Fractal

Το θαύμα του Μενουχίμ

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Joseph Roth: «Ιώβ – Η ιστορία ενός απλού ανθρώπου», μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα, σελ. 230

 

Στο Τσούχνοβο της Τσαρικής Ρωσίας, ζούσε ένας ευλαβικός και θεοσεβούμενος Εβραίος, ο Μέντελ Σίνγκερ, που από το πρωί μέχρι το βράδυ ψιθύριζε προσευχές, χωρίς να κάνει τίποτε άλλο. Ήταν φτωχός άνθρωπος, ζούσε με την οικογένειά του σ’ ένα παλιό ετοιμόρροπο σπίτι και για να βιοπορίζεται έκανε το θρησκευτικό δάσκαλο σε μικρά παιδιά στο σπίτι του κάποιες ώρες για λίγα καπίκια, όπως έκανε ο παππούς του και ο πατέρας του. Είχε τέσσερα παιδιά, τον Γιόνας, τον Σεμάργια, τη Μύριαμ και το Μενουχίμ. Τα τρία του παιδιά ήταν όμορφα και γεμάτα υγεία, ο τέταρτος όμως ο Μενουχίμ γεννήθηκε άρρωστος και σακάτης. Ούτε ο Μέντελ, αλλά ούτε η γυναίκα του η Δεβώρα  ήθελαν να τον πάνε σε γιατρό, παρά τον είχαν στο σπίτι, γιατί ο αρχιερέας τους, είπε στη Δεβώρα να τον κρατήσει και να τον αναθρέψει όπως τα γερά της παιδιά και ότι κάποια στιγμή θα γίνει θαύμα και θα  γιάνει και ο πόνος θα τον κάνει σοφό, η ασκήμια καλό, η πίκρα γλυκό και η αρρώστια δυνατό.

Όταν μεγάλωσαν τα δυο γερά αγόρια έπρεπε σύμφωνα με τους νόμους της Ρωσίας να καταταγούν στο στρατό. Οι γονείς δεν ήθελαν γιατί οι δικές τους Εβραϊκές παραδόσεις ήταν ενάντια. Όμως μην μπορώντας να κάνουν διαφορετικά αναγκάστηκε η Δεβώρα να δωροδοκήσει έναν κατάλληλο άνθρωπο, που θα γλίτωνε τα παιδιά της από το στρατό. Τα χρήματα όμως δεν την έφταναν για τους δυο και δέχτηκε τουλάχιστον να σώσει τον έναν. Έτσι ο μεν Γιόνας κατετάγη στο στρατό, ο άλλος φυγαδεύτηκε στην Αμερική, ώστε να μην τον κυνηγήσουν σα λιποτάκτη. Στην Αμερική που πήγε γρήγορα κατάφερε να αποκτήσει δική του δουλειά και λεφτά ώστε να βγάλει τα εισιτήρια για όλη την οικογένεια, εκτός από τον Μενουχίμ που έκριναν ότι δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει, μια και το θαύμα δεν είχε ακόμα πραγματοποιηθεί και ο Μενουχίμ δεν είχε γίνει καλά. Ωστόσο ο Γιόνας είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει κι ένα γιο. Όταν έφτασαν στην Αμερική στο σπίτι που έμειναν πάλι δεν είχε ηλεκτρικό φως και έκαιγαν λάμπες πετρελαίου ή κεριά. Τα στρώματά τους ήταν γεμάτα κοριούς, η αυλή και το σπίτι είχε ποντίκια και υγρασία. Δεν ήθελαν να μετακομίσουν στου γιού τους το νέο σπίτι. Ο Γιόνας όλο και αύξανε τις επιχειρήσεις του και μαζί του δούλευε η αδελφή του η Μύριαμ και ο Αμερικανός συνεταίρος του Μακ, τον οποίο αγαπούσε η Μύριαμ, αλλά δεν τόλμαγε να το πει στον πατέρα της γιατί δεν ήταν Εβραίος.

Κάποια στιγμή κηρύχθηκε πόλεμος και ο Γιόνας και ο Μακ κατετάγησαν στο στρατό. Με το τέλος του πολέμου ο Μακ επέστρεψε ενώ ο Γιόνας σκοτώθηκε. Η Δεβώρα δεν μπόρεσε να το αντέξει και πέθανε. Όσο ο Μακ ήταν στο μέτωπο, η Μύριαμ τον απάτησε με το διευθυντή της εταιρίας και όταν επέστρεψε ο Μακ δεν μπόρεσε να συγχωρήσει τον εαυτό της και έπαθε μια ψυχωτική διαταραχή και την έκλεισαν σε άσυλο. Εντωμεταξύ και τα νέα που έρχονταν από την Ευρώπη δεν ήταν τόσο καλά για τον Μέντελ. Έμαθε πως ο γιος του ο Γιόνας αγνοείται και για τον Μενουχίμ, που κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν, πίστευε πως είχε πεθάνει.

Εξαιτίας όλων αυτών των κακοτυχιών, αλλά μαζί και με το θάνατο της γυναίκας του ένιωσε τέτοια οργή για το Θεό, που σταμάτησε να προσεύχεται και άναψε μια φωτιά στο σπίτι του για να κάψει όλα τα θρησκευτικά του βιβλία, γιατί δεν έβρισκε κάποιο κακό να είχε κάνει, ώστε να τον τιμωρεί τόσο σκληρά ο Θεός του. Ευτυχώς τον πήραν χαμπάρι οι φίλοι του γείτονες και τον έσωσαν, γιατί πιθανά να καιγόταν κι αυτός μαζί.

Τον πήρε ο φίλος του ο Σκοβρόνεκ που είχε εκεί κοντά ένα μαγαζί με μουσικά είδη και του έδωσε το πίσω χωρίς παράθυρα δωμάτιο που είχε ένα κρεβάτι να κοιμάται και σαν αντάλλαγμα ν’ ανοίγει το πρωί το μαγαζί, να το καθαρίζει και να κάνει και κάποια θελήματα.

Ώσπου κάποια μέρα ήρθε στην περιοχή τους μια ορχήστρα ευρωπαϊκή με μαέστρο τον Αλεξέι Κόσακ, που έψαχνε να βρει τον Μέντελ και μάλιστα στη συναυλία αυτή ακούστηκε κι ένα τραγούδι που το ονόμαζαν «το τραγούδι του Μενουχίμ» κι έκανε όλο το κοινό να δακρύζει.

 

Joseph Roth

 

Την ημέρα του Πάσχα στο σπίτι του Σκοβρόνεκ συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια του. Ήρθαν τα παιδιά του με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους καθώς επίσης και ο Μέντελ, για να φάνε και να προσευχηθούν. Μετά την προσευχή εμφανίστηκε στο σπίτι και ο Αλεξέι Κόσακ που ωστόσο είχε μάθει ότι εκεί έμενε ο Μέντελ. Έπειτα από πολύωρη συζήτηση ο Αλεξέι τους αποκάλυψε πως είναι ο Μενουχίμ, που έγινε καλά από έναν γιατρό στο άσυλο, που κάποια στιγμή βρέθηκε, κι ότι αυτός ο γιατρός τον πήρε σπίτι του. Εκεί επειδή η γυναίκα του έπαιζε πιάνο, ασχολήθηκε κι αυτός σιγά σιγά  με τη μουσική. Στο άκουσμα αυτό ο Μέντελ στην αρχή ξέσπασε σε δυνατά σπαρταριστά γέλια, που στη συνέχεια έγιναν καυτά δάκρυα και  με αναφιλητά έπεσε στην αγκαλιά του παιδιού του.

Όταν έφυγαν από το σπίτι του Σκοβρόνεκ ο Αλεξέι τον πήρε στο ξενοδοχείο όπου έμενε. Την άλλη μέρα τον άφησε τον πατέρα του να ησυχάσει κι εκείνος βγήκε για να πάει στο άσυλο να βρει την αδελφή του, να μιλήσει με τους γιατρούς κι αν γινόταν να την πάρει κι αυτή μαζί του. Όταν έφυγε ο Αλεξέι, ο Μέντελ έμεινε στον καναπέ και στα χέρια του πήρε την φωτογραφία που βρήκε στο τραπέζι που απεικόνιζε τη γυναίκα του Αλεξέι και τα δυο τους παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι όμοιο με τη Δεβώρα όταν ήταν μικρή. Μέσα από αυτή τη φωτογραφία αναδύθηκαν και τα πορτραίτα του Γιόνας και της Μύριαμ και ο Μέντελ αποκοιμήθηκε, αναπαυμένος από το βάρος της ευτυχίας, που είχε τόσα χρόνια να ζήσει.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top