21 Οκτωβρίου – Τζακ Κέρουακ
Eπιμέλεια: Δήμητρα Nτζαδήμα //
O Τζακ Κέρουακ που έφυγε σαν σήμερα το 1969, ήταν Αμερικανός λογοτέχνης, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Μπιτ γενιάς και εισηγητής του ομώνυμου όρου. Είναι ο ίδιος που τυχαία ανακάλυψε και απέδωσε στο λογοτεχνικό/κοινωνικό κίνημα και τη γενιά του την επωνυμία “Μπιτ” στα τέλη του ’40, που σημαίνει ταυτόχρονα και εξοντωμένη (beaten up), αλλά και άγρυπνη, έτοιμη, εκστατική, μακάρια (beatific). Λέγεται ότι αυτός ευθύνεται και για τον τίτλο «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνζμπεργκ και τον τίτλο «Γυμνό Γεύμα» του Ουίλιαμ Μπάροουζ. Ενσωματώνει τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της Μπιτ στα μυθιστορήματά του.
Σε όλη τη ζωή του παρέμεινε δίγλωσσος, και μέχρι την ηλικία των έξι ετών δεν μιλούσε καθόλου αγγλικά. Οι γονείς του συνεννοούνταν στο σπίτι στη ζουάλ (joual), μια εκδοχή της κεμπεκικής διαλέκτου της γαλλικής, η οποία θεωρείτο υποδεέστερη από τους αγγλόφωνους και στοιχείο διάκρισης – απομόνωσης.’Eζησε έως την ενηλικίωσή του στην εργατική γαλλο-καναδική συνοικία του Λόουελ, είχε κυρίως Ελληνοαμερικάνους για στενούς φίλους. Το 1926 βίωσε το χαμό του αδελφού του Ζεράρ από ρευματικό πυρετό, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά και τον ενέπνευσε να γράψει το μυθιστόρημα “Visions of Gerard”, όπου -μεταξύ άλλων- αποτύπωσε και το μαρτυρικό θάνατό του. Η καταπληκτική του μνήμη τού χάρισε από νωρίς το προσωνύμιο Memory Babe και τον βοήθησε στη συγγραφή των έργων του, που σε μεγάλο βαθμό βασίζονταν σε αναμνήσεις του παρελθόντος.Του άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα κι από μικρή ηλικία έδειξε τάση προς την καλλιτεχνία, γράφοντας δικά του περιοδικά, τα οποία μάλιστα εικονογραφούσε μόνος του.Στο Κολούμπια, ως φοιτητής, ο Κέρουακ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αρκετά από τα μετέπειτα μέλη της λογοτεχνικής μπητ γενιάς, όπως τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Γουίλιαμ Μπάροουζ.
Το γράψιμό του χαρακτηρίζεται από άρνηση στον κομφορμισμό της μορφής και του περιεχομένου, μια συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων της έκφρασης, ελευθεριότητα, αυθορμητισμό και υποκειμενικότητα. Η φόρμα είναι ακατέργαστη, σχεδόν ανύπαρκτη με ασύντακτες παραγράφους και φτωχό επαναλαμβανόμενο λεξιλόγιο.Μερικά από τα πιο γνωστά μυθιστορήματά του είναι το «Στο Δρόμο», «Οι Αλήτες του Ντάρμα», «Οι υποχθόνιοι» και «Η ματαιοδοξία του Ντουλουόζ», ενώ στα γραπτά του συγκαταλέγονται και έξι βιβλία ποίησης.
Στην εισαγωγή του «Στο δρόμο», του γνωστότερου από τα έργα του, το οποίο γράφτηκε σε τρεις μόνο εβδομάδες, χωρίς κόμματα και χωρίς παραγράφους έγραφε ……………….«Οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, που ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα, αυτοί που ποτέ δε χασμουριούνται ή λένε έστω και μία κοινοτοπία, αλλά που καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά, που σκάνε σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στα αστέρια κι από μέσα τους ξεπηδά το μπλε φως της καρδιάς τους, κι όσοι τους βλέπουν κάνουν: Αααα!!!! με θαυμασμό»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κέρουακ αισθανόταν ότι είχε ξοφλήσει ως συγγραφέας εμπορικών βιβλίων. Βίωνε τη σχεδόν καθολική απόρριψη του εκδοτικού κόσμου και της κατεστημένης κριτικής. Πέθανε σε ηλικία 47 χρονών από αιμορραγία του στομάχου, αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας αργής αυτοκτονίας με αλκοόλ.
Έχει πει:
• Όλη η ζωή είναι μια ξένη χώρα.• Δεν ξέρω, δεν μ’ ενδιαφέρει, και δεν έχει καμιά σημασία.
• Αυτό θα πει Μπiτ. Ζήσε τη ζωή σου; Όχι, αγάπησε τη ζωή σου. Όταν θα ‘ρθουν να σε πετροβολήσουν, τουλάχιστον δεν θα ‘χεις γυάλινο σπίτι, θα ‘χεις μονάχα το γυάλινο κορμί σου.