Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Η στοά, ο πελεκάνος και η μικρή Αλίκη στην νέα χώρα των θαυμάτων…”

Της Χρύσας Σπυροπούλου // *

 

mellonXrysa

 

Τα μέλη της οικογένειας Μαύρου άκουγαν την ανακοίνωση του αρχηγού του κράτους και δεν καταλάβαιναν το νόημα των λέξεων. Στην αρχή η μικρή κόρη, η Αλίκη, άρχισε να φωνάζει ενθουσιασμένη, σιγά σιγά όμως έσβηνε ακόμα και η δική της φωνή. Οι γονείς κάθονταν αποσβολωμένοι στον καναπέ, αμήχανοι. « Μα γιατί δεν λέτε κάτι;» ρώτησε. Τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια πετάχτηκαν ταυτόχρονα όρθια και άρχισαν να συγκεντρώνουν τις ατομικές ηλεκτρονικές συσκευές τους, τα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια και να τα ρίχνουν στα σακίδιά τους. Η μητέρα πήρε από την κουζίνα ό,τι θεωρούσε απαραίτητο για να περάσουν αυτάρκεις ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μακριά από το σπίτι τους, με τα πιο βασικά, και ο πατέρας από την αποθήκη επέλεξε τα χρήσιμα εργαλεία για να αντιμετωπιστούν τυχόν δυσκολίες και απρόοπτα που θα συναντούσαν στο ταξίδι τους. Θα έπρεπε να περάσουν απέναντι, έτσι τους είπε. Εκείνα τον άκουσαν και δεν ρώτησαν πολλά.

Τα παιδιά τη μια στιγμή έδειχναν ενθουσιασμένα για το ταξίδι στο άγνωστο κι από την άλλη ο φόβος συγκρατούσε την έξαψη τους. Ήταν σαφής ο αρχηγός του κράτους: όσοι ήθελαν να επιβιώσουν και επέλεγαν να φύγουν, θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την χώρα αμέσως. Οι υπόλοιποι θα περίμεναν στωικά το τέλος, πιστοί στις απόψεις και τις ιδέες τους. Είχαν επιλέξει να φέρουν την αλλαγή στην χώρα πηγαίνοντας κόντρα στις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που τους έδινε το υπόλοιπο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, τα άλλα κράτη δηλαδή.

Η μητέρα κοίταξε γύρω της και η ματιά της έπεσε στα έπιπλα και τους πίνακες που είχε κληρονομήσει από της οικογένειά της. Όλα αυτά είτε θα καταστρέφονταν από τη σκόνη και το πέρασμα του χρόνου είτε θα τα οικειοποιούνταν εκείνοι που θα επέλεγαν να παραμείνουν στον τόπο τους. Τα παιδιά δεν είχαν τους δικούς της ενδοιασμούς. Οι μνήμες τους από το παρελθόν ήταν περιορισμένες, όπως και οι απόψεις τους για αυτό που πήγαιναν να συναντήσουν. Δεν ήξεραν τι συνέβαινε σε παρόμοιες περιπτώσεις. Η μικρή Αλίκη τράβηξε τις κουρτίνες στο πλάι και κοίταξε στον δρόμο. Οι γείτονες είχαν βγει στις αυλές τους, στους δρόμους και φώναζαν συνθήματα εναντίον του αρχηγού, ενώ κάποιοι άλλοι κατέβαιναν στα μέρη τους από άλλες γειτονιές κρατώντας σημαίες και πλακάτ. Αυτοί ήταν αποφασισμένοι να μείνουν και να πεθάνουν υποστηρίζοντας τις ιδέες τους, γιατί έλεγαν ότι το δίκιο ήταν με το μέρος τους. Ηλικιωμένοι κρατούσαν εικονίσματα και έτρεχαν πίσω από κάποιον που σήκωνε λάβαρο και κατευθυνόταν προς την έξοδο της πόλης. Σιγά σιγά σκουπίδια συγκεντρώνονταν στα πεζοδρόμια και στα ρείθρα. Οι τοίχοι γέμιζαν συνθήματα, οι τζαμαρίες των εγκαταλελειμμένων καταστημάτων γίνονταν θρύψαλα που κάλυπταν τη άσφαλτο. Η Αλίκη πήγε να ανοίξει το παράθυρο και να διαμαρτυρηθεί, να επιστήσει την προσοχή σε άλλους να μην τα πατήσουν και τραυματιστούν. Η μητέρα, όμως, την πρόλαβε. « Μην ασχολείσαι μ’ αυτούς. Κάνε γρήγορα… Κάντε όλοι σας γρήγορα να φύγουμε πριν είναι αργά.» «Πού θα πάμε, μαμά;» ρώτησε εκείνη. « Θα μπούμε στην στοά που είχαμε ανοίξει και από εκεί θα μεταφερθούμε στον άλλον κόσμο».

«Εκεί θα είναι καλύτερα;» επέμεινε. «Ναι, πολύ καλύτερα. Θα είμαστε ελεύθεροι, θα μας σέβονται και θα τους σεβόμαστε. Δεν θα μας υποβάλλουν ιδέες και απόψεις».

Μπήκαν στην στοά. Στα πρώτα μέτρα όλα το έδαφος ήταν επίπεδο, οι λιγοστές πέτρες δεν στέκονταν εμπόδιο. Σιγά σιγά, όμως, λιγόστευε το φως, ακόμα και οι λάμπες που είχαν τοποθετηθεί από τον πατέρα, τα τοιχώματα γίνονταν όλο και πιο σαθρά, οι ρωγμές τους όλο και πιο βαθιές και επικίνδυνες. Περπατούσαν ο ένας πίσω από τον άλλο. Τα παιδιά σκόνταφταν στις πέτρες που εξείχαν από τα λιμνάζοντα νερά. Πρασινάδα κάλυπτε μεριές μεριές τα τοιχώματα, ενώ τα νερά που έτρεχαν δημιουργούσαν τα ρυάκια που σχημάτιζαν τις κατά τόπους λίμνες. Η Αλίκη ακολουθούσε τα αδέρφια και τους γονείς της με δυσκολία, σκόνταφτε, της έπεφταν από την αγκαλιά τα κουκλάκια και τα λούτρινα ζωάκια, τα σήκωνε, βρόμικα και υγρά, και τα έσφιγγε πάνω της ακόμα πιο πολύ. Ο ήχος από το χτύπημα των φτερών των μαύρων πουλιών που γέμισαν την στοά ακουγόταν απειλητικά καθώς συνόδευε το κρώξιμό τους. Βουτούσαν στα μαύρα λιμνάζοντα νερά, άρπαζαν φιδάκια και έντομα και απομακρύνονταν. Το κορίτσι αναρωτήθηκε πού πάνε για να φάνε την λεία τους. «Υπάρχει έξοδος» φώναξε στους δικούς της. «Σύντομα θα βγούμε από αυτήν την τρύπα». Τα αδέλφια της την συμβούλεψαν να μην μιλάει. Να κρατάει τις δυνάμεις της και να περπατά όσο το δυνατόν πιο σταθερά και γρήγορα. Κι εκείνη έκανε ό,τι της είπαν. Άλλωστε, ήξερε να υπακούει και να κάνει ό,τι της λένε, να συμπεριφέρεται σαν την καλή μαθήτρια. Όσο προχωρούσαν, ανυπόμονοι για αυτό που θα συναντούσαν, το νερό λιγόστευε, στα τοιχώματα διακρίνονταν φυτά, το φως γινόταν όλο και πιο ζωηρό. Σε μερικά σημεία, σε καμπές της στοάς, η υγρασία πολεμούσε με τις ακτίνες του ήλιου που έρχονταν από πολύ μακριά και δημιουργούσαν αντανακλάσεις με τα νερά των μικρών λιμνών. Της φαινόταν σαν να σχηματίζονταν καθρέφτες που πρόβαλαν το ίδιο τοπίο, σαν να πολλαπλασιαζόταν το σαθρό και το μετέωρο, αυτό που αγωνιζόταν να επικρατήσει του καινούριου, του φρέσκου και φωτεινού. Ένας πελεκάνος στάθηκε μπροστά της και άνοιξε τα φτερά του. Κούνησε τον μακρύ λαιμό του και της έδειξε την πλάτη του. Το έντονο λευκό, γκρίζο, κατά τόπους, και το μαύρο των φτερών την μάγεψε. Έσφιξε τα ζωάκια και τις κούκλες της και ανέβηκε με άνεση στην πλάτη του πελεκάνου. Τα φτερά του κουνήθηκαν πάνω κάτω και μεμιάς άφησαν την στοά και βρέθηκαν δίπλα σε μια λίμνη που περιβαλλόταν από πεύκα, κυπαρίσσια και έλατα. Κύκνοι και πάπιες έπαιζαν με τα φωτεινά νερά, ενώ παιδιά κυνηγούσαν τα σκυλιά τους. Όταν ο πελεκάνος την άφησε δίπλα σε μια καλύβα, εκείνη ένιωσε μοναξιά. Της έλειπαν οι δικοί της άνθρωποι. Ένα σκυλάκι την πλησίασε και της χάιδεψε το χέρι με το κεφάλι του. Εκείνη δάκρυσε και έστρεψε το βλέμμα προς την κατεύθυνση που υπέθετε ότι ήταν η στοά. Θα τους περίμενε. Κοίταξε γύρω και ένιωσε ανακούφιση με την ομορφιά που την περιέβαλε. Της έλειπε όμως η ανθρώπινη παρουσία. Αναζήτησε με την ματιά της τον πελεκάνο, ήθελε να του ζητήσει να επιστρέψει στη στοά και να φέρει σιγά σιγά τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της. Μα αυτός δεν φαινόταν πουθενά. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το πευκοδάσος. Ήταν αποφασισμένη να βρει ομοίους της. Γύρισε πίσω της και είδε τον σκύλο να την ακολουθεί. Κάτι είναι κι αυτό, σκέφτηκε και εισχώρησε σε ένα κόσμο γεμάτο βουητό, είδε άντρες και γυναίκες να καλλιεργούν την γη, να υψώνουν κτήρια και να δημιουργούν σχήματα στην πέτρα. Πού και πού έβλεπε νέους ανθρώπους να δίνουν τα χέρια και να υπογράφουν χαρτιά, άλλους να καθαρίζουν τοίχους κτηρίων που είχαν καλυφθεί από την υγρασία ή τα βρύα ή από κάτι παράξενα σχέδια. Πρόσεξε ότι όσοι διασταυρώνονταν μαζί της την χαιρετούσαν και της χαμογελούσαν. Δεν καταλάβαινε τίποτε. Άφησε να παρασυρθεί, όμως, από τις πρωτόγνωρες συνήθειες. Ώσπου είδε από μακριά μια πινακίδα δίπλα σε ένα επιβλητικό κτήριο, με κίονες που δημιουργούσαν περιστύλιο. Διάβασε: « Αποκατάστασις των πληγέντων». Πληγέντων. Ποιών πληγέντων, από τι; Δεν ήξερε. Ένιωθε, εξάλλου, και η ίδια ότι έχει πληγεί από κάτι. Εδώ είμαστε, σκέφτηκε. Θα πήγαινε να δώσει τα στοιχεία της, να αποκτήσει ταυτότητα και να ζητήσει να αναζητηθούν οι δικοί της άνθρωποι. Ήθελε να μπουν όλα τα πράγματα σε μια σειρά. Τάχυνε το βήμα της και αισθάνθηκε ότι κατευθυνόταν προς την ελευθερία…

 

Spyropoulou

 

* Η Χρύσα Σπυροπούλου γεννήθηκε στις Σέρρες το 1957 και σπούδασε Κλασική Φιλολογία. Ασχολείται με την κριτική βιβλίου. Τα τελευταία χρόνια γράφει περιπέτειες και αστυνομικές ιστορίες για νέους. Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό το τελευταίο μυθιστόρημά της, «Το μυστήριο της Κωνσταντινούπολης», από τις εκδόσεις Καστανιώτης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top