Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Το μηχάνημα του Θηραμένη”

Του Βαγγέλη Γαροφάλλου // *

 

mellon66

 

Οι συνεχείς συσπάσεις του χωρόχρονου είχαν κουράσει αφάνταστα τον Θηραμένη, καθώς οι χρονικές αλληλουχίες δε μπορούσαν να συντονιστούν στη διασπαστική μοριοδιάθλαση εφαπτόμενης εφεξίωσης. Αυτό σήμαινε πρακτικά ότι η οποιαδήποτε σωματική επανεκκίνηση θα μπορούσε να προκαλέσει κάποια διασπαστική μεν, μονωτική δε, διάθλαση. Κοινώς, το μηχάνημα ήθελε κούρδισμα.

Ο εργατικότατος επιστήμων με τη λευκή γενειάδα και την ακόμα πιο λευκή περούκα απολάμβανε πάντα την θαλπωρή του εργαστηρίου του, παρότι στην πραγματικότητα η απομόνωση δεν τον βοηθούσε να ηρεμήσει. Είχε πάντα νεύρα. Ωστόσο, καλύτερα να τα ξέσπαγε βρίζοντας τις κατασκευές του όταν χάλαγαν, παρά κατσαδιάζοντας φουκαράδες χρονοδαμαστές που ήταν ακόμα φοιτητές του. Ο Θηραμένης κατείχε την έδρα του λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης, που στεγαζόταν στο Κουκάκι.

Κούρδισε, και κούρδισε, και κούρδισε το γιγάντιο ρομποτικό θάλαμο ο Θηραμένης, μέχρι που σταμάτησε, σούφρωσε τα χείλη και χάιδεψε τα γένια του με το ύφος που έχουν οι τρελοί επιστήμονες όταν σουφρώνουν τα χείλη και χαϊδεύουν τα γένια τους. Χάιδεψε, χάιδεψε με το ύφος τα γένια του ο Θηραμένης, ώσπου γέμισε το ύφος τρίχες από τα γένια και αναγκάστηκε να τις ξεκολλήσει, να καθαρίσει το ύφος, να ξαναρχίσει το χάιδεμα.

«Δε δουλεύει το ρημάδι», αποφάνθηκε ο εφευρέτης και τότε η πόρτα του εργαστηρίου άνοιξε και εμφανίστηκε ο πιστός του βοηθός, ο αγχώδης και αεικίνητος Δεμιλεύς.

«Καλημέρα, κύριε Θηραμένη», είπε, με λίγο μεγαλύτερη ένταση από αυτή που θα θεωρούνταν φυσιολογική ή αναγκαία, ο Δεμιλεύς, και ο από καρδιάς χαιρετισμός του αντήχησε στο εργαστήριο.

«Δε σου έχω πει να χτυπάς, ρε;», απάντησε ταραγμένος ο Θηραμένης, που σκιάχτηκε κάπως από την απότομη είσοδο του συνεργάτη του.

Ο Δεμιλεύς έβγαλε την αντινεφική καμπαρντίνα του, απαραίτητη για την επιβίωση σε ανοιχτό περιβάλλον από το 2177 που έγινε η πρώτη καταστροφή, ύστερα αφαίρεσε την αντιπανουκλική μάσκα, μεγάλη πληγή η πανούκλα το 2184, και στο τέλος άφησε το κουπί του στην άκρη, 2199 είχε φτάσει, η πλημμύρα τα είχε καλύψει όλα εδώ και δέκα χρόνια.

«Άσχημα τα νέα, κύριε Θηραμένη», είπε, χωρίς να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο δεν χτύπησε την πόρτα. «Η μέρα δεν έχει ξεκινήσει καλά. Το πρωί χάλασε ένα ρομπότ, σχολικός τροχονόμος στο Αιγάλεω, άρχισε να βαράει τα παιδάκια, πέταξε κανά δυό στο νερό, έγινε χαμός. Εμπλοκή, σου λέει. Μηχανές. Τι να κάνεις. Απ’ την άλλη, απ’ όταν φτιάξαμε τη χωροχρονομηχανή την παραδέχτηκα την τεχνολογία».

«Την φτιάξαμε; Ποιοι την φτιάξαμε;», ρώτησε με ενδιαφέρον, τουλάχιστον αυτό μαρτυρούσε το ύφος του, ο γενιοχαϊδευτής επιστήμων.

«Τη… τη μηχανή, κύριε Θηραμένη», απάντησε διστακτικά ο βραχύσωμος Δεμιλεύς.

Ο Θηραμένης χαμογέλασε αινιγματικά, όμως τα μάτια του μαρτυρούσαν μία υποβόσκουσα ενόχληση, κάτι προς θυμό.

«Δεν σε ρώτησα τι φτιάξαμε, αγαπημένο μου, κουτούτσικο μίνιον, αλλά ποιοι την φτιάξαμε. Τη μηχανή».

«Ε… εμείς, κύριε Θηραμένη», έσπευσε να απαντήσει ο Δεμιλεύς.

Ο Θηραμένης ακούμπησε το κουρδιστήρι στο δάπεδο και σηκώθηκε. Πλησίασε τον, σχεδόν μισό στο μπόι, βοηθό του με αργές κινήσεις και τα χέρια πίσω από την πλάτη.

«Δε μου λες, ρε καθαραματάκι», ούρλιαξε ο Θηραμένης, τρομάζοντας το μικρό πλασματάκι, που τινάχτηκε στον αέρα, «Ποιοι την φτίαξαμε τη μηχανή; Επειδή μου δίνεις εκεί πέρα πέντε έξι εργαλεία, χαζούτσικο, και σε πήγα να δεις τον Αννίβα, νομίζεις ότι είσαι εγώ;»

Ο Δεμιλεύς κοίταζε έντρομος από χαμηλά τον αφέντη του να φωνάζει και να ωρύεται, αναρωτώμενος με αγωνία αν θα φέρει τη βέργα. Είχε ο Θηραμένης μία φοβερή, βαρβάτη βέργα, αντίκα, από ματατζή του 2011, αρχαία χρόνια. Άλλα έκανε δουλειά παρά τα χρόνια, τον είχε τσακίσει τον βοηθό του. Ευτυχώς ο επιστήμων λαχάνιασε, τον είχαν πάρει και τα χρόνια, πού κουράγιο για ξύλο. Ο Δεμιλεύς ήταν σίγουρος ότι δέκα χρόνια πριν θα τον είχε κάνει μπλε μαρέν, αλλά το γήρας έχει και τα καλά του.

«Κύριε Θηραμένη, πότε θα ξαναπάμε στους δεινόσαυρους;», ρώτησε με λαχτάρα ο μικρόσωμος άνδρας, λες και η έκρηξη που προηγήθηκε δεν του ήταν αρκετή.

Ο Θηραμένης, αφού ξελαχάνιασε, είχε τώρα επανέλθει στο κούρδισμα, χωμένος στη χωροχρονομηχανή του. Από εκεί ακούστηκε, πνιγμένη ανάμεσα στα μέταλλα, η βαθιά, σχεδόν γλυκιά, φωνή του.

«Πρώτα πρώτα, άμα δεν το φτιάξω δε θα πάμε πουθενά και το ξέρεις. Οπότε φέρε την τανάλια και μη μου σπας τα νεύρα».

«Άλλο να είσαι όλη την ώρα στο 2199, άλλο να πετάγεσαι να δεις τον Κολόμβο», μονολόγησε θριαμβευτικά ο Δεμιλεύς ψάχνοντας την τανάλια, περήφανος για τη δουλειά του παρά τα κακά λόγια.

«Λοιπόν μην τη φέρεις την τανάλια γιατί μάλλον είμαστε εντάξει», είπε ο Θηραμένης καθώς ζοριζόταν να συρθεί έξω, παγιδευμένος κάτω από τη μηχανή. Η πολύτιμη όμως συνδρομή του βοηθού του, μετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες, τον επανέφερε στο ύψος των περιστάσεων.

«Οκέι, ας κάνουμε ένα τεστ», χάιδεψε τα γένια του ο επιστήμων.

Πάτησε τα πλήκτρα και ξεκλείδωσε την πόρτα. Τώρα, το μόνο που έμενε ήταν να τραβήξει τον μοχλό και η είσοδος στην κατασκευή θα ήταν άμεση.

«Τράβα το μοχλό», διέταξε τον βοηθό του ο επιστήμων, καθώς έκανε ότι ψάχνει κάτι στην λευκή ποδιά του.

Ο Δεμιλεύς κοίταξε με μίσος τον δάσκαλο και εκπαιδευτή του, καθώς και οι δύο γνώριζαν ότι ο μοχλός ήταν ψηλά, και δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό το κακόγουστο αστείο. Τότε, ο πεφωτισμένος εφευρέτης ξέσπασε σε βροντερά γέλια.

«Έλα, θα σου κάνω ποδαράκι», έγνεψε στον Σάντσο Πάντσο του, κλείνοντας το μάτι και απλώνοντας τα χέρια για να τον σηκώσει. Ο Δεμιλεύς βαριόταν τόσο να διαμαρτυρηθεί που πήδηξε αμέσως στην παλάμη του Θηραμένη, παίρνοντας έτσι την κατάλληλη ώθηση για να φτάσει τον μοχλό και να ανοίξει την πόρτα της χρονομηχανής, κάτι που συνέβη συνοδευόμενο από συνεχόμενους ρομποτικούς ήχους, βγαλμένους από βιντεοπαιχνίδι κάποιου ξεχασμένου καιρού.

Ο Θηραμένης και ο Δεμιλεύς έκατσαν στις θέσεις τους και συνδέθηκαν με λογής λογής καλώδια. Ο αρχηγός της αποστολής τράβηξε μερικούς μοχλούς και έπειτα ετοιμάστηκε να πληκτρολογήσει προορισμό.

«Γούντστοκ, Γούντστοκ», παρακάλεσε ο Δεμιλεύς, σαν πιτσιρίκι που ζητάει παγωτό.

«Δεν υπάρχει περίπτωση. Να γίνεις πάλι λιάρδα, να σε βρίσκω με τον Χέντριξ στα χωράφια; Όχι. Θέλεις έναν Κολόμβο που έχουμε καιρό να πάμε;», πρότεινε ο Θηραμένης.

«Δε με νοιάζει. Το Γούντστοκ μου αρέσει, και οι δεινόσαυροι», μουρμούρισε μουτρωμένος ο Δεμιλεύς.

Ο Θηραμένης δεν ήθελε και πολύ για να ανεβάσει πίεση.

«Κοίτα ρε που θα μας κάνεις και κουμάντο. Λοιπόν, πατάω δεινόσαυρους, να δούμε τι θα καταλάβεις.»

Λίγα πατήματα πλήκτρων αργότερα, η χωροχρονομηχανή πήρε μπρος και οι συνήθεις κραδασμοί πλημμύρισαν τα κορμιά των δύο ταξιδευτών, ώσπου ένα μεγάλο τράνταγμα τους προσγείωσε στη χρονολογία της επιθυμίας τους. Ρύθμισαν τα χρονόμετρά τους, έλυσαν τις ζώνες, πήραν τα σακίδιά τους ανά χείρας και άνοιξαν την πόρτα. Η αγνότητα του αέρα και του τοπίου θάμπωσε τα πνευμόνια και τα μάτια τους. Ο χλωμός, κοκκινωπός ήλιος έδυε μέσα στο μοβ του ουρανού, καθώς η νύχτα ετοιμαζόταν να απλωθεί στην προαιώνια γη. Ο άνεμος φυσούσε μανιασμένος, καβάλα στον ήχο από τα φτερά και τις τσιρίδες των πτεροδάκτυλων. Ο Θηραμένης και ο Δεμιλεύς έκαναν λίγα βήματα μακριά από τον θάλαμο, μαγεμένοι από την ομορφιά του τοπίου. Τότε, η γη σείστηκε. Με βροντερά πατήματα και εντυπωσιακή για το μέγεθός του ταχύτητα, ο Τυρανόσαυρος Ρεξ έκανε την εμφάνιση του, ένα θηρίο φτιαγμένο από την πιο οργισμένη έμπνευση του πλάστη, τρομακτικό και απόλυτο. Ο Θηραμένης έβαλε τρικλοποδιά στον βοηθό του, παίρνοντας το πλεονέκτημα στο τρέξιμο προς τη χωροχρονομηχανή. Πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα με σχετική άνεση, πριν το γιγάντιο πλάσμα φτάσει κοντά τους.

«Πού πάμε, γρήγορα;», φώναξε ο Θηραμένης, όχι τέρας ψυχραιμίας, καθώς ενεργοποιούσε τις διαδικασίες αναχώρησης.

«Όπου να ‘ναι!», ούρλιαξε, επίσης γενναίος, ο Δεμιλεύς.

Ο Θηραμένης πάτησε το κουμπί τυχαίας εντολής, πράγμα που δεν ήταν σοφό, ήταν όμως πολύ πιο οικονομικό χρονικά.

Οι κραδασμοί και το τράνταγμα έφεραν τους ταξιδιώτες σε άλλη γη και σε άλλα μέρη. Μπροστά τους βρισκόταν η Ακρόπολη. Ήξεραν ότι το μνημείο ανατινάχτηκε από τους Έλληνες στον Τρίτο Παγκόσμιο το 2081, αφού είχε πρώτα βομβαρδιστεί από τις ΗΠΑ το 2066 και αντικατασταθεί το 2067 με ένα πιστό αντίγραφο, με τη διαφορά ότι ήταν λαχανί, έμπνευση ενός καλλιτέχνη της εποχής που πληρώθηκε αδρά. Όμως το μνημείο που είχαν μπροστά στα μάτια τους ήταν άσπρο, άσε που μπροστά τους πέρασε ένα μηχανάκι, οπότε βρίσκονταν σίγουρα πριν το 2040. Ήταν νύχτα, και ο πεζόδρομος στον οποίο βρίσκονταν ήταν άδειος, όμως δύο άνθρωποι που κάθονταν δίπλα στο σημείο που εμφανίστηκε η μηχανή τους κοίταζαν αποσβολωμένοι.

Ο Θηραμένης και ο Δεμιλεύς τους παρατήρησαν, περιμένοντας κάποια αντίδραση. Οι δύο νέοι στέκονταν σε ένα πεζούλι. Τα κατακόκκινα, γουρλωμένα μάτια τους μαρτυρούσαν την έκπληξή τους. Ο ένας από τους δύο, με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από πυκνά μούσια και φουντωτά μαλλιά, τσιμπήθηκε. Έπειτα, στράφηκε στον διπλανό του, που είχε κοκαλώσει.

«Σου έχω πει, ρε Γιάννη, να μην πίνουμε νύχτα εδώ πέρα. Έχει περίεργη ενέργεια το μέρος».

 

 

garofallou_v* Ο Βαγγέλης Γαροφάλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1985. Έχει κυκλοφορήσει τη συλλογή διηγημάτων “Πρωινά ξυπνήματα” από τις Εκδόσεις Πολύτροπον, το 2008, και το μυθιστόρημά “Η βασίλισσα του βυθού” από τις Εκδόσεις Νόβολι, το 2009. Το “Αγριάλιτι” είναι το τρίτο του βιβλίο.

 

 

 

[To διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής 23 Αυγούστου ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top