Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Pinocchio”

Της Κατερίνας Μαλακατέ // *

 

mellonmalakate

 

Δεν είχε πολλά να πει, θα τους έφτυνε στα μούτρα κι έπειτα θα έφευγε. Δεν άξιζαν οι εξηγήσεις, δεν είχε καιρό να τους κάνει να καταλάβουν. Δεν θα ήξεραν έτσι κι αλλιώς τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει για τον εαυτό του κυρίως, και δευτερευόντως για όλους. Για το κοινό καλό. Είχε πάντως καιρό ακόμα μέχρι να τον δεχτούν. Ως τότε συγκεντρώθηκε στο περιοδικό του. Ήθελε να κρατήσει την διαύγεια και τον θυμό του ανέπαφα, να μην αναλωθεί σε σκέψεις κι έπειτα να ξεχάσει την αποστολή του την ώρα της αναμονής. Του συνέβαινε τις τελευταίες φορές. Ενώ ένιωθε τι έπρεπε να κάνει, τι ήθελε να κάνει και τι επιβαλλόταν να κάνει αν ήταν να παίξει ενεργό ρόλο σε αυτό που θα ήταν οι άνθρωποι τα επόμενα χρόνια, την τελευταία στιγμή δείλιαζε.

Κοίταξε το είδωλό του στον καθρέφτη. Τα ξανθά του μαλλιά είχαν μακρύνει και του έδιναν όψη αγγελική. Έπαιξε με μια από τις μπούκλες τους αφηρημένος. Θα έπρεπε να τα κουρέψει σύρριζα, να τα απαρνηθεί. Κάποιες θυσίες ήταν απαραίτητες έτσι κι αλλιώς, αν ήταν να πετύχει το εγχείρημα. Προσπάθησε να σκεφτεί τον εαυτό του με ένα άλλο πρόσωπο, σε μιαν άλλη ζωή, διαφορετική από τούτη, πιο ουσιαστική, πιο γεμάτη, πιο υπαρκτή. Οραματίστηκε ένα βίο αλλιώτικο, χωρίς τις φριχτές υποχρεώσεις του παρόντος και τις υποχωρήσεις, κι όλα αυτά που τον υποβάθμιζαν, τον έριχναν κάτω κι από το επίπεδο του ζώου, τον έκαναν μηχανή, μια μηχανή παραγωγής δουλειάς· ένα εξάρτημα καλύτερα της μηχανής, που κάποιος άλλος της έδινε εντολές. Ήθελε να φανταστεί πώς θα ήταν, όταν θα έπαυε να είναι το γρανάζι. Δεν τα κατάφερε.

Στο σαλόνι σερβίρονταν ήδη αναψυκτικά και γλυκίσματα. Η γοητεία τους ήταν μαυλιστική. Πάντα γλυκατζής. Μπήκε στον πειρασμό να πάρει μια λεμονάδα, η πικράδα του φρούτου και η λαχτάρα της ζάχαρης τον τσίγκλιζαν. Ήξερε πως δεν έπρεπε, κι όταν ο δίσκος βρέθηκε μπροστά του, αρνήθηκε με ένα νεύμα. Έπρεπε να προσέχει, να μην παρασυρθεί, να αρχίσει μόνος να φροντίζει τον εαυτό του πια. Η γυναίκα δίπλα του έγνεψε με κατανόηση, καταβροχθίζοντας ένα εκλαιράκι. «Διαβήτης;» του ψιθύρισε. Ήταν εκτυφλωτικά όμορφη για τα γούστα του. Εντυπωσιακά αψεγάδιαστη για αυτά που είχε να τους πει. Πολύ βαμμένη για την ευφυΐα του. Την αγνόησε.

Το θέμα ήταν να μην σκέφτεται. Αν σκεφτόταν, ίσως να δείλιαζε, να μην τολμούσε να τους παρατήσει. Το γαλάζιο του βλέμμα ήταν διαπεραστικό, το ήξερε. Η γυναίκα τού σφύριξε: «Ποια απόχρωση είναι αυτή, το μπλε μαρέν;», αλλά την αγνόησε. Το μπούστο της ήταν επιδεικτικά σφιγμένο, έμοιαζε να τον περιγελά.

«Εκεί έξω τα πράγματα είναι σκληρά», είπε η γυναίκα σηκώνοντας τα μάτια της από το περιοδικό που κρατούσε. Του φάνηκε πως μέσα από το ύφασμα η μια της ρώγα ήταν ορθωμένη. «Νομίζω πια πως δεν έχουν ούτε νερό. Δεν το συζητώ, το ρεύμα τους το έκοψαν εδώ και 3 μήνες. Η μισή ανθρωπότητα θα ξαναγυρίσει στην πρωτόγονη διαβίωση. Θα είναι πάντως ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα από ανθρωπολογικής πλευράς. Δεν ξέρω αν σας το είπα, κάποτε σπούδαζα κοινωνιολογία». Αγνόησε την γυναίκα, αν και έριξε μια ακόμα ματιά στα βυζιά της. Του φάνηκαν μια ιδέα πεσμένα. Προσπάθησε να μαντέψει την ηλικία της. Αν έκρινε από την ροζ ολόσωμη φόρμα και τα βραχιόλια στα χέρια της, θα έλεγε πως είναι Παλαιά. Οι Νέες είχαν ενσωματωμένη την αίσθηση του στυλ.

Ήταν ντροπή να την ρωτήσει; Αμφιταλαντεύτηκε. Του έδινε κουράγιο το ελαφρά πεσμένο βυζί. Ήλπιζε να μην ήταν μόνο η ιδέα του. Έσκυψε και της ψιθύρισε «Τι θα αλλάξεις σήμερα;». Εκείνη του γύρισε ένα βλέμμα όλο τρόμο. Είχε δίκιο. Ήταν Παλαιά, πάλευε να μοιάσει στις Νέες, σε αυτές που γεννήθηκαν αψεγάδιαστες. Την είχε προσβάλλει. Ένιωθε τον αναβρασμό μέσα στην ροζ φόρμα της. «Λίγο τα οπίσθια» του ψιθύρισε. Ήξερε πως ήταν απαγορευμένο να του πει και την ευχαρίστησε.

«Εσύ τι θα αλλάξεις σήμερα;» Δεν ήθελε να της απαντήσει «Ζωή» και για αυτό δεν μίλησε. Η γυναίκα μούτρωσε. «Εγώ διακινδύνευσα για σένα» του είπε. Ευχαρίστως θα την έκανε να σωπάσει. «Εγώ ρίσκαρα. Αν μας έχει πιάσει καμιά κάμερα μπορεί σε λίγο να με σύρουν αλυσοδεμένη Έξω. Μπορεί να καταντήσω μέρος του Ανθρωπολογικού πειράματος, δεν με λυπάσαι;». Την αγνόησε. Δεν την λυπόταν. Σκεφτόταν πως ίσως αυτή ήταν η λύση.

Αν ξαφνικά άρχιζε να ουρλιάζει, να τους λέει για το πραγματικό χρώμα των ματιών του, και την κοιλίτσα, που του ρούφηξε η λιποαναρρόφηση, για την φαλάκρα που κρυβόταν κάτω από τις μπούκλες του, αν φώναζε σε όλους όλες τις πλαστικές και τα μπότοξ του, θα τον έδιωχναν με σιγουριά. Ίσως να μην χρειαζόταν καν κάτι τόσο δραστικό, ίσως να έφτανε μονάχα να τους πει την πραγματική του ηλικία, να φωνάξει: «Είμαι Παλαιός, έχω γεννηθεί το 1978. Είμαι παιδί του προηγούμενου αιώνα». Ίσως τότε να μην χρειαζόταν να τους αντιμετωπίσει, να τους πει πως ήθελε να φύγει. Ίσως τότε να τον έδιωχναν μόνοι τους.

Δεν θα τους έδινε τη χαρά να τον χαρακτηρίσουν παράφρονα και να τον πετάξουν Αυτοί Έξω. Όχι, θα έφευγε με το κεφάλι ψηλά, με όλη την ένταση της αποχώρησης. «Ο βασικός συντελεστής του Ανθρωπολογικού Πειράματος φτύνει το Σύστημα στην μούρη», θα έγραφαν οι πηχυαίοι τίτλοι των εφημερίδων και του ίντερνετ. Έτσι θα τους ταρακουνούσε, θα τους έβγαζε από την πλάνη. Έτσι θα τον άφηναν να γεράσει σύμφωνα με την ηλικία του, δίχως αυτές τις γελοίες μπούκλες πάνω στο κεφάλι του και χωρίς το σετ των κοιλιακών. Ελεύθερος.

Λαχταρούσε την ανομοιότητα. Δίψαγε για λάθη. Ήθελε να είναι υγιής με τους δικούς του όρους, να αρνείται στον εαυτό του την λεμονάδα γιατί ήταν γλυκιά κι εκείνος είχε ζάχαρο. Σκέφτηκε τους κακομοίρηδες που τους είχε κόψει πρόσφατα το νερό. Σε λίγο καιρό θα ήταν ένα με αυτούς, μέρος τους. Θα μάθαινε να επιβιώνει σε έναν κόσμο άγριο και επικίνδυνο, αλλά καθόλου ελεγχόμενο. Καθόλου. Ίσως να τους ρύθμιζε και το κλίμα στον Παγετό, πριν φύγει, να κάνει ακόμα πιο σημαντικό το παιχνίδι. Θα ήταν ελεύθερος εκεί. Στο ταξίδι της επιβίωσης. Θα ήταν πια διαφορετικός., θα μεγαλουργούσε γιατί ήταν δυνατός. Θα γινόταν αρχηγός στο άψε σβήσε.

Η γυναίκα δίπλα του τον χτύπησε στα πλευρά με τον αγκώνα. «Μην μονολογείς. Οι κάμερες», του είπε μέσα από τα δόντιά της. Ύστερα άκουσε το όνομά του από τα μεγάφωνα. Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα, βρέθηκε από την άλλη πλευρά. Ήταν ήδη ώρα. «Τι θα κάνουμε σήμερα, Δρ Πλίχεν;» τον ρώτησε η γραμματέας. Ήταν σίγουρα Νέα. Τα στήθια της θα κοίταζαν για πάντα τον ουρανό. «Ίσως λίγο την μύτη, νομίζω πως είναι πια πολύ μεγάλη για αυτό το πρόσωπο», είπε ο Πλίχεν πλησιάζοντας στον καθρέφτη.

 

katerina-malakate_* Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε στην Φαρμακευτική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές σπουδές της. Έχει εκδώσει το μυθιστόρημα «Κανείς δεν θέλει να πεθάνει», ενώ διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετά συλλογικά έργα. Είναι συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου-καφέ Booktalks. Από το 2009 διατηρεί το λογοτεχνικό ιστολόγιο «Διαβάζοντας» (diavazontas.blogspot.gr).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top