Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Ζωή για έναν”

Της Αργυρώς Μουντάκη // *

 

mellonmountaki

 

Γυρόφερνε στους δρόμους ψάχνοντας για ένα ξεροκόμματο, νερό έπινε από όπου έβρισκε, κοιμόταν στα παγκάκια από κάτω τα βράδια και στα δέντρα από κάτω τις ημέρες. Ανέμελη η ζωή του. Δίχως υποχρεώσεις αλλά και δίχως απολαύσεις υλικές. Αν είχε ένα αφεντικό, θα μπορούσε να χαίρεται όλα τα υλικά αγαθά, που χαίρονταν άλλοι σα κι αυτόν: ένα σπίτι, μια οικογένεια, ζεστό κρεβάτι, φαγητό, μπορεί και χάδια και αγάπη. Αλλά όχι. Δεν του ταίριαζε εκείνου αυτή η ζωή. Αυτός προτιμούσε την ανεμελιά. Να μην δίνει αναφορά σε κανέναν. Να μην κρατιέται όλη μέρα για το πότε θα τον βγάλουν για κατούρημα. Να μην τρώει ξύλο, και να μην τον ψεκάζουν με σπρέι κανέλας για να ηρεμήσει. Αυτός ήθελε να γυρνάει στην πόλη, κι ας είναι πια έρημη από ζώα, και γεμάτη από έρημους ανθρώπους, και να χαζεύει την θορυβώδη ερημιά της.

Ζώα πια αδέσποτα στην πόλη αυτή δεν κατοικούν. Τα ζώα εξαφανίστηκαν όταν οι άστεγοι αποφάσισαν να τα εξοντώσουν για να μην τους τρώνε το φαγητό από τα σκουπίδια. Γιατί το φαγητό ήταν λίγο και δεν γινόταν να το μοιράζονται και άνθρωποι και ζώα. Και βρήκαν τον τρόπο να τα εξοντώσουν. Εύκολο. Οι δημοτικές αρχές τους έδωσαν δηλητήρια ικανά να σκοτώσουν και ελέφαντα. Τους έδωσαν και σκυλοτροφές-γατοτροφές…. Οι άστεγοι πασπάλισαν τα δηλητήρια στις τροφές κι έτσι η πόλη άδειασε από τα αδέσποτα. Ο δήμος πρόσφερε στους αστέγους για 3 μέρες δωρεάν γεύματα. Οι δρόμοι γέμισαν ψόφια ζώα. Οι πολίτες για πολύ λίγο αγανάκτησαν. Οι καθαριστές αγανάκτησαν. Αλλά ο δήμαρχος ήταν ευχαριστημένος. Δεν υπήρχαν πια αδέσποτα να χαλάνε την τουριστική εικόνα της πόλης, δεν θα υπήρχε πια η γκρίνια των πολιτών ότι κυκλοφορεί λύσσα ανάμεσα στα ζώα. Οι δημοσιογράφοι έπαψαν να κατηγορούν τον δήμαρχο. Ο δήμαρχος έγινε ξαφνικά ο ήρωάς τους. Οι άστεγοι άρχισαν να βρίσκουν φαγητό πάλι στα σκουπίδια. Και ευτυχώς υπήρχε πολύ φαγητό στα σκουπίδια.
Η πόλη είχε βρει το ρυθμό της.

Ο δήμαρχος έβαλε ένα βράδυ το φράκο του και πήγε στη δεξίωση του μεγαλοεπιχειρηματία της πόλης. Του πιο πλούσιου. Του πιο δυνατού. Αυτού που κινούσε τις μαριονέτες και τα νήματα στο κουκλοθέατρο της πόλης. Σε αυτόν άνηκε και το εργοστάσιο με τις σκυλοτροφές-γατοτροφές αλλά και αυτό με τα δηλητήρια, φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα. Εκείνο το βράδυ ο επιχειρηματίας ήταν ντυμένος απλά. Είχε βάλει ένα φούτερ, τζην και αθλητικά. Του το είχε πει ο επικοινωνιολόγος του. «Επικοινωνιακά είναι καλό να φαίνεστε απλός, όσο πιο απλός μπορείτε. Να μην τραβάτε τα βλέμματα, τα μίση, τις κακίες». Ο δήμαρχος με το φράκο του στεκόταν δίπλα του σαν καρικατούρα. Μα φράκο βρήκε κι αυτός να βάλει; Ένα κοστουμάκι δεν μπορούσε να βάλει; Όχι. Ο δικός του επικοινωνιολόγος του είχε πει: «Να ντυθείτε επίσημα. Πρέπει να εκπέμπετε σεβασμό. Το ντύσιμο επιβάλλει τον σεβασμό». Κι έτσι οι δύο καρικατούρες φωτογραφήθηκαν για την μεγάλη τοπική εφημερίδα. Ο δήμαρχος πήρε την άλλη μέρα την εφημερίδα και θύμωσε. Δεν του άρεσε που φόραγε το φράκο. Φαινόταν σαν τον ταχυδακτυλουργό της δεξίωσης. Ο επιχειρηματίας πάλι δυσαρεστήθηκε που φόραγε το φούτερ και το τζην. Φαινόταν σαν να ήταν το τσιράκι του δημάρχου. Κι όσο κι αν καμάρωνε στη φωτογραφία, δεν πίστευε κανείς ότι ήταν ο πολύ γνωστός επιχειρηματίας της πόλης, που σχεδίαζε να χτίσει «Το σπίτι του αστέγου».

Ήταν απόγευμα, είχε ξαπλώσει δίπλα στο παγκάκι, στο οποίο από κάτω σε λίγη ώρα θα έβρισκε απάγκιο. Ένας κύριος στο παγκάκι διάβαζε την εφημερίδα του.

– Βρε τους σαλτιμπάγκους ! Μονολόγησε. Κι ύστερα τίποτα. Όταν νύχτωσε άφησε την εφημερίδα στο παγκάκι, συνέχισε να κάθεται όμως και να χαζεύει το φεγγάρι.

Ο αέρας έριξε την εφημερίδα κάτω. Πλάι στο ζωντανό. Έπεσε το δεξί του μάτι στην φωτογραφία με τους δύο διάσημους τύπους. Το αριστερό το είχε χάσει κάποτε σ’ ένα ατύχημα. Σηκώθηκε και δίχως να το σκεφτεί έκανε την ανάγκη του πάνω στη φωτογραφία. Ο γηραιός κύριος σα να ανασκουμπώθηκε από τη νιρβάνα του. Κοίταξε το ζωντανό με θαυμασμό.

– Βρε μπαγαμπόντη πού το κατάλαβες ότι αυτοί είναι κουμάσια; Έλα δω…

Τα ζωντανό τον πλησίασε. Ο άνθρωπος έψαξε για περιλαίμιο.

– Αδέσποτος; Πώς τη γλίτωσες βρε μπαγάσα;

Το ζωντανό γαύγισε δυο φορές.

– Έλα. Θα σε πάρω μαζί μου. Θα ‘χεις σπίτι και φαγητό. Και κανείς δεν θα μπορεί να σε πειράξει.

Το ζωντανό γαύγισε μια φορά απότομα και έφυγε τρέχοντας μακριά.

Ο άνθρωπος κοίταζε με βλέμμα βαθύ. Και μια σύσπαση στα χείλη σα να φάνηκε αχνά.

 

Argyro-Mountaki* Η Αργυρώ Μουντάκη γεννήθηκε το 1977 στα Χανιά. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου και ολοκλήρωσε μεταπτυχιακές σπουδές στη Λογοτεχνία. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο στο τμήμα Φιλολογίας εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή. Έχει ολοκληρώσει επίσης μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Πειραιά στον τομέα ΜΒΑ-TQM. Εργάζεται ως καθηγήτρια Γερμανικών στη δημόσια εκπαίδευση και έχει πολλούς αγαπημένους μαθητές. Αρθρογραφεί έντυπα και ηλεκτρονικά πάντα με θέμα τη Λογοτεχνία και τους συγγραφείς. Συνεργάζεται με την εφημερίδα «Θεσσαλία» και το «Μαγικό Κόσμο του Παιδικού Βιβλίου».

Εμφανίστηκε συγγραφικά με τη σειρά «Υπναρούδι» με ήρωα τον ομώνυμο μικρό μέρμηγκα, από τις εκδόσεις Πατάκη το 2005. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της είναι «Το κορίτσι του Πέτρου» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top