Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Ο συντελεστής Τέσσερα”

Του Γιάννη Φαρσάρη // *

 

mellon3

 

Όταν γεννήθηκα ήμουνα κιόλας τριανταέξι μηνών. Όχι στο σώμα, αλλά στο μυαλό. Μιλούσα όσο μιλάει ένα τρίχρονο, πολύ δηλαδή. «Πόνεσα, γαμώ το ξεσταύρι σου μέσα», είπα στο γιατρό μόλις με έβγαλε. «Γαμώ το ξεσταύρι σου μέσα», ήταν η αγαπημένη βρισιά του παππού Λεωνίδα και τον άκουγα να τη λέει συνέχεια στη μαμά -τους εννιά μήνες που ήμουν μέσα στην κοιλιά της- γιατί δεν του άρεσε ο μπαμπάς μου για γαμπρός. Η μάνα μου φρίκαρε μόλις με άκουσε να βρίζω το γιατρό και την τρέχανε με φάρμακα για μέρες μέχρι να συνέλθει. Ο μαιευτήρας έπαθε ακόμα πιο μεγάλη ζημιά. Από το σοκ δεν ξεγέννησε ποτέ ξανά γυναίκα και έμαθα από έναν άλλο γιατρό πως ξαναγύρισε στα θρανία για να γίνει γεροντολόγος. Μετά με ανέλαβαν κάτι πιο μεγάλοι επιστήμονες και η είδηση έπαιξε στην τηλεόραση. Η ανάπτυξη του εγκεφάλου μου ήταν, λέει, τετραπλάσια του φυσιολογικού, λόγω γονιδιακής διαταραχής και έγινα διάσημος με τον κωδικό “Συντελεστής Τέσσερα”. Τέσσερα με φώναζαν και όσο μεγάλωνα κι ας με βάφτισαν Λεωνίδα.

Τους πρώτους μήνες της ζωής μου έμενα μόνιμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο για να με παρακολουθούν καμιά τριανταριά ειδικότητες γιατρών. Τα απογεύματα που φεύγανε οι πολλοί γιατροί και ησυχάζαμε, την κοπάναγα μπουσουλώντας για την πτέρυγα με τους τρελούς κι έκανα παρέα με τον Φρέντι. Τον φώναζαν έτσι γιατί όποτε τον ρώταγαν οι γιατροί «Πώς είσαι σήμερα;», απαντούσε «Έμπτι σπέισις, γουάτ αρ γουί λίβινγκ φορ;», σαν τον Μέρκιουρι. Ο Φρέντι με έμαθε όλα όσα ξέρω, σαν δάσκαλος και πατέρας, μα κυρίως με έμαθε να φτιάχνω ένα τεράστιο ξύλινο παζλ με έναν δεινόσαυρο. Ήταν καλύτερα λέει τότε που έκαναν κουμάντο οι δεινόσαυροι πάνω στη γη, είχαν άλλες αξίες. Οι άνθρωποι τα σκάτωσαν μετά.

Οι γιατροί με άφησαν να πάω στο σπίτι και μέχρι να γίνω ενός έτους (επτά δηλαδή στο μυαλό – τέσσερα στον κόσμο και τρία στην κοιλιά της μάνας μου) έβλεπα όλη μέρα ποδόσφαιρο στη συνδρομητική τηλεόραση. Κι όταν βαριόμουν, έλεγα στο μπαμπά και μου έβαζε ένα ντιβιντί με τις τρίπλες του Χατζηπαναγή που το είχε γραμμένο από παλιά. Όταν άρχισα να περπατάω, με πήγε μια μέρα η μαμά στο πάρκο να κάνω κούνια και ζήλεψα κάτι παιδιά που έπαιζαν μπάλα. Μου φάνηκαν ψιλοάσχετα και πήγα να τους δείξω τις τρίπλες του Βασίλη που είχα μάθει. Κι άρχισε τις φωνές η μαμά, άρχισαν τα γέλια τα παιδιά, άρχισε να τρέχει και αίμα το γόνατό μου από το πέσιμο, έτρεχε κι ο μπαμπάς με το αμάξι να με πάει στο νοσοκομείο. Έλεος δηλαδή, επτά χρονών άντρας, κλεισμένος σε σώμα μωρού και να μην μπορώ να κλωτσήσω ούτε μια μπάλα. Έπρεπε λέει να περιμένω να μεγαλώσω πρώτα.

Μέχρι να γίνω δύο χρονών -έντεκα δηλαδή στο μυαλό- έβλεπα όλη μέρα ταινίες που κατέβαζα μόνος μου απ’ το ίντερνετ. Του άρεσαν του μπαμπά τα αστυνομικά και με είχε κολλήσει και μένα. Και ένα βράδυ που πήγε να ξυριστεί ο μπαμπάς στο μπάνιο, ζήλεψα και ήπια τη μπύρα του. Κι έπεσα λιπόθυμος και τον έβριζε η μαμά όση ώρα με έτρεχε με το αμάξι πάλι στο νοσοκομείο. Έλεος δηλαδή, έντεκα χρονών άντρας, να είμαι κλεισμένος σε σώμα δίχρονου παιδιού και να μην μπορώ να πιω ούτε μια γουλιά μπύρα. Έπρεπε λέει να περιμένω να μεγαλώσω πρώτα.

Την επόμενη χρονιά όταν έγινα τριών –δεκαπέντε– ξεκίνησε να έρχεται στο σπίτι μια καινούρια γιατρός, εξειδικευμένη, λέει, νευροφυσιολόγος, για να με παρακολουθεί και άρχισαν τα δύο βασικά μου προβλήματα: Το πρώτο ήταν ότι η γιατρός ήταν ξανθιά κορμάρα και το δεύτερο ότι με άγγιζε στο γυμνό μου σώμα κατά την εξέταση. Δεκαπεντάρης εγώ, δεν ήθελα και πολύ για να την ερωτευτώ και να την ποθήσω, γιατί μαζί με τα αστυνομικά κατέβαζα και τσόντες από το ίντερνετ. Έλα όμως που ήμουν έφηβος εγκλωβισμένος σε κορμί τρίχρονου, που σημαίνει ανίκανος. Κι αυτή ερχόταν κάθε μέρα και με άγγιζε κι εγώ έκανα διαρκώς τον πολλαπλασιασμό με το τέσσερα. Για να φτάσω σε ηλικία σεξ έπρεπε το σώμα μου να φτάσει, ξέρω ‘γω, τα δεκαπέντε, δηλαδή το μυαλό μου τα εξήντα κάτι, σαν τον παππού Λεωνίδα. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να περιμένω τόσες δεκαετίες για να πηδήξω – την ξανθιά γιατρό ή οποιαδήποτε άλλη. Γι’ αυτό, μια μέρα που με εξέτασε και με άναψε με τα αγγίγματά της, δεν άντεξα, πήρα μια χούφτα φάρμακα από το κομοδίνο μου και αυτοκτόνησα. «Γουάτ αρ γουί λίβινγκ φορ;», που θα έλεγε κι ο δεινόσαυρος ο Φρέντι. Έλεος δηλαδή, με το καθυστερημένο κορμί μου. Έλεος, γαμώ το ξεσταύρι μου μέσα.

 

(Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 9 Αυγούστου στο Έθνος της Κυριακής)

 

farsaris_giannis* Ο Γιάννης Φαρσάρης γεννήθηκε στην Κρήτη το 1973 και δεν έφυγε ποτέ. Σπούδασε Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στο διαδίκτυο, διερευνώντας τις άπειρες δυνατότητες της ψηφιακής λογοτεχνίας. Έχει δημιουργήσει την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK, συμμετέχει στην ομάδα έκδοσης του περιοδικού Fractal και για 4 χρόνια ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του διαγωνισμού διηγήματος ΛόγωΤέχνης. Το συλλογικό e-book “Δήγμα Γραφής” που επιμελήθηκε, αναδείχθηκε καλύτερο Συγγραφικό Έργο στα Ελληνικά Βραβεία Διαδικτύου 2011, ενώ συμμετείχε στη δημιουργική ομάδα El Roy για τη συγγραφή μιας μαύρης κωμωδίας σε συνεργατικό περιβάλλον wiki. Το επόμενο βιβλίο του θα εκδοθεί έχοντας επιτύχει χρηματοδότηση μέσω crowdfunding. [www.open-sesame.me]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top