Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Χωρίς πατρίδα”

Της Ευγενίας Μπογιάνου // *

 

mellonbogianouΗ παγωνιά μου τρυπάει τα κόκκαλα. Μου είχε δώσει ραντεβού στις οκτώ και η ώρα είναι εννιά και τέταρτο. Στη γωνία, δίπλα στην αυλόπορτα, εκεί που αρχίζει το δάσος, μου είχε πει. Εδώ είμαι. Και δεν είμαι κανένας μυστήριος, από κείνους που πιστεύουν πως το ρολόι τους είναι κάποια μυστική θεότητα στην οποία πρέπει όλοι να υποκλίνονται. Ξέρω καλά πως ο χρόνος είναι έννοια σχετική, υπάρχει μια ελαστικότητα όταν μιλάμε γι’ αυτόν. Όταν λες οκτώ, μπορεί να εννοείς εννιά ή δέκα. Έχω ανοιχτό μυαλό: είμαι ένας φιλελεύθερος παλιά κοπής, καταλαβαίνω. Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που ακόμα και για μένα είναι ανυπόφορα. Επειδή εγώ γεννήθηκα συνεπής δεν σημαίνει πως περιμένω το ίδιο και από τους άλλους, υπάρχουν όμως και όρια. Και αυτός ξεπέρασε τα όρια μου. Θα μπορούσα βέβαια να φύγω. Όμως είμαι ένας άνθρωπος παλαιών αρχών, το λόγο μου τον κρατάω. Και όσο και αν κρυώνω εδώ – μέχρι τις ρίζες των μαλλιών μου κρυώνω -, περιμένω υπομονετικά. Άλλωστε, χωρίς αυτόν δεν μπορώ να κάνω ρούπι, δεν έχω πού να πάω, δεν ξέρω πού να πάω, ούτε και γιατί. Αυτός είναι υπεύθυνος για την επανεκκίνηση και τώρα – χωρίς αυτόν – πάνε όλα χαμένα.

Ήμουν ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Την έχασα. Αφού γύρισα τη γη από άκρη σε άκρη, αφού σκαρφίστηκα ό,τι μπορούσα, και ό,τι ήταν δυνατόν για να επιβιώσω, αφού άλλαξα όνομα, χρώμα, εθνικότητα, ακόμα και φύλο και συντάχτηκα, χωρίς ενδοιασμούς, μ’ αυτούς που μισούσα, μ’ αυτούς που κάποτε θεωρούσα εχθρούς, αφού ξεπούλησα ιδέες, ιδανικά, ακόμη και τα λίγα κοσμήματα που είχα κληρονομήσει από τη μάνα μου – και όλα αυτά μόνο για να επιβιώσω – τελικά κατέληξα ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα. Ούτε καν τη γλώσσα που μιλούσα παιδί δεν θυμόμουνα, την είχα και αυτήν ξεχάσει. Άλλαζα βλέπεις τις γλώσσες σαν τα πουκάμισα. Είχα μια ευκολία, προσαρμοζόμουνα εύκολα. Έκανα τις γλώσσες δικές μου, όπως έκανα και τις γυναίκες και τους άντρες που αγάπησα. Γιατί αγάπησα και μάλιστα πολύ. Έτσι όπως τσαλαβουτούσα σε όλα όμως – για να επιβιώσω – άρχισα να χάνω κομμάτια του εαυτού μου, στην αρχή της μνήμης μου. Δεν θυμόμουνα τίποτα ακέραιο, όλα αποσπασματικά, κάτι εικόνες θολές που ξεπρόβαλλαν ξαφνικά από το σκοτάδι και δεν ήξερα, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω, αν αφορούσαν εμένα ή κάποιον άλλο που μου έμοιαζε. Α, τι ύπουλα παιχνίδια μου έπαιζε η, άλλοτε κραταιή, μνήμη μου, για την οποία υπερηφανευόμουνα τόσο. Εκεί κατάλαβα πως τίποτα δεν είναι τόσο στέρεο, ώστε να πιστεύεις πως είναι παντοτινό. Αλίμονο, τίποτα δεν είναι παντοτινό: πικρή διαπίστωση. Μετά άρχισα να χάνω κομμάτια του μυαλού μου. Εγώ, ο προσαρμοστικός, ο ξύπνιος, έπαψα να τα καταφέρνω. Όλα μου φαίνονταν δύσκολα. Και ήταν. Πίστεψα πως έφταιγε το ό,τι ήμουν ξένος. Πάντα, όπου κι αν πήγαινα, παρέμενα ξένος, όχι μόνο γιατί οι άλλοι μ’ έβλεπαν σαν τέτοιο, αλλά γιατί κι εγώ έβλεπα έτσι τον εαυτό μου. Ναι, όπου γη πατρίδα, αλλά μια πατρίδα αφιλόξενη που ποτέ δεν μ’ αγκάλιασε με στοργή. Καμιά φορά όταν τα σκεφτόμουνα όλα αυτά μ’ έπιανε το παράπονο αλλά, καθώς προσπαθούσα να επιβιώσω, άφηνα αυτές τις σκέψεις για αργότερα, για όταν θα ’μουν σίγουρος για το κεφάλι μου. Μετά, άρχισα να χάνω κομμάτια του ίδιου μου του κορμιού. Τα κόκκαλα μου πονούσαν, ένιωθα συνεχώς άρρωστος, δύσκαμπτος, η αναπνοή κολλούσε στα πνευμόνια μου, δεν έβγαινε, ή έβγαινε σαν συριγμός, σαν βήχας, το στόμα μου είχε μια γεύση πικρή που μου έφερνε αναγούλα, άρχισα να καταπίνω τις λέξεις αμάσητες. Πάνε και οι λέξεις. Εκεί ήταν που τρόμαξα. Κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου. Εκεί ήταν που είπα θα γυρίσω πίσω, αν και δεν ήξερα ποιο είναι το πίσω και ποιο το μπροστά, δεν μπορούσα να τα ορίσω. Όταν όμως ένας άνθρωπος χάνει τις λέξεις του, τότε τα χάνει όλα. Δεν υπάρχει επιστροφή. Η μόνη λύση είναι να πάρει ένα πιστόλι και να τινάξει στον αέρα τα μυαλά του. Αυτό πήγα να κάνω κι εγώ, και θα είχα τώρα τελειώσει αν δεν με προλάβαινε εκείνος.

«Όχι» μου είπε, «δεν πρέπει να αφαιρέσεις τη ζωή σου, γιατί η ζωή σου, εσύ, ανήκεις στο αύριο» και μου ’ταξε ένα αύριο ασαφές, ακαθόριστο, από το οποίο αρπάχτηκα σαν ορφανός απ’ τα φουστάνια μιας μάνας όμορφης, ηδονικής και γενναιόδωρης. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο απ’ το να τον ακολουθήσω. Αυτός ήταν πια το πεπρωμένο μου.

Αλλά, είναι ολοφάνερο τώρα, πώς δεν θα έρθει. Μ’ έριξε στην περιπέτεια και μ’ άφησε αβοήθητο. Εγώ, που τόσο πίστεψα σ’ αυτόν. Αυτός, που μου έταξε ένα αύριο που είχα τόση μεγάλη ανάγκη. Αν δεν βρισκόταν ξαφνικά μπροστά μου αυτός, ένας από μηχανής θεός, στον οποίο ποτέ μου δεν ήλπισα, τώρα θα είχα τελειώσει. Θα είχα αποδεχτεί την ήττα, θα είχα ησυχάσει. Θα είχαν τελειώσει τα ηλιοβασιλέματα για μένα, αλλά θα είχε τελειώσει και ο πόνος. Και μετά αυτός μου άπλωσε το χέρι. Κι εγώ δεν ήθελα παρακάλια, το άρπαξα, σχεδόν το δάγκωσα, τόσο πεινασμένος ήμουνα για ένα χέρι βοήθειας.

Και τώρα πού είναι; Πώς μπόρεσε να αθετήσει το λόγο του; Είχαμε δώσει τα χέρια. Πώς το ξέχασε;

Έχω ξεπαγιάσει, πρέπει να περπατήσω, να ζεστάνω τα μέλη μου γιατί νομίζω πως, αν μείνω κι άλλο στην ίδια θέση, θα ξεκολλήσουν απ’ το σώμα μου και θα πέσουν κάτω. Πλησιάζω στην αυλόπορτα, τεντώνω το λαιμό μου όσο μπορώ, αλλά δεν διακρίνω κανένα κτίσμα όσο μακριά κι αν κοιτάξω. Η αυλόπορτα και ο αυλόγυρος περιβάλουν το τίποτα. Με τυλίγει ένα μαύρο κενό. Και τότε ακούω το γάβγισμα. Το κωλόσκυλο ορμά καταπάνω μου και πριν προλάβω να απομακρυνθώ πιάνει και μυρίζει το καβάλο μου εντελώς ξετσίπωτα, σαν να οσφραίνεται κάτι άσχημο – ή ωραίο. Ακουμπά στον πισινό μου τη μουσούδα του, νιώθω ανάμεσα στα σκέλια μου τη ζεστή και υγρή ανάσα του. Με σπρώχνει, με εμποδίζει να περπατήσω, σκοντάφτω, πέφτω κάτω και αυτό έρχεται και κολλάει τα μούτρα του στα δικά μου. Γαβγίζει και είναι σαν μου λέει, σήκω και φύγε από δω, δεν θα έρθει. Σηκώνομαι όπως όπως, τινάζω τα χώματα από πάνω μου, νιώθω εντελώς γελοίος, πάω να φύγω και αυτό κολλημένο από πίσω μου, να μυρίζει, να μυρίζει. Τι μυρίζει, τι προσπαθεί ν’ αναγνωρίσει; Έτσι μου έρχεται να πάρω ό,τι βρω μπροστά μου και να του ανοίξω το κεφάλι στα δύο. Περπατώ προς το δάσος τώρα. Με ακολουθεί, τρέχει ξωπίσω μου. Σηκώνω το πόδι να το κλωτσήσω και ξαφνικά σαν να ξεκαθαρίζουν όλα. Η ανθρωπίλα, αυτή είναι που το ερεθίζει. Κάτι του φέρνει στο μυαλό, μνήμες ξεχασμένες και μακρινές, τα ’χει χαμένα ο κόπρος, από πού ξετρύπωσε τούτος δω, τι απομεινάρι μιας άλλης εποχής είναι;

 

mpogianou* Η Ευγενία Μπογιάνου γεννήθηκε το 1968 στη Θεσσαλονίκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Έχει γράψει: «Το μυστικό» (2004, εκδ. Ροές), «Κλειστή πόρτα» (2012, Πόλις), «Ακόμα φεύγει» (2014, Πόλις).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top