Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: «Οι δυο όψεις»

Του Πασχάλη Λαμπαρδή // *

 

mellonpaslabardis

 

Υπήρχαν πολλές στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του Μανώλη Καστρινού, πλοιάρχου πλέον σε εμπορικά καράβια, και θα έμεναν για πάντα χαραγμένες στην ψυχή του. Από τις πιο καθοριστικές ήταν όταν πάτησε τα σαράντα. Από νέος θεωρούσε ορόσημο αυτή την ηλικία. Θεωρούσε ότι θα τον οδηγούσε σε μια περίοδο ωριμότητας και απολαβών, ύστερα από μακρόχρονα μπάρκα σε θάλασσες και ωκεανούς. Κι όταν ήρθε αυτή η στιγμή, ένιωθε ανάμεικτα συναισθήματα, αλλά και σαν να είχε περάσει από σαράντα κύματα.

Ήταν πρωί πρωτομαγιάς. Μέρα γιορτινή. Κι ενώ ο κόσμος έτρεχε να πιάσει τον Μάη και να πλέξει ανθοστέφανα, εκείνος, πήγαινε με το μετρό στο αεροδρόμιο Αθηνών να πάρει το αεροπλάνο για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τα Χανιά. Πάνε εννιά χρόνια τώρα που ονειρευόταν αυτή τη στιγμή, αφού μια αιματοβαμμένη βεντέτα ανάμεσα σε δυο μεγάλες οικογένειες, τον κρατούσε μακριά από την αγκαλιά της λεβεντογέννας Κρήτης.

Καθόταν δίπλα στο παράθυρο και αναπολούσε τα περασμένα. Αναρωτιόταν και τι πήγε στραβά στη ζωή του. Ύστερα από τόση αναζήτηση, κατέληξε να ζει πότε σε πλοίο μεσοπέλαγα και πότε στο μοναχικό του διαμέρισμα στο Αιγάλεω. Γύρευε να βρει την ποιότητα παντού και πιο πολύ στις διαπροσωπικές του σχέσεις, κι αυτό τελικά λειτουργούσε ανασταλτικά για τον ίδιο, αφού χάνονταν στις λεπτομέρειες.

Ξαφνικά, ο συρμός βγήκε έξω από τα έγκατα της γης και από το σκοτάδι πέρασε στο φως του λαμπερού ήλιου, που εξαφάνισε με μιας όλες τις μαύρες σκέψεις του. Κοίταξε έξω και είδε την Άνοιξη να απλώνεται παντού με ένα απέραντο ανθισμένο χαλί από λογιών λογιών αγριολούλουδα, κατακόκκινες παπαρούνες, χαρούμενες μαργαρίτες και ευωδιαστά χαμομήλια.

Από την ώρα που ξύπνησε, και ύστερα από ένα όνειρο που είδε στον ύπνο του, να πετάει σαν τα πουλιά στον αέρα πάνω από τα σπίτια και τις κορυφές των δένδρων, του είχε φυτευτεί ένα δυνατό προαίσθημα ότι κάτι ξεχωριστό του επιφύλασσε σήμερα η μοίρα. Όλα γύρω του, τώρα, έμοιαζαν να αποκτούν μια άλλη βαρύτητα. Παρατηρούσε πράγματα που άλλοτε διέφευγαν από την αντίληψή του. Τις μικρές χαρές της ζωής! Έδειχνε σημάδια ότι γινόταν όλο και πιο ανοιχτός στις προκλήσεις που τύχαιναν μπροστά του.

Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο πήγε να τσεκάρει το εισιτήριό του και να παραδώσει το μικρό βαλιτσάκι του. Έχοντας περιθώριο χρόνου, άρχισε να περιφέρεται στους χώρους του μεγάλου κτηρίου, παρατηρώντας, πότε τους ανθρώπους και πότε τις βιτρίνες των καταστημάτων. Κατέληξε στους πάγκους των βιβλίων να δει τις νέες εκδόσεις και ύστερα τα πρωτοσέλιδα των πιο έγκριτων εφημερίδων. Από μια ματιά και μόνο, αποθαρρύνθηκε, νόμισε ότι είχε να κάνει με μια σύγχρονη Βαβέλ. Εξέφραζαν την πολυφωνία της εποχής, ελλείψει, της πραγματικής επικοινωνίας. Η θεματολογία τους είχε να κάνει κυρίως με το ελληνικό θαύμα μετά από δέκα χρόνια ύφεσης, την αλλαγή της Ευρωπαϊκής πολιτικής, την σταδιακή μείωση εξουσίας του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και το διεθνές κλίμα αντίδρασης ενάντια στην πεπαλαιωμένη και καταστροφική τάξη πραγμάτων. ‘’Δεν μπορεί άλλο, το ένα της εκατό ανθρώπων να έχει περιουσία όση ο υπόλοιπος πλανήτης’’, ήταν το σύνθημά τους.

Από ώρα λαχταρούσε να πιει έναν καφέ και πήγε να τον απολαύσει στο αίθριο κυλικείο, όπου θα μπορούσε να καπνίσει κιόλας. Κάθισε σε ένα τραπεζάκι έχοντας στραμμένο το πρόσωπο του προς την ανατολή. Αφουγκραζόταν την κάθε στιγμή, καθώς και όλους όσους υπήρχαν γύρω του, ενώ άλλοτε έκλεβε και λίγες κουβέντες από τις διπλανές παρέες, όπως, οι δυο γυναίκες που κάθονταν πλάι του, κι απ’ ότι φαινόταν έθαβαν διαρκώς τους άντρες τους.

Ώσπου κάποια στιγμή άκουσε μια κουβέντα που ξεχείλισε το ποτήρι.

«…Για να φανταστείς, θέλει κάθε ώρα να του λέω ότι τον αγαπάω, ο μαλάκας!» είπε η μία εκ των δύο μισητά και με απέχθεια.

Ο Μανώλης, τα ‘χασε σαν το άκουσε. Ενοχλήθηκε. Γύρισε διακριτικά να δει ποια ντίβα της εποχής εκφράστηκε με τόση κακεντρέχεια και τον διαπέρασε μια κρυάδα σαν την αντίκρισε. Ήταν μια στεγνή γυναίκα κοντά στα πενήντα, άχρωμη, με μικρά μάτια και σφιγμένα λεπτά χείλη, που προσπαθούσε μάταια να καλύψει το πέρασμα του χρόνου από πάνω της, καμουφλαρισμένη με πούδρες και μπογιές, και φορώντας έξαλλα νεανικά ρούχα.

«Αλίμονο στο θύμα που τολμά να ζητιανέψει λίγη αγάπη;» σκέφτηκε. «Αν είναι να φτάσει κανείς σ’ αυτό το σημείο, καλύτερα να λείπει».

Έγινε μάρτυρας μιας ματαιοδοξίας, κι αυτό του προκαλούσε ταραχή. Αναζωπυρώνονταν τα αδιαχείριστα προσωπικά του κατάλοιπα ως προς το άλλο φύλλο, όπως η εμπιστοσύνη και η ανασφάλεια, που τον περιόριζαν και να σχετιστεί καλύτερα.

Έτοιμος ήταν να της απαντήσει δεόντως, αλλά συγκρατήθηκε. Προτίμησε να φύγει. Ήδη είχε περάσει η ώρα. Με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς την έξοδο επιβίβασης και από το μυαλό του δεν έβγαινε ο αντιφατικός λόγος της που περιείχε αγάπη και μίσος. Μέχρι που πέρασε τον έλεγχο ασφαλείας και βρέθηκε στην αίθουσα αναμονής. Εκεί κάθισε κάπου παράμερα και άρχισε να εποπτεύει τους λιγοστούς επιβάτες της πτήσης και ιδιαιτέρως τις γυναίκες.

Το μάτι του έπεσε σε μια όμορφη γυναίκα, πάνω από τριάντα χρόνων, με καστανόξανθα μαλλιά, που καθόταν καμιά δεκαριά μέτρα απέναντί του. Τον εντυπωσίασε η γλυκύτητά της, το αρχοντικό ύφος της, η σοβαρότητά της, ακόμη και στις ενδυματολογικές προτιμήσεις της. Μια τέτοια γυναίκα ζητούσε, ή του χρωστούσε η ζωή έπειτα από αρκετές ναυαγισμένες σχέσεις.

Όταν ήρθε η ώρα να περάσει από τον έλεγχο των εισιτηρίων, τα ξέχασε όλα, ένιωθε να τον οδηγεί κάτι δυνατό πλέον μέσα του, ίσως επειδή πήγαινε να ανταμωθεί με το πεπρωμένο. Ακολουθώντας τη σειρά των επιβατών, μπήκε σε ένα μακρύ διάδρομο όταν ξαφνικά είδε μια γυναίκα που βάδιζε μπροστά του, να λυγίζουν τα γόνατά της και να πέφτει κάτω στο δάπεδο.

Τρόμαξε. Αμέσως πήγε κοντά της, ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της και είδε το στρογγυλωμένο πρόσωπό της, να είναι ωχρό και άψυχο, λες και δεν ζούσε.

«Ένα γιατρό! Ένα γιατρό!» φώναξε.

Σε λίγο, κι ανάμεσα σε κείνους που κατέφθασαν πρώτοι, ξεπρόβαλε η καστανόξανθη γυναίκα, που ως γιατρός, την καλούσε το καθήκον. Έμοιαζε σαν ένας άλλος προστάτης άγγελος, έτσι όπως ήταν σκυμμένη επάνω στη λιπόθυμη και της παρείχε τις πρώτες βοήθειες.

Σε λίγα λεπτά εκείνη άρχισε να συνέρχεται. Άνοιξε τα μάτια και κοιτούσε με φόβο και απορία, ενώ η γιατρός άρχισε να την ρωτάει ποια είναι και πως έφτασε σ’ αυτό το σημείο.

«Από ώρα δεν αισθανόμουν καλά…» είπε με σιγανή φωνή η Μαρία, όπως την έλεγαν. «Κι όταν μπήκα μέσα στη φυσούνα, ένιωσα να πνίγομαι».

«Μην ανησυχείς. Ένα λιποθυμικό επεισόδιο ήταν», προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Σου έχει ξανασυμβεί;»

«Ναι. Όταν πιέζομαι πολύ, πανικοβάλλομαι».

«Τι σε απασχολεί;»

«Ότι δεν θα τα καταφέρω στη ζωή μου», απάντησε μελαγχολικά.

«Ίσως να φταίει και ο φόβος του φόβου», σχολίασε η γιατρός στρέφοντας για μια στιγμή το βλέμμα της προς τον Μανώλη.

Η παρατήρησή της, τον εξέπληξε. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί αυτήν την παράμετρο και κάπου συμφωνούσε μαζί της. Οι φοβίες του και η ανασφάλειά του, δεν τον άφηναν να σχετιστεί σωστά.

Μετά το απρόβλεπτο συμβάν, μπήκαν στο αεροπλάνο κι άρχισαν να ψάχνουν για τις θέσεις τους. Υπήρχαν αρκετές κενές και ο Μανώλης πήρε την πρωτοβουλία τότε να προτείνει στη γιατρό να καθίσουν μαζί. Εκείνη συμφώνησε με ένα αινιγματικό μειδίαμα στα χείλη και βολεύτηκαν κάπου στις ενδιάμεσες σειρές..

«Πως σας λένε;» τη ρώτησε μόλις τακτοποιήθηκαν.

«Σωτηρία».

«Ω! Σαν τη σωτηρία της ψυχής. Όλοι σχεδόν την ψάχνουν, μα δύσκολα την βρίσκουν».

«Ίσως να θέλει το χρόνο της μέχρι να ησυχάσει κανείς μέσα του».

«Πάντως εγώ βρίσκομαι σε θέση να την καλοδεχτώ».

«Εσείς;…»

«Εγώ είμαι ο Μανώλης».

«Υπήρχε και κάποιος Άλλος κάποτε με τ’ όνομά σου, που έλεγε ότι με την αγάπη κερδίζεται η σωτηρία της ψυχής», σχολίασε εκείνη παραβολικά.

Οι εντυπώσεις από την πρώτη συνάντησή τους, έμελλε να είναι και οι πιο καθοριστικές. Φαινόταν στο ενωτικό τους βλέμμα, αλλά και στην αύρα που εξέπεμπαν τα πρόσωπά τους.

Μέχρι να φτάσουν στα Χανιά, ο Μανώλης, είχε αναγνωρίσει τον εσωτερικό της πλούτο και σκεφτόταν ότι όλες οι γυναίκες δεν είναι ίδιες, όπως και όλοι οι άνδρες φυσικά, συμπλήρωνε η φωνή της λογικής μέσα του. Μπορεί να υπάρχουν γυναίκες που στάζει φαρμάκι η γλώσσα τους, όπως οι προηγούμενες στο κυλικείο, αλλά υπάρχουν και γυναίκες που μπορούν να σε εμπνέουν και αξίζει να αγαπηθούν. Πάντα θα υπάρχει ένα παράθυρο με φως, μια εν δυνάμει ελπίδα, ή ένα απάνεμο λιμάνι κάπου να μας περιμένει.

Έφτασε στα σαράντα για να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό ήταν να σχετιστεί σωστά. Ενεργοποιούνταν, ίσως, κι απ’ το φόβο του θανάτου, της μη ύπαρξης, γιατί σ’ αυτήν την ηλικία θέλεις να έχεις κάποιον κοντά σου.

 

pasxalis_la* Ο Πασχάλης Γ. Λαμπαρδής γεννήθηκε στις Σέρρες το 1960 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε αρχικά Μηχανικός Ηλεκτρολόγος και αργότερα Ψυχολογία. Ταξίδεψε πολύ και ασχολήθηκε αρκετά χρόνια με την ιστορική έρευνα.

Η πρώτη εκδοτική του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1997 με το βιβλίο «Υπόθεση ζωής», σκιαγραφώντας το πέρασμα ενός ανθρώπου από τον πνευματικό χώρο του Αγίου Όρους στην προσπάθειά του να βρει τη λύτρωση.

Το 2002 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ο Ταξιδευτής του Βοσπόρου» από τις εκδόσεις Ιωλκός και επανεκδόθηκε με νέα αναθεωρημένη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη το 2010. Μεταφράστηκε στην Τουρκική γλώσσα και πήρε το βραβείο λογοτεχνίας και πνευματικών αξιών 2002 από την Ελληνική Εταιρία Χριστιανικών Γραμμάτων.

Το καλοκαίρι του 2005 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Οι φύλακες της Ανατολίας» από τις εκδόσεις Πατάκη, όπου αποκαλύπτει έναν κρυφό κόσμο στα βάθη της Ανατολής.

Το 2008 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Η Κοιλάδα των Σπαθιών» από τις εκδόσεις Πατάκη, το οποίο αποτελεί και ένα ψυχογράφημα της Ελληνικής φυλής μέσα στους αιώνες, απ’ όπου αναδεικνύονται οι αρετές και οι αδυναμίες του.

Η ερευνητική του διάθεση στη συνέχεια επικεντρώνεται στον σύγχρονο άνθρωπο. Συνδυάζει τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία και την ψυχολογία και παρουσιάζει στο κοινό του την «Κάθετη Έξοδο» από τις εκδόσεις Πατάκη το 2011. Ένα μυθιστόρημα όπου εμπεριέχει θεραπευτικό λόγο και απέσπασε το Βραβείο Αναγνωστών 2012 από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.

Συνεχίζοντας την έρευνα στην Ψυχολογία και ενώ εργάζεται ως Ψυχολόγος στη Θεσσαλονίκη, το 2014, κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Ένα» από τις εκδόσεις Πατάκη. Ένα βιβλίο με ευρηματική πλοκή και έντονη δράση, που ενώ αναδεικνύει τις αξίες τις ζωής, αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν τελικά μεταξύ τους και όλα θα γίνονταν πιο εύκολα και απλά στις διαπροσωπικές σχέσεις και στην πολιτική αν επιχειρούσαν να κατανοήσουν ότι όλοι είμαστε ΕΝΑ.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top