Fractal

Αφήγημα: «Ήσυχη συνείδηση σε πέντε πράξεις»

Της Μηλέβας Αναστασιάδου // *

 

 

 

 

1.

Έκανε και φέτος το χρέος της, πιο γενναιόδωρα μάλιστα από κάθε φορά. Διέθεσε πολύ περισσότερα χρήματα, αλλά το απαιτούσαν και οι συνθήκες που συνεχώς χειροτερεύουν. Δεν το γνωρίζει από πρώτο χέρι αυτό, αλλά έτσι ακούγεται στις δεξιώσεις, οι οποίες δεν έχουν χάσει μεν τίποτα από την πολυτέλεια και την λάμψη των προηγούμενων χρόνων, αλλά γίνονται πλέον πιο διακριτικά για να μην τραβήξουν την προσοχή, ούτε τα φώτα της δημοσιότητας.

Της λείπει η δημοσιότητα, αλλά – βλέπεις – αυτό είναι αναγκαίο κακό τον τελευταίο καιρό. Ο σύζυγος μπαινοβγαίνει στην φυλακή για χρέη στο δημόσιο και στην αρχή ανησύχησε κι εκείνη μήπως αυτό επηρεάσει την ζωή της τόσο ώστε να χρειαστεί να κόψει τα πολλά έξοδα. Γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν άλλαξαν τελικά και πολλά. Φυσικά έγινε πιο διακριτική, μόνο αυτό την δυσκόλεψε, καθώς δεν είχε συνηθίσει να είναι διακριτική, αλλά όταν ήρθε μια δυο φορές αντιμέτωπη με εξαγριωμένους πρώην υπαλλήλους του άντρα της κατά την διάρκεια των αγορών της σε κεντρικό σημείο της πόλης, αποφάσισε να περιορίσει τις βόλτες και τα ψώνια της στη γειτονιά της, όπου οι πιθανότητες να συναντήσει θυμωμένους και φτωχούς ανθρώπους είναι εξαιρετικά λίγες.

Εννοείται ότι φρόντισε να μην την αναγνωρίσει κανείς. Κατέβηκε από το ακριβό αυτοκίνητο και κάθισε δίπλα στο ταμείο. Μαύρα γυαλιά, μαύρα ρούχα, μαύρα παπούτσια, μαύρο μαντήλι γνωστής φίρμας, αλλά με το λογότυπο κρυμμένο από την μέσα μεριά για να μην προκαλεί. Για καλό και για κακό πήρε μαζί της δυο από τους μπράβους του άντρα της. Οι φτωχοί είναι πολλές φορές αχάριστοι και άπληστοι και ικανοί να μην αναγνωρίσουν την καλή της διάθεση να βοηθήσει χρονιάρες μέρες. Σαν τους πρώην εργαζόμενους στην επιχείρηση του άντρα της, οι οποίοι έπεσαν να τον φάνε μόλις αναγκάστηκε να τους απολύσει. Λεφτά για αποζημιώσεις δεν περίσσευαν, αλλά δεν έλεγαν να το καταλάβουν.

Διάλεγε τους πιο φτωχούς από τα ρούχα – έχει μάτι και ξέρει από τιμές – και πλήρωνε για το καλύτερο κρέας. Τα λεφτά που έμειναν μόλις που έφτασαν για το κομμωτήριο που προσέφερε ως ανταμοιβή στον εαυτό της μετά από την δύσκολη τούτη μέρα. Έκανε ωστόσο το χρέος της κι είναι χαρούμενη γι’αυτό.

 

2.

Άρπαξε την σακούλα με το κρέας και της φίλησε το χέρι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Το περίμενε ότι μία από αυτές τις ημέρες η τύχη θα του χαμογελούσε. Ήταν στην αγορά κάθε μέρα, δεν είχε και τίποτα άλλο να κάνει από τότε που έχασε την δουλειά του. Βαριά κατάρα η ανεργία. Να ήξερε μοναχά ποιος τον καταράστηκε.

Έχουν περάσει πέντε βδομάδες πάνω κάτω. Στην αρχή πίστευε πως το θέμα θα λυνόταν γρήγορα, δίχως να αναγκαστεί να ομολογήσει την ήττα του και να αποτελέσει μέρος της στρατιάς των τεμπέληδων, όπως συνηθίζει η γυναίκα του να αποκαλεί όσους βγαίνουν στους δρόμους και παραπονιούνται για τις άσχημες συνθήκες των τελευταίων ετών. Παλιότερα έγνεφε πως συμφωνούσε, τώρα αποφεύγει το βλέμμα της όταν την ακούει να μιλάει με αυτόν τον τρόπο.

Σύντομα εξάλλου θα μάθει. Ήδη της ζήτησε να διώξει τον κηπουρό, αλλά δεν τόλμησε να μιλήσει για την οικιακή βοηθό. Τον κήπο μπορούσε να τον αναλάβει ο ίδιος, αλλά οι δουλειές του σπιτιού του φάνηκαν κομματάκι βαριές για τα ασυνήθιστα χέρια της καλοζωισμένης γυναίκας του.

Ενώ λοιπόν στην αρχή έψαχνε δουλειά, αποφάσισε αυτή τη βδομάδα να την περάσει στην αγορά, ώστε να πετύχει κάποια από αυτές τις πλούσιες φιλεύσπλαχνες κυρίες που τριγυρνάνε τέτοιες μέρες μοιράζοντας απλόχερα τα δώρα τους. Τοποθετεί την σακούλα στην θέση του συνοδηγού και κατευθύνεται προς το σπίτι του με την ελπίδα να περάσουν οι γιορτές όσο πιο ανώδυνα γίνεται τούτη τη χρονιά. Από του χρόνου, όλα με το καλό θα καταρρεύσουν.

Στο τελευταίο φανάρι δεν αντέχει άλλο. Τους απέφευγε για πολλά χρόνια με λύσσα, πετώντας ακόμα και νερό στο παρμπρίζ και τα μούτρα τους για να τους διώξει μακριά. Τούτη την φορά όμως, ανοίγει το παράθυρο και δίνει λίγα ψιλά στον ξένο που του καθαρίζει τα τζάμια.

«Ας φανώ κι εγώ κομματάκι φιλεύσπλαχνος χρονιάρες μέρες.»

Ο ξένος του χαμογέλασε με ένα χαμόγελο πλατύ κι εγκάρδιο. Τον κοίταξε με περιφρόνηση.

«Μακάρι να μας αδειάσει την γωνιά το συντομότερο. Να πάει από εκεί που ήρθε. Η χώρα αυτή δεν μας χωράει όλους.»

Έκανε ωστόσο το χρέος του κι έχει ήσυχη για λίγο την συνείδησή του.

 

3.

Ο ξένος μέτρησε τα ψιλά που είχε στα χεριά του. Τέτοιες μέρες ο κόσμος φαίνεται να είναι λίγο πιο γενναιόδωρος απ’ όσο συνήθως. Δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης εδώ που τα λέμε, καθώς πάει λίγος καιρός που ξεκίνησε να ασχολείται με αυτήν την δουλειά, αν μπορεί κανείς να ονομάσει δουλειά το καθάρισμα των τζαμιών όταν το φανάρι γίνεται κόκκινο. Με την πρώτη ευκαιρία σκέφτεται να φύγει, να εγκαταλείψει μια και καλή όχι μόνο την δουλειά ετούτη αλλά και την χώρα που τον φιλοξενεί προσωρινά. Δεν τον φιλοξενεί με την κλασσική έννοια της λέξης εξάλλου. Μέχρι στιγμής, κατοικεί σε ένα παράπηγμα, μαζί με άλλους δέκα ανθρώπους, ξένοι όλοι μεταξύ τους, από διαφορετικές χώρες μάλιστα, οπότε είναι δύσκολο να συνεννοούνται ακόμα και για τα βασικά, αλλά για τους ντόπιους αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο, καθώς είναι όλοι ξένοι και παρείσακτοι.

Σαν κηπουρός είχε την ελπίδα να μαζέψει τα χρήματα και να φύγει μια ώρα αρχύτερα. Στα φανάρια όμως τα λεφτά μαζεύονται πιο αργά.

Τον πλησιάζει σκυφτός, έτοιμος σχεδόν να πέσει κάτω.

«Φιλαράκι, δώσε μου κανένα ψιλό να φάω κάτι».

Δεν καταλαβαίνει τα λόγια του αλλά τον λυπάται. Πιθανότατα πρόκειται για κάποιον που θέλει την δόση του, σίγουρα πάντως φαίνεται να υποφέρει. Ξεχωρίζει λίγα κέρματα και τα δίνει στον νεαρό. Εκείνος τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Ο ξένος τραβιέται απότομα. Δεν είναι ότι φοβάται ή ότι θέλει την ησυχία του, απλώς η ψυχή του ξεχειλίζει από περιφρόνηση, εκείνο το συναίσθημα που είχε διακρίνει στα μάτια του κυρίου του οποίου καθάρισε τα τζάμια λίγο νωρίτερα. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να καταντήσει έτσι. Έκανε ωστόσο το χρέος του κι είναι λίγο πιο χαρούμενος απ’ όσο είναι συνήθως.

 

 

4.

Ο νεαρός δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος με τα κέρματα. Δεν του φτάνουν ούτε για τα βασικά εδώ που τα λέμε. Άνεργος από τότε που θυμάται τον εαυτό του, παλιότερα μπορούσε με ευκολία να συντηρεί τις συνήθειές του, καθώς έπαιρνε ένα καλό ενοίκιο από το σπίτι που του είχαν χαρίσει οι δικοί του. Αυτός την έβγαζε εδώ κι εκεί, σε σπίτια φίλων και γνωστών με τους οποίους μοιράζεται κοινές συνήθειες κι εξαρτήσεις, τέλος πάντων την άκρη την έβρισκε πάντα. Τον τελευταίο καιρό αναγκάστηκε να νοικιάσει το σπίτι σε κάτι φτωχούς αλλοδαπούς, οι οποίοι του δίνουν ό,τι μπορούν κάθε μήνα. Αλλά αυτό δεν του φτάνει με τίποτα.

Χρειάζεται οπωσδήποτε μια πιο γερή μπάζα και μάλιστα το συντομότερο. Με την άκρη του ματιού του βλέπει την γριά να βγαίνει από την τράπεζα. Πάει να σκάσει στην προσπάθεια να θυμηθεί την ημερομηνία, η οποία δεν του έρχεται με τίποτα στο μυαλό, οπότε αποφασίζει να εξοικονομήσει ενέργεια, ώστε να συγκεντρωθεί στην δράση. Έτσι κι αλλιώς κάποια χρήματα θα έχει η γριά στην τσάντα της, την σύνταξή της στην καλύτερη, λιγότερα αν δεν είναι ημέρα πληρωμών. Πριν προλάβει να το καλοσκεφτεί η γιαγιά παραπατάει κι ο νεαρός δεν χάνει την ευκαιρία να βρεθεί δίπλα της με μια δρασκελιά.

«Παραλίγο να πέσεις βρε γιαγιά, ευτυχώς που σε πρόλαβα.»

Η γιαγιά τον κοιτά με ευγνωμοσύνη και χαμπάρι δεν παίρνει καθώς εκείνος της αρπάζει την τσάντα κι απομακρύνεται σιγά σιγά για να μην δώσει στόχο. Στάθηκε τυχερός τελικά, γιατί δύναμη δεν του περίσσευε για πολλές παλικαριές. Στρίβοντας στην πρώτη γωνία, ρίχνει μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό της τσάντας, όπου είναι ριγμένα μπόλικα χαρτονομίσματα. Δεν νιώθει τύψεις. Αν δεν την ήταν εκεί την κατάλληλη στιγμή, η γιαγιά θα ήταν τώρα με σπασμένο πόδι ή χέρι και θα σφάδαζε από τους πόνους. Αυτά τα χρήματα τα κέρδισε κατά κάποιον τρόπο. Έκανε λοιπόν το χρέος του κι είναι αρκετά περήφανος με την μεγαλοψυχία του.

 

5.

Η γιαγιά δεν έχει ακόμα συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει την τσάντα μαζί της. Ο νους της ταξιδεύει στον εγγονό της που έφυγε από το πατρικό πριν λίγα χρόνια. Ήταν λάθος της που τον άφησε να φύγει, που δεν του στάθηκε όταν την είχε ανάγκη. Ποιος ξέρει που να τριγυρίζει τώρα, με ποιους έχει μπλέξει, ποιος ξέρει αν ζει.

Κάτι λίγα ψιλά που έχει στην τσέπη του παλτού, της εξασφαλίζουν μια τυρόπιτα, τώρα που της άνοιξε η όρεξη με το περπάτημα, αλλά δεν είναι αρκετά για να δώσει κάτι και στο άνθρωπο που κοιμάται στο πεζούλι της πολυκατοικίας, τον οποίο αντικρίζει με την πρώτη δαγκωνιά. Τότε μόνο αντιλαμβάνεται ότι η τσάντα της έχει εξαφανιστεί, όταν κάνει να βγάλει το πορτοφόλι για να δώσει λίγα χρήματα, αν κι εκείνος δεν φαίνεται να ζητάει τίποτα, τουλάχιστον όχι την συγκεκριμένη στιγμή. Αγχώνεται η γιαγιά και κοιτάει δεξιά κι αριστερά. Της έρχεται στο μυαλό ο νεαρός που την έσωσε από την πτώση, αλλά ο νους της δεν πάει ότι μπορεί να είναι κλέφτης. Μπας και την ξέχασε στο τυροπιτάδικο την τσάντα;

Είχε σκοπό να δωρίσει στον γιο της τις τελευταίες της οικονομίες, για να τα φέρει βόλτα τώρα που έχασε ξαφνικά την δουλειά του και δεν τολμά να το πει στην καλομαθημένη γυναίκα του. Περισσότερο όμως στεναχωριέται με τον άνθρωπο που είναι ξαπλωμένος στο πεζούλι μπροστά της. Φαίνεται πεινασμένος.

Το αυστηρό της βλέμμα είναι αρκετό για να κόψει την φόρα στους γείτονες που είναι έτοιμοι να τον ποδοπατήσουν. Κόβει την τυρόπιτα στα δυο και κρατάει για τον εαυτό της το κομμάτι που έχει ήδη δαγκώσει. Κάθεται δίπλα του δίχως να του μιλήσει. Τον σκουντάει μοναχά και του προσφέρει την μισή τυρόπιτα.

Κάθονται στο πεζούλι και μασουλάνε. Εκείνος έχει όρεξη για φαγητό, εκείνη για παρέα. Ο εγγονός χαμένος, ο γιος της το ίδιο, κανείς δεν της μιλάει πια. Κανείς δεν της δίνει σημασία, εκτός από τον πεινασμένο άντρα, που χόρτασε λίγο την πείνα του με μισή τυρόπιτα.

«Όμορφη μέρα,» σχολιάζει ο άντρας. Η γιαγιά γνέφει καταφατικά.

Μια τυρόπιτα, ένα πεζούλι και λίγη παρέα. Για λίγο, δεν χρειάζονται τίποτα άλλο. Αυτές είναι οι στιγμές που ο κόσμος γίνεται κομματάκι καλύτερος. Όταν αυτές οι στιγμές γίνουν πολλές, τότε ο παλιός κόσμος, αυτός με τους ανθρώπους που περήφανα διακηρύσσουν πως έκαναν το χρέος τους, δεν θα υπάρχει πια.

 

 

 

Μηλέβα Αναστασιάδου είναι νευρολόγος. Έργα της έχουν δημοσιευθεί σε ανθολογίες και περιοδικά, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Έχουν εκδοθεί τα βιβλία της: “Προς το τέλος” από τις εκδόσεις Πανέκτυπον και “Όμορφες μέρες” από τις εκδόσεις Παράξενες μέρες.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top