Fractal

Η πολύβουη υπόθεση της Μαίρη Τέρνερ και το ‘Cane’ του Jean Toomer

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

toomer

 

Η αφροαμερικανή Μαίρη Τέρνερ (Mary Turner, Δεκέμβριος 1884 – 19 Μαΐου 1918), γυναίκα τριάντα τριών ετών, κατακρεουργήθηκε  σχεδόν ένα αιώνα πριν, στο Lowndes County, της πολιτείας της Γεωργίας. Είναι μια από τις τουλάχιστον 148 αφροαμερικανές γυναίκες που κατακρεουργήθηκαν βάναυσα στην Αμερική. Οκτώ μηνών έγκυος, η Τέρνερ και το παιδί της δολοφονήθηκαν, αφού εκείνη με θαρραλέο τρόπο κατήγγειλε προηγουμένως και δημοσίως τη θανάτωση του συζύγου της από τον όχλο. Ο θάνατός της Τέρνερ θεωρείται αρκούντως κλασσικό και χτυπητό παράδειγμα ρατσιστικής βίας στον αμερικανικό Νότο, και αναφέρθηκε πολλάκις κατά την εκστρατεία εναντίον του λιντσαρίσματος του NAACP (The National Association for the Advancement of Colored People) στις δεκαετίες του 1920, του 1930 και του 1940.  Σε όσους ασχολήθηκαν πάντως με το συγκεκριμένο θέμα, το περιστατικό του λιντσαρίσματος της Μαίρης Τέρνερ  στον αμερικάνικο Νότο, τον Μάιο του 1918, έθεσε και θέτει πολυποίκιλες αισθητικές και μερικές φορές ακόμα και προσωπικές προκλήσεις με πολλούς αποδέκτες. Πολλοί συγγραφείς και ακτιβιστές από την άλλη άκρη του Ατλαντικού αναφέρθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο από κάθε πλευρά απαράδεκτο και βίαιο φαινόμενο.

 

Ο Jean Toomer (1894 – 1967) ήταν Αμερικανός ποιητής και μυθιστοριογράφος και μια σημαντική προσωπικότητα της Αναγέννησης του Χάρλεμ και του μοντερνισμού. Το πρώτο του βιβλίο ‘Cane’ που δημοσιεύθηκε το 1923, θεωρείται από πολλούς ότι είναι και το πιο σημαντικό του. Μιγάς και με ευρωπαϊκή σε μεγάλο ποσοστό καταγωγή, ο Toomer αγωνίστηκε για να αναγνωρισθεί ως ‘αμερικανός’ αλλά και αντιστάθηκε ταυτοχρόνως στις προσπάθειες που ήθελαν να τον κατατάξουν στους μαύρους συγγραφείς. Η ιστορία της Mame Lamkins στο ‘Cane’ (1923) του Jean Toomer, οδηγεί τον αναγνώστη στα άκρα. Ο Kabnis, ένας βόρειος μικτός φυλετικά, ο οποίος πήγε στην φανταστική πόλη της Sempter της Γεωργίας για να διδάξει σε σχολείο, βρίσκει τη ζωή στο Νότο, τον τόσο διαποτισμένο με τους νόμους του Jim Crow, παραλυμένη πνευματικά. Στην εναρκτήρια σκηνή, ο ίδιος βρίσκεται ξύπνιος μέσα  στη νύχτα, αβέβαιος για τη θέση του σε έναν κόσμο ευδιάκριτα χωρισμένο σε μαύρο και άσπρο, αγωνιώντας για τις αντιπαραθέσεις μεταξύ ομορφιάς και ασχήμιας στη γη και τους ανθρώπους της:  ‘Παντοδύναμε Θεέ, Θεέ μου, αγαπητέ Ιησού, μη με βασανίζεις με την ομορφιά. Πάρε την μακριά. Δώσε μου ένα άσχημο κόσμο, άσχημο, βρωμερό σαν τους άπλυτους αράπηδες. Αγαπημένε μου Ιησού, μη με αλυσοδένεις και κάνε αυτούς τους  λόφους και τις κοιλάδες να γεμίσουν με τραγούδια τόσο κοντά μου ώστε να μην μπορώ να τα φτάσω. Υπάρχει μια λαμπερή ομορφιά της νύχτας που με αγγίζει και με βασανίζει. Κόλαση. Σηκωθείτε, ανόητοι. Κοιτάξτε γύρω σας. Ποια είναι τα όμορφα εκεί; Αυλές με γουρούνια και κότες. Βρώμικη κόκκινη λάσπη. Δυσώδης τουαλέτα. Που βρίσκεται η ομορφιά αν η ασχήμια σε πονάει’;

Ο Kabnis δεν μπορεί να κατανοήσει τη συντριπτική πνευματικότητα της ζωής των ανθρώπων, παρά τις βίαιες πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν σε καθημερινή βάση. Είναι σαφώς ένα περιφερειακό και αδιάφορο υποκείμενο σε αυτήν την κοινότητα, μια κατάσταση που του αφήνει την αίσθηση όχι μόνο του αποξενωμένου, αλλά και του  παρανοϊκού. Οραματίζεται ακόμη και τον εαυτό του ως πιθανό θύμα λιντσαρίσματος, κρεμασμένο κάτω από τον πύργο του δικαστηρίου. Εικόνες από βίαια λιντσαρίσματα, καθώς και εκείνες της μητρότητας, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία και εμφανίζονται με ιδιαίτερη δύναμη στα τραγούδια που εξυπηρετούν ως χορωδία εκείνου του τμήματος. Ένα σπαρακτικό σπιρίτσουαλ για τη θέση της τελικής ανάπαυσης, ομιλεί για τη ‘γη του Λευκού ανθρώπου’, όπου οι αράπηδες, τραγουδούν και “Burn, bear black children”. Ένα άλλο νανούρισμα, λέει για μια μαύρη μητέρα που φροντίζει το μωρό της, έως ότου σπάσει και αποκοπεί το  χέρι της και το μωρό της πέσει κάτω. Αυτά τα τραγούδια φιλτραρισμένα από τους ανέμους της νύχτας, διεισδύουν δραματικά στο μυαλό και στις σκέψεις του Kabnis. Η ζωή στη Γεωργία είναι σουρεαλιστική γι αυτόν, και όταν πηγαίνει στο σπίτι του Halsey, έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα, και την υπαρξιακή κρίση, με αποκορύφωμα την τρομακτική ιστορία της Mame Lamkins. Η ιστορία αλλάζει προς το χειρότερο για τον Kabnis. Γίνεται σκιάχτρο, αντίγραφο του παλιού του εαυτού, βέβαιος ότι ένας επικίνδυνος όχλος μαζί με κυνηγόσκυλα βρίσκονται  τώρα στα ίχνη του, έστω και αν προορίζονται για έναν άλλο χαρακτήρα, τον Lewis, ο οποίος βασίζεται στον Walter White, τον ερευνητή του NAACP (The National Association for the Advancement ofColored People). Ο Halsey παίρνει τον Kabnis μετά την τελευταία διδασκαλία, και οι δύο περνούν ξένοιαστες ώρες  με  υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος στο κελάρι του Halsey γνωστό ως ‘η Τρύπα’ (the Hole). Ο Kabnis είναι παγιδευμένος μέσα σε ένα κύκλο ασχήμιας και πόνου, που νομίζει ότι μπορεί να διορθωθεί μόνο μέσω του θανάτου. Ακόμη και η αδελφή του Halsey, Carrie, προσπαθεί να τον θεραπεύσει χωρίς  κανένα αποτέλεσμα. Στην τελική σκηνή, γονατίζει μπροστά της, ενώ η ίδια παίρνει τα καυτά του μάγουλα μέσα στα κρύα χέρια της, σε μια προσπάθεια ανακούφισής του. Φαίνεται σαν ο Kabnis να παραιτήθηκε σε ένα πνευματικό θάνατο, αν όχι φυσικό.

Το βιβλίο ‘Cane’, ήταν το άμεσο αποτέλεσμα ενός ταξιδιού που έκανε ο συγγραφέας στη Γεωργία, χωρίς να μας διευκρινίζει τι του συνέβη κατά τη διάρκεια εκείνης της επίσκεψης. Σε μελλοντική του βέβαια αλληλογραφία, θα περιγράψει τον Kabnis, ως εικόνα του εαυτού του και  ότι του πήρε ένα χρόνο για να συλληφθεί και αναπτυχθεί το θέμα  μέσα του. Η ιστορία του Kabnis προσφέρει δύο εναλλακτικές λύσεις για την υπαρξιακή παράλυση, ακόμα και αν ο Kabnis δεν τις αναγνωρίζει. Μια είναι καθαρά πολιτική. Η ‘τρύπα’ του Halsey, δεν αποτελεί θέση για οινοποσίες και γλέντια με γυναίκες. Φιλοξενεί τον πατέρα Ιωάννη, ένα κουφό και τυφλό πρώην σκλάβο, για τον οποίο η Carrie πιστεύει ότι είναι άφωνος. Ο Kabnis κοιμάται εκεί και πιστεύει ότι ακούει μέσα του τον  πατέρα Ιωάννη να αναφέρεται σε κάποια αμαρτία και παίρνει τη φράση προσωπικά. Ενώ ο Kabnis εστιάζει την προσοχή του προς τον εαυτόν  του, ο πατήρ Ιωάννης δείχνει τη λευκή Αμερική. Κάτι άλλο όμως  συμβαίνει επιπλέον μεταξύ του Πατέρα Ιωάννη και του Kabnis. Ο τυφλός, κουφός, και υποτίθεται άφωνος  άνθρωπος στο κελάρι μπορεί να δει, να ακούσει, και ακόμα να μιλήσει και να πει  όσα ο ποιητής δεν μπορεί. Μέσα από τα λόγια του Πατέρα Ιωάννη, ο Toomer συνδέει το λιντσάρισμα με ένα μεγαλύτερο σύστημα καταπίεσης μέσω της δουλείας, αμφότερες φυσικά αμαρτίες των λευκών. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι βρήκε τη λογοτεχνική του φωνή μέσα από τη μουσική περισσότερο, παρά από την πολιτική δράση. Ήταν εκεί στο Νότο, στη Γεωργία,  που άκουσε τα δημοτικά τραγούδια  μέσα στην  κοιλάδα στο λυκόφως, τα οποία ακούγονταν ως αυθόρμητες και φυσικές εκφράσεις. Σε μεταγενέστερα αυτοβιογραφικά σχόλια,  εξηγεί ότι ήθελε το βιβλίο του να εκφράζει το μουσικό πνεύμα που βρήκε κάτω στο Νότο που πίστευε, κατά λάθος, ότι είχε εξαφανιστεί.  Όπως  αρκετοί μελετητές έχουν σημειώσει, το ‘Cane’ επιτυγχάνει αυτό το  έργο του μαύρου πένθους ενεργώντας επίσημα και θεματικά ως ένα βιβλίο-βάση και αναφοράς των μπλουζ. Μέσα από αρκετές ιστορίες, σκίτσα και δράματα, η ποίηση λειτουργεί και  ως χορωδία. Ο Toomer, σε αντίθεση με τον φανταστικό ομόλογό του, αναγνώρισε τη δυναμική της μουσικής για να ανακουφίσει την απελπισία, ειδικά τον υπαρξιακό πόνο που γεννήθηκε από τη βίαιη καταπίεση των λευκών πάνω στους ανήμπορους μαύρους. Τα μπλουζ προέκυψαν, όπως μουσικοί και  κριτικοί κατά κόρο περιγράφουν, ως μηχανισμός αντιμετώπισης των ισχυρών συγκινήσεων, μετατρέποντας την λευκή βία και καταπίεση σε κάτι που θα μπορούσε να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Τα μπλουζ έγιναν μια σκληρή πνευματική ομορφιά που αρνείται να πεθάνει, παρά την άσχημη πραγματικότητα.  Το ‘Cane’, παρόλο που γράφτηκε από κάποιον που ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του  ως περιφερειακή φιγούρα στη Νότια μαύρη κουλτούρα, πληρώνει ισχυρό φόρο τιμής στον τόπο του μπλουζ και στη μουσική γενικότερα στο πλαίσιο πάντοτε αυτής της κουλτούρας. Είναι  τελικά ένα βιβλίο για το πένθος και την καινούργια αυγή, μια κραυγή που έρχεται από μια κατακερματισμένη ψυχή, καθώς και για τη μουσική που κρατά την υπόσχεση για την έλευση μιας νέας ημέρας.

Το μυθιστόρημα είναι δομημένο σαν μια σειρά από βινιέτες που περιστρέφονται γύρω από την προέλευση και τις εμπειρίες των Αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μορφή τους ποικίλει μεταξύ διηγήματος, ποίησης και αποσπασμάτων διαλόγου δίκην θεατρικού έργου.  Η φιλόδοξη δομή του μυθιστορήματος η οποία ξεφεύγει από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά,  και η επιρροή του αργότερα στις μελλοντικές γενιές των συγγραφέων, βοήθησαν την δίκαιη κατάταξη του μυθιστορήματος στα κλασσικά του Μοντερνισμού. Πολλά από τα χρονογραφήματά του βρίσκονται σε ανθολογίες λογοτεχνικών συλλογών, με ποιο γνωστό ίσως το ‘Harvest Song’. ‘I am a reaper whose muscles set at sun-down. All my oats are cradled…’, λέει στην αρχή του ποιήματος ο Jean Toomer  και τελειώνει λέγοντας, ‘… It will not bring me knowledge of my hunger’, απεικονίζοντας έτσι τα πολυεπίπεδα προβλήματα των μαύρων κάτω στον αμερικάνικο Νότο τους περασμένους αιώνες, κάποια από τα οποία έχουν ήδη εμφιλοχωρήσει και στη σημερινή καθημερινότητα!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top