Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Κοκκινάκια”

Του Μάνου Κοντολέων // *

 

mellon44

 

Πολύ πριν έρθει στον τόπο μας η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και τα κόκκινα ρούχα, τα πάντα ήταν βουτηγμένα στην υγρασία –αυλές, σπίτια, κήποι, χωράφια. Οι βράχοι ακόμα.

Ο ουρανός συνήθως σκεπασμένος με σύννεφα, για μέρες συνέχεια και συνέχεια για νύχτες έπεφτε μια ψιλή βροχή και όσα φυτά πηγαίναν να φυτρώσουν στο υγρό, το μουσκεμένο χώμα, πολύ γρήγορα όλα μα όλα τους παίρνανε ένα χρώμα σκουροκίτρινο, σχεδόν καφέ –σάπιο χρώμα.

Και πάνω στις πλάκες που είχαμε στρώσει στους κήπους μας για να πατούμε και να μη κολλά η λάσπη στις σόλες των παπουτσιών, έβλεπες να σεργιανούνε μαύρα σκουλήκια, με κορμί σκληρό –αν τα ακούμπαγες με την άκρη του ποδιού πρώτα κουλουριαζόντουσαν και μετά βγάζαν μια αφόρητη μυρωδιά –μυρωδιά σαπίλας.

Λοιπόν, έτσι ήταν από τα παλιά ο τόπος, ώσπου μια μέρα έφτασε για να μείνει μαζί μας η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και τα κόκκινα ρούχα.

Το πως και το γιατί έφτασε έως εδώ , κανείς μας δεν ήξερε να πει… Μήτε και κάτι να φανταστεί μπορούσε.

Μα να, έτσι, ξαφνικά, μια μέρα, ανοίξαμε τα παράθυρά μας, κοιτάξαμε προς την κορυφή των βράχων μήπως και ήταν μέρα τυχερή και θα βλέπαμε τον ήλιο –επιτέλους!- να ξεπροβάλει, αλλά αντί για τον φωτεινό δίσκο που δεν μας καταδεχότανε, άλλο ήταν αυτό που μας ξάφνιασε.

Το Κάστρο.

Μέσα σε μια νύχτα είχε χτιστεί;

Γίνονται αυτά τα πράγματα;… Όχι, δεν γίνονται, μα αν πάλι τα βλέπεις να έχουν συμβεί μπροστά σου, τότε δεν είναι ανθρώπου δύναμης και θέλησης έργα, μα…

«Και ποιο σου είπε η ίδια πως είναι το όνομά της;» ρώτησε ο Πρώτος Φύλακας, τον γερο – βοσκό που κάθε πρωί κατέβαινε από την ορεινή στάνη του και του έφερνε το γάλα της μέρας.

Ο γερο – βοσκός είχε περάσει δίπλα από τα τείχη και είχε ξεχωρίσει πάνω στον πυργίσκο που θύμιζε περιστεριού φωλιά, τη γυναίκα με τα κατακόκκινα μαλλιά και τα κατακόκκινα ρούχα. Την είχε δει…

Την είδε και το βλέμμα του το θάμπωσαν οι ανταύγειες από τα κόκκινα μαλλιά και οι λάμψεις από το κόκκινο το ρούχο. Λες και κατακόκκινες λάμψεις σχίζανε σε χίλια κομμάτια το γκρίζο της συννεφιάς… Τέτοιες φωτεινές, ολόφωτες ανταύγειες.

Θάμπωσε το βλέμμα και έσκυψε το κεφάλι –ίδια σα να την προσκυνούσε το κατέβασε το κεφάλι του ο γερο- βοσκός της ορεινής στάνης και τότε, από εκεί ψηλά, από τον πυργίσκο που θύμιζε περιστερεώνα, ακούστηκε η φωνή…

Η δική της φωνή πρέπει να ήταν! Ποιας άλλης;

«Ε, βοσκέ!» ακούστηκε η κυρά και θύμιζε η φωνή της τον ήχο που κάνουν ολόλευκα βότσαλα όταν κατρακυλούν και νερά που με τη μορφή κύματος μουσκεύουν ηλιόλουστα ακρογιάλια, «Ε, βοσκέ, θα φέρνεις και στο δικό μου το σπιτικό γάλα κάθε πρωί και γιαούρτι κάθε βράδυ;»

Αυτά ήταν τα λόγια της και ο βοσκός τόλμησε να σηκώσει το κεφάλι και να τρίψει τα μάτια, να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα, να ξεχωρίσει πιο καθαρά τη γυναίκα με την αλλόκοτη φωνή που έδινε με αποκοτιά επικίνδυνες παραγγελίες… Ναι, ο γερο – βοσκός τόλμησε να την κοιτάξει κατά πρόσωπο και τότε αυτή μπορεί και να του χαμογέλασε, μπορεί και να κούνησε το χέρι χαιρετώντας τον, σίγουρα όμως του είπε –

«Μαγίστρα!… Έτσι μου είπε πως είναι το όνομά της!» απόσωσε ο βοσκός την περιγραφή του για τη συνάντηση με τη κόκκινη γυναίκα στον Πρώτο Φύλακα και έπειτα βιάστηκε να αφήσει τον μαστραπά με το γάλα και να φύγει.

«Μαγίστρα, λοιπόν…» τον ακούσαμε να μουρμουρά τον Πρώτο Φύλακα και τον είδαμε να στρίβει το μουστάκι του. Και η ματιά του σκαρφάλωσε στην κορυφή του βουνού και έμεινε να θαυμάζει το κάστρο.

«Μαγίστρα…» τον ακούσαμε να λέει και πάλι, «Μήπως σημαίνει μάγισσα;… Ότι και να ‘ναι, μια γυναίκα φωτεινή σαν φωτιά αξίζει να στέκεται δίπλα στον Πρώτο Φύλακα αυτού του τόπου! Και μαζί της να μοιράζεται αυτός ένα τέτοιο γεροκτισμένο κάστρο!» είπε και γύρισε τη ράχη του, μπήκε στο δικό του το αρχοντικό και μας άφησε όλους εμάς να μουσκεύουμε κάτω από την ψηλή βροχούλα και έχοντας τα σάλια να μας τρέχουνε από τις άκριες των χειλιών… Για μια ακόμα φορά δεν είχαμε τολμήσει να αψηφήσουμε την απαγόρευση του Πρώτου Φύλακα και να ζητήσουμε από τον γερο – βοσκό να αφήσει και στα δικά μας σπιτικά μια κούπα γάλα.

 

*********

 

Αλλά ας πάρουμε, τα πράγματα με τη σειρά.

Και ας μιλήσουμε πρώτα για τον τόπο μας και το ριζικό του.

Ακόμα και ο πιο γέρος από εμάς δεν ξέρει να πει αν πρώτα ήρθε στα μέρη μας ο Πρώτος Φύλακας και μετά άρχισε να πέφτει η βροχή ή το ανάποδο είχε συμβεί.

Κάποιοι λέγανε πως ο Φύλακας έφερε τη μούχλα, άρα για να μας ζεσταίνει ξανά ο ήλιος, πρώτα έπρεπε να διώχναμε τον σκληρό αφέντη. Κι άλλοι πάλι ήταν σίγουροι πως μοναχά αν τα έφερνε έτσι η τύχη ή ο θεός και έβγαινε ο ήλιος, τότε μόνο θα ξεκουμπιζότανε και ο Πρώτος Φύλακας.

Ούτε το ένα τολμούσαμε να το κάνουμε, μήτε και το άλλο μπορούσαμε εμείς –άνθρωποι φτωχοί και αμόρφωτοι- να το πετύχουμε.

Άρα… Μοίρα μας η μούχλα της υγρασίας και το μαστίγιο του Πρώτου Φύλακα.

Απαγόρευε να πίνουμε γάλα, απαιτούσε να του χαρίζουμε το πιο μεγάλο μέρος της σοδειάς μας, δεν μας επέτρεπε να ταξιδεύουμε χωρίς να έχουμε πάρει από αυτόν την άδεια… Και επειδή ποτέ του τέτοια άδεια δεν έδωσε, οι βάρκες μας είχαν σαπίσει δεμένες με μουχλιασμένα παλαμάρια στο λιμανάκι μας.

Μα να που η γυναίκα με το κόκκινα μαλλιά και ρούχα, έμελλε να τα αλλάξει όλα αυτά.

Αυτή και τα λουλούδια της.

 

***************

 

Την επόμενη, κιόλας, μέρα από εκείνη που είχε βρεθεί να υψώνεται πάνω στα βράχια το κάστρο, ο Πρώτος Φύλακας πήρε την ανηφόρα και κτύπησε την καστρόπορτα.

Κάποιος υπηρέτης του άνοιξε και κάποιοι από εμάς είχαν τολμήσει να σκαρφαλώσουν σε μια πολεμίστρα του πύργου και από εκεί είδαμε τη συνάντηση του μισητού άντρα με την πανέμορφη αρχόντισσα.

Μα είδαμε και την αυλή του κάστρου… Και θαυμάσαμε!

Γιατί μέσα στην αυλή ηλιαχτίδες πέφτανε και κάνανε το μουχλιασμένο χώμα να γίνεται απλώς υγρό, τόσο ώστε να μπορούν να φυτρώνουν και να ανθίζουν μικρά, κόκκινα –κόκκινα σε μύριες κι άλλες τόσες αποχρώσεις αυτού του χρώματος- ανθάκια… Πανέμορφα ήτανε.

Και ο Πρώτος Φύλακας καθώς, όλο καμάρι και υπεροψία, έκανε να πλησιάσει την αρχόντισσα, τα πόδια του με εκείνες τις βαριές μπότες τους πήγαν να ποδοπατήσουν μερικά από τα ανθάκια, αλλά ξάφνου…

Α, μα τι ήταν κι αυτό που τα μάτια μας είδανε!

Έμεινε ακούνητος ο Πρώτος Φύλακας, κανείς δεν τον κρατούσε, κανείς δεν τον εμπόδιζε κι όμως δεν μπόραγε να προχωρήσει προς την γυναίκα… Τα λουλουδάκια λες και του είχαν δέσει τα πόδια.

Και η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και ρούχα χαμογέλασε,

«Δεν ήρθα για να μείνω για πάντα εδώ! Ήρθα για να δείξω τη δύναμη που μπορεί να έχει ένα λουλούδι αν τολμήσεις και θελήσεις να το αφήσεις να φυτρώσει στην αυλή σου… Αν τολμήσεις να υποδεχτείς τον ήλιο και να διώξεις τη συννεφιά!» αυτά ήταν τα λόγια της γυναίκας, αλλά ενώ όταν ξεκίνησε να μιλά κοιτούσε τον σκληρό άντρα, όταν τελείωσε τα λόγια της η ματιά της ήταν πάνω μας –μας είχε δει που κρυβόμαστε πίσω από την πολεμίστρα;

Ο Πρώτος Φύλακας βρυχήθηκε και λέξεις απρεπείς βγήκανε από το στόμα του.

Ο αρχόντισσα χαμογελώντας πάντα μπήκε στο κάστρο της.

Κι εμείς πήραμε τρέχοντας την κατηφόρα και κρυφτήκαμε στη σπηλιά που μόνο κολυμπώντας μπορούσες να πλησιάσεις.

Και μέσα στην σπηλιά πολλά είπαμε και κάποιες αποφάσεις πήραμε. Και ρίξαμε κλήρο για το ποιος θα ήταν ο πρώτος που θα ξεκινούσε να εκτελεί τη συμβουλή της κυράς του πύργου.

Την άλλη μέρα το πρωί, όταν πέρασε ο γερο – βοσκός κι αφού άφησε τον μαστραπά με το γάλα έξω από το αρχοντικό του Φύλακα, αυτός που είχε κληρωθεί να είναι ο πρώτος που θα τολμούσε και θα ζήταγε, σταμάτησε τον γερο – βοσκό και του είπε

«Άφησε και σε μένα γάλα!» και άπλωσε την κούπα του και μόνο όταν την είδε ξέχειλη την πήρε και μπήκε μέσα στο σπιτικό του.

Και -μα όλοι το προσέξαμε!- τότε η μικρή, ταπεινή αυλή του γέμισε με τα λουλουδάκια τα κόκκινα –κόκκινα σε μύριες κι άλλες τόσες αποχρώσεις αυτού του χρώματος- και κατόπιν, όταν σε λίγο ο Πρώτος Φύλακας χτυπώντας θυμωμένα το μαστίγιο πάνω στις μπότες του θέλησε να διασχίσει τον κηπάκι, κάποιος, κάτι… Ναι –όλοι το είδαμε!- τα πόδια του λες και είχαν πετρώσει και βήμα δεν κάνανε!

Την επόμενη τη μέρα δυο ακόμα από εμάς ζητήσανε γάλα από τον γερό – βοσκό, και την παράλλη ακόμα τρεις, κάθε μέρα και περισσότεροι τολμούσαν να αψηφήσουν την απαγόρευση του Πρώτου Φύλακα.

Και πάντα αυτός στεκότανε απ΄ έξω από τις αυλές ανήμπορος να κάνει ένα βήμα, παρά μόνο με περιττή κακία κτυπούσε το μαστίγιο πάνω στις μπότες του.

Και έτσι σιγά, σιγά, από αυλή σε αυλή ο ήλιος επέστρεφε, μέχρις ότου δεν έμεινε μήτε ένα τόσο κομματάκι χώματος που να μην το ζεσταίνουν οι ηλιαχτίδες, μήτε ένα τόσο δα κομματάκι γης –ακόμα και πάνω στα βράχια είχαν φυτρώσει τα μικρά κόκκινα –κόκκινα σε μύριες κι άλλες τόσες αποχρώσεις αυτού του χρώματος- λουλούδια.

Και τότε πια ένα πρωί που ξυπνήσαμε είδαμε κλειστά τα παραθύρια και την πόρτα του μισητού αρχοντικού και άφαντος ήταν ο μισητός κάτοικός του και έτσι όλοι μας πήραμε την ανηφόρα για το κάστρο και κτυπήσαμε την καστρόπορτα και η ίδια η κυρά μας άνοιξε και όταν εμείς της είπαμε το ‘ευχαριστώ’ μας, αυτή κούνησε το κεφάλι της και τα κόκκινα μαλλιά της λάμψανε και μια ηλιαχτίδα έπαιξε με το φλογάτο κόκκινο του φορέματός της και η κυρά, μας έδειξε τα λουλουδάκια και μας είπε

«Όταν πιστεύεις σε ένα καλύτερο αύριο κι όταν αυτό τολμήσεις να το απαιτήσεις, τότε είναι σα να φυτρώνει σε μουλιασμένη γη ένα άνθος… Μικρό, αλλά που πολλά υπόσχεται…» αυτά είπε και εμείς θαυμάσαμε τον κήπο της και χαρήκαμε που και οι δικοί μας, αν και πιο φτωχικοί και ταπεινοί, πολύ μα πολύ του μοιάζανε.

Και μετά επιστρέψαμε στα σπίτια μας και κάποιος από εμάς πρότεινε να δώσουμε ένα όνομα σε αυτά τα μικρά λουλουδάκια της θέλησης και της επανάστασης και κάποιος άλλος έτσι αυθόρμητα σκέφτηκε ένα και μας το πρότεινε – «Ωραίο ακούγεται!» όλοι μας συμφωνήσαμε, μα είπαμε το επόμενο πρωινό να πάμε ξανά στο πύργο και να ζητήσουμε τη γνώμη της αρχόντισσας.

Μα το άλλο πρωί που ξυπνήσαμε, πάνω στα βράχια δεν υπήρχε πια το κάστρο, μόνο ο φωτεινός δίσκος του ήλιου που ανέτειλε.

Δεν ξαφνιαστήκαμε. Καταλάβαμε πως σε άλλους υγρούς τόπους θα είχε μετακομίσει η κυρά με το κόκκινα μαλλιά και τα κόκκινα ρούχα.

Κι έτσι κι εμείς κρατήσαμε –τι άλλο να κάναμε;- το όνομα που είχαμε δώσει στα μικρά άνθη.

Κοκκινάκια.

 

 

 

* Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα. Γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα, θέατρο, μικρές ιστορίες και παραμύθια.

www.kontoleon.gr

manoskontoleon2.blogspot.com

manoskontoleon.blogspot.com

manoskontoleonbibliography.blogspot.com

 

 

 

[Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής 23 Αυγούστου]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top