Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Ο όρκος της αγάπης”

Της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου // *

 

mellonlabadaridouΠερπατώ κι εγώ στον άσπρο δρόμο, τον ελικοειδή, που μοιάζει ατέλειωτος και σαν να μην οδηγεί πουθενά. Είμαι ανάμεσα σε ανθρώπους άγνωστους, που περπατούν δίπλα μου σιωπηλοί, με το κεφάλι σκυμμένο. Μέρες τώρα περπατάμε νηστικοί και διψασμένοι. Και κανείς δεν μας είπε πού πάμε. Και γιατί. Κανείς δεν μας ενημέρωσε. Χωρίς αποσκευές. Χωρίς ένα καπέλο για τον δυνατό ήλιο που μας χτυπάει όλη μέρα. Και τη νύχτα γέρνουμε όπου βρεθεί ο καθένας και βυθιζόμαστε σ’ έναν ύπνο σκοτεινό. Είναι η καινούρια τεχνολογία αυτή, είπαν κάποιοι, η καινούρια εξουσία. Και κανείς δεν κατάλαβε.

Ξαφνικά, βλέπουμε έναν πανύψηλο άνδρα, με δέρμα σατινένιο και μάτι αστραφτερό. Ίδιος αρχάγγελος. Φοράει ένα ρούχο μαύρο, σαν μοναστικό, και τα μαλλιά του σγουρά και μακριά, δεμένα πίσω κοτσιδάκι.

“Είναι ο σοφός…” ψιθυρίζουν κάποιοι, “αυτός που θα σώσει τον κόσμο από τη νέα εξουσία…”

“Είναι ο Άγγελος!” λένε άλλοι. “Ο Άγγελος των αχράντων μυστηρίων, αυτός που κατέχει τα μυστικά…”

Όμως και πάλι κανείς δεν κατάλαβε.

Ποια ήταν η εξουσία; Και ποια τα άχραντα μυστήρια;

Κι εμείς; Πώς βρεθήκαμε εμείς όλοι στον δρόμο αυτόν να περπατάμε με σκυμμένο κεφάλι;

Προσπαθώ να θυμηθώ πού ήμουν πριν από τον δρόμο. Ποια ήταν η ζωή μου. Αλλ’ αδύνατον. Κάποιες αναμνήσεις έρχονται στο μυαλό μου για λίγες στιγμές κι ευθύς χάνονται.

Αφήνουν μόνο μιαν απίστευτη νοσταλγία που με τρελαίνει.

Αναρωτιέμαι μήπως έχω πεθάνει και βρέθηκα έξω από τον χρόνο. Μήπως όλοι εμείς που βαδίζουμε είμαστε μια στρατιά πεθαμένων που τώρα περνούμε τις εφτά πύλες του Άδη. Όμως δεν μπορεί, λέω. Γιατί η αγωνία που ζούμε, ο φόβος, η πείνα, μας βεβαιώνουν ότι είμαστε ζωντανοί ακόμα. Και κοιτάζω τους ανθρώπους γύρω μου, να καταλάβω αν και εκείνοι νιώθουν σαν εμένα.

Μια φωνή αυστηρή μας παγώνει:

“Ήρθατε στην εξουσία του μέλλοντος!”

Υπάρχει κάποιος, λοιπόν. Κάποιος που μας εξουσιάζει. Κι αυτός είναι εδώ. Παρών. Και μαζί άφαντος.

Στρέφουμε το κεφάλι και βλέπουμε εκείνον, που τον είπαν σοφό ή Άγγελο, να ορθώνει το πανύψηλο λεπτό σώμα του και να φωνάζει:

“Να βγεις να σε δούμε… Δεν υπακούμε σε εξουσίες αόρατες…”

Ένα σαρκαστικό γέλιο μας γεμίζει τρόμο. Την ίδια στιγμή, βλέπουμε ένα χέρι, κάπου σε μιαν οθόνη κρεμασμένη στο κενό. Ένα τεράστιο χέρι που ζωγραφίζει νευρικά ένα τσιμεντένιο κτήριο. Και μόλις το τέλειωσε, εμείς όλοι του άσπρου δρόμου βρεθήκαμε μέσα και ψάχναμε να βρούμε μια γωνιά να γείρουμε στον ίσκιο, τόση ήταν η κούραση μέσα στο λιοπύρι.

Και κανείς δεν είχε το κουράγιο να σκεφτεί, πώς αυτό που ζωγράφισε το χέρι έγινε πραγματικό. Μόνον ο λεγόμενος Άγγελος, που κατείχε τα μυστικά των αχράντων μυστηρίων, στεκόταν κάτωχρος ανάμεσα μας και μας κοίταζε με πανικό.

“Είμαστε παγιδευμένοι… κι ακόμα δεν ξέρουμε ποιος μας παγίδεψε”, λέει με φωνή βαριά.

Κοιταχτήκαμε έντρομοι. Δίπλα μου ήταν μια γυναίκα που σ’ όλο το δρόμο σήκωνε το παιδί της τρομαγμένο. Παραδίπλα, ένα ζευγάρι ερωτευμένο. Εκείνος χλομός με μάτια υγρά από την αγωνία, κρατούσε σφιχτά από το χέρι την κοπέλα του. Και κάποιες ελάχιστες στιγμές την έσφιγγε πάνω του.

Η εικόνα μου έφερε δάκρυα στα μάτια. Θυμήθηκα πως αγαπούσα κι εγώ κάποια πρόσωπα, όμως δεν θυμόμουν τίποτα. Το μυαλό μου ήταν ένας άδειος πίνακας που είχε μέσα μόνον αυτά που ζωγράφιζε το μετέωρο χέρι. Γιατί αυτή η άγνωστη εξουσία συνέχισε να ζωγραφίζει το ίδιο νευρικά και βιαστικά. Μια ολόκληρη πόλη ζωγράφισε. Σπίτια αραδιασμένα με κόκκινες στέγες και αυλές. Δέντρα. Πάρκα. Μαγαζιά. Κι όλοι σε λίγο βρεθήκαμε να ζούμε στην άγνωστη αυτή πόλη, στα σπίτια που έμοιαζαν δικά μας και ολότελα ξένα.

Και το βράδυ, ο λεγόμενος Άγγελος ή σοφός, που εμείς τον αποκαλούσαμε “Ψηλό”, είπε να συναντηθούμε όλοι, ένα ολόκληρο πλήθος ανθρώπων, στην πλατεία της πόλης, για να βρούμε έναν τρόπο να μπορέσουμε να βγούμε από αυτή την παγίδα.

Και με φωνή βροντερή και σταθερή είπε:

“Πρέπει να βρούμε τον κωδικό!”

Κοιταχτήκαμε έντρομοι.

“Ποιον κωδικό; φωνάξαμε. Πού έχουμε παγιδευτεί;”

Ο Ψηλός με τα μάτια του αρχάγγελου και το μαύρο ρούχο είχε μια αγωνία τώρα.

“Παγιδευτήκαμε σε μιαν άγνωστη τεχνολογία. Και πρέπει να βρούμε τον κωδικό να την ακυρώσουμε, αλλιώς είμαστε χαμένοι…”

“Και πού θα βρούμε τον κωδικό; Πώς θα είναι αυτός ο κωδικός;”

Δεν πρόφτασε να απαντήσει. Η πόλη μας έγινε πλωτή. Και τα σπιτάκια μας με όλα τα δέντρα και τους ζωγραφισμένους δρόμους έπλεαν τώρα πάνω σε άγνωστα σκοτεινά νερά.

Ευθύς το χέρι βγήκε στην ίδια κρεμαστή οθόνη και άρχισε να ανοίγει δρόμους στο νερό, να ζωγραφίζει γέφυρες, να βάζει τους ανθρώπους στους νερένιους δρόμους και να τους αφήνει εκεί με την αγωνία στα μάτια.

“Αυτός είναι τρελός… Παγιδευτήκαμε στη φαντασία κάποιου τρελού που παίζει μαζί μας…”, φώναξε κάποιος από το πλήθος. Και την ίδια στιγμή, το “χέρι” τον πήρε και τον γκρέμισε από μια ζωγραφισμένη γέφυρα.

Παγώσαμε όλοι. Και ο λεγόμενος Άγγελος δεν είπε τίποτα. Μας κοίταξε μόνο με σημασία. Και έσκυψε το κεφάλι με τέτοιο τρόπο σαν να μας έδινε μήνυμα να σκύψουμε κι εμείς.

Και το τρελό χέρι ηρέμησε. Η κρεμαστή οθόνη έφυγε. Η πόλη μας έγινε όπως ήταν πάνω σε κανονικό έδαφος. Και ο Άγγελος, με μάτια που άστραφταν, περνούσε βιαστικός ανάμεσά μας και μας ψιθύριζε:

“Απόψε πρέπει να βρούμε τον κωδικό…”

“Όμως πώς… πώς;” τον ρωτούσαμε όλοι.

Κι εκείνος απαντούσε ψιθυριστά: “Θα γράψει ο καθένας την πιο όμορφη ανάμνηση που θυμάται”, μας έλεγε.

Μείναμε όλοι εκεί. Στη μεγάλη πλατεία. Νιώθαμε την ανάγκη να είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον. Ν’ ακούμε την ανάσα του. Τόσος ήταν ο φόβος. Και καθίσαμε όπου βρέθηκε ο καθένας. Μόνο να είμαστε ο ένας κοντά στον άλλον, αυτό θέλαμε. Κι εγώ κοίταζα γύρω να δω ποια πρόσωπα γνώριζα. Ήταν το ερωτευμένο ζευγάρι. Σφιχτά αγκαλιασμένο. Η εικόνα αυτή μου άρεσε. Άραγε αγάπησα κι εγώ κάποτε; Δίπλα ήταν η μάνα με το παιδί κοιμισμένο στην αγκαλιά της. Κι αυτή η εικόνα μου άρεσε. Μπορεί να είχα κι εγώ ένα παιδί κάποτε, σκεφτόμουν. Πιο ‘κει ήταν ένα παλικάρι χλομό που το κοίταζα να περπατά αμίλητο σ’ όλο το δρόμο.

Κάποια στιγμή, καθώς περνούσε δίπλα μου ο Ψηλός, όπως λέγαμε τον Άγγελο, τόλμησα και τον ρώτησα:

“Μπορεί να ζούμε ένα όνειρο; Έναν εφιάλτη; Μήπως κάποιος μας παγίδεψε στο δικό του όνειρο; Λέγε. Μπορεί σε λίγο να πίνω ένα ζεστό καφέ στο δωμάτιό μου;”

Τόση ήταν η λαχτάρα μου να ξυπνήσω από ένα εφιαλτικό όνειρο και να βρεθώ στο σπίτι μου, στη γλύκα του κρεβατιού μου, μ’ έναν ζεστό καφέ δίπλα μου, που τσίριζα. Απ’ όλη τη ζωή μου μόνον τον ζεστό καφέ θυμόμουν. Και θύμωσα.

“Ποιος είχε το δικαίωμα να με βγάλει από τη ζωή μου, όπως την ήξερα, και να με φέρει σ’ αυτόν τον παράλογο τόπο που τον εξουσιάζει ένας αόρατος τρελός; Ποιος, ποιος έχει το δικαίωμα να παίζει με τη ζωή μου;”

Αχ, τι ήταν να το πω; Η μυρουδιά του ζεστού καφέ τους ζάλισε όλους, αλλά και η λέξη “δικαίωμα”. Ποιος είχε αυτό το δικαίωμα να παίζει με τη ζωή μας; Και άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί. Σείστηκε η χάρτινη πόλη μας. Κι εμείς βρεθήκαμε έντρομοι να κρατιόμαστε ο ένας στον ώμο του άλλου σαν για να προστατευτούμε. Και με αγωνία περιμέναμε το “χέρι” της εξουσίας να πέσει πάνω στο κεφάλι μας.

Κι αφού πέρασαν λίγες στιγμές και η εξουσία δεν φάνηκε, ανασάναμε. Και ο Ψηλός πέρασε δίπλα μας πάλι ίδιος αρχάγγελος και μας ψιθύρισε: “Απόψε το κείμενο με τις αναμνήσεις… Εκεί πρέπει να είναι ο κωδικός. Στον χρόνο. Στον χρόνο που έγινε ζωή. Μυρουδιά ή λέξη ή ήχος ή αριθμός, μουσική ίσως…

Είδα τα μάτια του ερωτευμένου παλικαριού που άστραψαν. Κι ύστερα τον είδα που έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή φλογέρα.

Τόσο γλυκά άρχισε να παίζει, τόσο ερωτικά που η ψυχή μου έλιωσε από τη συγκίνηση. Και μέσα από το άδειο μου μυαλό κυλούσαν τα δάκρυα μαζί με τις αναμνήσεις. Ήμουν κι εγώ ερωτευμένη, το θυμόμουν καλά τώρα. Όμως πού πήγε εκείνος; Εκείνος, εκείνος πού είναι τώρα; Και άρχισα να κλαίω και να γράφω σ’ ένα σκισμένο χαρτί που βρήκα στην τσέπη μου:

“Θα σε βρω ξανά, θα σε βρω, θα μου κρατήσεις το χέρι και θα περπατήσουμε αγκαλιασμένοι τον ίδιο εκείνο δρόμο που αγαπούσαμε, και θα είναι βράδυ και θα ψιχαλίζει, θα μοσκοβολά το χώμα το πραγματικό και όχι τούτο το ζωγραφισμένο. Θα σε βρω ξανά, αγάπη, αγάπη μου, σ’ αυτή ή στην άλλη ζωή… Θα σου θυμίσω τον όρκο που δώσαμε, τον τελευταίο μας όρκο…”

Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια μου, όταν είδα τον Ψηλό να δρασκελάει την απόσταση της πλατείας για να έρθει κοντά μου. Και καθώς σηκώνω τα μάτια βλέπω όλο το πλήθος των ανθρώπων που κλαίει.

Ντράπηκα που είπα δυνατά τη σκέψη μου. Γι’ αυτό κλαίνε άραγε; Θυμήθηκαν τη δική τους αγάπη;

Ο Ψηλός Άγγελος στέκεται μπροστά μου τώρα και τα μάτια του πετούν σπίθες.

“Ποια ήταν η λέξη που έγραψες; Η λέξη που τους έκανε όλους να κλαίνε;”

“Συγχωρέστε με… ένα γράμμα έγραφα κάπου…” είπα δειλά.

Όμως ο Άγγελος επέμενε:

“Ποια είναι η λέξη… η λέξη που με τον ήχο της φλογέρας σχημάτισε τον κωδικό…”

Σάστισα. “Εγώ δεν έχω σχέση με τον κωδικό”, είπα.

Ο Άγγελος νευρίασε τώρα.

“Όλοι είμαστε παγιδευμένοι μέσα στην ίδια ανελέητη τεχνολογία. Τη λέξη! Πες τη λέξη!” λέει πάλι και μου αρπάζει από το χέρι το σκισμένο χαρτί όπου έγραφα.

Τα μάτια του λάμπουν.

“Όρκος! Αυτή είναι η λέξη κωδικός!”

Σαν μελίσσι έτρεξαν γύρω του να ακούσουν τι λέει. Με την αγωνία να τους τρελαίνει. Με την αμφιβολία.

“Πώς το ξέρεις εσύ;”

Η φωνή του βροντερή, ακούγεται σε ολόκληρο το πλήθος.

“Ο κωδικός ήταν η λέξη “όρκος”. Ο όρκος της αγάπης!”

“Τι σημαίνει αυτό;” Οι φωνές από γύρω.

“Η παγίδα της εξουσίας ακυρώθηκε. Είμαστε ελεύθεροι!”

Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι !

 

Μάιος 2015

 

pothou* Η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου γεννήθηκε στη Μύρινα Λήμνου. Είναι πτυχιούχος της Παντείου και της Σορβόνης, όπου, με υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης, σπούδασε Αισθητική και Ιστορία Θεάτρου. Εκεί γνώρισε τον Samuel Beckett και διατήρησε πολύχρονη αλληλογραφία μαζί του. Έγινε μελετήτρια και μεταφράστρια των έργων του. Έχει γράψει μυθιστορήματα, ποίηση, διηγήματα, δοκίμιο. Επίσης έχει γράψει θέατρο. Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Βιβλία της έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί στα Γαλλικά, Σουηδικά και Αγγλικά και διδάσκονται σε πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Πέντε διδακτορικές εργασίες έχουν γίνει πάνω στα βιβλία της, στα πανεπιστήμια: Αθηνών, Πάτρας και Bari Ιταλίας. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία: της Ομάδας των Δώδεκα, της Ακαδημίας Αθηνών και του Ιδρύματος Ουράνη. Συνεργάζεται με ημερήσιες εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top