Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Μια μελλοντική στιγμή”

Της Πέρσας Κουμούτση // *

 

mellonPersa

 

Tον μισούσα. Τον μισούσα τόσο πολύ που πονούσα. Δε μίσησα ποτέ άνθρωπο όσο εκείνον. Αντιπροσώπευε για μένα την αποτυχία μου και τη μικρότητα του κόσμου. Tην αδυναμία μου να προβλέψω και να αντισταθώ, να προλάβω το κακό που μου προκάλεσε, ξανά ξανά’. Αντί να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, να τον θωρακίσω και να τον προστατεύσω, τον εξέθεσα τόσο εύκολα στην δολιότητα, την κακεντρεχή του φύση, που έκρυβε επιδέξια πίσω από το αγγελικό προσωπείο του. Ήμουν για αυτόν το εύκολο θύμα, το επιβουλεύτηκε χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερο κόπο κι αυτό είναι που με εξαγρίωνε πιο πολύ. Παρόλα αυτά δεν κατάφερα να αντιδράσω, στεκόμουν μπροστά του ικετεύοντας σιωπηλά το έλεος του, αλλά αυτός απηνής και ανελέητος συνέχισε το μαρτύριο με άφατη ικανοποίηση, με το μένος ενός κακομαθημένου εφήβου που κατατυραννά τα μικρότερα παιδιά, προκειμένου να ικανοποιήσει τα ακατέργαστα ένστικτα του. Κι όμως με δυνάστευε η σκέψη του για δέκα ολόκληρα χρόνια. Δέκα ολόκληρα χρόνια με βασάνιζε η μορφή του, όσο κι αν προσπαθούσα. δεν μπορούσα να την αποδιώξω. Είχε συρθεί σα σκουλήκι και ροκάνιζε το μέσα μου, το κατέτρωγε σιγά σιγά, βασανιστικά και το χειρότερο, ο κατ ευφημισμόν εκείνος άνθρωπος δεν μετανόησε ποτέ. Ήταν τόσο απορροφημένος στον ναρκισσιστικό του είναι, τον εγωκεντρισμό που τον πότιζε ως το μεδούλι, που δεν πήρε χαμπάρι τι προκάλεσε. Σιγά σιγά η μορφή του άρχισε να παίρνει στο μυαλό μου διαστάσεις δύσμορφες, αποκρουστικές. Τον φανταζόμουν δηλαδή σαν ένα φίδι που τυλιγόταν με έπαρση και αυταρέσκεια γύρω από το λαιμό μου και τον έσφιγγε. Τον έσφιγγε με την αγαρμποσύνη ενός ανεπιθύμητου εραστή, την αποφασιστικότητα ενός στυγνού εγκληματία, ενώ ταυτοχρόνως τα μάτια στο πανάσχημο και γλοιώδες κεφάλι ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Με κοιτούσαν σαρκαστικά, γεμάτα χλεύη και άφατη ικανοποίηση για την Πύρρεια νίκη του, για τη δοκιμασία στη οποία με υπέβαλε, για την ικανότητα του να διαλύσει τον κόσμο μου με τόση ευκολία. Ναι, τόσο εύκολα και τόσο απλά. Το έσφιγγε τόσο που δεν μπορούσα να ανασάνω. Και ήταν μέρες που ξυπνούσα όλο τρόμο για την ανικανότητα μου να το ανταποδώσω το κακό. Έπρεπε όμως να ελευθερωθώ, να ελευθερώσω το νου και τη ψυχή μου από τον πόνο που προκάλεσε, εκπληρώνοντας τον πόθο της εκδίκησης. Άραγε τι περιμένω; Τη θεία δίκη; Ρωτούσα με καγχασμό το ταπεινωμένο είδωλό μου στον καθρέφτη και έπειτα γυρνούσα ξαφνικά προς την πόρτα, νιώθοντας την άυλη παρουσία του να γεμίζει το δωμάτιο και την τραυματισμένη μου ψυχή. Έμοιαζε και αυτή να με κοιτάζει από μια γωνιά σαν να μου έλεγε περιπαιχτικά, και με φωνή βραχνή, ανατριχιαστική που ανακάτευε το στομάχι μου: ‘μάταια περιμένεις. σε νίκησα, πέρασε πια τόσος καιρός. Δέξου το και προχώρησε. Κοίταξε γύρω σου. Τόσος πόνος, τόση αδικία, κανένας από όσους τα διέπραξαν, δεν τιμωρήθηκα. Στα αλήθεια, τι περιμένεις; Παράτα τα!’. Εντούτοις, οραματιζόμουν μια μελλοντική στιγμή, κατά την οποία θα έβρισκα τρόπο να τον εκδικηθώ. Οραματιζόμουν εκείνη τη στιγμή, που θα του ανταπέδιδα όλο το κακό, θα του ξερίζωνα την καρδιά, έτσι όπως ξερίζωσε τη δική μου, χωρίς καμία αναστολή, γιατί μόνον αυτή η σκέψη με ηρεμούσε, παρότι η ηρεμία ήταν σύντομη, παροδική. Πολλές ήταν οι φορές που σκεφτόμουν όλες εκείνες τις θεωρίες περί μεταφοράς της έννοιας του παιχνιδιού στις ανθρώπινες σχέσεις και εκείνον τον grand maitre, που με την επιτηδειότητα ενός έμπειρου χαρτοπαίχτη, χειραγωγεί τους συμπαίχτες του, ώστε να τους κατευθύνει στις δικές του επιλογές. `Έναν παντεπόπτη θεό! Αλλά η ευφυΐα μου σε αυτό το είδος παιχνιδιού με πρόδιδε πάντα. Αν γινόμουν μόλις μια μέρα ένας μικρός θεός! Έτσι πέρασαν οι μέρες, οι εβδομάδες και τα χρόνια, ελπίζοντας και προσδοκώντας την κατάλληλη ευκαιρία, την τέλεια ευκαιρία να εκδικηθώ, να του ανταποδώσω το κακό. Αλλά ο ασίγαστος, μαρτυρικός πόθος μου δεν ικανοποιήθηκε ποτέ, ώσπου μέτρησαν δέκα ή σχεδόν δέκα χρόνια.

***

Περπατώντας σ εκείνο το πάρκο ένιωσα πάλι την ανάσα του, πίσω στο λαιμό. Καυτή, εκνευριστικά γαργαλιστική, καψάλιζε τον αυχένα μου. Γύρισα απότομα, αλλά δεν βρήκα κανέναν, κι όμως ήξερα ότι βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Συνέχισα δήθεν αμέριμνα και αδιάφορα το δρόμο μου με την ελπίδα να τον ξεγελάσω, ώστε να εμφανιστεί ξανά, ενώ ψηλάφιζα το αιχμηρό ‘όπλο’ που είχα αγορασμένο και φυλαγμένο στην τσέπη. Ανέπτυξα το βήμα μου σαν να ήθελα να τον προκαλέσω πάλι να εμφανιστεί, ή μήπως για να το αποφύγω, ποτέ μου δεν κατάλαβα. Η μεταφυσική διάσταση του πάρκου, εξαιτίας της απόλυτης ερημιάς που δέσποζε -κανείς δεν περπατούσε, ούτε καθόταν στα παγκάκια- μαζί με την απροσδιόριστη παρουσία με καθυπέταξαν. Πολύ σύντομα την ένιωσα πάλι να με ακολουθεί, δοκιμάζοντας τις αντοχές μου. Στη πραγματικότητα δεν έφυγε ποτέ από κοντά μου στιγμή, με ακολουθούσε πιστά όπου κι αν πήγαινα και κάθε φορά που έστρεφα απότομα το κεφάλι για να τον πιάσω επ’ αυτοφώρω, έμοιαζε να μου ξεφεύγει, να εξαυλώνεται στη στιγμή. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι ονειρευόμουν, αλλά ήξερα με βεβαιότητα ότι αυτή τη φορά βίωνα κάτι εντελώς καινούριο, απόκοσμο, πρωτόγνωρο, κάτι που δεν προκαλούσε πια τον δισταγμό, τις αναστολές μου, κανένα γνώριμο συναίσθημα. Κανένα απολύτως. Ξαφνικά μια παγωνιά με διαπέρασε πατόκορφα. Ήξερα πώς είχε σημάνει η στιγμή της πληρωμής. Η καρδιά μου κτύπησε τόσο δυνατά που σχεδόν άκουσα τους κτύπους της να αντηχούν στα μηνίγγια μου. Και δεν ήταν ταραχή, ήταν προσδοκία, διέγερση, έξαψη, ηδονή σχεδόν ερωτική. Ναι, είχε σημάνει επιτέλους η στιγμή, επιτέλους, είχε έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Με απαλές κινήσεις έβαλα το χέρι μου στην τσέπη και έβγαλα εκείνο το σουγιά. Μια κίνηση τόσο αθόρυβη που όμως με γέμισε ανείπωτη χαρά. Σε πολύ λίγο όλα θα έχουν τελειώσει, σκέφτηκα. Για πάντα! Ο πόνος, η ταπείνωση, το κουρέλιασμα της ψυχής, το μαρτύριο της αναμονής, όλα αυτά τα χρόνια, όλα θα λάβουν τέλος.. Ήξερα πως ούτε κι αυτός άντεχε να περιμένει, όπως ήξερα ότι με προκαλούσε κάθε φορά για να επισπεύσει το τέλος αυτής της νοσηρής κατάστασης, προκειμένου να λυτρωθούμε και οι δυο. Αλλιώς, θα μέναμε δέσμιοι αυτής της φρικτής κι αρρωστημένης σχέσης θύτη – θύματος για πάντα. Ναι, έπρεπε κι αυτός να ελευθερωθεί από τα δεσμά της αρρωστημένης αυτής συνθήκης. Ένιωσα πάλι την ανάσα του πίσω στο λαιμό. Αυτή τη φορά διακεκομμένη, σαν λαχάνιασμα, ανακατεμένο με βογγητά μιας σχεδόν ερωτικής λαχτάρας. Το ένιωσα πολύ κοντά στα αφτιά μου τόσο που ανατρίχιασα σύγκορμα. ‘Λύτρωσε με, επιτέλους’, σύριξε. ‘Κάντο και λύτρωσε μας’. επανέλαβε επίμονα, όλο και πιο έντονα, όλο και πιο ικετευτικά, και ήταν μια ξέπνοη ικεσία που σχεδόν με ανύψωσε σε μια πρωτόγνωρη διάσταση πραγματικότητας, Η αδρεναλίνη μου κτύπησε κόκκινο, το μυαλό μου δεν σκεφτόταν τίποτα άλλο. Τίποτα δεν υπήρχε για μένα πάνω στη γη, εκτός από τις δυο υπάρξεις μας. Η έκσταση μου κορυφώθηκε κι ήταν αυτή που έσπρωξε το χέρι μου και με όση δύναμη διέθετα το έστρεψα πάνω του. Το βογγητό του αντήχησε συνταραχτικό, ανατριχιαστικό, κροταλιστό και υγρό σαν επιθανάτιος ρόγχος . Ναι, αυτό ήταν, επιθανάτιος ρόγχος. Το φίδι σάλεψε σπαρταριστά και διαλύθηκε στη στιγμή, πριν προλάβω να απολαύσω το θεϊκό αυτό θέαμα. Τα πάντα γύρω μου είχαν παγώσει, ενώ έψαχνα για το κουφάρι του. Μόνο αν το έβλεπα να σπαράζει θα ηρεμούσα. Ένιωσα τις κινήσεις μου αργές, εξαιρετικά αργές και αέρινες, αλλά το πτώμα είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω του το άδειο πουκάμισό του, κενό χωρίς σώμα. Ούρλιαξα, ‘που χάθηκες;’ Αν δεν έβλεπα το καταραμένο κορμί να ξεψυχά μπροστά μου, ποιος ο λόγος να προβώ σε μια τέτοια πράξη; Ούρλιαξα ξανά, ώσπου οι φωνές μου αντήχησαν ως την άκρη του ουρανού, που είχε πλέον σκοτεινιάσει. Ξύπνησα. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει το μαξιλάρι μου, το κεφάλι μου είχε παγώσει.. Λαχάνιαζα ακόμα όταν άρχισα να συνειδητοποιώ ότι στην πραγματικότητα συνερχόμουν σιγά σιγά από τον εφιάλτη μου. Δίπλα μου η εφημερίδα της προηγούμενη μέρας, τα φύλα της είχαν σκορπίσει στο κρεβάτι μου. Κάποια είχαν σκεπάσει τους μηρούς ως το στομάχι, ένα είχε κολλήσει πάνω στο ιδρωμένο στήθος μου, σχεδόν το είχα αγκαλιάσει.. Σ αυτό το φύλο διέκρινα στρογγυλεμένη με κόκκινο μελάνι την αγγελία του θανάτου του. Τότε μόνο θυμήθηκα και η ανάμνηση με κέντρισε σαν δυνατό χαστούκι. Ο μπάσταρδος είχε αποσυρθεί ειρηνικά στον ύπνο του, χωρίς το παραμικρό ίχνος πόνου ή ταπείνωσης και εγώ είχα μείνει ξανά με άδεια χέρια κι ανεκπλήρωτη τη γλύκα της εκδίκησης. Με είχε και πάλι νικήσει κι αυτή τη φορά παντοτινά!

 

persa_koumoutsi* Η Περσεφόνη (Πέρσα) Κουμούτση γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου. Σπούδασε αγγλική και αραβική λογοτεχνία στο Αιγυπτιακό Πανεπιστήμιο του Καΐρου, και παρακολούθησε μαθήματα μετάφρασης και διερμηνείας στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου (AUC). Ήλθε στην Ελλάδα το 1983 και τα πρώτα χρόνια δίδαξε στη μέση και ανώτερη εκπαίδευση. Από το 1992 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από τα αραβικά και τα αγγλικά. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή μεταφράζοντας στα ελληνικά το μεγαλύτερο μέρος από το έργο του αιγύπτιου νομπελίστα Ναγκίμπ Μαχφούζ καθώς και έργα άλλων Αράβων συγγραφέων και αραβική ποίηση. Στο μεταφραστικό της έργο συγκαταλέγεται και η μετάφραση του Κορανίου (“Εμπειρία Εκδοτική”, 2002). Το 2001 τιμήθηκε για το σύνολο των μεταφράσεών της με το Διεθνές Βραβείο Κ. Π. Καβάφη, ενώ το 2006 το αιγυπτιακό κράτος της απένειμε τιμητικό μετάλλιο για τη συνεισφορά της στην προώθηση και προβολή της αιγυπτιακής λογοτεχνίας. Πρωτότυπα έργα της είναι: “Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων” (“Εμπειρία Εκδοτική”, μυθιστόρημα, 2003), “Τα χρόνια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος” (“Εμπειρία Εκδοτική”, μυθιστόρημα, 2004), “Δυτικά του Νείλου” (“Ψυχογιός”, μυθιστόρημα, 2006), “Χάρτινες ζωές” (“Ψυχογιός”, 2011). Το τελευταίο της βιβλίο εκδόθηκε από τον Ψυχογιό επίσης με τον τίτλο “Στους δρόμους του Καίρου”΄.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top