Fractal

Λόγος και ιδεολογία στη σύγχρονη Ιταλική λογοτεχνία

του Φοίβου Γικόπουλου // *

 

italy

 

Αν η ιταλική λογοτεχνία του 20ου αιώνα μπορεί να αριθμήσει πέντε ή έξι ονόματα μεγάλων συγγραφέων (Βέργκα, Σβέβο, Πιραντέλλο, Βιττορίνι, Παβέζε, Παζολίνι, Καλβίνο), αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι λόγω της ιδεαλιστικής λαϊκιστικής ψευδαίσθησης, παρατηρήθηκε η άρνηση μιας συγκεκριμένης δυνατότητας αστικής λογοτεχνίας, με την πιο υψηλή και βαθιά έννοια του όρου.  Δόθηκε η εντύπωση ότι υπήρχε η δυνατότητα δημιουργίας, πάνω σ’ αυτές τις βάσεις, της «λογοτεχνίας του αύριο», και δεν έγινε αντιληπτό ότι, στο όνομα του λαού, χανόταν για πάντα η ευκαιρία δημιουργίας μιας σοβαρής, συνειδητής, κριτικής «λογοτεχνίας του σύγχρονου κόσμου» έτσι όπως ακριβώς είναι, με τα δράματα και τα τραύματά του, τα άγχη του και τις υπόγειες απελευθερωτικές του δυνατότητες.

 

Η ιταλική ιστορία του 20ου αιώνα, οι μεταμορφώσεις που σημειώθηκαν στους κοινωνικούς μηχανισμούς, το ποιοτικό άλμα πολλών κοινωνικών αγώνων, η σύγχρονη και βαθιά αναδιάρθρωση του πολιτικού πλαισίου, δημιουργούν το σύνθετο, δραματικό, συχνά χαώδες υπόβαθρο, από το οποίο ο κριτικός δεν μπορεί να αποσχιστεί.

Και δεν μπορούμε να βασιστούμε στις αντιρρήσεις εκείνων που υποστηρίζουν ότι είναι πολύ νωρίς για να κάνουμε ιστορία: βέβαια, τα γεγονότα είναι έντονα, οι καταστάσεις είναι μπερδεμένες και αντιφατικές, αλλά ιστορικά δεν φαίνεται σωστό να αντιμετωπίσουμε μια κριτική θεώρηση με τρόπο «ανιστόρητο», σαν να έβγαιναν από μια έρημο, για να περιμένουμε καταλληλότερους καιρούς (μερικές δεκαετίες ίσως) για να «κάνουμε ιστορία». Είναι καλύτερα να διατρέξουμε τον κίνδυνο να κάνουμε λάθη προοπτικής ή αναλογίας, είναι καλύτερα να διατυπώσουμε αποφασιστικά υποθέσεις εργασίας και να προσπαθήσουμε (όσο αυτό είναι δυνατό) να ιστορικοποιήσουμε στο έπακρο τη συζήτηση: ο χρόνος θα αναλάβει να μας δείξει το πόσο πέσαμε έξω.

Η «παράδοση» δεν είναι μόνο ένα ερείπιο: βρίσκεται και σε έναν κοινωνικό προβληματισμό και, κάτω απ’ αυτή τη μορφή, είναι διαφωτιστικές οι αναλύσεις των σχέσεων διάρκειας-ρήξης ανάμεσα στην παλιά και τη νέα κοινωνία. Έτσι, η βίαιη επίθεση ενάντια στις «ψευδαισθήσεις», πρέπει να επανεξεταστεί: το στοιχείο της ψευδαίσθησης της «πίστης» σε μια «καινούρια» κατάσταση, σε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση, στο συνδετικό τσιμέντο των κοινωνικών αγώνων, είναι ένα καθοριστικό στοιχείο της ιδεολογίας και, άρα, της ιστορίας. Ακόμη και οι ψυχικές καταστάσεις, επιφανειακά συγκεχυμένες και αόριστες όπως «ελπίδα», «ψευδαίσθηση» κλπ., είναι μέρος, σε συγκεκριμένο βαθμό, ενός κλίματος, ενός ιστορικού πανοράματος: και δεν είναι νόμιμο να απομακρυνθούμε από αυτά αν θέλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος τις κατευθυντήριες γραμμές του ιστορικού γίγνεσθαι.

Το πρόβλημα μιας σωστής αντιμετώπισης συνίσταται στο να αποφύγουμε τη λύση της «καταγγελίας» του πώς θα μπορούσαν να πάνε τα πράγματα και στο να διαλέξουμε, αντίθετα, τον δρόμο σίγουρα πιο δύσκολο, που θα αναζητά τις σύνθετες αιτίες που καθόρισαν μια κατάσταση.

Κρίνοντας τα πράγματα από μια άποψη λιγότερο στενά ιταλική, λιγότερο επαρχιώτικη ίσως, ορισμένες τάσεις, το νόημα μερικών πρωτοποριακών ή συντηρητικών ευρωπαϊκών εμπειριών θα μπορούσαν να αναδείξουν καλύτερα και να υποδείξουν μια συμπεριφορά λιγότερο άκαμπτη και περισσότερο δεκτική.

Στη βάση της άρνησης και καταδίκης της παρακμάζουσας τέχνης, βρισκόταν η θεώρηση της ανειλικρίνειας, του ναρκισσισμού, της αυτοπαρατήρησης αυτού του φαινομένου∙ και έμπαινε στο περιθώριο ο τρόπος με τον οποίο, στο εσωτερικό ενός κοινωνικού συστήματος σε εξέλιξη, η τέχνη δεν μπορούσε να έμενε ελεύθερη, αλλά έπρεπε να εκφράζει τις εσωτερικές αντιθέσεις μιας κοινωνίας, το άγχος (ειλικρινές και πραγματικό) του ανθρώπου, μπροστά στο απάνθρωπο.

Συχνά σήμερα, και όχι κατά λάθος, συγχέεται η στιγμή της ιστορικής περιγραφής με τη στιγμή της λειτουργικής επιλογής∙ και παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο όπου σε ιστορικές αναλύσεις λιγότερο αυστηρές και λιγότερο βαθιές, αντιστοιχούν επιλογές πολιτισμικής πολιτικής αβέβαιες και αντιφατικές. Και αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι είναι αναγκαίο ή μόνο χρήσιμο να επιδιώξουμε μια πλήρη ανατροπή πλεύσης και να πέσουμε στο αντίστροφο λάθος, κάνοντας άκριτα αποδεκτή κάθε έκφραση παρακμάζουσας τέχνης και επικροτώντας χωρίς περιορισμούς κάθε προοδευτικό «φορμαλισμό».

Ένα τέτοιο λάθος ίσως να είναι ακόμη πιο σοβαρό∙ το πρόβλημα όμως είναι άλλο. Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η πρόταση θετικών αξιών είναι εύθραυστη και ξεκινά από μια ελλιπή εμβάθυνση των κοινωνικών σχέσεων στο εσωτερικό του συστήματος. Εκείνο που διαπιστώθηκε ιστορικά τις περασμένες δεκαετίες, γιατί αντιστοιχούσε σε μια συγκεκριμένη φάση της ιδεολογικο-πολιτικής σύγκρουσης, σήμερα δεν είναι σε ισχύ. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτά τα χρόνια οι ιστορικές προοπτικές άλλαξαν, άλλαξαν οι δομές της κοινωνίας, αναδιαρθρώθηκε το πολιτικό πλαίσιο και, άρα, είναι λογικό ότι σ’ αυτή την καινούρια φάση αντιστοιχούν νέες, περισσότερο ώριμες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιλογές.

Κάτω από αυτή τη λογική, μια ανάλυση που θέλει να έχει ουσιαστική συμβολή στα δρώμενα, δεν μπορεί να αποσχιστεί από μια αδιάκοπη σύγκριση σε όλους τους τομείς της κριτικής, χωρίς δογματισμούς και περιορισμούς και, κυρίως, πρέπει να κοιτάζει στα μάτια τη σύγχρονη ιστορική πραγματικότητα, να έρχεται σε αντιπαράθεση με όλες τις ιδεολογικές ωθήσεις (έστω και αντιφατικές) που απ’ αυτήν προέρχονται, για να πραγματοποιήσει μέχρι τέλους την πολυπόθητη διαδικασία της ιστορικοποίησης.

 

* Ο Φοίβος Γικόπουλος είναι Oμότιμος καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top