Fractal

«Σώσε με, αληθινή μου αγάπη! Σώσε με από την κακία του κόσμου και από την ίδια μου την καρδιά!»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

jΟ ερωτικός Τζαίημς Τζόυς

 

«Τρέμω μήπως μου δείξουν καμιά φωτογραφία σου όταν ήσουν μικρή γιατί θα σκεφτώ “Τότε δεν την γνώριζα, ούτε κι εκείνη εμένα. Όταν μ’ εκείνο το νωχελικό της βήμα, θα πήγαινε στη λειτουργία τα πρωινά ίσως στον δρόμο να έριχνε επίμονες ματιές σε κάποιο αγόρι. Σε άλλους, μα όχι σ’ εμένα”. Θα σου ζητήσω, λατρεμένη μου, να είσαι υπομονετική μαζί μου. Ζηλεύω παράλογα το παρελθόν».

Τον Τζέημς Τζόυς τον ξέρουμε όλοι από τον δύσκολο και διάσημο, κλασικό πια «Οδυσσέα» του και από τους «Δουβλινέζους». «Πρωτοπόρος του μοντερνισμού, συγγραφέας σπάνιας ρώμης, κατά πολλούς ο κορυφαίος του 20ου αιώνα» όπως ήδη έχει γραφτεί. Για την ζωή του, γνωρίζαμε εκείνα τα γνωστά που παραθέτουν συνήθως οι βιογραφίες των συγγραφέων, και δεν ήτανε λίγα. Τη σχέση του με την Νόρα Μπάρνακλ, ισόβια σύντροφό του, μητέρα των παιδιών του και σχέση ζωής, επίσης την γνωρίζαμε από την επίσημη βιογραφία.

Ένα βιβλίο με την αλληλογραφία τους που κυκλοφόρησε από τον «Πατάκη», σε μετάφραση και εισαγωγή της Κατερίνας Σχινά, θα έρθει να ρίξει φως σε άλλες παραμέτρους ζωής.

«Δέξου με στην ψυχή της ψυχής σου και τότε θα γίνω στ’ αλήθεια ο ποιητής της φυλής μου», εξομολογείται τον έρωτά του, ικετεύοντάς την, από τον πρώτη στιγμή.

«Η Νόρα υπήρξε για τον Τζόυς ο πρώτος και μεγαλύτερος έρωτας της ζωής του», μας ενημερώνει η Κατερίνα Σχινά στην εξαιρετική της εισαγωγή: «Η ισόβια σύντροφός του, αλλά και η ιέρεια που τον μύησε στο μυστήριο της θηλύτητας, η “απλή καρδιά” που τον σαγήνευσε με την άδολη χάρη της και τον φυσικό αισθησιασμό της, ένα “αγράμματο, ανεπιτήδευτο κορίτσι” που τον συναρπάζει με την χοϊκότητα και την ζωντάνια του, ένα “γαλάζιο αγριολούλουδο που φυτρώνει ανάμεσα στα βάτα”, φαινομενικά εύθραυστο, αλλά προικισμένο με τεράστια δύναμη επιβίωσης, ικανό να προσφέρει ασφάλεια και προστασία. Όταν την συναντά η Νόρα εργάζεται σαν καμαριέρα και σερβιτόρα στο Finn’s Hotel του Δουβλίνου, απέναντι από το Trinity College. Δεν είναι κοπέλα από σπίτι- ο πατέρας της είναι ένας αλκοολικός, αναλφάβητος φούρναρης από το Γκάλγουεϊ και η μητέρα της μοδίστρα- ούτε διαθέτει εκείνη την “αυστηρή ομορφιά”, την πλασμένη από “κουλτούρα αιώνων”- εφηβικό του Τζόυς».

j2

Ωστόσο, όπως ο ίδιος στις 21 Αυγούστου 1909 θα της εξομολογηθεί: «Αγαπημένη μου, μικρή Νόρα […] Μ’ αρέσει να σκέφτομαι ότι διαβάζεις τους στίχους μου (μολονότι σου πήρε πέντε χρόνια να τους ανακαλύψεις). Όταν τους έγραφα ήμουν ένα παράξενο μοναχικό αγόρι, που τριγυρνούσε κατάμονο τις νύχτες και σκεφτόταν ότι κάποια μέρα θα το αγαπούσε ένα κορίτσι […] Δεν ήσουν ούτε κατά διάνοια το κορίτσι που είχα ονειρευτεί και για το οποίο είχα γράψει τους στίχους που τώρα βρίσκεις τόσο μαγευτικούς […] Όμως ύστερα είδα ότι η ομορφιά της ψυχής σου επισκίαζε την ομορφιά των στίχων μου. Σ’ εσένα υπήρχε κάτι ανώτερο απ’ όλα όσα είχα βάλει στα ποιήματά μου […] το διαπερνά η επιθυμία της νιότης μου και συ, αγαπημένη, ήσουν η εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας».

Μέσα από τα γράμματά τους, χιούμορ και λυρισμός, ζήλια και αμφιβολία, ερωτικός παροξυσμός, θρησκευτικό δέος, εκρήξεις οργής, πάθος, ασίγαστος πόθος και όρκοι λατρείας. Οι επιστολές τους, ακραίες και τολμηρές, «κάποτε έως και βωμολοχικές», αποτελούν την απόδειξη μιας διαρκούς ψυχικής και σωματικής συνομιλίας. Εξομολόγος και ερωμένη του, φίλη, μητέρα και η αιώνια σύντροφος «έδωσα σε άλλους την περηφάνια και την επιθυμία μου. Σ’ εσένα δίνω την αμαρτία, την τρέλα, την αδυναμία και την θλίψη μου», θα της πει.

«Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για τον αχαλίνωτο ερωτισμό ορισμένων από τις επιστολές που απευθύνει ο Τζόυς στη Νόρα όταν εκείνος βρίσκεται στο Δουβλίνο και εκείνη στην Τεργέστη, επιστολές γραμμένες μέσα σε ένα ερωτικό παραλήρημα που δίνει σχήμα στις πιο ακραίες σεξουαλικές φαντασιώσεις» η Κατερίνα Σχινά θα μας πει: «Όμως η βωμολοχική τολμηρότητα των περιγραφών συνυπάρχει σε μια σχεδόν μυστικιστική έξαρση: “Τη μια στιγμή σε βλέπω σαν παρθένα ή μαντόνα και την επόμενη στιγμή σε βλέπω αναίσχυντη, αγέρωχη, μισόγυμνη, πρόστυχή», γράφει ο Τζόυς. “Το πέος μου είναι ακόμα καυτό, σκληρό, παλλόμενο από την τελευταία βάναυσή μου ώθηση, όταν αρχίζει να αναδύεται από τις σκοτεινές μονές της καρδιάς μου ένας σιγανός, τρυφερός και ελεητικός, λατρευτικός ύμνος σ’ εσένα”. “Σπάνια τα σεξουαλικά ερέβη του ρομαντικού έρωτα του ρομαντικού έρωτα έχουν αποκαλυφθεί με τόση ειλικρίνεια και θάρρος» σημειώνει ο Αντρέ Τοπιά στον πρόλογο της γαλλικής έκδοσης των “Επιστολών προς τη Νόρα”. “Όμως, αντίθετα από τον Ντ.Χ. Λώρενς, που δεν έπαψε να επιτίθεται στην αποξενωτική και αποδυναμωτική υποκρισία του ρομαντικού έρωτα εν ονόματι μιας γνήσιας φαλλικής θρησκείας, ο Τζόυς παίζει με την ίδια τη διαστροφή και τοποθετείται στο σημείο καμπής όπου η σεξουαλικότητα χρειάζεται τη μάσκα της τελετουργίας για να κατακτήσει την απόλαυση και η θρησκευτική έκσταση αφήνει αδιάκοπα ερωτικούς υπαινιγμούς”», θα σημειώσει στην εξαίρετη εισαγωγή της στην ελληνική έκδοση η μεταφράστρια, κριτικός και συγγραφέας Κατερίνα Σχινά.

j3Κι εμείς μέσα σ’ αυτές τις επιστολές θα τον δούμε συχνά να αστειεύεται: «όταν θα ξανάρθεις, άσε τα μούτρα στο σπίτι- και τον κορσέ», «σε παρακαλώ μην ξαναφορέσεις αυτόν τον θώρακα στο στήθος, δεν μου αρέσει να αγκαλιάζω ένα γραμματοκιβώτιο».

Να της εξομολογείται: «πώς είναι δυνατόν να μου αρέσει η ιδέα της οικογένειας; Το δικό μου σπιτικό δεν ήταν παρά μια μεσοαστική σύμβαση που καταστράφηκε από σπάταλες συνήθειες τις οποίες και κληρονόμησα. Πιστεύω πως τη μητέρα μου τη σκότωσε σιγά-σιγά η άθλια συμπεριφορά του πατέρα μου, τα βάσανα και η κυνική ειλικρίνεια της συμπεριφοράς μου». Να της υπόσχεται κάποιες φορές, αφάνταστα τρυφερός: «Ακριβή μου Νόρα […] όταν πάμε σπίτι θα σε φιλήσω εκατοντάδες φορές». Να της την ικετεύει και να την εκλιπαρεί σαν παιδί: «Προστάτεψέ με απ’ το κακό αγαπημένη μου! Είμαι πολύ ανώριμος, πολύ παρορμητικός, για να ζήσω μονάχος. Αγάπα με! Σκέψου με». «Σώσε με, αληθινή μου αγάπη! Σώσε με από την κακία του κόσμου και από την ίδια μου την καρδιά!» Και αιωνίως, φυσικά, και αξεδίψαστα να την ποθεί και να την επιθυμεί: «Γράψε μου ένα μεγάλο- μεγάλο γράμμα, γεμάτο με τέτοια και άλλα πράγματα, για σένα αγάπη μου. Ξέρεις τώρα πόσο με καυλώνεις. Πες μου και το πιο ασήμαντο πράγμα για σένα, αρκεί να είναι πρόστυχο, κρυφό και βρώμικο».
«Γάμησέ με, αγαπημένη, με όσους καινούργιους τρόπους σου υποδείξει η λαγνεία σου. Γάμησέ με ντυμένη με ρούχα περιπάτου, φορώντας το καπέλο και το βέλο σου, με το πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο και το κρύο, τον άνεμο και τη βροχή και με τα μποτίνια σου λασπωμένα».

Η σχέση τους, διαρκής κόλαση και παράδεισος. Δίνη και θύελλα αλλά και η μοναδική σταθερά επί της γης: εκείνος είναι και υπάρχει επειδή είναι και υπάρχει κι εκείνη. Για να την σκέφτεται, να της γράφει να της υπόσχεται αιώνια: «Να τρως, να κοιμάσαι, να είσαι χαρούμενη. Όταν συναντηθούμε προσμένω να βρω σ’ εσένα όλα όσα έχασα αλλού, να σε δω νέα και χαρούμενη και γελαστή, να περπατάς σαν βασίλισσα». Και στις 4 Ιουλίου του 1931, μετά από 27 χρόνια κοινής ζωής ο Τζέιμς, τελικά, θα την παντρευτεί.

Ένας ερωτικός χείμαρρος που συσκοτίζει ακόμα πιο πολύ την ερωτική άβυσσο της ψυχής.

 

Ο συγγραφέας:

Ο James Augustine Aloysious Joyce (1882-1941) γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1882 σε προάστιο του Δουβλίνου, από τυπική Ιρλανδική οικογένεια, μεγαλύτερος από τα 10 τους παιδιά. Ο πατέρας, John Stanislaus Joyce, φανατικός αντικληρικός και φιλελεύθερος, ενώ η μητέρα φανατικά καθολική. Στα παιδικά χρόνια του, η οικογένειά του ήταν εύπορη αλλά το 1891, εξαιτίας κακών οικονομικών χειρισμών και με τον αλκοολισμό του πατέρα, οδηγήθηκε στη πτώχευση. Η οικογένεια πουλά σιγά-σιγά τη περιουσία της. Περνούνε περίοδο μεγάλης ανέχειας. Σε 10 χρόνια μετακομίζουνε 12 φορές. Ο πατέρας, αλκοολικός, χρωστούσε παντού. Πρώτες σπουδές το 1888 στο κολέγιο Clongowes Wood, όμως, αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω αδυναμίας πληρωμής διδάκτρων. Για σύντομο διάστημα πήρε μαθήματα κατ’ οίκον αλλά και στη σχολή Christian Brothers (Χριστιανοί Αδελφοί) μέχρι που του προσφέρθηκε θέση στο κολέγιο Belvedere, διευθυνόμενο από Ιησουίτες. Η παραδοσιακή πειθαρχία των καθολικών θα γίνει η πρώτη εξορία κι ο λαβύρινθός του. Σε μιαν εφηβική κρίση μάλιστα κόντεψε να γίνει ιερέας. Παρά το θρησκευτικό περιβάλλον, όμως, όπου μέσα του σπούδασε, στα 16 του αρνήθηκε τον καθολικισμό. «Θα με σώσει μια πόρνη κι η ποίηση», αργότερα θα πει.

Το 1898, γράφτηκε στο University College Dublin και σπούδασε κυρίως αγγλικά, γαλλικά κι ιταλικά ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Το 1900 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά κείμενο του στην εφημερίδα «Fortni» κι αφορούσε κριτική μελέτη στη θεατρική δραματουργία του Ίψεν -δέχτηκε αργότερα ευχαριστήρια επιστολή από τον ίδιο τον Νορβηγό συγγραφέα. Ακολούθησαν αρκετές δημοσιεύσεις κριτικών του. Θεωρείται επίσης πως ολοκλήρωσε τουλάχιστον δύο θεατρικά έργα, που όμως δεν έχουν διασωθεί. Μετά την αποφοίτησή του το 1903 αποφάσισε να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Δουβλίνου, αλλά ταξίδεψε στο Παρίσι και σύντομα εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές. Από 11/11/1902-19/11/1903 δημοσιευτήκανε συνολικά 23 βιβλιοκριτικές του. Τον Απρίλη του 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο καθώς έμαθε πως η μητέρα του έπασχε από καρκίνο. Προσπάθησε να τον πείσει, έστω την ύστατη στιγμή της, ν’ ασπαστεί τον καθολικισμό, μα κείνος αρνήθηκε να γονατίσει και να προσευχηθεί για τη σωτηρία της, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Άρχισε να πίνει κι η κατάσταση ήτανε πολύ άσχημη κι όταν η μητέρα πέθανε στις 13 Αυγούστου, καθώς εκείνος συνέχισε το ποτό κι έφερε βαριά την άρνησή του στη θέλησή της, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά. Την επόμενη χρονιά κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο του Feis Ceoil, τραγουδώντας, καθώς ήτανε και θαυμάσιος τενόρος.

Το Γενάρη του 1904 ολοκλήρωσε το «Πορτρέτο Του Καλλιτέχνη», η δημοσίευσή του, όμως, απορρίφθηκε από το περιοδικό Dana. Παράλληλα ξεκίνησε τη συγγραφή του μυθιστορήματος «Στέφεν ο Ήρωας», έργο που έμεινε ημιτελές. Την ίδια χρονιά, στις 6 Ιουνίου, (η μέρα bloomsday), καταγράφεται η πρώτη γνωριμία του με τη Νόρα Μπάρνακλ, καμαριέρα σε ξενοδοχείο, που την ερωτεύτηκε και μαζί της αργότερα, τον Οκτώβρη, εγκατέλειψε την Ιρλανδία. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στη Ζυρίχη κι έπειτα στη Τεργέστη, όπου εργάστηκε σα δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Στις 27 Ιουλίου 1905, απέκτησαν τον πρώτο τους γιο, Giorgio -συνολικά στα 36 χρόνια κοινής τους ζωής, αποκτήσανε δύο παιδιά. Στη Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα 15 περίπου χρόνια, με διακοπή ενός έτους, όταν τον Ιούλιο του 1906 εγκατασταθήκανε στη Ρώμη όπου εργάστηκε σα τραπεζικός υπάλληλος.

Επισκεπτόταν αραιά και που το Δουβλίνο, ενώ το 1909 προσπάθησε για σύντομο χρονικό διάστημα, σε συνεργασία μ’ άλλους επιχειρηματίες να λειτουργήσει κινηματογράφους στην Ιρλανδία. Σύντομα εγκατέλειψε το εγχείρημα κι επέστρεψε στη Τεργέστη αφού, όμως, προηγουμένως είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο «Maunsel & Co», για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων «Δουβλινέζοι». Τελικά, όμως, το έργο αυτό τυπώθηκε το 1914 από τον οίκο Grant Richards. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες και το «Πορτρέτο του Καλλιτέχνη», στο περιοδικό «Egoist», ενώ η έκδοση του βιβλίου έγινε το 1916 στη Νέα Υόρκη και το 1917 στο Λονδίνο. Το 1914 ξεκίνησε τη συγγραφή του σημαντικότερου βιβλίου του, του «Οδυσσέα». Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έζησε στη Ζυρίχη, ενώ μετά τη λήξη του, μετακόμισε στο Παρίσι, έπειτα από πρόσκληση του ποιητή Έζρα Πάουντ και παρέμεινε για τα επόμενα 20 περίπου χρόνια. Το 1922 εκδόθηκε ο «Οδυσσέας» ενώ την ίδια περίοδο ξεκινά πρώτη επεξεργασία στο «Ξύπνημα του Φίνεγκαν», που αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Transatlantic Review» πρώτη φορά το 1924. Η τελική έκδοση του έργου χρονολογείται το 1939, χάρη στις προσπάθειες των Maria & Eugene Jolas, που τον ενθάρρυναν σχετικά με την ολοκλήρωση του έργου και παρά τις απογοητεύσεις του ιδίου, εξαιτίας της αρχικής υποδοχής του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν άνετα οικονομικά. Στις 4 Ιουλίου 1931 μετά από 27 χρόνια κοινής ζωής ο Τζέιμς και η Νόρα παντρεύονται. Το 1932 πεθαίνει ο πατέρας του και την ίδια χρονιά γίνεται παππούς. Στις 14 Δεκέμβρη 1940, ο Τζόυς κι η οικογένεια του εγκατέλειψαν το Παρίσι για τη Ζυρίχη. Ένα μήνα μετά στις 13 Γενάρη 1941 πέθανε πρόωρα, σ’ ηλικία 58 ετών, από πολύ προχωρημένο έλκος και θάφτηκε στο εκεί νεκροταφείο.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Η γάτα και ο διάβολος», «Δουβλινέζοι», «Ο νεκρός», «Οδυσσέας», «Giacomo Joyce», «Στήβεν ο ήρωας», «Οι γάτες της Κοπεγχάγης», «Η πανσιόν και άλλα διηγήματα», «Τα ποιήματα», «Αραβία», «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία», «Η αγρύπνια των Φίννεργκαν», «Γράμματα στη Νόρα» και «Το κονάκι του Φιν».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top