ἕνα σύγχρονο ἔργο ποὺ τάραξε τὰ νερὰ τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς.Τὸ βιβλίο ἔχει ἤδη μεταφραστεῖ σὲ 9 γλῶσσες,ἔχει διασκευαστεῖ γιὰ τὸ θέατρο καὶ ἡ ὑποδοχή του ἀπὸ τοὺς κριτικοὺς καὶ τὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ὑπῆρξε θερμή.Ὁ σκληρός, προκλητικὸς λόγος τῆς Τζέννυ Ἔρπενμπεκ μὲ τὴν κατευναστική,ὑπόγεια εὐαισθησία του τὴν ἐξυψώνει σὲ ἕνα συγκλονιστικὸ ρέκβιεμ τῆς παιδικῆς ἀθωότητας,τόσο σὲ πραγματικὸ ὅσο καὶ σὲ συμβολικὸ ἐπίπεδο,καὶ ἑρμηνεύτηκε ἀπὸ πολλοὺς κριτικοὺς σὰν μιὰ ἀλληγορικὴ ἐλεγεία γιὰ τὴν πτώση τοῦ πάλαι ποτὲ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ»,μιὰ παραβολὴ γιὰ τὸ κλειστό «ἵδρυμα» τῆς Ἀνατολικῆς Γερμανίας.

                                                                                                                                  Διαθεσιμότητα: Εξαντλημένο

Στέκομαι στο τέλος του οπισθοφύλλου στην σελίδα της Ινδίκτου και εξαιτίας τής διευκρίνησης “διαθεσιμότητα:εξαντλημένο”  αναρωτιέμαι:δεν είναι κρίμα o βιβλιόφιλος που ακούει τόσα για την χαρισματική Έρπενμπεκ και βλέπει σαν θεατρικό έργο (που φέτος ανέβηκε και στην Αθήνα)την πολυσυζητημένη νουβέλα “Ιστορία του Γερασμένου Παιδιού”να μην έχει την δυνατότητα να το απολαύσει στην αρχική του μορφή,εκείνην του βιβλίου η οποία απέσπασε διθυραμβικές κριτικές και δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη έκδοση συνεχίζει να συγκινεί με το θέμα της;

Θερμή παράκληση να ανατυπωθεί για να βρίσκεται στην διάθεση του αναγνώστη κι ας μην είναι ό,τι πιο εμπορικό για τον Έλληνα εκδότη (εδώ ζω,κατανοώ την δύσκολη πραγματικότητα),όμως ένα σημαντικό λογοτεχνικό έργο,βαθύ και ουσιαστικό δεν  πρέπει η οικονομική δυσπραγία να το το αφήσει να ξεχαστεί κάτω από το ατελείωτο εμπορικό βιβλιομάνι των καιρών μας.Η “Ιστορία του Γερασμένου Παιδιού”της Τζέννυ Έρπενμπεκ είναι ξεκάθαρα ένα τέτοιο βιβλίο.

Διάβασα την νουβέλα της Έρπενμπεκ και είδα την παράσταση,ας ξεκινήσω από αυτό, στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων.Βρήκα την όλη προσπάθεια και φιλότιμη και καλοπρόθετη αν και μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η ελληνική εκδοχή στηρίζεται σε μια εξισωτική και γενικευμένη αντι-ιδρυματική αντίληψη που συνηθίζουμε συχνά να έχουμε και ναι μεν δεν είχε -και καλώς- σαν σημείο αναφοράς κάποιον τόπο (τα κακώς κείμενα στην τάδε χώρα,τότε,γι αυτόν ίσως τον λόγο κτλ),δεν αναδείκνυε όμως έτσι ούτε το συγκλονιστικό δια ταύτα του βιβλίου, αυτό που η ίδια η Τζέννυ Έρπενμπεκ αποκαλύπτει στον αναγνώστη ήδη από την δέκατη τρίτη σελίδα τής έξοχης μετάφρασής του στα ελληνικά από τον Αλέξανδρο Κυπριώτη:“Ἔτσι ὅπως ἄλλοι πασχίζουνε νὰ δραπετεύσουν ἀπὸ μιὰ περίφραχτη περιοχή,ἀπὸ φυλακή, στρατόπεδο ἐργασίας, τρελοκομεῖο ἢ στρατώνα, ἀκριβῶς ἀντίθετα τὸ κορίτσι τρύπωσε σὲ μιὰ τέτοια περίφραχτη περιοχή, σ’ἕνα ἵδρυμα γιὰ παιδιὰ δηλαδή,καὶ δὲν ὑπάρχει οὔτε κὰν μία πιθανότητα νὰ ἔρθει σὲ κάποιον ἡ ἰδέα νὰ τ’ ὁδηγήσει καὶ πάλι ἀπὸ τὴν πύλη ἔξω,νὰ τὸ πετάξει στὸν κόσμο πίσω”.

{Έπαινοι αξίζουν στον Κυπριώτη και για την εξαιρετική,τίποτα λιγότερο,μετάφρασή του μα και γιατί είναι εκείνος ο οποίος σύστησε την Έρπενμπεκ στο ελληνικό κοινό μεταφράζοντας κι άλλα της έργα -“Σκύβαλα” 2001 και “Παιχνίδι μὲ τὶς λέξεις” 2004 σταθερά για την Ίνδικτο- και επίσης κάνοντας δημοσιεύσεις με κείμενα και αναφορές στο μπλογκ logotexnia21. blogspot.gr,δουλειά καθ΄όλα φροντισμένη που μπορείτε να την βρείτε μαζεμένη  εδώ .}

Η Ανατολικοβερολινέζα Έρπενμπεκ δεν μιλά λοιπόν στην νουβέλα της “Ιστορία του Γερασμένου Παιδιού” για την ιδρυματοποίηση τού για πολλούς και διαφορετικούς λόγους δημιουργούμενου πλήθους παιδιών/απόκληρων των κοινωνιών,επομένως και της πατρίδας της στηλιτεύοντάς την σαν μια γενικώς και αορίστως κακή δομή ενός συστήματος που πρέπει να συμμαζέψει τις ατέλειες και ελλείψεις,τα λάθη και τις αδυναμίες του.

Όποιος κατάλαβε κάτι τέτοιο-όχι γιατί δεν υπάρχει σαν πραγματικότητα,ίσα ίσα-μα από εμμονή να εντοπίζει λόγω της προπαγάνδας που έχει υποστεί,τα μαύρα σημεία του πάλαι ποτέ υπαρκτού  σοσιαλισμού ενώ υφίσταται,όπως οι πιο πολλοί εξ ημών άλλωστε,άλλη μια τρομαχτική κρίση του καπιταλισμού,σε τούτη ειδικά την περίπτωση,την ολωσδιόλου αντίθετη,της εκούσιας δηλαδή στροφής αυτού του παιδιού να μπει και να ριζώσει στο κρατικό ίδρυμα,πρέπει να διαβάσει,πιο προσεκτικά,το βιβλίο τής Τζέννυ Έρπενμπεκ.Ας πάμε στην σελίδα του εκδότη για να μάθουμε ποια είναι και ποιο το είδος του κόσμου από τον οποίο προήλθε η Έρπενμπεκ,μήπως εξηγήσουμε την σοφή αλληγορία του αδικαίωτου/γερασμένου παιδιού της λίγο καλύτερα:


Η Τζέννυ Έρπενμπεκ γεννήθηκε το 1967 στο Βερολίνο της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Σπούδασε βιβλιοδεσία,μα εργάστηκε ως αμπιγέζ στην Κρατική Όπερα του Βερολίνου,ενώ αργότερα ανέλαβε καθήκοντα φροντιστή.Παράλληλα σπούδασε Θεατρικές Επιστήμες στο πανεπιστήμιο Humboldt και σκηνοθεσία μουσικού θεάτρου στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία «Hans Eisner» στο Βερολίνο με καθηγητές μεταξύ άλλων τους Ruth Berghaus,Peter Konwitschny,Βέρνερ Χέρτσογκ και Χάινερ Μύλλερ. Έχει σκηνοθετήσει έργα των Μπέρτολτ Μπρεχτ (ποιήματα από το Συναξάρι – Berliner Ensemble1997),Ένγκελμπερτ Χούμπερντινκ(Χαίνσελ και Γκρέτελ – Opernhaus Graz, 1998), Άρνολντ Σαίνμπεργκ και Μπέλα Μπάρτοκ (Αναμονή/ Το κάστρο του Κυναοπώγωνα – Opernhaus Graz,2001),Κλάουντιο Μοντεβέρντι (Ορφέας –Theater Aachen, 2002) και Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ (Άκις και Γαλάτεια – Staatsoper Berlin, 2003).

Το 1999 έκανε το λογοτεχνικό της ντεμπούτο με τη νουβέλα “Ιστορία του γερασμένου παιδιού”(Geschichte vom alten Kind, Eichborn Berlin), η οποία έγινε δεκτή με θερμότατες κριτικές,της χάρισε την υποψηφιότητα για το λογοτεχνικό βραβείο πρωτο εμφανιζόμενου συγγραφέα «Aspekt» της ZDF,αλλά και υποτροφίες.Το 2003 η Anne-SylvieKönig διασκεύασε την Ιστορία του γερασμένου παιδιού για το θέατρο για μια παράσταση που σκηνοθέτησε η Gundula Weimann στο Κρατικό Θέατρο του Κάσσελ. Η Ιστορία του γερασμένου παιδιού έχει ήδη μεταφραστεί στα Αγγλικά (ΗΠΑ), Γαλλικά, Δανικά, Εβραϊκά, Κορεατικά, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Σουηδικά και Ιαπωνικά.

Το 2000 η 33χρονη Τζέννυ Έρπενμπεκ έκανε αίσθηση και πάλι με το πρώτο θεατρικό έργο της Οι γάτες έχουν επτά ζωές (Katzen haben sieben Leben, Eichborn Berlin/ Verlagder Autoren). «Ένα πανδαιμόνιο αγάπης και βίας, αποξένωσης και εξάρτησης, γλωσσικής μαγείας και κτηνωδίας», το οποίο σκηνοθέτησε η ίδια στο Schauspielhaus στο Γκρατς. Από τότε το έργο ανέβηκε σε διάφορες σκηνές, ενώ άρχισε να γίνεται λόγος για την πολυτάλαντη φύση της Τζέννυ Έρπενμπεκ και για την ξεχωριστή θέση της μεταξύ των νέων Γερμανών δημιουργών.

Το 2001 τιμήθηκε στο Κλάγκενφουρτ με το «Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής» του διαγωνισμού «Βραβείο Ίνγκεμποργκ Μπάχμανν» για το διήγημά της Σιβηρία (Sibirien), ενώ τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της με τον γενικό τίτλο “Σκύβαλα” (Tand, Eichborn Berlin), η οποία έγινε και πάλι δεκτή με διθυραμβικές κριτικές και καθιέρωσε τη συγγραφέα ως «εξαιρετικό φαινόμενο».

Το 2003 ανέβηκε στο Βερολίνο το δεύτερο θεατρικό έργο της με τον τίτλο Σωματικές ασκήσεις για μια αμαρτωλή (Leibesübungen für eine Sünderin) σε σκηνοθεσία του Peter Wittenberg, στο οποίο η συγγραφέας δανειζόμενη υφολογικά στοιχεία της παραβολής και του παραμυθιού σκιαγραφεί μία συναισθηματική καταγραφή των θυμάτων και των δραστών της πτώσης της ΓΛΔ και με ποιητικές εικόνες επιχειρεί να προσεγγίσει την ψυχολογική κατάσταση μίας χώρας που βιάστηκε να ισχυριστεί ότι είναι ενωμένη.

 

Επομένως η πολυτάλαντη Έρπενμπεκ το 1989,χρονιά που γκρεμίζεται το (οπωσδήποτε ηλίθιο και απαράδεκτο)ντουβάρι που χωρίζει την πόλη του Βερολίνου σε περίπου κομμουνιστικό και αμιγώς καπιταλιστικό -αυτές δεν είναι οι σωστές ετικέτες;-,είναι 22 ετών κι έχει πλήρη,θέλω να πιστεύω, εικόνα των όσων συνέβαιναν στην μια πλευρά του τοίχου κι ό,τι αυτός αποτελούσε και όλων εκείνων που αρχίζουν στην επιχειρούμενη να γίνει ενιαία χώρα,βιώνει την σαρωτική νίκη του καπιταλισμού σε όλα τα επίπεδα και κυρίως το ιδεολογικό και το 1999,όταν πια και η ίδια μετράει δέκα χρόνια ζωής στην ενωμένη -το πως και αν όντως είναι και ποιοι κάνουν κουμάντο,εδώ δεν θα το αναλύσουμε- π.Μ.* Γερμανία,γράφει μια υπέροχη νουβέλα με κεντρικό πρόσωπο ένα κορίτσι που χωρίς να αναφέρει από τι ακριβώς ταλαιπωρήθηκε και γέρασε πριν την ώρα του, παραιτημένο από την μάχη μιας επιβίωσης την οποία δεν μπόρεσε να φέρει στα μέτρα του, νικημένο από την σκληρότητα της ζωής που του έχει η Ειμαρμένη κληρώσει, ίσως, μάλλον,κατά πάσα πιθανότητα για σοβαρούς λόγους -η Έρπενμπεκ δεν μας πατρονάρει μα εμείς πρέπει να τους υποθέσουμε- το περιμαζεύουν και βρίσκει καταφύγιο στο ίδρυμα για παιδιά που λειτουργεί σαν ρολόι, με πρόγραμμα και ρυθμό και στο οποίο κυριολεκτικά κουρνιάζει,αφήνεται,παύει επιτέλους να τρέμει,να φοβάται,συνέρχεται,τρώει,ζεσταίνεται,κοιμάται,παίζει,έχει ρούχα,δωμάτιο,σιγά σιγά συγχρωτίζεται με τους άλλους εφήβους,προσαρμόζεται στις τρέλες και τις σκανταλιές, βρίσκει τρόπο να κερδίσει όσο αυτό είναι εφικτό την εμπιστοσύνη τους μη μαρτυρώντας τους κι έτσι τρυπώνει έστω κουτσά στραβά στις παρέες,πηγαίνει σχολείο,μπαίνει σ΄ένα πρόγραμμα,γυρίζει με μια λέξη καινούργια,καθαρή ,επιθυμητή σελίδα στην ζωή του.

Γιατί αν στα άλλα παιδιά δεν αρέσει το φαγητό,εκείνο τρώει σαν μην έχει ξαναφάει ποτέ.Αν τα άλλα παιδιά βαριούνται αφόρητα τα μαθήματα,εκείνο προσπαθεί να είναι,και το πετυχαίνει,μέσα στην τάξη στοιχειωδώς επιμελές και αισθάνεται καλά σαν να είναι η σχολική ζωή κάτι που το νοστάλγησε και επιτέλους το ξαναβρήκε.Αν τα υπόλοιπα παιδιά ανακαλύπτουν με τον ένα ή τον άλλο θορυβώδη,αστείο ή καταπιεσμένο τρόπο την σεξουαλικότητά τους εκφραζόμενα στα όρια της πονηριάς και της αθωότητας που χάνεται προ των πυλών της ενηλικίωσης εκείνο δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται και πάντως δεν συμμετέχει,ούτε βέβαια τα κριτικάρει ή σπιουνεύει.Αν τα άλλα παιδιά κάνουν όνειρα,να φύγουν αργά ή γρήγορα για γίνουν το α ή το β ή να κάνουν το ένα και το άλλο στην ζωή τους το γερασμένο αυτό παιδί έχει από την αρχή ένα και μοναδικό όνειρο και έναν σκοπό αποκτά που θεριεύει εντός του και το κυριεύει και είναι να μείνει εκεί,να γίνει απαραίτητο, χρήσιμο και κατάλληλο για να μείνει εκεί,στο ίδρυμα,στην ζεστή φωλιά,στην ασφάλεια,στην λίγο απόμακρη και τυπική μεν θαλπωρή,την χωρίς επώδυνα όμως και δυσβάσταχτα-αυτό άλλωστε συμπεραίνουμε κι εμείς- ανταλλάγματα.

Αυτό είναι το ταπεινό και μαζί τεράστιο όνειρο του,να έχει,να μπορεί να έχει καθημερινότητα, αυτήν την παρεξηγημένη πλην ευλογημένη ρουτίνα που λογικά κάθε άνθρωπος θέλει, την ήσυχη, άχρωμη,χωρίς πολλά και φανταχτερά καθημερινότητά του.Να πορεύεται με τα απλά και βασικά για τα ανθρώπινα πλάσματα:στέγη,τροφή,ζέστη,ρούχα,εκπαίδευση.Αυτός είναι ο ορισμός της ευτυχίας για το παιδί που δεν κουράζεται να την βιώνει και στις βαρετές για τα άλλα στιγμές,από την γυμναστική και την κατάκλιση στους κοιτώνες,τα τρεξίματα στην αυλή και το φαγητό στην πολύβουη τραπεζαρία μέχρι και την εθελοντική δουλειά στην ζεστή κουζίνα που οι υπεύθυνοί της το φιλεύουν με κάτι επιπλέον.Όταν,φευ,κάποια στιγμή το παιδί αρρωσταίνει και οι γιατροί,στο νοσοκομείο της πόλης που το πηγαίνουν αμέσως,το κουράρουν με τυπικότητα και όπως οφείλουν οι γιατροί σε όλες τις συνθήκες,συγκυρίες και περιπτώσεις να κάνουν,με την εκ του όρκου τους απαιτούμενη προσήλωση,ερευνώντας,αχ,ερευνώντας σχολαστικά τι και γιατί,τότε αυτή η ωραία καθημερινότητα διαταράσσεται.Οι γιατροί είναι αυτοί που διαπιστώνουν ότι το κορίτσι όσο κι αν θέλησε,ονειρεύτηκε και κυρίως το προσπάθησε με επιμονή δεν μπόρεσε να σταματήσει τον χρόνο στην καλύτερη για εκείνο φάση,στην αρχή της πολυπόθητης ευλογημένης ρουτίνας.Και βέβαια τότε αυτοί πράττουν το αυτονόητο ως καθήκον τους: εξέταση- διάγνωση-ανακοίνωση του προβλήματος.Όπως κι αν εκτιμηθεί το πόρισμά τους το καημένο το κορίτσι ένα θα ξέρει από δω και πέρα: ότι δεν είχε καμιά ελπίδα να γίνουν πραγματικότητα αυτά που ονειρεύτηκε και για λίγο πράγματι τα έζησε γιατί κι αυτό-άραγε άθελά του,μήπως με δόλο;-στήριξε την επιθυμία του σε κάτι που δεν ήταν αλήθεια. Η Αλήθεια.

Από κει και πέρα με σημείο εκκίνησης του προβληματισμού του εκείνο το κρίσιμο σημείο στο οποίο η Ιστορία συναντιέται με την Τέχνη και γεννιέται υψηλή πολιτική λογοτεχνία,καθένας από μας ας αναλογιστεί την ζωή του εδώ και τώρα με βάση την ιστορική αλήθεια,ας ψάξει πιο βαθιά σε τι συνίσταται ό,τι ακολούθησε την κατάρρευση ενός μοντέλου που ονομάστηκε κομμουνιστικό και τι είδους ιστορία γράφεται από τότε, από τους νικητές της τιτάνιας σύγκρουσης,σε μια Ήπειρο που την αποκαλούσαν πάντα Γηραιά θεωρώντας την σοφή μητέρα τρανών ιδεών και ανθρωπιάς κι όμως οι ισχυροί ηγέτες της ξαναψεύδονται -σαν να μη διδάχτηκαν ποτέ τίποτα- και χωρίς διόλου να ντρέπονται πετούν τον ουμανισμό των ξακουστών λογίων της στις καλένδες των αχόρταγων συμφερόντων που υπηρετούν και ιδού:όλα τα δήθεν “καλά” που έταξαν με την σέσουλα μετά την ήττα της σοσιαλιστικής ουτοπίας,την συντριβή της υποτίθεται επικίνδυνης χίμαιρας και την απόλυτη επικράτηση των δικών τους πολιτικών,όλα,όλα όμως από δεκαετίες πάνε από το κακό στο χειρότερο.

Κυρίες και κύριοι,ο κακός κόκκινος εχθρός νικήθηκε κατά κράτος,τώρα τι άλλο θα μηχανευτούν οι πολύφερνοι Ευρωπαίοι ηγέτες μας ως πρόφαση για την ολοφάνερη αποτυχία τους;

 

υ.γ.τι σας έχω,τι σας έχω:
http://www.asymptotejournal.com/criticism/jenny-erpenbeck-the-end-of-days/

 

*Προ Μέρκελ θα πει αυτό.Και εξηγώντας το σκέφτομαι πόσο θλιβερό είναι που γυναίκα ηγείται αυτού που κάνει για λογαριασμό του νεοφιλελευθερισμού η μεταχιτλερική Γερμανία,πόσο μέσα και απ΄αυτό συντρίβεται η τρυφερή σκέψη,η ελπίδα ότι αν έκαναν γυναίκες κουμάντο σε τούτον τον σκληρό κόσμο θα ήταν λίγο καλύτερα τα πράγματα.Την μια η ανεκδιήγητη Θάτσερ, τώρα αυτό το ντόπερμαν,αμφότερες μεγάλη ντροπή για το ταλαίπωρο γυναικείο φύλο που όταν δεν (αναγκάζεται/δέχεται να) σιωπά καλυμμένο με μαντίλες ή δεν εκτίθεται σαν προϊόν κατανάλωσης σε βιτρίνα τότε ξαμολιέται,ως δήθεν ίσο/ χειραφετημένο πολιτικό προσωπικό,στο κυνήγι των αδυνάτων.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top