Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Μια Τρίτη, από τις τελευταίες, ενός συντηρητή μηχανικών τροφίμων”

Του Βαγγέλη Ραπτόπουλου // *

 

unnamed

 

Χθες βράδυ, λίγο πριν τον δύωρο νυχτερινό μου ύπνο, θυμήθηκα αυτά που μου έλεγε πριν από τρία χρόνια περίπου ο μακαρίτης ο παππούς μου για τα παιδικά του χρόνια και για το πόσο καλά περνούσαν οι άνθρωποι παλιότερα.

«Κάθε πέρσι και καλύτερα’ κάθε πέρσι και καλύτερα», έλεγε και ξανάλεγε σαν παπαγάλος.

Φυσικά, ο παππούλης μου είχε τους λόγους του να τα βλέπει όλα μαύρα: το γεγονός ότι είχε φτάσει ο καιρός του να πεθάνει, τον είχε ρίξει σε βαθιά κατάθλιψη κι αφορμή έψαχνε για να δηλώσει ότι ο κόσμος μας πάει απ’ το κακό στο χειρότερο.

Ενώ εγώ; Παρ’ όλο που σήμερα πια βρίσκομαι σε μια κατάσταση ανάλογη με τη δική του και οι μέρες μου είναι μετρημένες- δεν έχω χάσει την αισιοδοξία μου. Κατά τη γνώμη μου, η εποχή μας, ακόμα και στα χειρότερά της, παραμένει καλύτερη από όλες τις άλλες.

Να, πάρτε για παράδειγμα την προπερασμένη Τρίτη, 9 Ιουλίου 2094, που σηκώθηκα χαράματα, όπως πάντα για να πάω στη δουλειά. Η ώρα ήταν πέντε και δέκα, όταν μπήκα στο ατομικό μου όχημα, κάθισα στη θέση του συνοδηγού, ο αυτόματος οδηγός έβαλε μπρος και ξεκινήσαμε.

Βγαίνοντας απ’ το πάρκινγκ συνάντησα κάποιους συναδέλφους, την πεθερά μου και την μικρή της αδελφή.

Οι δικοί μου συγγενείς έχουν σχεδόν όλοι τους πεθάνει εκτός από έναν γηραιότατο θείο μου, ο οποίος ζει και βασιλεύει στη δωματιάρα του- στην έπαυλή του, όπως τη λέει- λίγο πιο έξω από την πόλη.

Ασφαλώς, δεν πρόκειται καθόλου για έπαυλη, αλλά για ένα εξωφρενικά μεγάλο για τις ανάγκες του δωμάτιο, που το απέκτησε και το διατηρεί παράνομα χάρη σ’ εμένα, στις γνωριμίες μου και στις διασυνδέσεις μου’ αν δεν ήμουν εγώ, θα κακοπερνούσε τώρα, στριμωγμένος στο δωματιάκι που έχουν κανονικά όσοι βρίσκονται στην προχωρημένη κι αναπαραγωγική ηλικία του.

Εν πάση περιπτώσει, η… έπαυλή του βρίσκεται στα βόρεια, στο τέρμα μιας παρόδου της κεντρικής λεωφόρου, που περνάει μπροστά απ’ το κτίριο της Διοικούσης Αρχής. Ανεβαίνεις στον 907ο όροφο του οικήματος και, με το που ανοίγει η ροζ εξώπορτα, αντικρίζεις έναν χώρο 3Χ3- ένα δωμάτιο αχανές, δηλαδή, και απίστευτα άνετο. Μπαίνεις κι αμέσως θαμπώνεσαι απ’ τη πολυτέλεια. Υποψιάζεσαι ότι εδώ μέσα κατοικεί ένα νεαρό, παραγωγικότατο άτομο, ένας τρομερά εργατικός άνθρωπος που δεν έχει αφήσει πριμ για πριμ. Και το λέω αυτό επειδή νομίζω ότι είναι αναπόφευκτη μια τέτοια σκέψη μόλις αντικρίσεις, όχι τις διαστάσεις του δωματίου, αλλά το χαλί στο μέσον του.

(Ομολογώ ότι πάντα με σαγήνευε η απλοϊκή πολυτέλεια, η οποία χαρακτηρίζει τη σημερινή κοινωνικο-ιστορική φάση που διανύουμε. Κανείς από τους προγόνους μας δεν θα μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί πόσο άχρηστη ήταν όλη αυτή η οικιακή πανοπλία από έπιπλα, σκεύη, παράθυρα, μεσοτοιχίες κλπ., που θωράκιζε δήθεν και στην πραγματικότητα κατατεμάχιζε και τραυμάτιζε βάναυσα κι ακαλαίσθητα τον χώρο. Ευτυχώς που η σύγχρονη αισθητική, με την απαραίτητη βοήθεια της τεχνολογίας, μας απάλλαξε οριστικά από τα ανωφελή αυτά καρκινώματα).

Πάνω στο χαλί, ο θείος μου έχει τακτοποιημένα τα δυο φιαλίδια με τις βασικές τροφές σε χάπια κι ένα μπουκάλι με το σχετικό υγρό, το πιο αναγκαίο. Η πολυτέλεια αυτή του παρέχει την άνεση να προσκαλεί συχνά λιγότερο προνομοιούχους ενοίκους του οικήματος στο δωμάτιό του για να πουν δυο λόγια.

Πώς βαριέμαι τις γεροντικές κουβέντες, που δεν έχουν άλλο ενδιαφέρον και επίκεντρο από την τροφή!

«Σήμερα κυκλοφόρησε η τάδε, χτες απέσυραν τη δείνα, και ούτω καθεξής, στο ίδιο ακριβώς μοτίβο, χωρίς την παραμικρή αλλαγή, λες και δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να τους απασχολεί…

Και να, λοιπόν, που, από τους εξ αίματος συγγενείς μου, ο θείος μου αυτός είν’ ο μόνος που ζει (ζει, όμως, ένας αντιπαραγωγικός άνθρωπος; ή μήπως πρόκειται απλώς για σχήμα λόγου;) και ό,τι μπορούσα το έχω κάνει για χάρη του. Τους υπόλοιπους συγγενείς μου, τους επισκέπτομαι κατά διαστήματα στο ΙΑ’ νεκροταφείο, όπου βρίσκονται βαλσαμωμένοι.

Αυτό, το τελευταίο, μου τα συνέστησε ο ψυχοθεραπευτής μου: «Κάνει καλό να θυμάσαι πότε πότε τα παλιά ειδικά για την περίπτωσή σου, όμως, κάτι τέτοιο επιβάλλεται».

Στην πραγματικότητα, ο πρώτος που μου συνέστησε μια παρόμοια θεραπεία ήταν ο τροφολόγος, γιατί η αρρώστια από την οποία πάσχω, ο οξεία υπερμπορτικίωση, θέλει αναμνήσεις. Η ίαση δεν είναι καθόλου εύκολη και απ’ όσο γνωρίζω πρόκειται για μια πάθηση που προέρχεται από την υπερκατανάλωση τροφής ΑΚ (η οποία ως γνωστόν, είναι πλούσια σε μπόρτι). Πιθανότητες θεραπείας υπάρχουν μόνο εφόσον ελαττώσεις την ΑΚ και πάρεις ισχυρές δόσεις μονολιφοτικώνης. Χρειάζονται, όμως, οπωσδήποτε, και αναμνήσεις γεγονότων με συγγενείς.

Γι’ αυτό και επισκέπτομαι, όποτε μου δίνεται ευκαιρία, το νεκροταφείο όπου βρίσκονται βαλσαμωμένοι οι δικοί μου.

Πού είχαμε μείνει; Α, ναι… την προπερασμένη Τρίτη, πηγαίνοντας στη δουλειά, δεν συνάντησα κανέναν από το σόι μου’ εκτός εάν θεωρήσουμε σόι μου την πεθερά μου και την μικρή της αδελφή.

Ήταν βέβαια και οι συνάδελφοι, αμίλητοι και σκοτεινοί, ο καθένας πίσω από το κέλυφος του ατομικού του οχήματος και μερικοί μου ανέφεραν μέσω του πομπού τους χαιρετίσματα, καλημέρα κλπ, που υποπτεύομαι ότι ήταν μαγνητοφωνημένα, γιατί άκουγα το φύσημα απ’ την εγγραφή όταν μιλούσαν. Οι αυτόματοι οδηγοί μας είχαν προειδοποιήσει να ην ανοίξουμε τα παράθυρα, γιατί στο σημείο εκείνο η περιεκτικότης της ατμόσφαιρας σε τοξικά ξεπερνούσε τα όρια συναγερμού, ώσπου εφτά οχτώ τετράγωνα παρακάτω, όπου ο αέρας ήταν μόνο κατά 85% μολυσμένος, πείσαμε τους οδηγούς και άνοιξαν τα παράθυρα για να συνομιλήσουμε…

Έπιασα κουβέντα μ’ έναν συνάδελφο, με τον οποίο δουλεύουμε στο ίδιο Γραφείο. Είχε ενδιαφέροντα νέα. Την Πέμπτη, λέει, ο πρόεδρος της πόλης, ο οποίος έχει δημιουργηθεί εξ ολοκλήρου από μοσχεύματα της εταιρεία Fixton, θα έβγαζε λόγο από την τηλεόραση που θα πουλιόταν σε CD-ROM, για όσους θα τον έχαναν. Ακόμα είπε ότι το Υπουργείο Υγιεινής ενημέρωσε τη Διοικούσα Αρχή για τον ανθυγιεινό και επιβλαβή χαρακτήρα των δυο κύριων απογευματινών τροφών (κοινό συστατικό είναι το θλείο) και συνέστησε την άρση της κυκλοφορίας τους. Οι τροφές αυτές προκαλούν ενοχλήσεις στα πόδια, τα οποία, στα δέκα χιλιόμετρα με το ατομικό όχημα, πονούν φοβερά, στα γόνατα, στις κνήμες, στα πέλματα, παντού. Εάν τελικά τις απαγο ρεύσουν, προκειμένου να αποφευχθεί η διαταραχή της Δημόσιας Υγείας και για να εξασφαλιστεί η ισορροπία της, θα αυξήσουν τις αμφεταμίνες. Κάθε πρωί, λέει, θα παίρνουμε τώρα δεκατρία απ’ αυτά τα εξάγωνα χαπάκια που είναι ελαφρά, ως πρόγευμα, και στη συνέχεια αυξημένες δόσεις ηρεμιστικών, όχι Noctriym, αλλά Astrafamil, Lucinal και λοιπά. Είπε κι άλλα πολλά- πού να τα θυμάμαι όλα;

Επιβιβαστήκαμε ξανά και προχωρήσαμε προς το κέντρο της πόλης. Σε κάποιο σημείο της κεντρικής λεωφόρου σταματήσαμε – να ξεμουδιάσουμε λίγο- και οι αυτόματοι οδηγοί μας επέτρεψαν να βγούμε έξω, με την προϋπόθεση να φορέσουμε τις αναπνευστικές συσκευές. Βγήκαμε με αργές κινήσεις, σαν αστροναύτες σε περιοχή χωρίς βαρύτητα, περικυκλωμένοι από το προστατευτικό γυαλί της συσκευής.

Ξαφνικά, έπεσε ενός συναδέλφου η μάσκα κατά λάθος κι είδαμε το γυμνό του πρόσωπο να πανιάζει σε χρόνο μηδέν, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να βήχει δυνατά (κι ας μην τον ακούγαμε), έβηχε, έβηχε, κλείνοντας τα μάτια, ανοίγοντας το στόμα, πετώντας τη γλώσσα έξω κι είδαμε τα γαντοφορεμένα χέρια του ν’ αγκαλιάζουν το λαιμό του (σαν ν’ αυτοστραγγαλιζόταν!), σφάδαζε ολόκληρος και τα θανατηφόρα αέρια πύκνωσαν μες στα πνευμόνια του, ώσπου λύγισε, γονάτισε, άνοιξαν οι ματάρες του. πελώριες οπές οδύνης και φόβου, και σωριάστηκε σαν άδειο δοχείο ανταλλακτικών…

Οι αυτόματοι οδηγοί μας ειδοποίησαν να επιστρέψουμε στα οχήματα και κάποιος κάλεσε ένα ασθενοφόρο, ενώ φεύγαμε αμίλητοι και πάλι, χωρίς ίχνος επικοινωνίας.

Ήταν ώρα για την κατάσταση – υπ’ αριθμόν 9.

Συνδεθήκαμε με τον Πομπό Συναισθημάτων και, φορώντας τη στεφάνη με τα καλωδιάκια, πιέσαμε όλοι μαζί τα κουμπιά με την ένδειξη: Λύπη, ώσπου συσπάστηκε η γραμμή των χειλιών μας και γίναμε λυπημένοι για λίγο, το συναίσθημα κορυφώθηκε, μεταλλάχτηκε και μια θλίψη βαριά σαν υδράργυρος διοχετεύθηκε μέσα μας- σε δυο νανοδευτερόλεπτα είχαμε επιστρέψει στο αρχικό συναισθηματικό κενό και συνεχίζαμε την πορεία μας.

Λοιπόν, την προπερασμένη Τρίτη, λόγω μιας μάλλον αναπόφευκτης ζημιάς, αναγκάστηκα να παρακαλέσω τους δυο συναδέλφους να με βοηθήσουν ν’ αντιμετωπίσω τις αλλεπάλληλες αναφορές απώλειας.

Όμως, ούτε κι εκείνοι κατόρθωσαν ν’ αναχαιτίσουν το θεόρατο κύμα, στα μόνιτορ μια πλημμύρα από άχρηστες εντολές, οι μαγνητοταινίες να ξετυλίγονται από τις πομπίνες, καλούσα ηλεκτρονικά τα τηλέφωνα και πληκτρολογούσα ασταμάτητα- με θυμάμαι να πατάω αλλόφρων κουμπιά χωρίς αποτέλεσμα. Οι δυο συνάδελφοι δεν προλάβαιναν να προβούν ούτε στις δικές τους απαραίτητες ενέργειες, από τις πομπίνες των τριών μας ξετυλίγονταν και κυλούσαν τώρα αφηνιασμένες οι μαγνητοταινίες (είχε γεμίσει απαλά βουνά το πάτωμα) και όταν έξαλλος όρμησε μέσα ο Διευθυντής του ορόφου, στροβιλίστηκαν γύρω του και τον έριξαν κι αυτόν κάτω.

Βράζοντας από αγανάκτηση και οργή έδωσε διαταγή να μας βγάλουν έξω με γερανό,

Ο ένας συνάδελφος, όμως, ήταν ήδη καρυδωμένος (μια μαγνητοταινία είχε σφιχτά κουλουριαστεί στο λαιμό του σαν φίδι) και μας κοίταζε με τα μάτια διάπλατα όταν ο Διευθυντής, τραβώντας και σκίζοντας κομμάτια από μαγνητοταινίες και χτυπώντας τα πόδια του δυνατά στο πάτωμα, τον κάλεσε με τ’ όνομά του.

Περίμενε μάταια ν’ ακούσει «παρών», ώσπου στο τέλος σούφρωσε τα μούτρα του, έτριψε αμήχανα το σβέρκο και κραύγασε: «ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ», καθιστώντας αυτοστιγμεί τον νεκρό, με μια και μόνη λέξη, αντιπαραγωγική κι αρνητική μονάδα.

Ύστερα, ανέσυραν μεσ’ απ’ τις μαγνητοταινίες και τον άλλο συνάδελφο, αιμόφυρτο, με το ένα του χέρι κομμένο κι όταν ο Διευθυντής φώναξε και το δικό του όνομα, δεν ακούστηκε τίποτα και τον είδαμε με το κεφάλι γερμένο στον ώμο και τις ταινίες τυλιγμένες σαν περιβραχιόνιο στο ώμο γύρω απ’ το κομμένο του μπράτσο, ο Διευθυντής επανέλαβε θριαμβευτικά: «ΑΠΟΛΥΕΣΑΙ», και τον πήραν κι αυτόν μισοπεθαμένο…

Εμένα με τράβηξαν τελευταίο, σώο και αβλαβή κατά τύχη, εντελώς κατά τύχη, με μια από τις καρτέλες του εκτυπωτή ανάμεσα στα δόντια μου και ταινίες μπλεγμένες σ’ όλο μου το σώμα.

«Πώς λέγεσαι;» ρώτησε με αποστροφή ο Διευθυντής.

Ψέλλισα έντρομος τ’ όνομά μου.

«Απολύεσαι διότι υπήρξες αίτιος…», άρχισε να λέει τονίζοντας επιδεικτικά τη λέξη αίτιος, και ένιωσα δυο χέρια να με αρπάζουν από τις μασχάλες και να μ’ εξοβελίζουν απ’ την αίθουσα, με τις ταινίες ν’ ανεμίζουν κρεμασμένες από πάνω μου, σαν σημαιάκια εν υποστολή.

Τον νεκρό τον βαλσαμώσανε και απ’ ό,τι έμαθα τον έχουν στο ΙΒ’ νεκροταφείο, δηλαδή, στο ακριβώς επόμενο από το ΙΑ’.

Ο άλλος, με μηχανικό χέρι αμφίδρομης κίνησης, δουλεύει τώρα, περιφρονημένος και παρακατιανός, σε μια Πρέσα ατομικών οχημάτων, τσακίζοντας σίδερα και λαμαρίνες, ισοπεδώνοντας πόρτες κι αμαξώματα, παίρνοντας μια ελάχιστη εκδίκηση για τις μαγνητοταινίες που του ΄λιώσαν το χέρι.

Κι εγώ αποφάσισα να καθίσω και να γράψω τ’ απομνημονεύματά μου- το κεφάλαιο αυτό μάλιστα, δεν αποκλείεται να είναι το τελευταίο.

Νομίζω ότι έκλεισα πια έναν κύκλο, ότι είναι άσκοπο να επιμένω να ζω και θα ζητήσω μάλλον να πεθάνω από την εταιρεία SOJ, για την οποία ο συνάδελφος με το κομμένο χέρι έλεγε ότι είναι από τις καλύτερες.

Μητέρα, πατέρα, εγώ, ο άξιος γιος σας, σας χαιρετώ.

Να μου προσέχετε τη λατρευτή μου σύζυγο.

Σύντομα θα ‘ρθω να σας συναντήσω.

 

(Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής στις 15 Αυγούστου.)

 

vag_rapt* Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος (Αθήνα, 1959) εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο στα είκοσί του. Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα και νουβέλες: «Η αυτοκρατορική μνήμη του αίματος», «Λούλα», «Mαύρος γάμος», «Χάσαμε τον Μπαμπά», «Φίλοι», «Η Μεγάλη Άμμος», «Η πιο κρυφή πληγή» κ.ά. Σπονδυλωτά έργα: «Έμμονες ιδέες», «Η γενιά μου», «Ιστορίες της Λίμνης». Μεταξύ χρονικού και αυτοβιογραφίας: «Ακούει ο Σημίτης Μητροπάνο;», «Η δική μου Αμερική», «Λίγη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», «Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας». Καθώς και μεταφρασμένα αποσπάσματα από αρχαίους έλληνες συγγραφείς. «Τα τζιτζίκια» εκδόθηκαν στα αγγλικά, «Η απίστευτη ιστορία της πάπισσας Ιωάννας» στα ιταλικά. «Ο εργένης» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, τα «Διόδια» στην τηλεόραση, ενώ «Η επινόηση της πραγματικότητας» διασκευάστηκε για το θέατρο. Συνολικά έχουν τυπωθεί περισσότερα από 250.000 αντίτυπα των βιβλίων του. Το προσωπικό αρχείο του βρίσκεται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top