Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: «Είμαι το μέλλον, δεν με θυμάσαι;»

Της Φωτεινής Τσαλίκογλου // *

 

fwt

 

Αύγουστος ήταν. Ίσως και Ιούνιος. Πάντως καλοκαίρι. Καλοκαίρι του 2019. Έκανε ζέστη, το μόνο που με ακρίβεια θυμάμαι. Όλα τα υπόλοιπα  χάνονται στην ομίχλη που τη μέρα εκείνη τύλιξε  την ακτή κι έφτασε έως εκεί που πηγαίναμε για διακοπές. Στην παραλία των χαμένων κολυμβητών. Εκεί ήμουνα εγώ. Αυτό μόνο θυμάμαι. Ένα αβέβαιο, ελλιπές,  με ατέρμονα χάσματα μνήμης, παιδικό  εγώ.

Ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες μέρες μόνο που στον ουρανό κάποια στιγμή έπαψε το μπλέ και φάνηκε ένα καφετί αεροπλάνο. Έφερνε γύρους και πετούσε ολοένα και πιο χαμηλά, τόσο που έλεγες άλλο λίγο και θα αγγίξει  τα κύματα, θα βουτήξει μέσα τους, και θα ανοίξει η κοιλιά του. Κάποια αεροπλάνα έχουν κοιλιά, είναι γνωστό από τα χρόνια τα παλιά. Κι εκεί κρύβουν από πυρομαχικά μέχρι θησαυρούς και αναμνηστικά. Σε μια στιγμή όλα σκοτείνιασαν. Έτσι κάπως θα είναι το τέλος του κόσμου συλλογίστηκα. Δίχως φόβο. Ακόμα κι όταν χάθηκε το φως  δεν ένοιωσα φόβο. Σαν φυσικό φαινόμενο. Μια έκλειψη του ήλιου. Το τέλος του κόσμου θα μοιάζει με ένα λυγμό έλεγε η μαμά μου. Κι εκείνη ποτέ μα ποτέ δεν έκλαιγε. Είχα καταλάβει ότι  κρυφά από όλους μας πήγαινε κάθε τόσο στη θάλασσα για να προσευχηθεί. ‘’Στη θάλασσα σε ακούει ο θεός’’ έλεγε. Αν ζούσε τώρα σίγουρα θα έψαχνε αλλού τόπο προσευχής.

 

Μια κραυγή έσκισε τη μέρα που έγινε νύχτα. Τότε απόρησα. Ποιος ήταν ο εχθρός μας; Είχαμε πόλεμο; 3 μαύροι όλμοι ελευθερώθηκαν από την κοιλιά του αεροπλάνου. Τρείς φλεγόμενοι μετεωρίτες. Γιατί; Tι κίνδυνο εκπροσωπούσαν οι λουόμενοι στην ήσυχη παραλία μας; Ένας παγωτατζής, δυο ζογκλέρ, ένας ακροβάτης, ένα αγόρι που πουλούσε μπαλόνια, μεταμφιεσμένοι πράκτορες μιας εχθρικής δύναμης; και η φίλη μου, το κορίτσι που σήμερα γνώρισα στην παραλία, μια επιτήδεια κατάσκοπος χθόνιων δυνάμεων; Κάτι δεν πάει καλά εδώ. Κάποιο λάθος έχει γίνει.

Tσάαααακ, με ένα τσάααακ, με ένα κρότο που σκίζει στα δύο όλα τα πράγματα που μέχρι τότε γνώριζα, είδα το κορίτσι που μάζευε με τον κουβά του όστρακα και κοχύλια και κάθε τόσο έμπαινε στη θάλασσα να φέρει νερό να τα ξεπλύνει, το είδα να κοντοστέκεται. Σκοτείνιασε κι άλλο. Το αεροπλάνο χαμήλωσε κι άλλο, αν σήκωνα το χέρι θα το άγγιζα, ένας φλεγόμενος μετεωρίτης χτύπησε την γυμνή  πλάτη της φίλης μου. Δεν πρόλαβα να μάθω το όνομα της. Μόνο την ηλικία της. 13 χρόνων. Όπως εγώ. Είδα το σώμα της σαν  λαμπάδα να αρπάζει  φωτιά. Κι έπειτα να γέρνει το κεφάλι της και να σωριάζεται πάνω στην άμμο. Πως μπορείς να βάζεις σημάδι ένα κορίτσι που μαζεύει όστρακα στην παραλία; Μπορεί και να κάνω λάθος και  να μην υπήρχαν όστρακα, ούτε αστερίες, ούτε κοχύλια σε εκείνη την παραλία κι έναν σκέτο λάκκο να έφτιαχνε με τον κουβά του το κορίτσι, και να το γέμιζε με νερό. Ένα λάκκο. Έστω αυτό. Πως σημαδεύεις; Αίμα. Κόκκινο. Κανείς δεν τρέχει; Μόνον εγώ; Δεν έχει γονείς; Προστάτες; Tόπο καταγωγής;

«έλα κοριτσάκι, δεν πρόλαβα να μάθω το όνομα σου, έχω ξεχάσει πια και το δικό μου, έλα, σήκω, άφησες τον λάκκο σου ημιτελή, σήκω που σου λέω, πάρε τα 13 χρόνια στα χέρια σου, μάζεψε τα αίματα. Σκοτείνιασε κι άλλο δεν βλέπεις;»

Όμως η φίλη μου είναι νεκρή.

Το αεροπλάνο χάνεται στον ορίζοντα. Ακούγεται μια βουή. Αίφνης η παραλία γεμίζει με κομμάτια από τσακισμένο καίκι. Ναυαγοί; που βρέθηκαν σε αυτή την ήσυχη ακτή; Συνέβη την ίδια μέρα; H μήπως κάποια άλλη στιγμή; Στο τέλος ίσως εκείνου του καλοκαιριού; Σεπτέμβριος; Συγχώρεσε με, διακριτές ενότητες μνήμης δεν γνωρίζει το μυαλό μου. Όλα γίνονται ένα. Σαν  ταυτόχρονα μια ίδια στιγμή.  Σηκώθηκαν κύματα. Η μαμά έλεγε, «ένα τίποτε χρειάζεται και όλα αλλάζουν με τη θάλασσα και αυτό είναι η ζωή, ένα τίποτα χρειάζεται για να χαλάσει», έλεγε και μερικές φορές πρόσθετε «ένα τίποτα χρειάζεται και για να φτιάξει η ζωή».

 

Κύματα θηρία. Ναυαγοί παλεύουν μαζί τους. Στη θάλασσα πεταμένα πλέουν σωσίβια, μια πλαστική τσάντα, ένα μπλε αδιάβροχο, μια μάλλινη ζακέτα μωβ, μια  κούκλα, ένα σημειωματάριο. Μια γυναίκα με φουσκωμένη κοιλιά κρατά ένα μωρό στα χέρια της. Πρέπει να είναι νεκρό. Ένας άνδρας την κουβαλά. Λουόμενοι συνεχίζουν την ηλιοθεραπεία τους. Ένας νεαρός αλείφει με λάδι το ηλιοκαμένο σώμα της φίλης του. Μα δεν βλέπουν;

«μαμά, που είσαι; ένα τίποτα χρειάζεται. Που είναι το τίποτα που χρειάζεται;»

Μυρίζει καμένο και νεκρό ακόμα κι όταν όλα φαίνονται ήρεμα, και όμορφα και καλοκαιρινά.  «Συγγνώμη, δεν θα μπορέσω» λέω. Εγκαταλείπομαι. Αλλά δεν είσαι εδώ για να με ακούσεις. Δεν πρόλαβες να μου μάθεις λόγια προσευχής. Χάνομαι μέσα μου.

 

__________________________________________________________________________________________________________________

 

-Μίλησε μας, με ενθαρρύνει  η καλή κυρία από την υπηρεσία Πρόνοιας. Δεν θέλω να την κακοκαρδίσω, μοιάζει καλοσυνάτη, μυρίζει όμορφα. Είναι το μονό που μπορώ να πω. Γιατί δεν την βλέπω και δεν πρόκειται να την δω. Ούτε και θα της μιλήσω. Κρατώ τα μάτια μου σφιχτά κλειστά. Κρατώ στο στόμα μου σφιχτά κλειστό.  Ότι ανοίγει έχει κίνδυνο. Κλειστό. Το κλειστό είναι το ασφαλές. Κλείνω τα χέρια μου. Μόνο έτσι θα ζω. Η καλή κυρία θα βλέπει τώρα μπροστά της ένα κορίτσι ίσαμε 13 χρονών με  κλεισμένα μάτια και με τα  χέρια δεμένα στο πλάι. Ακίνητα. Δεν είμαι εγώ. Είμαι το άγαλμα μου.  Λάθος. Ένα κάτι από άργιλο και πηλό είμαι. Έχει κεφάλι, χέρια, πόδια. Όχι στόμα, όχι μάτια. Πάρε με όπως είμαι, μην μου κάνεις κακό. Αν κουνήσω τα χέρια μου θα πνιγώ. Αν ανοίξω τα μάτια μου, θα εισβάλλει  μέσα τους αίμα. Αν ανοίξω το στόμα μου δεν θα σταματήσω την παρατεταμένη κραυγή αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα.

13 χρονών ήταν και το άλλο το κορίτσι με το κομμένο στη θάλασσα κεφάλι. 13 χρονών είσαι κιόλας μεγάλη. Άραγε το γνωρίζει η κυρία; Γνωρίζει τι μπορεί να κάνει ένα κορίτσι 13 χρονών αν το αφήσουν να ζήσει;. Ένα κορίτσι 13 χρονών μπορεί να σώσει από την φωτιά, για παράδειγμα, ένα σπάνιο κατάλογο άστρων. Η Katherine Elisabeth  κόρη του διάσημου σεληνογράφου Johannes Hevelius, στη πόλη του Danzing,το 1679  έσωσε από τη φωτιά και την καταστροφή την ουρανογραφία το πιο πολύτιμο χειρόγραφο στο αστεροσκοπείο του πατέρα της. Τον άτλαντα των αστεριών. Catalogus Stellarum Fixarum, με τις χιλιάδες παρατηρήσεις χρόνων για τις ακριβείς θέσεις των αστεριών στον ουρανό. Γνωρίζετε κυρία τι θα μπορούσε να περισώσει  η άγνωστη φίλη μου αν την είχαν αφήσει να ζήσει; Κι εγώ, γνωρίζετε τι θα μπορούσα να είχα προλάβει να σώσω από την καταστροφή κι εγώ; ;

H καλή κυρία μιλάει σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω. Βάζει μαζί λέξεις και με μια κουρασμένη γλύκα ενδίδω  και  τις αφήνω να χαϊδέψουν τα αυτιά μου. Άλλωστε τι άλλο έχω να πάθω; Στην άκρη του φόβου σε αποζημιώνει το άφοβο.

Littleone achsam, sana ne, meraxetme, tzanim, bidenem,

Λέξεις μπερδεύονται, τι μου θυμίζουν; Ίσως θέλει να μου πει

«είσαι σε ξένη χώρα, είναι το μέλλον τώρα»

Ίσως θέλει να μου πει κάτι σαν «θα ζήσεις» ή  «ένα κάτι λίγο χρειάζεται»

Ίσως, εν τέλει, η καλή κυρία να αποδέχεται την απόφαση μου, να συναινεί με τη στάση μου, να μη  θέλει να ανοίξω το στόμα μου. Να μην επιθυμεί  να ακούσει…όσα δεν θα πω. Είναι το μέλλον, το ξέρω. Και το μέλλον είναι αυτό – εγώ-τώρα.

Περνάει ώρα πολύ. Πόση ώρα; Mήνες; ίσως. Ο χρόνος είναι κλέφτης και στο ζύγι πάντα σε εξαπατά. Αποφασίζω να ελευθερώσω τα χέρια μου. Κάνω να την αγγίξω την καλή κυρία. Να χαϊδέψω τη φωνή της. Πετρώνω. Είναι κρύο σαν πάγος το σώμα της. Δεν είναι ανθρώπου σώμα αυτό. Και η φωνή; Ίσως έβγαινε από κάποιο μηχάνημα. Θα ανοίξω τώρα τα μάτια. Θα το ρισκάρω. «Ένα ρίσκο είναι η ζωή»  μου έλεγες μαμά. Ανοίγω. Ένα διάφανο πλέξιγκλας μου χαμογελά. Τετράγωνο σχήμα. Σαν κουτί. Σαν κελί. Σαν ανθρωπινή πνοή.

«Είμαι το μέλλον» μου λέει «δεν με θυμάσαι;»

 

(Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής στις 15 Αυγούστου)

 

tsalikogloy_* H Φωτεινή Τσαλίκογλου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, με καθηγητή τον Jean Piaget, και ειδικεύτηκε στην Κλινική Ψυχολογία. Είναι συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όπου διδάσκει τα μαθήματα ‘’Κλινική Ψυχολογία μεσα από τη Λογοτεχνία και την Τέχνη’’ και ‘’Εγκληματολογική Ψυχολογία’’

Είναι συγγραφέας επιστημονικών βιβλίων και δοκιμίων όπως ‘’Σχιζοφρένεια και Φόνος: Αναζητώντας τον Χαμένο Παράδεισο’’ ‘’Μυθολογίες βίας και καταστολής’’ ‘’Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή’’ ‘’Ψυχο-λογικά, Οι παγίδες του αυτονόητου’’ ‘’Η Ψυχολογία της καθημερινής ζωής: H Κουλτούρα του Εφήμερου’’ ‘’Η Ψυχή στη χώρα των πραγμάτων’’ ‘’Το Μέλλον ανήκει στην έκπληξη’’

Εχει γράψει το βιβλίο ‘’Μήπως;’’ (μαζί με την Μαργαρίτα Καραπάνου) Το ‘’Δε μ’ αγαπάς, μ’ αγαπάς:Tα παράξενα της μητρικής αγάπης’’ Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη προς την κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου, καθώς και το παραμύθι ‘’Η Νεράιδα της Γης’’.

Τα μυθιστορήματα της μεταφράζονται σε διάφορες γλώσσες και κυκλοφορούν σε Ευρώπη και Αμερική. Όπως ‘’Η κόρη της Ανθής Αλκαίου’’ ‘’Ονειρεύτηκα πως είμαι καλά’’ ‘’Ερως φαρμακοποιός’’ ‘’Εγώ, η Μάρθα Φρόυντ΄΄ ‘’Το Χάρισμα της Βέρθας’’ ‘’Ολα τα Ναι του κόσμου’’. ‘’8 ώρες και 35 λεπτά’’ Μόλις κυκλοφόρησε τo τελευταίο της έργο ‘’Το ευτυχισμένο νησί: Mια μαγική ιστορία’’

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top