Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Το σπίτι στο τέλος του δρόμου”

Της Παυλίνας Παμπούδη // *

 

mellonpavlina

 

Ο μικρός δρόμος ήταν αδιέξοδο. Το τελευταίο σπίτι, αριστερά, ακουμπούσε πάνω σ’ ένα τμήμα του αρχαίου τείχους της παλιάς πόλης. Ήταν μια μικρή, εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία που, καθώς ερειπωνόταν σιγά σιγά, έτεινε να γίνει κι αυτή οργανικό μέρος του τείχους.

Μια χειμωνιάτικη μέρα με φοβερό κρύο, μια άστεγη γυναίκα βρήκε καταφύγιο στο υπόγειό της – τον μόνο χώρο που είχε ακόμα ακέραιους τοίχους και μια ελάχιστα ξεχαρβαλωμένη πόρτα.

Οι δύο καλές κυρίες της γειτονιάς –δύο φιλάνθρωπες αδελφές, χήρες– την είχαν δει να μπαίνει και να μην ξαναβγαίνει – το παράθυρό τους έβλεπε το παλιό σπίτι. Το σουλούπι της γυναίκας ήταν πολύ παράξενο: είχε τυλιγμένο το κεφάλι και το μισό της πρόσωπο σ’ ένα μεταξωτό μαντίλι με κόκκινα τριαντάφυλλα, είχε ριγμένη στους ώμους της μια βρόμικη, τρύπια καρό κουβέρτα, φορούσε παλιά αντρικά παπούτσια ξεκάλτσωτη, κούτσαινε, και έσερνε πίσω της ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ με το νοικοκυριό της: σακούλες και κουρέλια.

Οι φιλάνθρωπες κυρίες το συζήτησαν και είπαν να της πάνε την επομένη ένα πιάτο φαγητό, να μάθουν από πού κρατά η σκούφια της, πριν καλέσουν κάποιον αρμόδιο να τη μαζέψει.

Την επομένη χιόνιζε και επειδή και οι δύο είχαν εύθραυστη υγεία δεν τόλμησαν να ξεμυτί-σουν. Κάθισαν στις πολυθρόνες τους κοντά στο παράθυρο, η μια έπλεκε –ένα μπεζ κασκόλ– και η άλλη έλυνε σταυρόλεξο.

Ο καιρός βελτιώθηκε την τέταρτη μέρα. Οι δύο αδελφές ντύθηκαν ζεστά και, κατά τις δώδεκα το μεσημέρι, βγήκαν να πάνε να δούνε τι απόγινε η γυναίκα.

Η πόρτα υποχώρησε μόλις την ακούμπησαν. Μέσα ήταν κατασκότεινα και αποπνικτικά – υπήρχε μια μπόχα από σκουπίδια, περιττώματα και ψοφίμι. «Καλημέρα…» είπε διστακτικά η μία. «Ε, είναι κανείς εδώ;» φώναξε η άλλη σε λίγο. Καμιά απάντηση. «Μήπως έφυγε;» ψιθύρισε η μία. «Θα τη βλέπαμε» είπε η άλλη. «Λες να πέθανε;»

Κοίταξαν κι οι δυο ολόγυρα. Τώρα τα μάτια τους είχαν συνηθίσει και διέκριναν καθαρά. Ο χώρος ήταν τελείως άδειος. Κοιτάχτηκαν απογοητευμένες. Η γυναίκα δεν είχε πεθάνει εκεί, θα είχε φύγει μες στη νύχτα και δεν την πήραν είδηση.

«Υπάρχει μια πόρτα εκεί» έκανε ξαφνικά η μία. Πράγματι, στη μέση του πίσω τοίχου διακρινόταν ένα χαμηλό πορτάκι, ασφαλισμένο με σύρτη. «Μα… Δεν είναι λογικό. Πού οδηγεί; Αφού ο πίσω τοίχος ακουμπάει στο βράχο…»

Η άλλη πλησίασε προσεκτικά και χτύπησε. Ακουγόταν ένας ανεπαίσθητος θόρυβος από μέσα. Μ’ ένα μορφασμό σιχασιάς ακούμπησε το αυτί της στο σαρακοφαγωμένο ξύλο. Περίμενε λίγο και μετά προσπάθησε να τραβήξει το σύρτη. «Μα τι κάνεις;» είπε η άλλη φοβισμένα. «Πάμε να φύγουμε… Δεν μπορεί να βρίσκεται κανείς εκεί μέσα… Η πόρτα είναι κλεισμένη από τη μεριά μας…»

Ο σύρτης ήταν πολύ σκουριασμένος, κατάφερε όμως να τον τραβήξει και να ανοίξει. Ένα ρεύμα ψυχρού αέρα χτύπησε και τις δύο στο πρόσωπο κάνοντάς τις να παγώσουν στη θέση τους.

Ο αέρας περιδινήθηκε νωχελικά γύρω τους, τις αγκάλιασε, σχημάτισε μια ρουφήχτρα και τις απορρόφησε στο κενό πίσω από την πόρτα. Ύστερα η πόρτα ξανάκλεισε και ο σύρτης μπήκε πάλι στη θέση του αθόρυβα.

Από την άλλη μεριά ξημέρωνε σε μια πολύ παλιά χρονολογία.

Ένα πλήθος τρομαγμένων, κουρελιάρηδων ανθρώπων είχε πιάσει ήδη δουλειά στα νέα τείχη της πόλης. Οι δύο έντρομες αδελφές, καθώς τις έσπρωχνε προς το πλήθος με τη λόγχη του ένας στρατιωτικός με αποκτηνωμένο ύφος, διέκριναν ανάμεσα στους άλλους την άστεγη, που ανακάτευε ανέκφραστα λάσπη σ’ ένα λάκκο, καθώς και τον παλιό τους ταχυδρόμο που είχε εξαφανιστεί το περασμένο φθινόπωρο.

 

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΙΩΣΗΦ

Ο Ιωσήφ προχωρούσε στο χωματόδρομο χοροπηδώντας και κλοτσώντας τα πετραδάκια. Από το πρωί εξερευνούσε την περιοχή γύρω απ’ το καινούργιο σπίτι. Ωραία ήταν. Είχε ανακαλύψει ένα άχτιστο οικόπεδο γεμάτο λάστιχα και παλιοσίδερα, ένα μεγάλο δέντρο που μπορούσε να σκαρφαλώσει πάνω του και να δει μέχρι πέρα, στο λιμάνι, είχε παίξει και κυνηγητό μ’ ένα κίτρινο σκυλί. Τώρα επέστρεφε, είχε αρχίσει να πεινάει.

Ο Ιωσήφ ήταν έξι χρονών – εδώ και πενήντα χρόνια ήταν έξι χρονών.

Οι γονείς του μόλις είχαν πάλι αλλάξει σπίτι και πόλη. Τον παρουσίαζαν πλέον ως εγγονό τους, αν και ο Ιωσήφ εξακολουθούσε να τους φωνάζει μαμά και μπαμπά.

Αυτός δεν είχε κανένα πρόβλημα. Κάθε φθινόπωρο έκανε καινούργιους φίλους, μάθαινε να διαβάζει και να γράφει, δυσκολευόταν λίγο στην αριθμητική, έδειχνε ιδιαίτερη επιδεξιότητα στη ζωγραφική και καμία κλίση στα σπορ. Όταν ερχόταν το καλοκαίρι, και συγκεκριμένα μετά την πρώτη του βουτιά στη θάλασσα, έχανε τους πέντε πόντους που είχε ψηλώσει κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ξεχνούσε ό,τι είχε μάθει κι άρχιζε πάλι να συμπεριφέρεται σαν αυτό που ήταν: ένα ανέμελο, χαρούμενο παιδί έξι χρονών.

Την τρίτη φορά που συνέβη αυτό, οι γονείς του κατέφυγαν σε κάποιον παιδοψυχολόγο ο οποίος, αφού εξέτασε τον Ιωσήφ προσεκτικά, αποφάνθηκε ότι ήταν απολύτως φυσιολογικός για την ηλικία του, και με αρκετά υψηλό δείκτη ευφυΐας. Τον επόμενο χρόνο, αναγκάστηκαν να πουλήσουν το σπίτι τους και να μετακομίσουν σε κάποια μεγαλύτερη πόλη, γιατί αφενός δε δέχονταν πια τον Ιωσήφ στην πρώτη τάξη του παλιού του σχολείου, αφετέρου είχαν αρχίσει οι γείτονες να τους κοιτάζουν περίεργα.

Η κατάσταση συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Όλοι οι παιδοψυχολόγοι, καθώς και οι παιδίατροι διαφόρων πόλεων, που κλήθηκαν κατά καιρούς να εξετάσουν τον εξαετή Ιωσήφ, αποφαίνονταν ότι ήταν ένα υγιέστατο παιδάκι και μάλιστα δεν μπορούσαν να καταλάβουν πού ήταν το πρόβλημα.

Καθώς ο Ιωσήφ πλησίαζε τώρα στο καινούργιο του σπίτι, άκουσε να τον φωνάζουν: «Ιωσήφ! Είσαι ο Ιωσήφ;».

Στην πόρτα τον περίμεναν δύο κοινωνικοί λειτουργοί. Η πιο κοντή τού χαμογέλασε καλοσυνάτα, τον χάιδεψε στο ακούρευτο κεφαλάκι και τον πήρε από το χέρι. Θα τον οδηγούσε στο ίδρυμα και από εκεί θα τον έστελναν σε ανάδοχους γονείς.

Τα είχαν ρυθμίσει όλα οι υπέρηροι κηδεμόνες του πριν αναχωρήσουν προς άγνωστη κατεύθυνση. Στο παράξενο σημείωμα που είχαν αφήσει αναγνώριζαν ότι το πρόβλημα το είχαν αυτοί και, κατ’ επέκταση, όλοι οι άλλοι που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο συνέχιζαν να μεγαλώνουν, να μαθαίνουν διάφορα άχρηστα πράγματα και να γερνάνε.

 

(Από το «40 κάπως περίεργες ιστορίες», Ροές, 2012)

 

pampoudi* Η Παυλίνα Παμπούδη είναι συγγραφέας και εικονογράφος. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην ΑΣΚΤ και στο κολέγιο Byam Shaw School of Art του Λονδίνου. Έχει εκδώσει μέχρι στιγμής 15 ποιητικές συλλογές, 4 βιβλία πεζογραφίας, περισσότερα από 40 βιβλία δήθεν για παιδιά και 31 μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Επίσης, έχει κάνει δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, έχει γράψει αρκετά σενάρια για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς και πολλά τραγούδια.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top