Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Η κούτα”

Του Σπύρου Γιανναρά // *

 

Στον Κώστα Καβανόζη

 

« Ma race ne se souleva jamais que pour piller »

Arthur Rimbaud 1

 

mellon2

 

Δεν αντέχω πια τα δελτία ειδήσεων. Δεν τα σηκώνει ο οργανισμός μου. Με πιάνει εκνευρισμός και ταχυπαλμία. Κι αφού πια κάποτε επιτέλους τελειώσουν, με στοιχειώνουν πάντα, και στον ξύπνιο μου ακόμα, οι ίδιες εφιαλτικές εικόνες. Ήμουν, νομίζω, στην τελευταία τάξη του γυμνασίου. Με είχε πάρει, θυμάμαι, τηλέφωνο η μάνα μου απ’ τη δουλειά, αμέσως μετά την έκτακτη είδηση για το απειλητικό σύννεφο που κατέβαινε από τον βορρά. Δεν ξεχνώ την αλλόκοτη τσιρίδα στη φωνή της. Και μου ζητούσε με ύφος επιτακτικό που δεν σήκωνε αντίρρηση, να φύγω τρέχοντας για το σούπερ μάρκετ και να μαζέψω όσα περισσότερα όσπρια και μακαρόνια μπορούσα να σηκώσω στα χέρια.

Θυμάμαι τον κόσμο που έβγαινε τρέχοντας αλαφιασμένος απ’ το ανοιχτό στόμα του κτηρίου. Το απρόσμενο ημίφως στο εσωτερικό. Την ολοένα και μεγαλύτερη αίσθηση του ανοίκειου και του ξένου μέσα στο μαγαζί όπου έκοβα βόλτες από μωρό, τραβώντας τον πατέρα απ’ το μανίκι για ένα κουτάκι καραμέλες ή τσίχλες Big Babol. Τα άδεια από τρόφιμα ράφια. Μονάχα αν κοίταζες το άθικτο εκείνο με τα παιχνίδια, τις μπάλες και τα κουτιά με τα άθλια επιτραπέζια, μπορούσες να φέρεις στο νου το κατάστημα στην πρότερη κατάστασή του. Θυμάμαι πόσο απελπιστική ήταν η εικόνα των μισοάδειων ραφιών, πόσο απειλητικό το κενό ανάμεσα στα ελάχιστα αντικείμενα κι ότι το αισθανόμουν σαν εκκωφαντικό ουρλιαχτό ή σαν σειρήνα που δεν έλεγε να κοπάσει. Και ξαφνικά ένα ράφι γεμάτο χαρτοπετσέτες ή καθαριστικά. Κι ύστερα πάλι την ίδια αίσθηση του κενού να σε κατακλύζει.

Και φυσικά τους δυο άντρες μπροστά στα ψυγεία με το ανοιχτό χαρτόκουτο ανάμεσά τους. Να στέκονται ακίνητοι σαν αρχαίοι αθλητές σε μελανόμορφο αγγείο. Τον γεροδεμένο μελαχρινό με τα ίσια μαλλιά και τη γραβάτα. Τη σπασμένη του μύτη να αιμορραγεί σαν ξεχασμένη ανοιχτή βρύση μουσκεύοντας το πουκάμισό του. Εκείνος όμως να μην κατεβάζει τις γροθιές. Και τον ευτραφή με τη καράφλα απέναντί του και την κοιλιά που πεταγόταν μαζί με το μισό πουκάμισο έξω από το παντελόνι. Ήταν σαφώς σε χειρότερη κατάσταση. Το πρόσωπο του ήταν όλο μια πληγή, το αριστερό μάτι σχεδόν κλειστό από το πρήξιμο κι απ’ το δεξί φρύδι το αίμα έτρεχε ποτάμι τυφλώνοντάς και τον μισάνοιχτο οφθαλμό. Ήταν αμφίβολο αν μπορούσε πια να δει που να χτυπήσει. Όμως ούτε εκείνος κατέβαζε τις γροθιές.

Και ξαφνικά εκείνη τη γυναίκα με το παιδικό καρότσι να ξεπροβάλλει απ’ το σκοτεινό βάθος του διαδρόμου σαν το αγρίμι που βγαίνει αλαφιασμένο απ’ τη φωλιά του για τροφή. Με εκείνη την τρομακτική γυαλάδα της απελπισίας και του πανικού στα μάτια. Κοντοστάθηκε απέναντί τους, ανάμεσα στα άδεια ράφια του σούπερ μάρκετ και κοίταζε πότε τα αιμόφυρτά τους πρόσωπα και πότε το επιποθούμενο χαρτόκουτο.

Και τότε – δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό – είδα ξαφνικά τον γραβατωμένο να σκύβει, να χώνει τα δυο του χέρια μέσα στην ανοιγμένη κούτα, και να βγάζει αργά, τέσσερα μπουκάλια γάλα του ενός λίτρου. Ο κοντός δεν κούνησε ρούπι από τη θέση του, παραμένοντας σε στάση μάχης με σηκωμένες τις γροθιές. «Για το παιδί», γύρισε κι είπε ο μελαχρινός στη γυναίκα, κοιτάζοντάς την κατάματα. «Είναι αντίδοτο στη ραδιενέργεια», πρόσθεσε, καθώς της έτεινε τα μπουκάλια. Τα ματωμένα δαχτυλίδια γυάλισαν για λίγο στο θαμπό φως. Είχε από δυο τρία σε κάθε χέρι.

Ο κοντόχοντρος κατέβασε τα χέρια κι έπιασε να βάζει, βαριά συνοφρυωμένος, το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι. Έδειχνε εντελώς απορροφημένος στον εαυτό του. Θυμάμαι πως σούφρωνε περίεργα τα χείλη καθώς συμμάζευε ρούχο και κοιλιά. Εκείνη έσπρωξε με μια απότομη κίνηση το καρότσι μπροστά, άρπαξε την προσφερόμενη λεία και την παράχωσε επιδέξια μέσα στο καλάθι του καροτσιού. Το μωρό δεν έβγαλε κιχ. Εφόσον όντως υπήρχε μωρό και δεν έκλεβε μπροστά στα μάτια τους, τους δυο αιμόφυρτους άνδρες. Θυμάμαι έντονα το γυάλινο της βλέμμα όταν σήκωσε το κεφάλι. Ύστερα εξαφανίστηκε τρέχοντας με μικρά βιαστικά βήματα. Έχω ακόμα στα αυτιά την αγχωτική ηχώ των τακουνιών της στους διαδρόμους.

Τότε, εντελώς απροσδόκητα, ο κοντός έβγαλε μια ανατριχιαστική στριγγλιά, πήδηξε πάνω από το χαρτόκουτο και πάνω στον γραβατωμένο, τον άρπαξε από τον λαιμό και έγιναν ένα κουβάρι στο πάτωμα. Έκανα να φύγω, πρόλαβα δυστυχώς όμως να δω τον μελαχρινό να χτυπάει με λύσσα το κεφάλι του άλλου στο μάρμαρο. Πρόλαβα δυστυχώς να ακούσω τον αφόρητο εκείνο ήχο του κρανίου που προσκρούει στην σκληρή επιφάνεια. Αυτή ήταν η τελευταία, η πιο φρικτή, και μακράν η πιο έντονη εικόνα που φέρνω στο μυαλό. Δεν θυμάμαι καν αν επέστρεψα με όσπρια και μακαρόνια στο σπίτι.

Τελευταία όμως, παρότι έχω μήνες να ανοίξω την τηλεόραση, όποτε μπαίνω σε σούπερ μάρκετ σφίγγεται το στομάχι μου.

 

«Το γένος μου δεν ξεσηκώθηκε ποτέ παρά μονάχα για να λεηλατήσει». Αρθούρος Ρεμπώ.

 

(Δημοσιεύθηκε την Κυριακή 9 Αυγούστου στο Έθνος της Κυριακής)

 

giannaras_spyros* Ο Σπύρος Γιανναράς γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και θεωρία της λογοτεχνίας στο Παρίσι. Εργάστηκε για δέκα χρόνια στην εφημερίδα Καθημερινή γράφοντας κείμενα (κυρίως για το βιβλίο, τη φωτογραφία και τα εικαστικά) και παίρνοντας συνεντεύξεις από Έλληνες και ξένους συγγραφείς. Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η “Νέα Εστία”, το “Εντευκτήριο”, η “Ευθύνη”, το “Φρέαρ”, “L’atelier du roman” κ.ά., δημοσιεύοντας κυρίως βιβλιοκριτικές και διηγήματα. Ασχολείται με την κριτική βιβλίου και τη μετάφραση. Έχει μεταφράσει Pierre Assouline, Paul Auster, Laurent Mauvignier, Michel Houellebecq.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top