Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Η μετακίνηση των από ακράτεια πασχόντων”

Του Ζιλ Βενσάν // *
Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος //

 

mellonVensan

 

Ο Λεόν κατουριέται απάνω του. Αρκετές φορές την ημέρα.

Δεν μπορεί να κρατηθεί. Του φόρεσαν βέβαια πάνα, αλλά παρόλα αυτά περνάει.

Στην αρχή, φώναζε τη νοσοκόμα, αλλά τώρα ντρέπεται. Έτσι λοιπόν περιμένει το βραδινό πλύσιμο. Την ώρα όπου τα γαντοφορεμένα χέρια των νοσοκόμων γλιστρούν ανάμεσα στις ζαρωματιές και τα δάχτυλά τους χώνονται κάτω από το βρωμισμένο εσώρουχο, εισπράττουν το άγιο και καθησυχαστικό χαμόγελό τους.

Όλοι εδώ είναι σαν κι αυτόν. Η Αλίς, η Υβόν, ο Γκαστόν, ο Κλεμάνς, ο Λουί, η Εμιλιέν και ο Φερνάν. Γέροι. Τέλη ζωής μουλιασμένα μέσα στα ούρα σέρνονται στους διαδρόμους, στοιχειώνουν τα περάσματα σαν φαντάσματα αυτών που υπήρξαν. Αξιοπρέπειες που γαντζώνονται στις ζαρωματιές, εξασθενισμένες υπερηφάνειες που περιφέρονται με βλέμμα απλανές, χέρια τρεμάμενα αλλά που πιάνουν γερά τα μπαστούνια τους. Ασταθείς μορφές που αργοπεθαίνουν και ξεθωριάζουν στο πέρασμα των εποχών που περνούν σιωπηλά πίσω από τα καγκελωτά παράθυρα.

Ο Λεόν, όπως και οι άλλοι, φανταζόταν πως θα πεθάνει σπίτι του. Ένα τέλος όπως όταν βάζουμε τα πράγματα στη θέση τους, όπως φτιάχνουμε τη βαλίτσα μας πριν αναχωρήσουμε.

Αλλά έπασχε από ιλίγγους.

Νωρίς το πρωί, τον βρήκε η γειτόνισσα παγωμένο από τη νύχτα στο πλακόστρωτο. Ακάλυπτος πάνω από μια φορά στα πρόθυρα της πνευμονίας.

Μετά ήρθε η αναχώρηση της Ζελί. Έφυγε μετά από μακρά αρρώστια που την είχε μετατρέψει σε μια γκρίζα φιγούρα. Το παραμικρό άγγιγμα του σεντονιού αρκούσε για να την κάνει να υποφέρει. Άφησε τη ζωή χωρίς σχεδόν καθόλου να αφήσει ίχνη. Δυο κουτιά παπουτσιών γεμάτα με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ένα μισοτελειωμένο πλεκτό και οσμές σούπας που κατοικούν στη κουζίνα, τη μνήμη.

Να μείνει σπίτι του. Να ακούει, τα βράδια, τα βήματα της άλλης που δεν είναι πια εδώ. Να ακούει τη φωνή της, να νοιώθει τις κινήσεις της, όπως ένας ακρωτηριασμένος νοιώθει το τσούξιμο του αποχωρισμένου μέλους του. Να γερνά, να γερνά κι άλλο, παρέα όχι με ένα φάντασμα, αλλά και με σκιές, χώρους και κενά αυτής που έφυγε αλλά παρόλα αυτά παραμένει εδώ. Πριν τη συναντήσει όταν δεν θα μπορεί πια να περιμένει.

Οι ίλιγγοι αλλάζουν τη ζωή. Τη δική του αλλά και των άλλων – διότι αλλάζουν κάπου τα σχέδιά τους. Παιδιά που τον βάζουν να υπογράψει χαρτιά, που πουλούν το σπίτι και τον βάζουν σ’ ένα ίδρυμα. Έναν οίκο ευγηρίας με ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπως λένε σήμερα.

Στην εποχή του, όταν δεν μπορούσε κάποιος να αναθρέψει ένα παιδί, το εμπιστευόταν σε ένα ορφανοτροφείο.

Το γηροκομείο, σκέφτεται καμιά φορά ο Λεόν, είναι το ορφανοτροφείο των γερόντων. Χωρίς ελπίδα υιοθεσίας. Κανένα επισκεπτήριο. Ποτέ. Εκτός από την Πωλ, την πρωτότοκή του. Έρχεται κάθε χρόνο λίγο πριν τα Χριστούγεννα με ένα πακέτο ζαχαρωτά και το ένοχο χαμόγελό της. Θρησκευόμενη καθολική, αυτό βοηθά.

Ο Λεόν προσφέρει τα ζαχαρωτά στις νοσοκόμες και στα κορίτσια του θαλάμου. Ζαχαρωτά όταν δεν υπάρχουν δόντια πια…

*

Η Υβόν μπαίνει στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει. Κάθεται στην πλαστική καρέκλα και του χαμογελά. Έχουν γεννηθεί την ίδια μέρα, τον ίδιο χρόνο. Εδώ και τέσσερα χρόνια αποφάσισε να μην ξαναμιλήσει. Να μην ξαναβγούν από το στόμα της κι απ’ το μυαλό της φράσεις ή λέξεις που έμαθε, αγάπησε, άκουσε και πρόφερε σε όλη της τη ζωή. Ανάμεσα στο λόγο κι αυτήν δημιουργήθηκε ένα τεράστιο χάσμα. Η Υβόν, λοιπόν, κράτησε το λόγο της. Από κείνη την ημέρα, ακούει τους πάντες, είναι προσεκτική σαν μαθήτρια νηπιαγωγείου, αλλά δεν βγάζει λέξη.

Έχεις δίκιο Υβόν. Κάθισε. Θα σου διηγηθώ την ιστορία της μεγάλης αναχώρησης.

Κάπου κάπου, ο Λεόν αναπολεί τη ζωή του.

Όλοι εδώ, όλοι είχαν μια ζωή. Δημοτικά σχολεία, πρώτες κοινωνίες, χαστούκια, πολέμους, έρωτες, γάμους, αφεντικά, ομάδες περιφρούρησης απεργιών και συνταξιοδοτήσεις με άφθονο άσπρο αστραφτερό κρασί. Παιδιά κι εγγόνια, απόηχοι της νεότητας, πρόσωπα σκαμμένα όπου διαγράφονται οι πίκρες και κατόπιν το κενό, ατέλειωτο κενό όταν εναποθέτεις το άλλο σου μισό κάτω από τον αστραφτερό οικογενειακό τάφο.

Δυσκολεύεσαι να κοιμηθείς και να ξυπνήσεις. Λέξεις, ονόματα και τόποι που διαφεύγουν από τη μνήμη, ορέξεις που μειώνονται, μέρες, βδομάδες ολόκληρες χωρίς την οικογενειακή παρουσία, την γκρινιάρικη μορφή αυτής που δεν υπάρχει πια. Κι έπειτα περνούν τα χρόνια που σου μέλλει να ζήσεις, οι αιώνες μοναξιάς για τους οποίους δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν. Τα παιδιά έρχονται να σε δουν όλο και πιο αραιά μέχρι που εξαφανίζονται. Οι ίλιγγοι, τα πεσίματα και κάποια μέρα η αθεράπευτη αίσθηση πως σε λίγο δεν θα μπορούν να σε αφήσουν πια μόνο.

Γιοί και κόρες αποφασίζουν για σένα. Μια πρωτότοκη κόρη που σε οδηγεί «Στις Μιμόζες» και σε αφήνει εκεί, μαζί με μια μικρή βαλίτσα. Σε φιλάει και ψέματα σου λέει «θα τα πούμε σύντομα» χωρίς να τολμήσει να σε κοιτάξει στα μάτια. Σε αφήνει εκεί κι εσύ τότε θέλεις να κατουρηθείς απάνω σου και να κλάψεις.

Ισοβίως.

*

Όπως κάθε τέλος απογεύματος, ο Λεόν της διηγείται την ιστορία της μεγάλης αναχώρησης.

Την ημέρα που θα βγουν οι δυο τους, πιασμένοι ο ένας στο μπράτσο του άλλου.

Θα είναι χειμώνας και το ταξί θα τους αφήσει στο σπίτι τους, ένα σπιτάκι στην άκρη του καναλιού του Σαμπρ.

Κάθε πρωί, θα την αφήνει να κοιμάται χωρίς να κοιτάει την ώρα και, όταν θα ανοίγει τα μάτια θα της φοράει τις παντόφλες, θα της ετοιμάζει τον καφέ, καυτό και μαύρο σαν το κάρβουνο. Μετά θα ακουμπήσουν τους αγκώνες τους στο γυαλιστερό κοκκινόασπρο μουσαμά της κουζίνας, θα ροκανίσουν τα κρουασάν κοιτάζοντας το χιόνι να πέφτει πίσω από τις κουρτίνες. Αργότερα θα της φτιάξει τάρτες γλυκές, θα της σιγοτραγουδήσει παλιά ρεφρέν, θα της μαλάξει τις ωμοπλάτες και τους αστραγάλους, θα της μουλιάσει τα πόδια στη λεκάνη για να ηρεμήσει και το βράδυ θα τη βοηθήσει να κουμπώσει το νυχτικό της.

Μετά θα ξαπλώσουν και θα κοιμηθούν χέρι χέρι κάτω από το πάπλωμα. Και τότε όταν θα έχει κλάψει αθόρυβα, θα έχει ρουφήξει τη μύτη της μια τελευταία φορά, τρόπος για να στύψει τις παλιές στενοχώριες που δεν περνούν, ίσως η Υβόν τολμήσει να πει μια λέξη.

Μόνο μια λέξη που μόλις θα ακουστεί, με τη συμπαράσταση της σχεδόν απόλυτης σκοτεινιάς.

*

Δεν αντέχω άλλο να κατουριέμαι απάνω μου.

Απόψε είναι η μεγάλη βραδιά.

Μόλις σβήσουν τα φώτα κι αδειάσουν οι διάδρομοι από θορύβους και βήματα. Μόλις οι άλλοι τυλίξουν τα όνειρά τους με δυνατά ροχαλητά, όταν η νοσοκόμα υπηρεσίας αποκοιμηθεί τότε θα πάει στο δωμάτιο της Υβόν.

Απόψε έδωσαν ραντεβού.

Αυτός θα ανοίξει ορθάνοιχτο το παράθυρο και θα τοποθετήσει δυο καρέκλες μπροστά στο άνοιγμα. Θα πάρουν θέση και θα σκύψουν μέχρι να ακουμπήσουν τα πρόσωπά τους στα παγωμένα κάγκελα.

Μετά θα κλείσουν τα μάτια αυτή τη γεναριάτικη νύχτα και θα αφήσουν το χειμώνα να εγκατασταθεί μέσα σε όλο το δωμάτιο.

Όταν θα πλησιάζει η αυγή, η θερμοκρασία θα κατέβει ως τους δώδεκα βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν. Ο Λεόν το άκουσε στο ραδιόφωνο.

Όταν το κρύο γλιστρήσει κάτω απ’ τα βαμβακερά πουκάμισά τους, αυτός θα της μιλήσει για τις γάτες που αυτή χάιδεψε, θα της μετρήσει τις παπαρούνες που ακούμπησαν τις μύτες τους στις πλαγιές τέλη Αυγούστου, τις βόλτες με τα ποδήλατα, τους ανέμελους χορούς τον μεσοπόλεμο κι αυτό το φιλί, το πρώτο, που πρόσφερε γλυκά στο πρωτότοκο της γειτονικής φάρμας.

Θα της πει λέξεις παιδικές που ζεσταίνουν τη ψυχή.

Θα βάλει το χέρι του στο δικό της, θα αφήσει το κεφάλι της να γείρει στο ώμο του και τότε θα αναχωρήσουν ήσυχοι, μέσα σε μια ατέλειωτη και γλυκιά νάρκη, αδιάφοροι για τη ζωή που φεύγει.

Θα τελειώσουν όπως θα τους βρουν, ενωμένους από το κρύο, με τα χείλη μελανιασμένα, χωρίς φόβο και χωρίς οδύνη καμιά, αφήνοντας πίσω τους διαδρόμους και γέροντες εγκαταλελειμμένους στην αέναη μετακίνηση των από ακράτεια πασχόντων.1

 

1 εδώ ο συγγραφέας παίζει με τις λέξεις continent (ήπειρος) και incontinent (ο πάσχων από ακράτεια. Αντί να πει η αέναη κίνηση των ηπείρων, λέει η αέναη κίνηση των από ακράτεια πασχόντων.

 

bensan* Ο Ζιλ Βενσάν γεννήθηκε το 1958 στο Ισί-λε-Μουλινό. Η παράδοση της οικογένειάς του (ο παππούς του ήταν βουλευτής του Λαϊκού Μετώπου, εξέχουσα φυσιογνωμία της Αντίστασης) τον σημαδεύει από μικρή ηλικία. Ως έφηβος μαγεύεται από τα βιβλία, τις ιστορίες, τους φανταστικούς κόσμους. Έχει ήδη πάρει την απόφασή του: όταν μεγαλώσει, θα αφηγείται κι αυτός ιστορίες. Στα είκοσί του, παρατάει τις σπουδές του και φεύγει για το Νότο: τον μαγεύει η πόλη της Μασσαλίας και αφιερώνεται ολοκληρωτικά στην «περιπέτεια των λέξεων» … Έχει γράψει πολλά μυθιστορήματα, μεταξύ άλλων: Ντζεμπέλ ([Prix EuroPolar 2014], τα κινηματογραφικά δικαιώματα του έργου έχει αγοράσει η Ιζαμπέλ Αντζανί), Sad Sunday (Prix Marseillais du Polar 2010), Peine Maximum, Parjures, Flamencos, Beso de la muerte ([Το φιλί του θανάτου] το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όπως και το “Ντζεμπέλ”. Τα αστυνομικά του έχουν έντονο το πολιτικό στοιχείο και το νουάρ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top