Fractal

Η αιώνια μάχη των αντιθέτων

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ζάουμε Καμπρέ «Confiteor», Μετάφραση: Ευρυβιάδης Σοφός, εκδόσεις Πόλις, σελ. 736

 

Confiteor σημαίνει ομολογώ, εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου και πράγματι ο ήρωας του μυθιστορήματος ομολογεί το λάθος (culpa). Το λάθος που γίνεται από το άτομο. Το λάθος που γίνεται μέσα σε μια οικογένεια και κυρίως εις βάρος των παιδιών, όταν οι γονείς θέλουν να εκπληρώσουν τα δικά τους όνειρα μέσα από τα παιδιά τους. Το λάθος που γίνεται στην κοινωνία και το λάθος που γίνεται σε όλη την ανθρωπότητα, κυρίως από τα λάθη παρανοϊκών ανθρώπων, όπως του Στάλιν, του Χίτλερ και άλλων.

Το μυθιστόρημα έχει μία ελικοειδή μορφή, γιατί όλα τα θέματα που περιέχονται στην κύρια ιστορία έχουν τελικά συνάφεια, όπως το θέμα των μοναστηριών με τους  Άγιους Πατέρες, που διαπράττουν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εφόσον έχουν δώσει όρκο να υπερασπίζονται με τη ζωή τους την εκκλησία, προκειμένου να μην εξαπλωθεί ο κομουνισμός και μάλιστα κάποιοι υπηρέτησαν και ως αξιωματικοί των Ες Ες, συμμετέχοντες στα εγκληματικά πειράματα στο Μπιρκενάου και στο  Άουσβιτς και κατόπιν για να μην κυνηγηθούν και συλληφθούν, ξανακλείνονται σ’ αυτά για να εξιλεωθούν με τις   προσευχές τους και τη μετάνοια. Δε θα μπορούσε να μην αναφερθεί  βέβαια στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με τα τρομακτικά εγκληματικά πειράματα που γίνονταν από Γερμανούς επιστήμονες εναντίον κυρίως των Εβραίων και αναφέρεται στο Μπιρκενάου και στο Άουσβιτς, μιας και Ιστορικά είναι το απόλυτο κακό και το μέγιστο λάθος.

Προσωπικά πιστεύω πως ο Ζάουμε Καμπρέ είναι φοβερός. Χρησιμοποιεί στο μυθιστόρημά του τη μέθοδο του Σκωτσέζικου ντους ή το ντους της σταγόνας, γιατί μας δίνει σταγόνα σταγόνα την εξέλιξη της ιστορίας με τις συνεχείς πολυσέλιδες παρεμβολές του, με αποτέλεσμα η αγωνία να φτάνει στο Ζενίθ. Έδινε τις απαντήσεις αφού βρίσκαμε μπροστά μας γεγονότα που συνέβαιναν στη Λιουμπλιάνα, σε χώρες της Αφρικής, στη Ρώμη, στο Βατικανό, σε πόλεις της Ισπανίας, της Γερμανίας, σε διάφορα μοναστήρια, όπου άμεσα δεν έβλεπες τη συνάφεια όλων αυτών μεταξύ τους, πίστευες ότι ο συγγραφέας πλατειάζει χωρίς νόημα και ξαφνικά σου πέταγε τη σύνδεση με τα προηγούμενα και κούμπωνε το παζλ.

Τα κύρια πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι ο Φέλιξ Αρντέβολ, η Κάρμε Αρντέβολ- Μποσκ, ο γιος τους Αντριά, η αγαπημένη του Σάρα και ο φίλος του Αντριά, Μπερνάτ Πλένσια. Γύρω από αυτά τα πρόσωπα εκτυλίσσεται η ιστορία και παρεμβάλλονται κι άλλα πρόσωπα βέβαια, όπως και διάφορα γεγονότα.

 

Ο πατέρας του Αντριά ήταν ο Φέλιξ Αρντέβολ. Ήταν ένα προικισμένο άτομο. Από την ηλικία των έξι ετών πήρε την απόφαση ν’ ακολουθήσει εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Ήταν τόσο εντυπωσιακή και άμεση η πρόοδος του ώστε ομόφωνα όλοι οι καθηγητές του αποφάσισαν να τον στείλουν ν’ ακολουθήσει σπουδές θεολογίας στο παπικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο στη Ρώμη, όπου μεταξύ άλλων έμαθε ότι τα παλαιά χειρόγραφα δεν πρέπει να καταστρέφονται κι αν είναι κατεστραμμένα, αλλά αξιόλογα πρέπει να αποκαθίστανται. Επίσης έμαθε ότι πρέπει να διασώζονται οι αρχαίες γλώσσες. Όταν βρισκόταν στο τέταρτο έτος σπουδών γνώρισε την Καρολίνα, που την ερωτεύτηκε.  Όταν η Καρολίνα του είπε πως είναι έγκυος, την παράτησε, αλλά παράτησε συγχρόνως και το Πανεπιστήμιο. Από τότε έγινε άθεος και απαγόρευε στο σπίτι του τα φυλαχτά, τα τάματα και τις εικόνες. Είχε δημιουργήσει ένα δίκτυο αναζήτησης οποιουδήποτε χαρτιού, παπύρου, περγαμηνής που βρίσκονταν σε ράφια αρχείων, βιβλιοθηκών, πολιτιστικών ιδρυμάτων, Δημαρχείων και ενοριών σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Είχε αποδεχτεί και συνεργαζόταν με  τη δικτατορία του Φράνκο και είχε καταδώσει καθηγητές Πανεπιστημίου. Ήταν αδίστακτος σε ο,τιδήποτε τον εμπόδιζε να φέρει εις πέρας τα σχέδιά του, εύκολα εξαγόραζε ανθρώπους για να του κάνουν τη δουλειά και εύκολα απαλλασσόταν απ’ αυτούς. Είχε άδεια να ταξιδεύει παντού και να φέρνει αντικείμενα μεγάλης αξίας στη χώρα του χωρίς δασμούς.

Όταν παραιτήθηκε από το Ιερατείο, ο Φέλιξ, πήγε στη Ρώμη και βρήκε τον Πατέρα Μορλάν, του εξήγησε ότι ήθελε επαφές, γιατί επρόκειτο ν’ ανοίξει ένα μαγαζί και ήθελε να βρει εμπόρευμα ποιότητας. Ο Μορλάν τον έφερε σε επαφή με κόσμο που ήθελε να φύγει για την Αμερική και κυρίως με Εβραίους. Η αντίξοη εποχή που ζούσε η Ευρώπη υποχρέωνε πολύ κόσμο να στραφεί προς την Αμερική κι έτσι χάριν του Πατέρα Μορλάν πέρασε κάμποσους μήνες ταξιδεύοντας ανά την Ευρώπη. Πουλούσε επί τόπου ό,τι δεν ήταν τόσο άξιο να το κρατήσει και κράταγε τα πολυτιμότερα αντικείμενα κι αυτό διότι δεν ήταν μόνο έξυπνος, αλλά και διορατικός. Αγόραζε έπιπλα, πίνακες και μουσικά όργανα αξίας. Εκεί γνώρισε και τον νεαρό τότε Μπερενγκέ, που ήταν ταλέντο στις εκτιμήσεις παλαιών αντικειμένων και όταν άνοιξε ένα παλαιοπωλείο στη Βαρκελώνη τον έκανε υπεύθυνο του μαγαζιού. Επίσης ο Μορλάν του σύστησε έναν τύπο που λεγόταν Φαλενιάμι και είχε στην κατοχή του ένα πανάκριβο βιολί Στοριόνι, που το είχε κατασκευάσει ο Λορέντζο Στοριόνι το 1764 από έλατο και σφεντάμι και μάλιστα είχε και όνομα έξτρα. Το βιολί αυτό λεγόταν Βιάλ και πήρε το όνομα αυτό από τον Γκιγιόμ- Φρανσουά Βιάλ, ο οποίος δολοφόνησε το θείο του Ζαν –Μαρί Λεκλέρ, για να του πάρει το βιολί. Τελικά ο Φέλιξ ανακάλυψε πως ο τύπος αυτός που θα του πουλούσε το βιολί δεν λεγόταν Φαλενιάμι, αλλά ήταν  ο γιατρός των Ες Ες Βόικτ, που έκανε πειράματα σε παιδιά στο δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αντί για πενήντα χιλιάδες δολάρια που του ζήτησε του πέταξε στο τραπέζι 1500 δολάρια και τον εκβίασε λέγοντάς του αν δεν έπαιρνε το βιολί θα τον κατέδιδε στην αστυνομία να τον συλλάβουν. Βέβαια εκείνη τη στιγμή ο Βόικτ τον άφησε να το πάρει, αλλά αυτό του στοίχισε τη ζωή, γιατί δεν είχε ξεχάσει την εκδίκηση ο Βόικτ ποτέ, και κάποια στιγμή βρήκε την ευκαιρία και του έκοψε το λαιμό.

Η μητέρα του Αντριά, η Κάρμε, ήταν κόρη του Αντριά Μποσκ καθηγητή του Πανεπιστημίου της Παλαιογραφίας. Τον χρησιμοποιούσε ο Φέλιξ για να του μεταφράζει διάφορα χειρόγραφα που ξετρύπωνε και τα ακριβοπουλούσε. Αυτή είχε μείνει ορφανή από μητέρα στα έξι της χρόνια και τη μεγάλωσε ο πατέρας της με τη βοήθεια μιας υπηρέτριας  της Λόλα Γκραν στην αρχή και μετά  με τη βοήθεια της κόρης της Λόλα Σίκα που δεν την άφησε ούτε και όταν παντρεύτηκε τον Φέλιξ Αρντέβολ. Η Κάρμε που ήταν πάντα υποταγμένη και διακριτική και δεν ύψωνε τη φωνή, μετά το θάνατο του Φέλιξ, ανέλαβε το μαγαζί και μεταμορφώθηκε σε εξαιρετικό αφεντικό, με αμείλικτη σκληρότητα. Το μαγαζί μπήκε στο σωστό δρόμο και προσανατολίστηκε στις ποιοτικές αντίκες και αύξησε  τον τζίρο, με τον Μπερενγκέ να υφίσταται ταπείνωση.

Όλη την εξέλιξη του μυθιστορήματος τη μαθαίνουμε μέσα από την αυτοβιογραφία του Αντριά, που τη γράφει σαν εξομολόγηση στην αγαπημένη του Σάρα, καθισμένος στο γραφείο του και κοιτάζοντας τη φωτογραφία της. Είναι εξήντα ετών και αισθάνεται την ανάγκη να κάνει μια αναδρομή στη ζωή του από την ημέρα που γεννήθηκε.

Ο Αντριά γεννήθηκε στις τριάντα Απριλίου του 1946, στη Βαρκελώνη από γονείς που είχαν παντρευτεί χωρίς να έχουν αγαπηθεί, γι’ αυτό δεν υπήρχε αγάπη στο σπίτι. Από την ημέρα που γεννήθηκε δεν αισθάνθηκε αγάπη ούτε από τον πατέρα του, αλλά ούτε και από την μητέρα του, γι’ αυτό υποστήριζε πως το να έχει γεννηθεί σ’ αυτήν την οικογένεια ήταν ένα ασυγχώρητο λάθος. Οι άνθρωποι που τον γέννησαν δεν ήταν σε θέση να τον στηρίξουν, έπρεπε ο ίδιος από πολύ μικρός να αναλάβει τις ευθύνες του και για τις επιτυχίες του, αλλά και για τα λάθη του. Ο πατέρας του είχε δηλώσει άθεος, οπότε ο Αντριά  δεν μπορούσε να στηριχτεί ούτε σε κάποιο ιερέα ή θεό, οπότε παρέμενε χωρίς πίστη και βάδιζε ολομόναχος και ένιωθε ανήμπορος να σηκώνει όλο αυτό το βάρος. Ευτυχώς είχε για παρηγοριά και συντροφιά στις δύσκολες στιγμές τα δυο του αγαπημένα παιχνίδια τον σερίφη Κάρσον και τον Μαύρο αετό, που του έλεγαν τη γνώμη τους, του έδιναν συμβουλές και  τον στήριζαν, ώστε να ξεφεύγει από τα δύσκολα. Η μητέρα του ήταν ανύπαρκτη και ο πατέρας του ζούσε μόνο για τις αγοραπωλησίες του και ο Αντριά ζήλευε όταν τον έβλεπε να χαϊδεύει αντί γι’ αυτόν κάποια γκραβούρα ή μια λεπτή πορσελάνη.

Στο σπίτι του δεν ένιωθε καλά, γιατί δεν ήταν φτιαγμένο για να υπάρχουν παιδιά, έμοιαζε σαν νεκροταφείο κι έτσι βαριόταν αφόρητα. Δεν επιτρεπόταν να φωνάζει δυνατά, να πιάνει κάτι με τα χέρια του, να τρέχει και να είναι ακατάστατος. Η μόνη φασαρία που επιτρεπόταν κι αυτή στο δωμάτιό του ήταν να παίζει βιολί. Τα πάντα έπρεπε να είναι καλά τακτοποιημένα στη θέση τους. Αντίθετα τα καλοκαίρια που πήγαινε στην Τόνα στο σπίτι του θείου του που ήταν αγρότης, έπαιζε με τα ξαδέλφια του και δεχόταν καλοσύνη και αγάπη απ’ όλους, ως επίσης καλή διατροφή, ελευθερία, αλλά και απομόνωση για διάβασμα. Κουμάντο έκανε παντού ο πατέρας ακόμα και στις σπουδές του γι’ αυτό τον έγραψε στο Κολλέγιο των Ιησουιτών, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας, διότι έπρεπε να λάβει διδασκαλία υψηλής ποιότητας μιας και ήταν μοναχοπαίδι. Έπρεπε επίσης να μάθει δέκα γλώσσες για να ξεπεράσει τον πατέρα Λεβίνσκι που ήξερε εννιά. Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε ο πατέρας του να εκδικηθεί τον πατέρα Λεβίνσκι, επειδή τον είχε προσβάλει λέγοντάς του  πως τα  αραμαϊκά του δεν ήταν καλά. Ο Αντριά ήταν καλός μαθητής όμως φοβόταν όταν πήγαινε σχολείο, όχι εξαιτίας των μαθημάτων, αλλά εξαιτίας των συμμαθητών του, που τον κοίταζαν σαν να είναι από άλλο πλανήτη. Επειδή ήταν καλός μαθητής ο πατέρας του τον θαύμαζε κι αυτό άρεσε στον Αντριά. Όμως όταν ο Αντριά ανακοίνωσε στον πατέρα του ότι ήθελε να γίνει γιατρός, ο πατέρας του έγινε έξαλλος και του είπε πως θα γινόταν Λόγιος τελεία και παύλα και ότι δεν ήταν σε θέση να ξέρει τι θέλει. Στο δημοτικό ωδείο πήγαινε για να μάθει βιολί, όχι γιατί το ήθελε εκείνος, αλλά επειδή η μητέρα του ήθελε να γίνει ένας καλός βιολιστής. Εκεί συνάντησε ένα παιδί που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερό του κι από τότε έγιναν αχώριστη φίλοι. Άλλωστε ήταν και ο μοναδικός του φίλος. Με τον Μπερνάτ γίνανε φίλοι, ίσως γιατί όχι μόνο ήταν διαφορετικοί, αλλά γιατί και οι γονείς του ήταν διαφορετικοί από τους δικούς του. Άφηναν τον Μπερνάτ να αποφασίζει τι θέλει να γίνει και το ότι μάθαινε βιολί, ήταν δική του επιθυμία. Αργότερα γίνανε και κουμπάροι, όταν ο Μπερνάτ παντρεύτηκε την Τέκλα.

 

Jaume Cabré

 

Κάποια στιγμή του ανακοίνωσε η μητέρα του, ότι ο πατέρας του πέθανε. Τότε ο Αντριά έφυγε και πήγε στην Τόνα στο σπίτι των συγγενών του και έμεινε για αρκετό καιρό μακριά και από το σχολείο. Όταν γύρισε ορφανός από πατέρα, ο Μπερνάτ τον έκανε πιο πολύ παρέα για να μην μένει μόνος και τον βοήθησε να μην αισθάνεται τόσο ξένος  και τόσο ιδιαίτερος απ’ τ’ άλλα παιδιά. Επειδή στο σχολείο δεν έπαιζε ποδόσφαιρο, αλλά βιολί τα αγόρια τον φώναζαν Μαρίκα, δηλαδή «αδελφή». Αν και η μητέρα του τον μετέγραψε στο ωδείο του Μανλιέου, που ήταν κατά την άποψή της καλύτερος καθηγητής βιολιού, πάλι διατήρησε τη φιλία του με τον Μπερνάτ. Παρόλες τις συναυλίες, που του διοργάνωνε ο δάσκαλος με τη μητέρα του ο Αντριά εμφάνιζε τέτοιο τρακ, που έδειχνε με τον τρόπο του ότι ουδέποτε θα κατέληγε να γίνει διάσημος βιολιστής. Αντίθετα παραδεχόταν τον φίλο του Μπερνάτ, ότι αν ασχολείτο πιο εντατικά θα γινόταν πολύ σπουδαίος. Ο Μπερνάτ κάποια στιγμή ασχολήθηκε και με το γράψιμο. Έγραφε μυθιστορήματα και διηγήματα και μάλιστα για ένα από τα μυθιστορήματά του πήρε το βραβείο Ρεκούλ ντε Μπλάνες, ενώ στον Αντριά δεν άρεσε τίποτα απ’ ότι έγραφε ο Μπερνάτ και πάντα του τόνιζε πόσο καλός βιολιστής είναι και θα γινόταν καλύτερος αν έδινε αποκλειστική σημασία σ’ αυτό. Ο Αντριά αγαπά τον Μπερνάτ και δεν μπορεί να μην του λέει την αλήθεια, η οποία είναι ότι παίζει εξαιρετικό βιολί και θα έπρεπε να ασχολείται μόνο μ’ αυτό για να το εξελίξει και να σταματήσει να γράφει, διότι γράφει χάλια χωρίς ψυχή και καταλήγει να του λέει πως είναι ένας πολύ καλός μουσικός, που επιμένει να αναζητά τη δυστυχία στη λογοτεχνία. Ο Μπερνάτ ζηλεύει τον Αντριά γιατί αδυνατεί να τον καταλάβει και γίνονται μεγαλειώδεις καβγάδες λες και είναι απελπισμένοι εραστές. Όμως ό ένας είναι πάντα στο πλευρό του άλλου. Ο Μπερνάτ σαν πιο προχωρημένος πάντα τον βοηθούσε στο βιολί και ειδικά στο να εκπαιδευτεί στο βιμπράτο. Όμως ο Αντριά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι η άρνησή του να παίζει δημόσια βιολί ήταν γιατί έτσι, ήθελε να πολεμήσει τη μητέρα του και τον δάσκαλό του. Σε μία συναυλία γνώρισε την Σάρα Βόλτες- Εψτέιν φοιτήτρια στη σχολή Καλών Τεχνών, που την ερωτεύτηκε σφόδρα. Ήταν το κορίτσι με το μελαγχολικό χαμόγελο που του κέρδισε την καρδιά. Ήταν Εβραία και ζωγράφιζε υπέροχα.

Εντωμεταξύ ήρθε ο καιρός που πέρασε στη Φιλοσοφική, όμως  αμέσως απογοητεύτηκε και από το επίπεδο των φοιτητών, και από τις ρωγμές που εύρισκε  στο σύστημα, αλλά και από την αστυνομία που περιφερόταν στους χώρους του Πανεπιστημίου. Σε εκείνο που θύμωνε περισσότερο ήταν που μέσα στο Πανεπιστήμιο γίνονταν συλλήψεις καθηγητών με την κατηγορία, ότι ήταν εχθροί του καθεστώτος. Γράφτηκε στη φιλοσοφική γιατί ήθελε να κατανοήσει την ανθρωπότητα μελετώντας την πολιτιστική της εξέλιξη. Όνειρό του ήταν να γίνει Ιστορικός των ιδεών και του πολιτισμού.

Κάποια στιγμή αναίτια η Σάρα σταμάτησε να επικοινωνεί μαζί του κι έφυγε για το Παρίσι και πληροφορήθηκε μέσω των γονιών της ότι δεν ήθελε να τον ξαναδεί. Πάνω στην απογοήτευσή του αποφάσισε να πάει στην Γερμανία στο Τύμπινγκεν για να σπουδάσει κοντά σε διάσημους καθηγητές όπως ο γλωσσολόγος Κοσερίου.  Όταν κόντευε να πάρει το διδακτορικό του πληροφορήθηκε ότι πέθανε η μητέρα του το Σεπτέμβριο του 1975. Επέστρεψε στη Βαρκελώνη, αλλά δεν έμεινε πολύ, λόγω του διδακτορικού, που τον περίμενε και κατάφερε να το πάρει  το 1976. Όταν επέστρεψε στην Ισπανία δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Το θέμα της διατριβής του ήταν «ο Βίκος», που έλαβε λαμπρούς επαίνους από τον Καθηγητή Κοσερίου. Παράλληλα με τη δουλειά του έγραφε και βιβλία όπως «η Αισθητική βούληση», το 1987,το οποίο μάλιστα έλαβε την ενθουσιώδη υποστήριξη του Αϊζάια Μπερλίν και το κορυφαίο του έργο «η Ιστορία της Ευρωπαϊκής σκέψης», το 1994, για το οποίο πήρε εξαιρετικές κριτικές από Καθηγητές και συγγραφείς διεθνούς φήμης. Άλλα έργα του ήταν «η γαλλική Επανάσταση» το 1978,  το 1980 έγραψε το βιβλίο «Μαρξ» και «η Αγαπημένη του Σάρα Βόλτες –Εψτέιν, Παρίσι 1950 – Βαρκελώνη 1996». Στην όλη πορεία της ζωής του συνάντησε άλλες δυο γυναίκες εκτός από τη Σάρα με τις οποίες συνδέθηκε, αλλά ποτέ δεν δέθηκε, γιατί δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τη Σάρα. Η μία ήταν η ξεναγός Κορνέλια, που την συνάντησε στο Τύμπινγκεν και έμεινε μαζί της μόνο λίγους μήνες και η άλλη ήταν η Λάουρα, που ήταν συνάδελφός του στο Πανεπιστήμιο και στα γαλάζια της μάτια έψαχνε να βρει τα σκούρα μάτια της Σάρας.

Εντωμεταξύ στο σπίτι τους πριν πεθάνει η μητέρα του εμφανίστηκε και μία πολύ όμορφη κοπέλα, που είπε στην μητέρα του, πως είναι κόρη του άντρα της και της Καρολίνας τη λένε Ντανιέλα και της έδειξε νόμιμα χαρτιά για την αναγνώρισή της και ότι την άφηνε κληρονόμο στην περιουσία του, που είχε στην Τόνα και ζήταγε και το μισό μαγαζί, μιας και είχε πεθάνει ο πατέρας της. Αυτή είχε παντρευτεί και είχε ένα γιο τον Τίτο. Μετά το θάνατο της μητέρας του ο Αντριά πούλησε το μαγαζί στην Ντανιέλα και η οικιακή τους βοηθός η Λόλα Σίκα, έφυγε από το σπίτι για να πάει να ζήσει μόνη της. Κάποια στιγμή που την επισκέφτηκε, άκουσε από το στόμα της πράγματα, που τον άφησαν άφωνο. Έμαθε πως η αιτία της απομάκρυνσης της Σάρας απ’ αυτόν ήταν η μητέρα του, γιατί όταν άκουσε πως ήταν Εβραία, φοβήθηκε μήπως του κάνει κακό, επειδή ο πατέρας του είχε κάνει κακό σε συγγενή τους, που πέθανε εξαιτίας του και φοβήθηκε μην του πάρει και το μαγαζί. Μάλιστα είχε συνεργαστεί και με τη μητέρα της, για την  απομάκρυνσή τους. Η μητέρα του Αντριά έγραψε ένα γράμμα και το έστειλε στη Σάρα και είπαν ότι ο Αντριά το είχε γράψει. Αυτό ήταν ένα προσβλητικό  γράμμα για τη Σάρα και μάλιστα κατηγορούσε με τα χειρότερα λόγια τον πατέρα του και ανέφερε και το κακό, που είχε κάνει στην οικογένειά της. Μετά από πολλές δυσκολίες κατάφεραν να ξανασμίξουν και ο Αντριά ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, που την είχε κοντά του, εκείνος να διαβάζει και να γράφει κι εκείνη να ζωγραφίζει. Δυστυχώς η ευτυχία τους δεν κράτησε για πολύ, γιατί η Σάρα πάνω σ’ ένα πείσμα της, με το να επιμένει να δοθεί το βιολί Στοριόνι-Βιάλ, στον κάτοχο από τον οποίο  ο πατέρας του το είχε κλέψει, για  να αποδοθεί δικαιοσύνη, έφυγε από το σπίτι, επειδή ο Αντριά αρνιόταν να το κάνει. Όταν όμως ξαναγύρισε, γιατί εντωμεταξύ είχε κανονιστεί να γίνει μία Έκθεση δική της με τριάντα πορτρέτα ασπρόμαυρα στην Γκαλερί Αρκιπέλαγκ, έπεσε και χτύπησε στις σκάλες κι έπαθε εσωτερική αιμορραγία και βρέθηκε στο νοσοκομείο. Η γιατρός που την ανέλαβε του είπε πως είναι τετραπληγική και θα έμενε παράλυτη. Ο Αντριά στεναχωρήθηκε μεν, αλλά χάρηκε δε, επειδή τον διαβεβαίωνε η γιατρός, ότι δεν θα πέθαινε και είχε αποφασίσει μόλις θα της έδιναν εξιτήριο από το νοσοκομείο, να την έπαιρνε σπίτι. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη, ήθελε να πεθάνει και παρακαλούσε τον Αντριά να τη βοηθήσει, γιατί ένιωθε πως η κατάστασή της θα είναι μαρτυρική με το να βλέπει κάθε μέρα το ίδιο σημείο του ταβανιού κι επί πλέον δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανέναν.  Η Έκθεσή της έγινε χωρίς την παρουσία της ίδιας την είδε όμως σε βίντεο, αργότερα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και μια νέα εσωτερική αιμορραγία της στοίχισε τη ζωή, έτσι το 1996, πέθανε σε ηλικία σαράντα έξι ετών. Ο Αντριά ήταν απαρηγόρητος σχεδόν είχε σταματήσει να τρώει και δεν είχε καμία διάθεση για να συνεχίσει το γράψιμο. Κάποια στιγμή ο γιατρός του είπε ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο Αλτσχάιμερ γι’ αυτό έκατσε κι έγραψε την αυτοβιογραφία του και την εμπιστεύτηκε στο φίλο του τον Μπερνάτ να την εκδώσει, όπως και αφού έφτιαξε τη διαθήκη του, άφησε τον Μπερνάτ διαχειριστή. Όταν τελικά έπαθε Αλτσχάιμερ, κλείστηκε σ’ ένα γηροκομείο ειδικό γι’ αυτές τις παθήσεις και δεν αναγνώριζε κανέναν, ώσπου κάποια στιγμή κατέληξε.

Τα πάντα γίνονται τυχαία ή ίσως τίποτα δεν είναι τυχαίο και όλα είναι προδιαγεγραμμένα!!!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top