Fractal

Ιθάκη

της Μαρίας Σούμπερτ // *

 

fractal_summerΠρωινό ξύπνημα. Τα μάτια σου είναι κολλημένα από τσίμπλες και δεν ανοίγουν. Διαπραγματεύεσαι την έξοδο από το πάπλωμα, αλλά στην δεύτερη αφύπνιση δεν έχεις άλλη επιλογή. Πας σκουντουφλώντας στο μπάνιο και ανοίγεις τη βρύση. Όπως πέφτει επάνω σου το νερό, το μυαλό σου ταξιδεύει στην Ιθάκη, στο καθαρό νερό, στην αίσθηση του σώματός σου όταν κολυμπάς. Κλείνεις τη βρύση και επανέρχεσαι στη σκληρή πραγματικότητα. Είναι Φλεβάρης και κάνει παγωνιά. Ντύνεσαι τουρτουρίζοντας, χτενίζεσαι, παίρνεις την τσάντα σου και φεύγεις.

Στο λεωφορείο πατικωμένη ανάμεσα σε δεκάδες ανθρώπους κλείνεις προς στιγμήν τα μάτια. Η ώρα δεν είναι πια οκτώ και μισή το πρωί, αλλά οκτώ και μισή το βράδυ, είναι καλοκαίρι, ο ήλιος έχει πέσει και εσύ έχεις μόλις βουτήξει στα Μηνύματα. Ο καλός σου έχει πέσει με τα βατραχοπέδιλα και την μάσκα και θα κάνει ώρα να επιστρέψει. Έχεις όλη την παραλία για σένα. Δεν σε ενοχλούν τα χοντρά βότσαλα, τα έχεις συνηθίσει. Πάνω από το βουνό ο ήλιος φεύγει με μια κοκκινωπή αντανάκλαση στον ορίζοντα. Όπως αφήνεσαι στο νερό, νιώθεις τα διαφορετικά ρεύματα, μια κρύο μια ζεστό, να περνάνε από δίπλα σου, από πάνω σου, από μέσα σου.

Στη στάση σου κατεβαίνεις. Δεν υπάρχει κίνδυνος να την περάσεις, υπάρχει μόνο ο κίνδυνος να μην προλάβεις να σπρώξεις με δύναμη για να φτάσεις στην έξοδο του λεωφορείου. Μπλοκάρει η πόρτα και μόλις ανοίξει, σπρώχνονται απ’ έξω να μπούνε πρώτοι. Σιχτιρίζεις. Δίνεις μια αναπόφευκτη αγκωνιά στην ηλικιωμένη κυρία που το παίζει ανήμπορη και μόλις βρει ευκαιρία πατάει επί πτωμάτων για να καθίσει.

Παίρνεις έναν καφέ της συμφοράς και ένα κουλούρι και ανεβαίνεις στο γραφείο. Χτυπάς κάρτα και κάθεσαι στη θέση σου. Ανοίγεις τον υπολογιστή. Οι συνάδελφοι σε χαιρετούν με μισή καρδιά και εσύ μουγκρίζεις αγουροξυπνημένα μιαν απάντηση. Στην επιφάνεια εργασίας σου εμφανίζεται μια καλοκαιρινή παραλία. Το μυαλό σου πάλι σε προδίδει και φεύγει μακριά. Έχει ήδη φτάσει Πάτρα, έχει πάρει το καράβι και έχει αποβιβαστεί στον Πισαετό. Μέσα σε κλάσματα σε έχει πάει πάλι στα Μηνύματα. Φοράς το μαγιό σου και έχεις απλώσει την πετσέτα στην παραλία. Η θάλασσα, όπως δύει ο ήλιος, είναι ήρεμη, σχεδόν δεν έχει καμία αναταραχή. Αφήνεις το σώμα σου ελεύθερο, χαλαρώνεις κάθε σου μυ και νιώθεις την άνωση να σε κρατάει ψηλά. Μια ανάσκελα, μια μπρούμυτα. Δεν έχεις όρεξη να κολυμπήσεις με σήμερα, αφήνεσαι στις διαθέσεις του νερού• ενός νερού που προστατεύει, σε καλύπτει, σε κάνει να νιώθεις μια βαθιά ασφάλεια, ενώ οι προστατευτικοί όγκοι του βουνού δεν αφήνουν καμία εξωτερική δύναμη να σε πλησιάσει. Ένα στήθος και μια μήτρα. Το νησί σε προστατεύει σαν μάνα, σαν σύζυγος, σαν ερωμένη, σαν Πηνελόπη που βρήκε τον Οδυσσέα της στο πρόσωπό σου, και που τόσα χρόνια ύφαινε την παραλία της περιμένοντάς σε.

Η σκληρή πραγματικότητα σε επαναφέρει, όταν χτυπάει το πρώτο τηλέφωνο της ημέρας. Παραγγελία, καταχώρηση, αρχειοθέτηση, προγραμματισμός, επίπληξη. Η ημέρα έχει ξεκινήσει με την κλασική της ρουτίνα.

Όπως πατάς το save στο αρχείο που μόλις ετοίμασες, νιώθεις και πάλι το απαλό χάδι του νερού στο στόμα σου, όταν το μόνο κατωχείλι σου είναι κάτω από το νερό. Αυτό το χάδι που ξεπερνάει την ηδονή και την αθώα χαρά, που είναι πέρα από την σεξουαλικότητα και την παιδική αφέλεια, αυτό το χάδι που σε γαργαλάει, σε χαλαρώνει, σου καθαρίζει το πρόσωπο. Δεν θέλεις να βγεις από το νερό. Κοιτάς τα χέρια σου βρεγμένα, με τις μικρές σκούρες τριχούλες να έχουν κολλήσει στο δέρμα. Το σώμα σου έχει μια περίεργη λάμψη μέσα στο νερό, σα να παίρνει το οξυγόνο της θάλασσας και να το μεταβολίζει σε φως, κοιτάς τα πόδια σου, την κοιλιά σου. Το αλάτι και το ιώδιο εξαφανίζουν κάθε σου ατέλεια. Τα πόδια σου κουνιούνται με την χάρη μπαλαρίνας, τα χέρια σου χαϊδεύουν την επιφάνεια του νερού. Ζεστό, κρύο, ζεστό, κρύο• τα ρεύματα σε κρατάνε σε εγρήγορση.

Η τελευταία επίπληξη σε βρίσκει απροετοίμαστη. Μια απειλή για απόλυση, ειπωμένη δυνατά, για να την ακούσουν όλοι. Αναρωτιέσαι γιατί πάντα πρέπει να την κατευθύνουν αρχικά σε εσένα, αφού δουλεύεις όπως όλοι, κάνεις ότι μπορείς καλύτερο και είσαι πρόθυμη να προσφέρεις περισσότερα. Την ώρα που χτυπάς την κάρτα εξόδου από το γραφείο, φοράς το παλτό σου και παίρνεις την τσάντα σου, νιώθεις πως και αυτή η μέρα έχει φύγει, ενώ η μνήμη σου επιστρέφει στην παραλία. Τώρα έχεις βγει από το νερό, έχεις στεγνώσει όπως όπως τις στάλες, ενώ το αλάτι αρχίζει να σχηματίζει βούλες στην πλάτη και στα χέρια σου. Ρίχνεις λίγο γλυκό νερό στο πρόσωπό σου για να μην σε τρώει και κάθεσαι στην πετσέτα. Κοιτάς την θάλασσα. Μια παρέα τριών νέων έχει μόλις κατέβει. Κάνουν όση περισσότερη φασαρία μπορούν, αλλά δεν σε ενοχλεί. Αν δεν υπήρχαν και αυτοί, πόσο μόνοι θα ήσασταν στη γη; Τους ακούς να γελάνε, να βγάζουν φωτογραφίες, οι δυο τους βούτηξαν ήδη, η τρίτη έμεινε έξω. Το βλέμμα σου τραβάει ο ουρανός, τα χρώματα της δύσης. Δεν είναι έντονα, δεν βλέπεις κάποιο φαντασμαγορικό ηλιοβασίλεμα. Είναι μια στιγμή ήρεμη, γαλήνια και ασφαλής, μια στιγμή πιο σημαντική από κάθε φωτογραφία, από κάθε φαντασμαγορία. Είναι το δικό σου ηλιοβασίλεμα.

Στο λεωφορείο της επιστροφής παρακαλάς να βρεις μια θέση, η κούραση σε έχει καταβάλει. Αντέχεις την ορθοστασία, τις μυρωδιές και την πίεση και κατεβαίνεις είκοσι λεπτά αργότερα. Περνάς από το φούρνο και το σούπερ μάρκετ, ψωνίζεις αυστηρά τα απαραίτητα και επιστρέφεις στην πολυκατοικία σου. Στην κοινή θυρίδα περνάς γρήγορα του λογαριασμούς. ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΕΥΔΑΠ, κινητό, τράπεζες. Η καρδιά σου βουλιάζει. Δεν θα σου φτάσουν ούτε αυτό το μήνα τα χρήματα. Πάλι κουτσουρεμένο θα το δώσεις το νοίκι.

Μπαίνεις στο διαμέρισμά σου. Δεν έχουν ανάψει ακόμα καλοριφέρ. Ξέρεις πως δεν πληρώνουν όλοι τα κοινόχρηστα και πως δεν υπάρχουν χρήματα για πετρέλαιο. Ανάβεις το αιρκοντίσιον και μια θερμάστρα. Ας έρθει ο επόμενος λογαριασμός του ηλεκτρικού ανεβασμένος. Μπαίνεις στην κουζίνα και ετοιμάζεις φαγητό. Από τον φούρνο βγαίνει ζέστη και δεν θέλεις να απομακρυνθείς. Νιώθεις κούραση, νιώθεις μοναξιά, νιώθεις ένα παράπονο που δεν μπορείς να το εκφράσεις. Όπως ψιλοκόβεις το κρεμμύδι, βλέπεις μέσα σου το απαλό αεράκι να χαϊδεύει την επιφάνεια της θάλασσας. Έρχεται από τη Δύση, σαν αποχαιρετισμός του ήλιου. Σκάει ένα βουβό κύμα και σχεδόν σου βρέχει την πετσέτα. Δεν σε πειράζει. Είναι ανακουφιστικό αυτό το νερό. Τα παιδιά στην άλλη πλευρά της παραλίας φωνάζουν γελώντας και τρέχουν να μαζέψουν τα πράγματά τους. Τα μεταφέρουν λίγο πιο ψηλά προς τους βράχους και τα δέντρα, και ξαναβουτάνε. Γυρνάς το βλέμμα σου στα δεξιά και το βλέμμα σου πέφτει στην παλιά λιθοδομή που συγκρατεί το δρόμο. Στην κορυφή της ένα τεράστιο δέντρο αντιστέκεται στις κατασκευές των ανθρώπων.

Κάθεσαι να φας στη μοναξιά σου, ο καλός σου ακόμα δεν έχει επιστρέψει από τη δουλειά. Μέχρι να σχολάσει θα περάσουν ακόμα πολλές ώρες. Πόσο βρίσκεστε μέσα στην εβδομάδα; Μια δύο ώρες την ημέρα; Του ετοιμάζεις φαγητό, κάθεστε για λίγο μαζί και μετά πας για ύπνο. Εκείνος θα κοιμηθεί αργότερα, δουλεύει βραδινός εδώ και έξι μήνες• πόσο καιρό έχετε να κάνετε κάτι μαζί;

Στην παραλία τον θυμάσαι να πετάει ευτυχισμένος πέτρες στη θάλασσα και να μετράει τα γκελ. Με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού είχε βουτήξει νωρίτερα με την μάσκα και τα βατραχοπέδιλα και έψαχνε για κοχυλάκια. Σε κάθε αναπνοή ερχόταν ευτυχισμένος να σου περιγράψει τα ψάρια που είχε δει, αν όχι αυτή τη φορά που είχε σκοτεινιάσει, τις προηγούμενες. Ψαράκια με έντονα χρώματα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε και πράσινα που έμοιαζαν να φωσφορίζουν κάτω από το νερό, δίπλα στους βράχους.

Τρως μονάχη σου στο σαλόνι, βλέποντας τηλεόραση. Δεν καταλαβαίνεις σχεδόν τις γεύσεις, σε έχει απορροφήσει η εικόνα. Όταν τελειώσεις, πάλι κοιτάς λυπημένα το πιάτο σου και υπόσχεσαι στον εαυτό σου την επόμενη φορά να το απολαύσεις. Αν όμως δεν ανοίξεις το χαζοκούτι θα είσαι τελείως μόνη σου.

Πλένεις το πιάτο σου στο νεροχύτη. Όπως πέφτει στα χέρια σου το παγωμένο νερό των αθηναϊκών σωληνώσεων, προσπαθείς έστω και τεχνητά να φανταστείς το νερό της Ιθάκης, το ζεστό και κρύο νερό των αρχών του Ιούλη. Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν αποφασίσατε να φύγετε από την παραλία. Πριν μαζέψεις όμως την πετσέτα, κι ενώ το φεγγάρι είχε αρχίσει να ανεβαίνει, αποφάσισες να χαρίσεις στον εαυτό σου μια ακόμα βουτιά. Κι ας ήταν σκοτεινό το νερό. Η επιφάνεια της θάλασσας ήταν πάλι γαλήνια, σαν να μην έσκασε ποτέ εκείνο το βουβό κύμα. Δεν πήρες φόρα για να πέσεις, πήγες με αργά βήματα. Μπήκες σιγά σιγά, ένιωσες το δέρμα σου να ανατριχιάζει από τα κρύα ρεύματα. Κοίταξες τις τριχούλες στα χέρια σου και στέκονταν όρθιες, ενώ τα πόδια σου σε πήγαιναν βήμα βήμα πιο βαθιά. Το έδαφος υποχωρούσε μπροστά στο νερό, η παραλία βάθαινε γρήγορα. Έριξες το κεφάλι σου πίσω και έβρεξες τα μαλλιά σου. Άφησες την άνωση να σε σηκώσει και έμεινες ανάσκελα να κοιτάς τον ουρανό να έχει πάρει ένα σκούρο μπλε χρώμα, έμοιαζε λίγο σταχτί. Τα αστέρια δεν είχαν φανεί ακόμα, η ώρα ήταν περασμένες εννέα και μισή, αλλά το φως δεν είχε εξαφανιστεί ακόμα τελείως. Το ρεύμα που σε πήγαινε από εδώ κι από εκεί, σε νανούριζε. Με μπουκωμένα αυτιά άκουγες τον βυθό της θάλασσας ζωντανό, ένιωθες το νερό να μιλάει και τα βότσαλα να ανταποκρίνονται, άκουγες μπάσα την ανάσα σου. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν και στην κοιλιά της μάνας σου. Δεν θέλεις να βγεις. Θέλεις να μείνεις εκεί, να αιωρείσαι ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, να σε κρατάει στις πλάτες της η θάλασσα και να σε μεταφέρει γαλήνια και ήρεμα σε έναν κόσμο μέσα σου, μακριά από όλα.

Η ώρα περνάει, ο καλός σου επιστρέφει και θέλεις να τον ρωτήσεις πώς πέρασε τη μέρα του. Αν σε ρωτήσει κι εκείνος, το μόνο που μπορείς να απαντήσεις είναι πως πάλι σήμερα κολυμπούσες στα Μηνύματα, μακριά από την Αθήνα, μακριά από τους λογαριασμούς, το τρέξιμο, το άγχος, την πίεση, το κυκλοφοριακό χάος, την εγκληματικότητα και την δυστυχία, την απελπισία και την μοναξιά. Καταλήξεις να μην ρωτήσεις τίποτα, γιατί δεν θέλεις κι εσύ να απαντήσεις. Του βάζεις φαγητό και κάθεστε μαζί στην τηλεόραση. Κοιτάτε χωρίς να βλέπετε. Έχεις απλώσει τα πόδια σου πάνω του και εκείνος τα χαϊδεύει μηχανικά. Δεν μιλάτε, δεν κοιτάζεστε, και όταν η ώρα πάει δώδεκα σηκώνεσαι από τον καναπέ για να πας για ύπνο. Η μέση σου πονάει από την έλλειψη κίνησης, αλλά δεν έχεις όρεξη ούτε για γυμναστική ούτε για δίαιτα. Η καθημερινότητα σε έχει καταβάλλει.

Του δίνεις ένα πεταχτό φιλί στα χείλη και φεύγεις από το σαλόνι. Πλένεις τα δόντια σου, φοράς τις πιτζάμες σου, κλείνεις την θερμάστρα στο υπνοδωμάτιο και ξαπλώνεις στο παγωμένο κρεβάτι. Κουκουλώνεσαι με το χοντρό πάπλωμα και για λίγο τρέμεις από το κρύο. Δεν έχεις καν κουράγιο να βγάλεις τα χέρια σου από το πάπλωμα για να διαβάσεις κάποιες σελίδες από το βιβλίο σου. Κλείνεις το φως και γυρνάς πλευρό. Μέχρι να έρθει και ο καλός σου στο κρεβάτι, παίρνεις το μαξιλάρι του και το αγκαλιάζεις. Κλείνεις τα μάτια σου και όπως το σώμα σου αρχίζει να ζεσταίνεται, στο μυαλό σου πάλι έρχεται η παραλία με το γαλήνιο νερό, με την διαύγεια που μπορούσες να δεις μέχρι τον βυθό της θάλασσας, με τους όγκους των βουνών να περιτριγυρίζουν τον μικρό αυτό όρμο, με την απόλυτη ησυχία και την απουσία κόσμου, με την παρέα των τριών και τον αγαπημένο σου να σου υπενθυμίζουν πως οι άνθρωποι δεν έχουν εξαφανιστεί ακόμα. Ακουμπώντας το χέρι σου στο μαξιλάρι νιώθεις και πάλι το νερό να σου χαϊδεύει το χέρι, τις τριχούλες να σηκώνονται και να πέφτουν μαζί με το ρεύμα, μέχρι να βραχούν τελείως και να κολλήσουν στο δέρμα σου. Στα μάτια σου το νερό κολλάει στις βλεφαρίδες και βλέπεις τον κόσμο μέσα από χιλιάδες μικρά πρίσματα, με το φως να αντανακλάται. Χαμογελάς, καθώς τα ρεύματα σου σμιλεύουν το σώμα.

Η ώρα περνάει και έχεις φύγει από το στάδιο της ονειροπόλησης. Όπως είσαι κουλουριασμένη, το χέρι σου ακουμπάει στην μύτη σου. Ανάμεσα στις μυρωδιές του σώματός σου, στις μυρωδιές της πόλης και του χειμώνα, είσαι σίγουρη πως μπορείς ακόμα να εντοπίσεις την αλμύρα και το ιώδιο.

Βολεύεσαι στα σεντόνια και το πάπλωμα κάνει βαθύς θορύβους, καθώς τεντώνεις τα άκρα που είχαν συρρικνωθεί από το κρύο. Εκεί που κοντεύει να σε πάρει ο ύπνος, όταν οι εικόνες έχουν περάσει και τίποτα δεν μπορεί να σε κρατήσει πια συγκεντρωμένη, χαμογελάς. Ίσως να μην είναι όλα μάταια. Ίσως να μην είναι όλα άσχημα. Ίσως κι εσύ να έχεις κάποιο προορισμό, γιατί ξέρεις πως πάντα θα υπάρχει μια Ιθάκη που θα σε περιμένει.

 

MariaS* Η Μαρία Σούμπερτ γεννήθηκε το 1979 στο Μόναχο της Γερμανίας. Σπούδασε Θεατρολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο ΠΜΣ του Παντείου Πανεπιστημίου «Πολιτιστική Πολιτική, Διοίκηση και Επικοινωνία» και στο Ινστιτούτο Δραματοθεραπείας ΑΙΩΝ. Βιβλία της: «Η συμμορία της Τήλας» (εκδ. Πάπυρος, 2010), «Η Ρόζα στη μέση» (εκδ. Μελάνι, 2008), Club κυλικείο (εκδ. Κέδρος, 2002), «Τα πράσινα, τα καστανά και τα μαύρα μάτια» (εκδ. Πόλις, 1998). Από τις εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος κυκλοφορεί το θεατρικό της έργο «Invitation to a party, not Another Fairytale» (2009). Γράφει παραμύθια («Του φεγγαριού η κόρη» εκδ. Διάπλαση, 2002) και μεταφράζει γερμανικά παραμύθια για τις εκδόσεις Διάπλαση.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top