Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: «Σε έναν κόσμο αλλαγμένο»

Της Βάσιας Τζανακάρη // *

 

mellonvasiatzanakari

 

Διασχίζω με το γιο μου δεμένο στην πλάτη το κατεστραμμένο κέντρο της Αθήνας. Ο ήλιος καίει, ιδρώτας κυλάει από το κεφάλι στο λαιμό και στο στήθος μου, το μωρό κουκουλωμένο μέχρι απάνω, για να μην του κάψει ο ήλιος το κεφαλάκι. Η Ομόνοια σεληνιακό τοπίο. Τα άσχημα κτίρια, εκείνα που ο Βαγγέλης πάντα απεχθανόταν, αλλά και τα όμορφα, εκείνα που εγώ πάντα χάζευα, έχουν γκρεμιστεί.

Δεν ήταν απλός σεισμός αυτό που συνέβη. Ήταν οργή Θεού. Κι αν μέχρι τότε δεν πίστευα, τώρα πιστεύω. Όχι στο δικό μας Θεό, τον Θεό της αγάπης. Αυτά είναι για χαζοβιόληδες. Τέτοιος Θεός δεν υπάρχει. Υπάρχει ο άλλος, ο εκδικητικός, ο τιμωρός, αυτός που τρέμουν οι Αμερικάνοι στα μυθιστορήματα και τις ταινίες τους. Κι εμάς μας τιμώρησε γιατί δεν αγαπήσαμε πραγματικά αυτόν τον τόπο. Γιατί σταθήκαμε ανάξιοι να τον υπερασπιστούμε. Τον τόπο και τους ανθρώπους του. Έτσι πιστεύω τουλάχιστον.

Ήταν 18 Ιουλίου του 2023, λίγο μετά τις έντεκα, όταν ισοπεδώθηκε η Αθήνα. Ο σεισμός ήταν από εκείνους που σε κάνουν να βγεις ξυπόλυτος στο δρόμο χωρίς να σκεφτείς τίποτε, κι ήταν τόσο δυνατός που γκρέμισε την ξεπεσμένη πόλη. Οι πολυκατοικίες στα προάστια κατέρρευσαν σαν πύργοι στην άμμο, θάβοντας στα συντρίμμια μικροαστικές ζωές, εφηβικές ελπίδες, ακριβά αυτοκίνητα. Τα Νότια Προάστια τα κατάπιε η θάλασσα• η παραλιακή με τα κέντρα διασκέδασης βυθίστηκε σε ένα τρομερό θαλάσσιο ρήγμα. Τα Βόρεια Προάστια καταστράφηκαν ολοσχερώς• άλλα κτίρια κατακρημνίσθηκαν στις στοές του μετρό κι άλλα έγιναν συντρίμμια που υψώνονταν σαν βουνά στα άλλοτε περιποιημένα γκαζόν. Άντεξαν μόνο τα μονώροφα σπίτια που κάποτε εξοχικά. Στο Κέντρο, μερικά κτίρια, παρότι παλιά αποδείχτηκαν σχετικά πιο γερά. Αρκετά υπόγεια διασώθηκαν. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα ισόγεια και ο πρώτος. Λίγα νεοκλασικά επέζησαν σαν από θαύμα. Όχι πολλά, όμως.

Οι κεντρικές αρτηρίες καταστράφηκαν τελείως. Η Συγγρού έπνιξε τα αυτοκίνητα στα ασφάλτινα κύματά της. Η Κηφισίας συνέθλιψε τους άτυχους οδηγούς που κινούνταν κατά μήκος της.

Από τα εκατομμύρια των κατοίκων απέμειναν μερικές χιλιάδες.

Με την πρώτη δόνηση πετάχτηκα αλαφιασμένη από το κρεβάτι. Ίσως ήταν το ένστικτο• να σώσω το παιδί που κουβαλούσα. Σχεδόν πέταξα για να κατέβω τις σκάλες. Στάθηκα στο δρόμο και ένιωσα σαν να βρισκόμουν πάνω σε κατάστρωμα πλοίου σε φουρτούνα. Είδα την πολυκατοικία να γκρεμίζεται. Φαινόταν εξωπραγματικό, όπως εκείνη τη φορά που, μικρή, αποχαυνωμένη μπροστά στην τηλεόραση, είχα δει τους δίδυμους πύργους να καταρρέουν και πίστεψα πως ήταν ψεύτικο. Έπειτα, κατέρρευσε και η διπλανή πολυκατοικία, και η παραδιπλανή, όλος ο δρόμος μας χάθηκε σε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης. Έτρεξα πανικόβλητη έχοντας συνέχεια στο νου μου τον Βαγγέλη, που είχε βγει με συναδέλφους. Τότε δεν ήξερα ακόμη ότι τα μπαρ του κέντρου είχαν θαφτεί κάτω από τους ορόφους γραφείων των από πάνω πολυκατοικιών.

Δεν είμαι ψύχραιμος άνθρωπος. Η ανάγκη για επιβίωση όμως με έκανε να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και να τρέξω ως το Πεδίο του Άρεως που ήταν η πιο κοντινή ανοιχτωσιά, ενώ γύρω μου η πόλη κατέρρεε. Ένιωθα σαν να έπαιζα σε βιντεοπαιχνίδι ή ταινία καταστροφής. Παράξενο που για να συλλάβεις την ακραία πραγματικότητα πρέπει να τη φιλτράρεις μέσα από κάτι τόσο ψεύτικο.

Στο πάρκο, τα δέντρα είχαν βουλιάξει στη γη. Στάθηκα αποσβολωμένη. Ο κόσμος μου, όπως τον ήξερα, είχε τελειώσει. Αναρωτήθηκα τι να συνέβη στις άλλες πόλεις. Οι γονείς μου ζούσαν σε μια απομονωμένη επαρχία στο Βορρά, ξεκαλοκαίριαζαν όμως σε ένα διαμέρισμα στις Βρυξέλλες για να είναι κοντά στην αδερφή μου και τα παιδιά της. Οι κρίσεις χτυπάνε πάντα την Αθήνα, έλεγε ο πατέρας μου, αλλά μάλλον δεν είχε στο νου του κάτι τέτοιο. Οι σκέψεις μου πνίγονταν στη σκόνη. Έπρεπε να τρέξω στο κέντρο να βρω τον Βαγγέλη. Σε ποιο μπαρ μου είχε πει ότι θα πήγαινε; Αδύνατο να θυμηθώ. Τηλέφωνο δεν είχα μαζί μου. Ήλπιζα να δω μες στο πανικόβλητο πλήθος κάποιο γνώριμο πρόσωπο αλλά σε μια πόλη τόσο απλωμένη όπως η Αθήνα δε βρισκόσουν τυχαία υπό κανονικές συνθήκες, πόσο δε μάλλον όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Δεν είναι αλήθεια, μουρμούριζα ξανά και ξανά, έκλαιγα, με έπιανε σπαστικό γέλιο, νόμιζα ότι κοιλοπονούσα κι ότι γεννάω, έτρεχα, σταματούσα, τραβούσα τα μαλλιά μου, ούρλιαζα, καθόμουν κάτω άπραγη. Πώς είναι δυνατόν; έλεγαν όλοι γύρω μου. Πόσα ρίχτερ; Πού ήταν το επίκεντρο; Πού είναι ο τάδε, πού είναι ο δείνα, κλάματα, φωνές, ανθρώπινος πόνος που σκόνταφτε στα χαλάσματα και περπατούσε στα τυφλά, ιστορίες που θάφτηκαν κάτω από την άσφαλτο, μαζί με εκείνο το ποτάμι που μπαζώσαμε πρόχειρα κάποτε – οι σκέψεις μου χαοτικές, δεν έψαχνα να βρω λογική, ούτε έψαχνα να βρω τον Βαγγέλη, ήξερα.

Γέννησα λίγες μέρες αργότερα, σε ένα νοσοκομείο που είχε βγει αλώβητο από την καταστροφή. Ο γιος μου γεννήθηκε σε έναν κόσμο αλλαγμένο. Τον ονόμασα Βαγγέλη. Παλιά κάτι τέτοιο θα το κορόιδευα.

Πέρασαν μήνες. Ένα άλλο τοπίο άρχισε να διαμορφώνεται. Οι άνθρωποι έμεναν σε αντίσκηνα ή στο δρόμο, άλλους τους φιλοξενούσαν σε σπίτια, μερικοί είχαν βρει καταφύγιο σε προαύλια νοσοκομείων και αυλές σχολείων. Με το μικρό Βαγγέλη μέναμε σε ένα αντίσκηνο στην αυλή ενός γυμνασίου στα Κάτω Πατήσια. Ήμασταν όλοι αλλιώτικοι, φαινόταν στα μάτια μας. Το βλέμμα μας ήταν καρφωμένο στο κενό. Στηνόμασταν σε ουρές για να πάρουμε φαγητό. Μας στοίχειωνε το μουγκρητό από τις φαγάνες που μάζευαν τα συντρίμμια και από τα φορτηγά που τα μετέφεραν μακριά.

Ζούσαμε με λεφτά που έστειλαν άλλες χώρες.

Κι άλλες πόλεις είχαν υποστεί φοβερές ζημιές αλλά καμία δεν ισοπεδώθηκε όπως η Αθήνα.

Δεν το έπαιρνα απόφαση να φύγω για Βρυξέλλες, στην αδερφή μου, ή για την επαρχία, στο πατρικό μου που με περίμενε. Άδειο, αλλά με περίμενε. Οι δικοί μου με παρακαλούσαν, εγώ όμως δεν ήθελα να εγκαταλείψω την πόλη. Αν όλοι φύγουν, σκεφτόμουν, ποιος θα μείνει να τη χτίσει από την αρχή;

Γίνονταν προσπάθειες. Μηδαμινές. Η οικονομία ήταν ήδη διαλυμένη πριν από το σεισμό. Είχε συγκροτηθεί κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Χάος και απελπισία. Έκλεινα τα μάτια. Έπρεπε να αντέξω, για το γιο μου.

Τριγυρνούσα ατελείωτα στην πόλη μαζί του. Του έλεγα ιστορίες. Εδώ ήταν η σχολή που σπούδασα, εδώ η εκκλησία που παντρεύτηκα τον μπαμπά σου, εδώ ήταν το τάδε, εδώ το άλλο, εδώ το παράλλο. Εδώ κοιμάται ο μπαμπάς σου.

Οι άνθρωποι περπατούσαν σαν χαμένοι. Άλλοι παραμιλούσαν, άλλοι σταυροκοπιούνταν, άλλοι έψελναν, άλλοι μοιρολογούσαν πάνω από το χαλάσματα, οι δρόμοι γεμάτοι τρελούς. Λεωφορεία έφευγαν για άλλες πόλεις από νέες αφετηρίες, στους δρόμους που είχαν διασωθεί γύρω από την Ομόνοια. Ο σταθμός των ΚΤΕΛ είχε γίνει ερείπια. Έβλεπα ανθρώπους να φορτώνουν πολύχρωμες τσάντες σε πούλμαν που έφταναν από την επαρχία και να φεύγουν. Για πού; Για οπουδήποτε. Θα χρειαζόταν να περάσει μια ολόκληρη ζωή μέχρι να ξαναφτιαχτεί η πόλη. Δεν ήθελαν να είναι η δική τους.

Καθόμουν με τις ώρες στα πεζούλια, με το μωρό κοιμισμένο στην αγκαλιά μου και κοίταζα τα λεωφορεία να φεύγουν. Έφευγαν προς το Κανονικό, το Φυσιολογικό, το Ανθρώπινο, το Μέλλον.

Δεν ήταν πολλά τα πράγματα που πήρα μαζί μου. Δε μου είχε μείνει και τίποτα. Ρούχα δικά μου και δικά του, πάνες, δυο πλαστικά παιχνίδια.

Διασχίζω το σεληνιακό τοπίο της Ομόνοιας, με τις ανοιχτές τρύπες και τις ανοιχτές πληγές. Το μωρό δεμένο στην πλάτη μου. Ήλιος. Ιδρώτας. Κεφαλάκι προστατευμένο. Ένα λεωφορείο μας περιμένει με τη μηχανή αναμμένη. Κάθομαι στο παράθυρο. Έτοιμη για μεγάλο ταξίδι. Πηγαίνω στο Βορρά. Κι από κει μάλλον στην αδερφή μου. Κάποιοι άλλοι. Κάποιοι άλλοι θα πρέπει να ξαναφτιάξουν ό, τι χάθηκε.

Το λεωφορείο ξεκινά. Κολλάω το μέτωπο στο τζάμι. Βλέπω την πόλη να περνάει έξω από το παράθυρό μου, φάντασμα του παλιού της εαυτού. Το μωρό κοιμάται, νανουρισμένο από το γουργουρητό της μηχανής και την κίνηση του λεωφορείου. Θα γυρίσω, σκέφτομαι. Κάποτε. Ίσως. Όταν μεγαλώσει το παιδί. Όταν μεγαλώσω το παιδί.

Βγαίνουμε στην Εθνική. Το τέλος είναι πίσω μας.

 

vasia_tz* Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Μετάφρασης-Μεταφρασεολογίας στο ΕΚΠΑ. Ζει στην Αθήνα. Με το πρώτο της βιβλίο, Έντεκα μικροί φόνοι: Ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave (Μεταίχμιο) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Διηγήματά της έχουν περιληφθεί σε συλλογικά έργα (Ελληνικά Ονόματα, Κέδρος) και έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και στο διαδίκτυο. Έχει ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, διετέλεσε αρχισυντάκτρια του περιοδικού Ποπ+Ροκ ενώ τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με τη μετάφραση. Το 2011 κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, το μυθιστόρημα Τζόνι & Λούλου(Μεταίχμιο). Το 2013 κυκλοφόρησε το παιδικό της βιβλίο Ένα δώρο για τον Τζελόζο (Μεταίχμιο).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top