Fractal

Διήγημα: “Ίσως για όλους μας να έρχεται πάντα η άνοιξη…”

Του Νίκου Τσούλια // *

 

[Πρόκειται για μια παιδική ιστορία. Αφορμή της γραφής της ήταν ένα παλιό εμπνευσμένο χρονογράφημα του Παύλου Παλαιολόγου στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», όπου εξέφραζε το «παράπονό» του γιατί οι άνθρωποι δεν έχουν, όπως η φύση, τη δική τους άνοιξη!]

 

Ο φίλος μας ο κοτσυφούλης είχε συνηθίσει καιρό τώρα να πηγαίνει και να κάθεται με τις ώρες στο αγαπημένο του δέντρο, μια γέρικη βελανιδιά στη μέση ενός χωραφιού.

Άλλες φορές η βελανιδιά ήταν γεμάτη φύλλα που θρόιζαν συνεχώς ακόμα και στο πιο μικρό φύσημα του αέρα, αλλά δεν καταλάβαινε τι έλεγαν…

Άλλες φορές το όμορφο δέντρο ήταν ολόγυμνο και ο αέρας σφύριζε ανάμεσα στα κλαδιά, βγάζοντας ήχους άλλοτε διαπεραστικούς και άλλοτε απαλούς, αλλά και πάλι δεν καταλάβαινε τίποτα…

Ο κοτσυφούλης παρατηρούσε πόσο φλύαρα ήσαν τα φύλλα και απορούσε γιατί ήσαν πάντα χαρούμενα, όπως αυτά του φαίνονταν.

*

Ένα βράδυ αποφάσισε να πει την απορία του στα άλλα πουλιά της παρέας του.

Άλλα δεν έδωσαν σημασία, άλλα χαμογέλασαν και άλλα έλεγαν ό,τι κουταμάρα τούς ερχόταν στο μυαλό…

«Και γιατί δε συζητάς μαζί τους;», τον ερώτησε ο γερό-κότσυφας, ο σοφός της συντροφιάς, που πάντα έδινε σημασία και στα πιο απλά πράγματα.

«Μα πώς μπορώ να συνεννοηθώ… Προσπαθώ, αλλά δεν κατανοώ τίποτα από τους ήχους αυτών των φύλλων», απάντησε μάλλον ενοχλημένα ο μικρός μας φίλος.

«Άμα θέλεις πολύ να καταλάβεις τη γλώσσα των φύλλων, πρέπει να το πιστέψεις βαθιά μέσα σου και να δείξεις υπομονή», επέμεινε ο γερο-κότσυφας.

«Εγώ κάθομαι με τις ώρες εκεί δίπλα τους, αλλά δε βγάζω κανένα νόημα. Και ξέρεις παππού, το θέλω τόσο πολύ να ακούσω τα λόγια τους και να καταλάβω γιατί είναι τόσο ευτυχισμένα»…

«Ναι αλλά ξέρεις ότι δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί τους με τα δικά σου αυτιά και με τη δική σου φωνή. Πρέπει να χρησιμοποιήσεις τα φτερά σου, που στέλνουν τα μηνύματά τους με τον αέρα, όπως κάνουν και τα φύλλα», είπε με αποφασιστικό ύφος ο σοφός.

*

Βελανιδιά

Ο κοτσυφούλης ξαφνιάστηκε από τη συμβουλή αυτή και αφού δεν είχε καμιά άλλη επιλογή, πέταξε αμέσως για τη βελανιδιά.

Άρχισε να κουνάει τα φτερά του και σιγά- σιγά πράγματι μπορούσε να καταλαβαίνει τι έλεγαν τα φύλλα και χωρίς πολλά-πολλά έπιασε κουβέντα μαζί τους.

Τα φύλλα ήσαν όλη την ώρα χαρούμενα…

Τραγουδούσαν για τους χυμούς -λέει- που τους φέρνουν τα δέντρα μέσα από τη γη, για τον χρυσαφί ήλιο που τα κάνει να πρασινίζουν, για τον αέρα, που τους δίνει τη δυνατότητα να αναπνέουν, αλλά και να φλυαρούν μεταξύ τους…

*

«Ε, και γιατί είσθε τόσο χαρούμενα όλη την ώρα;», τα ρωτάει όλο απορία ο κοτσυφούλης, κουνώντας τα φτερά του.

«Τραγουδάμε το τραγούδι της ζωής…το τραγούδι του ήλιου, των χυμών και του αέρα», απάντησαν σχεδόν όλα μαζί τα φύλλα ενός κλαδιού που ήταν ακριβώς δίπλα του.

«Τραγουδάμε, γιατί σε εμάς φτιάχνετε φωλιές εσείς τα πουλιά για τα μικρά σας και έτσι προστατεύονται».

«Γιατί ακούμε τα δικά σας τιτιβίσματα», φώναζαν όλο χάρη τα φύλλα από ένα κλαδί που ήταν πάνω από το κεφάλι του.

«Τραγουδάμε, γιατί κάνουμε σκιά στους ανθρώπους και ξεκουράζονται, όταν έρχονται να φάνε το μεσημέρι», θρόιζαν κάποια άλλα φύλλα από το κλαδί που καθόταν.

«Τραγουδάμε, γιατί μοιραζόμαστε τον ήλιο, τους χυμούς και τον αέρα δίκαια μεταξύ μας, αφού είμαστε όλα αδέλφια πολύ αγαπημένα μεταξύ μας…», του απαντούσαν πολλά φύλλα σα να ήταν χορωδία…

*

Ο μικρός μας φίλος κούνησε τα φτερά του ευχαριστώντας όλα τα φύλλα και έφυγε ικανοποιημένος που είχε μάθει τόσα πολλά πράγματα.

Ο μικρός κοτσυφούλης συνήθισε να πηγαίνει και να κουβεντιάζει κουνώντας συνέχεια τα φτερά του με τα φύλλα της βελανιδιάς.

Οι παλιοί του φίλοι γελούσαν μαζί του, αλλά αυτός δεν έδινε σημασία γιατί είχε γνωρίσει έναν καινούργιο κόσμο…

*

Σαν ήρθε το φθινόπωρο, τα φύλλα άρχισαν να αλλάζουν χρώματα και γίνονταν όλο και πιο μελαγχολικά!

«Είδατε πως ο κόσμος δεν είναι μόνο χαρά;», είπε σκεπτικός στα κιτρινωπά φύλλα, «εσείς έχετε γίνει πολύ χλωμά και από ότι θυμάμαι θα πέσετε στη γη και θα πεθάνετε. Πού είναι η χαρά λοιπόν;».

«Θα πέσουμε στη γη, μα θα ξαναγεννηθούμε μέσα από το χώμα, μικρέ μας φίλε», του απάντησαν σχεδόν όλα τα φύλλα με μια φωνή σα να ήταν συνεννοημένα.

Ο κοτσυφούλης κούνησε το κεφάλι του αυτή τη φορά και δεν τους είπε τίποτα με τα φτερά του. Είχε τόσο στενοχωρηθεί που θα έχανε αυτούς τους χαρωπούς φίλους του.

Μα κάποια μελαγχολικά φύλλα, σα να κατάλαβαν τις σκέψεις του εξήγησαν τι ακριβώς συμβαίνει. «Σαν πέσουμε στη γη, αρχίζουμε σιγά-σιγά να διαλυόμαστε στο χώμα και γινόμαστε διάφορα υγρά».

«Μα δε θα έχουμε ακριβώς χαθεί. Το δέντρο με τις ρίζες του, μας ρουφάει μέσα στους χυμούς του αργά-αργά όλο το χειμώνα».

«Σαν έλθει η άνοιξη και σταματήσει το κρύο, οι χυμοί, εμείς δηλαδή, φθάνουμε στα κλαδιά και θα αρχίσουμε δειλά-δειλά να φυτρώνουμε σα μικρά μπουμπούκια από τα ξερά κλαδιά. Δεν έχεις προσέξει πόσο όμορφα πρασινίζουν τα δέντρα;».

*

Ο μικρός μας φίλος έδειχνε να συμφωνεί, γιατί είχε πράγματι προσέξει την περασμένη χρονιά που φύτρωναν τα μικρά φύλλα.

Και αφού τα ευχαρίστησε πέταξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να το πει στη συντροφιά του.

«Έτσι και έτσι μου είπαν τα φύλλα», είπε λαχανιασμένο στην απορημένη παρέα των πουλιών, «θα ξαναφυτρώσουν την άνοιξη και θα είναι πάλι πράσινα – πράσινα και καταπράσινα».

«Και πού είναι αυτό που δεν ξέραμε;», απάντησε βιαστικά ένας ατακτούλης της συντροφιάς και συνέχισε όλο καμάρι «υπάρχουν και πουλιά, που φεύγουν το χειμώνα και ξαναγυρίζουν την άνοιξη».

Ο κοτσυφούλης το είχε σκεφθεί αυτό, αλλά άλλο τον απασχολούσε. «Ναι αλλά κάποια άνοιξη αυτά τα πουλιά δε θα έλθουν και θα έχουν χαθεί μια για πάντα… Το ίδιο θα συμβεί και με εμάς. Δεν είναι άδικο που εμείς δεν έχουμε πάντα κάποια άνοιξη και έτσι να ζούμε αιώνια;».

Σαν είδε τόσο πολύ στεναχωρημένο τον κοτσυφούλη, ο παππούς τους είπε: «Είδατε πόσο όμορφο είναι να κατανοούμε τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας και να έχουμε συνέχεια καινούργιες γνώσεις;».

«Μα δε μας απασχολεί αυτό τώρα παππού», απάντησαν πολλά πουλιά μαζί, «άλλη είναι η ανησυχία του φίλου μας».

«Το γνωρίζω, μα μη βιάζεστε… Η γνώση πρέπει να είναι ουσιαστική και να μας κάνει να αναρωτιόμαστε συνέχεια…

Τα φύλλα έρχονται και ξανάρχονται και είναι αιώνια, γιατί νιώθουν ότι είναι κομμάτι της φύσης είτε είναι στο χώμα λιωμένα, είτε είναι χυμοί μέσα στα δέντρα, είτε είναι μπουμπουκάκια, είτε είναι φύλλα πράσινα ή κίτρινα».

*

«Γι΄ αυτό είναι τόσο ευτυχισμένα και όλο τραγουδούν για τα απλά πράγματα της ζωής για τον αέρα, το νερό, το φως», είπε χαρούμενος ο κοτσυφούλης.

«Τώρα θα μιλάω όλο και πιο πολύ στα φύλλα και ίσως να μάθω να σκέφτομαι και εγώ όπως αυτά τόσο απλά, τόσο αληθινά. Και ποιος ξέρει…                                               Ίσως για όλους μας να έρχεται πάντα η άνοιξη»!

 

 

 

Άνοιξη

 

 

* Ο Νίκος Τσούλιας είναι καθηγητής σε λύκειο. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003). Διδακτορικό στην Ειδική Αγωγή. Δύο βιβλία: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον».  Συνεργάστηκε με: «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986), «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996) και “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” (2010- σήμερα) καθώς και με αρκετά περιοδικά. (https://anthologio.wordpress.com/)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top