Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Το έμβρυο”

Του Δημήτρη Σωτάκη // *

 

mellon33

 

Εκείνη τη νύχτα το τραίνο περνούσε απ’ τον καπνισμένο σταθμό μεταφέροντας κιβώτια αίματος και το χώμα κόχλαζε κάτω απ’ το άνυδρο έδαφος του προαυλίου. Τα άλογα πηγαινοέρχονταν ανήσυχα από το στάβλο μέχρι τη μεγάλη πύλη και ένας μονότονος συριστικός ήχος τρύπωνε ύπουλα στα αυτιά των παρευρισκομένων. Το νοσοκομείο υποφωτιζόταν και μια παράξενη ευφορία είχε διασπαρθεί στα σώματα και στα αθώα κεφάλια, παρότι όσο βάθαινε το σκοτάδι, αγκομαχούσαν, ανεβαίνοντας τα σκαλιά στο δρόμο τους προς τους μακρόστενους διαδρόμους. Μερικές γριές, μαλθακές, με ζαρωμένα κορμιά και πλαστικές τσάντες στα χέρια, κάθονταν στις ξεχαρβαλωμένες καρέκλες περιμένοντας, χαζεύοντας την αραιή κίνηση από τα ανοιχτά παράθυρα ή κάποτε ανταλλάσοντας δυο ασήμαντες κουβέντες με τις διπλανές τους. Το κτήριο έβραζε από μια ζέστη παράξενη, κάπως ευχάριστη, και κάθε λίγο άκουγε κανείς τα έντονα βήματα στις σκάλες, στα χειρουργεία και στα δωμάτια με τις μισάνοιχτες πόρτες, όπου διακρίνονταν οι ετοιμόγεννες, συγγενείς κατάκοποι από το ταξίδι τους στην πρωτεύουσα και άντρες με ιδρωμένα μέτωπα, να κατευνάζουν την αγωνία εκείνων των ωρών. Την αποπνιχτική ζέστη έσπαγε μια αναπάντεχη δροσιά, που περνούσε τους κιτρινωπούς τοίχους του σάπιου κτηρίου, φτάνοντας ως τα χειρουργεία και τα πληγωμένα αιδοία των γυναικών. Η μυρωδιά της σήψης και της πρωτόφαντης ελπίδας, μπλέκονταν σε ένα μίγμα θολό και απόκοσμο, μωρά ολοστρόγγυλα, υγιή και ολοζώντανα έρχονταν στον κόσμο, ενώ κοντά εκεί, κατάσφαζαν ένα κορίτσι, με ένα κακό βρέφος στα σπλάχνα του, ζωή και θάνατος στο ίδιο μαξιλάρι.

Στο δωμάτιο είχε απλωθεί μια ησυχία τρομακτική. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της με ανοιχτά τα πόδια και την ανάσα της κρατημένη, μια ντουζίνα νυστέρια αριστερά, σε ένα μεγάλο γυαλισμένο τραπέζι, και δίπλα της, στο μισοφαγωμένο κομοδίνο, μια κανάτα με νερό, μύγες και ζωύφια, οι τοίχοι ένας χάρτης άχαρος, ένα μονόχνοτο χάος. Δε φοβόταν, ήθελε όμως να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα, να ξεφορτωθεί τη ζωή που κρύφτηκε μέσα της ένα παγωμένο βράδυ του χειμώνα, με έναν λάθος πόθο, μια κραυγή ηδονής. Ήταν μικρή και όμορφη, μια λαβωμένη παρθένα στο κρεβάτι της μετάνοιας, κι όσο πλησίαζαν τα βήματα εκείνου του γιατρού, με τη βαριά φωνή και τα ιδρωμένα χείλη, τόσο μαζευόταν σε μια άμυνα φυσική, κλεισμένη στο κουβούκλιό της. Οι τοίχοι σάπιοι και μια σταλιά, άφηναν το ανθρώπινο βουητό να περνάει από μια μαύρη τρύπα, έναν σωλήνα δερμάτινο, κατέληγαν στ’ αυτιά της σαν ένας σαρκασμός, ένα αδιάκοπο χτύπημα στον τρυφερό της εγκέφαλο. Αργότερα, όταν μια γερή δόση αναισθητικού χύθηκε στο σώμα της, ο γιατρός με τη βαριά φωνή μπήκε στο δωμάτιο και έκανε ό, τι έκανε. Τα πόδια του κοριτσιού κρέμονταν στον αέρα, μια νοσοκόμα άχρωμη του μιλούσε ψιθυριστά, κανείς δεν κατάλαβε τι είπαν οι δυο τους, ώσπου σε μια στιγμή ένα λευκό σεντόνι κάλυψε τα μάτια της και ολόκληρο τον κόσμο. Ο γιατρός, εκείνος ο βαρύς, ανέκφραστος κύριος, τοποθέτησε το έμβρυο σε έναν ασημένιο δίσκο. Ήταν ένα τέρας. Ένα απομεινάρι μιας απορροφητικής αντλίας, ένα πρόσχημα ζωής στα γυμνά του χέρια. Το κορίτσι ήταν ακόμα αναίσθητο, μια φτωχή ύπαρξη στην ερημιά του ορατού κόσμου. Η ανάσα της ακουγόταν βαθιά και δίκαιη, μέσα στην ανυπόφορη ησυχία του δωματίου. Ώσπου τότε, μια φοβερή αλήθεια ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια τους.

Εκείνο το εκτρωμένο έμβρυο, μια κρεάτινη μάζα ισχνών κοκάλων και αίματος, με ένα πείσμα στο σχήμα του- ήταν ένας κανονικός μικροσκοπικός άνθρωπος- στάθηκε όρθιο, σαν μια κούκλα του έξω από δω, ενώ οι καρδιές του γιατρού και της νοσοκόμας έπαψαν από χτύπους από έναν τρόμο ανείπωτο και εφιαλτικό. Τότε όλα συνεχίστηκαν με έναν ρυθμό απερίγραπτο, το έμβρυο στάθηκε στα πόδια του και με ένα σάλτο πετάχτηκε στο στομάχι της κοιμισμένης του μάνας, μια στεκούμενη μαριονέτα στο δέρμα της, οι άλλοι έπεσαν στο πάτωμα και έτρεμαν από εκείνον τον προϊστορικό φόβο των κυττάρων τους. Την ώρα εκείνη, με μια νέα δρασκελιά, το έμβρυο ζωντάνεψε για τα καλά, δεν ήταν μόνο μια στιγμή μέθης και παρέκκλισης, αλλά μια αδιάψευστη παρουσία, κατέβηκε με ταχύτητα τους ορόφους και όσο πλησίαζε το προαύλιο, τόσο και το γέρικο εκείνο κτήριο, αποκτούσε τη λάμψη ενός παράδοξου φωτός.

Στο πέρασμά του οι άνθρωποι υπέκυψαν στο δέος τους, γονάτισαν και προσδοκούσαν μια καθαρότητα σκέψης, την απόδραση από αυτή τη μεγάλη τρέλα που αντίκριζαν, ένα έμβρυο να διασχίζει το νοσοκομείο με ταχύτητα. Οι γυναίκες σταυροκοπιούνταν, έσκουζαν προσευχές, τα παιδιά έτρεμαν βουβά, οι άνδρες κολλούσαν τα σώματά τους στους ξεφτισμένους τοίχους, ουρλιαχτά και δυνατές ανάσες έκοβαν την ησυχία στα δύο, τίποτα δεν έμοιαζε όπως πριν. Το έμβρυο σε λίγο στάθηκε στο κέντρο του μεγάλου δωματίου της υποδοχής και χωρίς δεύτερη σκέψη, όλοι μαζεύτηκαν γύρω του, έντρομοι και παραλυμένοι. Τότε, χωρίς να καταλάβει κανείς πώς έγινε ό, τι έγινε, το αγέννητο εκείνο μωρό, με μια φωνή που διαπέρασε την ακοή τους, με έναν ήχο ανήκουστο, μίλησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Δεν είμαι αυτός που περιμένατε. Καμιά φορά, σε ένα σκοτεινό μέρος του πλανήτη, συμβαίνει αυτό, μια παρεξήγηση, λιώνει ο χρόνος και ανοίγουν αυτοί οι δρόμοι να περάσουμε. Κάποτε, μου έλεγε η μάνα μου, στις μέρες σας υπήρχε ένας άνθρωπος που πέθανε. Έριξε μια τελευταία ματιά στον κόσμο και έφυγε. Υπάρχει όμως ένα ρολόι, που δεν τα σηκώνει αυτά. Είναι χωμένο στο κρέας μου, κρυμμένο καλά από όλους. Την εποχή που ζήσατε εσείς, υπήρχε ένα κορμί και μια ανάσα. Όταν αυτά κάποτε στέρευαν, αποχαιρετούσατε τη ζωή. Κι ένα ωραίο όνειρο, μια προσδοκία στα σωθικά σας, οι εκκρίσεις των εντέρων σας, δεν είχαν πια σημασία, αφού γνωρίζατε το τέλος. Κάτι δεν πάει καλά σήμερα, το βλέπετε. Εγώ έρχομαι από μια χώρα που φανταστήκατε, άρα υπάρχει. Ξέρετε τι φανταστήκατε. Μια βόλτα στο άπειρο. Ένα μέλλον γεμάτο από σας, το στομάχι σας είναι γεμάτο, το κεφάλι σας πάει να σπάσει από ευτυχία. Κάνει ο άνθρωπος ένα βήμα προς την αθανασία, αλλά τον τρώει ένα ζιζάνιο, το μέλλον θα έρθει και θα συντρίψει την αρμονία, κάνει ένα δεύτερο βήμα και δε μένει τίποτα όρθιο, καταβροχθίζεται ολόκληρος από μια λαχτάρα. Η μάνα μου, στον πάνω όροφο κοιμάται. Δεν υπάρχω στο μέλλον της, είμαι μόνο μια πληγή. Υπάρχει όμως μια μαθηματική εξίσωση που θα μείνει για πάντα άλυτη.

Το έμβρυο γύρισε το κεφάλι του προς την έξοδο και με ένα νεύμα αποχαιρέτησε τους θεατές. Περπάτησε στο προαύλιο, βγήκε στο δρόμο και πέρασε στο πεζοδρόμιο. Είχε πια ξημερώσει.

 

sotakis_dim* Ο Δημητρης Σωτάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1973. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Σπίτι, Η πράσινη Πόρτα, Η παραφωνία, Ο άνθρωπος καλαμπόκι,, Το θαύμα της αναπνοής, Ο θάνατος των Ανθρώπων, Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον, 2014. Το βιβλίο του «Το Θαύμα της Αναπνοής (εκδόσεις Κέδρος) κατέκτησε το βραβείο Athens Prize for Literature και ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κυκλοφορεί σε Γαλλία, Τουρκία, Σερβία, Ιταλία, Σκόπια και Ταϊβάν.

 

[Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής 23 Αυγούστου]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top