Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “O άνθρωπος με τις βαλίτσες”

Του Μανόλη Πρατικάκη // *

 

pratikakis

 

Ένα κράμα αγαθότητας και τρυφερής απελπισίας. Μαζί με κάτι διστακτικό και αμήχανο στην έκφραση. Λιγνός. Ψηλός. Σχεδόν οστεώδης. Με νωχελικά αβέβαια μετέωρα βήματα. Λες για να προφυλαχτεί από κάτι απρόοπτο που να μην τον εύρει εξ απίνης. Λες βάδιζε σε κάποιο παλιό εγκαταλελειμμένο ναρκοπέδιο. Και ποιος ξέρει αν δεν έχει μείνει ανεντόπιστη κάποια νάρκη; Έμοιαζε κάπως με τον Άντονυ Πέρκινς. Αλλά με πολύ πιο ήρεμη κι ευγενική φυσιογνωμία.

Ήθελε πάντα μια μικρή προθέρμανση για να πάρει μπρος η μηχανή. Η μηχανή του σώματος και του πνεύματος. Καθώς έμοιαζε με ντελικάτο τροπικό πουλί με τεράστια φτερά κι υπερβολικά λιπόσαρκο, έτοιμο να αναχωρήσει. Απέπνεε μια αίσθηση αδημονίας και προσωρινότητας η παρουσία του στο χώρο και το χρόνο. Ξαφνικά έφευγε. Λες από κάποια μυστική σήμανση. Εξωτερική ή εσωτερική, άγνωστο. Σαν κάτι να τον κούραζε. Ένας ξαφνικός κορεσμός. Μια δύσθυμη πλήξη από την επανάληψη. Εκεί που καθόταν ξαφνικά κι απροειδοποίητα σηκωνόταν και έφευγε. Του άρεσε, όπως έλεγε, να βλέπει ή να αγγίζει πράγματα διαυγή και πεντακάθαρα, σαν μόλις βγαλμένα από κλίβανο. Σύμφωνα με τις λόγιες εκφράσεις του ”να φέγγουν παμφανόοντα”. Όχι, όχι δεν ήταν καθόλου το είδος του ή οποιαδήποτε τσαπατσουλιά και προχειρότητα. Και προπάντων η όποια ρυπαρότητα. Σχεδόν καθαριομανής κι ευταξικός έως μιάσματος. Αλλά προπάντων ένιωθε αληθινή απέχθεια προς τις οσμές. Είναι χώρα των σκυλιών η όσφρηση, αποφαινόταν. Οι οσμές, συνέχιζε, πιάνουν από νωρίς φιλίες με κατώτερα πνεύματα. Σχεδόν, θάλεγα, αν δεν ήταν απρέπεια, ζωώδη. Κοιτάχτε την υπεροχή του ρινικού τους κρανίου.

Πάντα κομψός κι ατσαλάκωτος. Με κάτι το αστείο, με το είδος εκείνης της προπολεμικής κομψότητας. Μια εκζήτηση στα επιμέρους και στο όλον. Ήταν κάτι σαν ξένο σώμα, βαδίζοντας με τα ρεβέρ στον ανασκαμμένο χωματόδρομο. Να ξεσκονίζει με ένα λευκό μαντίλι τη σκόνη από τα μπατζάκια του. Κυρίως η τσάκιση και τα πάντοτε καλογυαλισμένα του λουστρίνια. Η τσάκιση έπρεπε να είναι ακριβής και ευθύβολη. Κρατούσε ένα μάλλινο χοντρό πανί για τα υποδήματα, που τα περνούσε μόλις κάθιζε πάνω τους με αυθάδεια ο κουρνιαχτός. Η σκόνη ήταν το μαρτύριό του. Ο ίδιος ο διάβολος. Η σκόνη και ο άστατος αέρας, που του χαλούσε την με τόση μέριμνα σκηνική παρουσία. Την έλεγε με περιφρόνηση “κουρνιαχτό”. Σα να ήταν η σκόνη του χρόνου που του αφαιρούσε κάτι από τη νεότητα. Έχασε πολλές καλοκαιρινές διακοπές εξ αιτίας της, τόσο του ήταν ανυπόφορη. Αλλά όταν παράλληλα φυσούσε αέρας στροβιλίζοντας φύλλα και σκόνη δεν ξεμύτιζε από το σπίτι του για μέρες. Οι αδελφές του ήξεραν τις υποχονδρίες του, αλλά ποτέ δε γκρίνιαζαν, βλέποντας τον σαν ένα εύθραυστο πνευματικό πουλί. Πάντα τζέντλεμαν, του έλεγαν. Με το λευκό μαντηλάκι στο πέτο. Απαιτούσε ένα περιβάλλον αβρό κι εκλεπτυσμένο έως την πλήρη του απίσχνανση. Ή δυνατόν έως τον πιο αμυδρό του φωτισμό. Ή δυνατόν ως την πλήρη έκλειψη των αντικειμένων. Μέριμνά του ήταν να μιλά με ζηλευτήν ακρίβεια και ευφράδεια. Στις συζητήσεις του άρεσε να μιλάει με αλληγορίες και μεταφορές υψηλού γλωσσικού κύρους, σα να ξεσήκωνε ολόκληρα χωρία από τ’ αγαπημένα του μυθιστορήματα (Φλωμπέρ, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Σταντάλ, κτλ).

Πέρασε με την πρώτη στη φιλοσοφική του Παν/μίου Αθηνών. Καμιά εκφρασμένη χαρά. Σα να ήταν αυτονόητο. Κανένας ενθουσιασμός. Οι γονείς του το πληροφορήθηκαν από συγγενείς. Εξ άλλου, όπως έλεγε, είχε καταβάλει στο ακέραιο τον οβολό του διαβάζοντας με απόλυτη προσήλωση “και με την αρχή του μεθοδικού”. Ήταν εξπέρ της θεωρίας. Κατά βάση ήταν αριστοτελικός, αλλά θαύμαζε τον Πλάτωνα και τον Καρτέσιο. Οι εφαρμογές και οι πραγματώσεις ήταν κάτι σχεδόν ευτελές κι εργαλειακό. Ήταν για το βοηθητικό προσωπικό, αφού είχε συλλάβει το σχέδιο “ο μεγάλος Αρχιτέχτων”. Π. χ. του άρεσε να ζωγραφίζει πλοία βρίσκοντάς το πιο συναρπαστικό από όλες τις δουλειές των ναυπηγείων, από την πρώτη τραβέρσα έως το τελικό τους φινίρισμα. Το σπουδαίο ήταν να συλλάβεις το σκαρί ή το αλέτρι. Οι χρήστες τους ήταν απλώς κατασκευαστές και άξεστοι ζευγολάτες. Στο πρόσωπό του περιπολούσε μόνιμα κάποιο χλωμό γκρίζο σύννεφο. Όχι περιπολούσε, αλλά λες ήταν εκεί μόνιμα σταθμευμένο. Και το συνόδευε εκείνη η μόνιμη έκφραση δύσθυμης περισυλλογής. Σαν να το ανάδευε ένας σιωπηλός μονόλογος με πολλές περισπωμένες κι αστερίσκους για στοχαστικότερη εμβάθυνση προσεχώς.

Στον δρόμο περπατούσε πάντα νωχελικά, με μια ρητορική επισημότητα χαμηλών τόνων. Ήθελε να περνά κομψός κι απαρατήρητος. Ξεχωριστός από τον όχλο, αλλά ποτέ υπεροπτικά. Θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς «επηρμένη ταπεινότητα». Συνήθιζε να λέει ότι και τα πιο ασήμαντα όντα κρύβουν μια μυστική στοχαστικότητα και τη δική τους κρυμμένη αρμονία. Δεν διεκδικούσε τίποτα το υλικό που θα μπορούσε να αναχθεί σε χρήματα ή οποιαδήποτε άλλη μορφή κέρδους. Τον άκουγες να λέει συχνά: «Η μόνη μας δόξα και η μόνη μας περιουσία οφείλει να είναι οι ανταύγειες του ορυκτού μας πλούτου». Τότε μπορούμε να μιλάμε για αληθινή δημοκρατία ιδεών. Αυτή είναι, ή μάλλον εκεί μέσα κάθεται κρυμμένη, σα φλέβα χρυσού, η μεγαλειώδης οντολογική μας Αφαίρεση. Και σχεδόν πετάχτηκε πάνω μια νύχτα, αυτός ο μειλίχιος, με τις τόσο ελεγχόμενες κινήσεις, από υπερβολική συγκίνηση (σα να είχε ανακαλύψει το μυστικό του λατομείο), όταν διάβασε στον Περουβιανό ποιητή Καίσαρα Βαλιέχο το στίχο: «Ναι, να σκεπαστούμε με το χρυσάφι του να μην έχουμε τίποτα». Πώς είναι δυνατόν μονολογούσε! Αυτή η σύλληψη είναι εξορυγμένη από τη δική μου διάνοια. Εκτός κι αν έχω στη Λατινική Αμερική κάποιον δίδυμο αδερφό που αγνοώ. Κάποιοι βέβαια θα γελούσαν με τον παραπάνω παραλογισμό. Αλλά από αυτόν τον υψηλό φεγγίτη καταλάβαινε κανείς πως αυτό το στερημένο πουλί, διεκδικούσε ολόκληρο τον ουρανό. Τίποτα λιγότερο. Αυτό ή τίποτα. Ολα τα άλλα, στη γύρω καθημερινότητα, ήταν ένα περιττό άχρηστο φορτίο. Μια αδρανής μάζα για να μη μπατάρει το πλοίο. Και όλα μας τα υπάρχοντα μια περιττή βαρύτητα, σαν ποινή, για να μην κατορθώσουμε ποτέ ένα κάποιο πέταγμα.

Οι ιδέες του αυτές τον απέκοψαν σιγά σιγά από τη «ζέουσα πραγματικότητα». Όλα ήταν χονδροειδή και αγοραία. Και η καθημερινότητα μια ανόητη, σπάταλη, θλιβερή εποποιία του τίποτα, που μας φυλάκιζε άσκοπα, κατά μεγάλους κύκλους. Τα πολλά κομφόρ του προκαλούσαν ναυτία. Είναι τεκμήρια καμουφλαρισμένης κενότητας, έλεγε. Η χρυσή θήκη που κρύβει το κούφιο δόντι. Σε όλα τα σαλόνια διέκρινε το κακόγουστο επιπλωμένο κενό του νεόπλουτου που κόμπαζε ασορτί με τη γύρω γοερή διακόσμηση. Του ήταν απεχθές να βλέπει κρέατα κρεμασμένα στα τσιγκέλια του χασάπη, που λίγο πριν ήταν τρυφερά γιδοπρόβατα που έβοσκαν αμέριμνα στο βοσκοτόπι. Όλη αυτή η αφθονία με τους πατατοσωρούς και τα κρεμμύδια ξέχειλα στους πάγκους, όπου έτρεχε με τόση έξαρση η φτωχολογιά. Η απληστία αποφαινόταν(αυτή η μεγάλη παγκόσμια γουρούνα)είναι ο μεγάλος μας διάβολος. Η ακόρεστη αφθονία, έλεγε σαν ιεροκήρυξ, είναι η μεγάλη μας φτώχεια, που κρύβεται σαν το σκώρο στο ξύλο. Στον ψεύτικο πλούτο. Μόνο η διανοητική σύλληψη ενός πράγματος κρύβει αληθινό μεγαλείο. Η εφαρμογή της, όπως το στρίψιμο μιας βίδας στις έλικες του, καταφέρνει απλώς μια βρύση να μη στάζει. Είναι μια κίνηση χωρίς φαντασία που είναι ικανός να την κάμει και ένας κρετίνος. Η απλή εφαρμογή έλεγε, δεν βγάζει ποτέ κανέναν σπινθήρα. Δεν ανάγεται, δεν παραπέμπει πουθενά. Το πολύ πολύ μοιάζει σα να συνδέει κανείς ένα αποσυναρμολογημένο κομμάτι από το σύμπαν. Και με μικρή πείρα το κάνει κανείς βάζοντας αυτόματο πιλότο.

Στην Αθήνα όπου σπούδαζε ζούσε κλειστός και μονήρης, ονειροπολώντας ατέλειωτες ώρες και προπάντων τις νύχτας, που συχνά έμενε άγρυπνος, διαβάζοντας στα διαλείμματα των ονειροπολήσεων. Στη σχολή του πήγαινε μόνος και έφευγε μόνος. Το πολύ πολύ να αντάλλασε 2-3 τυπικές κι αναπόφευκτες κουβέντες με τους συμμαθητές του. Με τις κοπέλες ήταν υπερβολικά συνεσταλμένος. . Συχνά κοκκίνιζε και μόνο που του απηύθυναν το λόγο(Αχ, η ντροπή: αυτή η δημόσια μεταμφίεση του φόβου ότι μας κρίνουν αρνητικά ή μας σχολιάζουν με δυσμένεια!). Όταν έκαναν κανέναν υπαινιγμό για την κομψότητα και τη μοναχικότητά του διαλυόταν. Δεν είχε κανέναν φίλο και παρέμενε ανέραστος. Ακόμη και ο αυνανισμός ήταν μια πράξη ταπείνωσης και απέχθειας. Το ενδιαφέρον του με τη σχολή άρχισε να ελαττώνεται. Αρκετές εξεταστικές περιόδους δεν έδινε μαθήματα. Τα μετέθετε, όπως όλα γενικά, για αργότερα. Το πτυχίο δεν ήταν δα και ληξιπρόθεσμο. Μπορούσε να περιμένει. Πιο ουσιαστική ήταν η κατάκτηση της ανώτερης πνευματικότητας.

Η ζωή του ήταν άδεια. Κάπου κάπου πήγαινε μόνος του στο θέατρο(πολύ σπάνια όταν επέμεναν, με κάποιον γνωστό). Του άρεσαν οι αρχαίες τραγωδίες, με το τραγικό τους βάθος και την τελική κάθαρση. Κι ακόμα ο Σαίξπηρ και ιδιαίτερα Ο Άμλετ. Τι μεγαλειώδης σύλληψη, έλεγε, όταν παρουσιάζεται το φάντασμα του δολοφονημένου του πατέρα και του ταρακουνά τη συνείδηση με τις φοβερές αποκαλύψεις, προτρέποντάς τον να πάρει εκδίκηση. Και πόσο ταυτιζόταν με αυτόν τον ευγενικό, εύθραυστο, απροσάρμοστο και αμφίθυμο ήρωα. Μ’ εκείνον τον δύσμοιρο ασυμβίβαστο μεγαλοπρεπή πρίγκηπα! Ταυτιζόταν ακόμη με τον Ηλίθιο και τον Ρασκόλνικωφ Ρομάνοβιτς του Ντοστογιέφσκι. Ενώ ο «Αιώνιος σύζυγος» του Φιοντόρ του προξενούσε έλξη και αποστροφή. Συχνά ταυτιζόταν με τον απατημένο σύζυγο και έπιανε ατέρμονες συζητήσεις με τους αντίζηλους του, τους οποίους ήθελε να μαστιγώσει για τις διεφθαρμένες τους ροπές και ταυτόχρονα να τους ζητήσει συγνώμη για τη ζηλόφθονη απρέπειά του και την ανοικτίρμονη στάση του. Για ολόκληρα χρόνια η μόνη του απόλαυση ήταν να διαβάζει τα μεγάλα μυθιστορήματα του 19 ου και του 20 ου αιώνα. Τα ζούσε κυριολεκτικά με ένα παράξενο πάθος. Οι ήρωες του ήταν οι μόνες ζωντανές πραγματικότητες. Είχαν δική τους ζωή, πέρα από εκείνη που τους έδινε ο συγγραφέας. Οι ήρωες αυτοί ήταν τα πρότυπά του, η οικογένειά του, οι αληθινοί του συγγενείς. Πρόσωπα που είχε γνωρίσει κάποτε, μισοξεχάσει και ξαναθυμηθεί κι αποτελούσαν το πνευματικό του οικοσύστημα. Το μόνο πλάσμα που αγάπησε αληθινά ήταν η μητέρα του που έχασε νωρίς. Από τότε το σύμπαν σκυθρώπιασε. Αλλά ούτε σε κείνη επέτρεπε αγκαλιές και θωπείες ή περιττά γλυκόλογα. Η ανεξίκακη ψυχή της ήταν γι’ αυτόν το κέντρο του κόσμου. Η υλική της υπόσταση δεν του μετέδιδε κανένα ρίγος. Μόνο η έκφραση των ματιών της που αντανακλούσε το φεγγοβόλημα ενός απρόσιτου ήλιου, γεμάτου ευγένεια και άδολη παιδικότητα, ήταν αρκετό για να διαμορφώσει την υπόσταση του.

Αργότερα για να ξεφύγει από τη μονοτονία των φανταστικών αυτών προσώπων και να αισθανθεί κάτι πιο χειροπιαστό, με κάποια δική του συμμετοχή και παρουσία, κατέβαινε με τον ηλεκτρικό στο λιμάνι του Πειραιά και παρατηρούσε τα πλοία. Παμμέγιστα και υπερήφανα σαν θαλάσσιοι θεοί. Έβλεπε τους ταξιδιώτες γεμάτους ζωή, μ’ εκείνη τη σφριγηλή ένταση των αναχωρήσεων και των αφίξεων, που έδινε ξαφνικά στη ζωή τους μια συμπυκνωμένη συγκίνηση από παράπλευρα κέντρα, που απάλειφε όλες τις σκοτούρες. Φεύγοντας γινόταν άλλοι. Ανιχνευτές και μύστες της περιπλάνησης, και επιστρέφοντας ήταν πολύ διαφορετικοί από εκείνους που είχαν σαλπάρει πριν λίγες βδομάδες. Κοίταζε με έξαρση τα φινιστρίνια, αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια, απ’ όπου οι ταξιδιώτες θα κοίταζαν με συγκίνηση και δέος όλες τις ακτές και τα λιμάνια της γης.

Κοίταζε τις βαλίτσες και τα μπαγκάζια όπου είχαν αυτοί οι ωραίοι εξερευνητές τακτοποιήσει τα χρειώδη του ταξιδιού. Ένιωθε συχνά πως κατέβαινε στο λιμάνι όχι σαν θεατής, αλλά σε μια προετοιμασία να μπαρκάρει κι αυτός. Και μόνο μια τυχαία αναποδιά της στιγμής ματαίωνε το δικό του απόπλουν. Τα λιμάνια ήταν πια εκείνα που του έδιναν «μια εκ του συστάδην προοπτική». Μπορούσε να τα μυρίσει, ν’ ακούσει τις φωνές τους, τα αλμυρά τους δάκρυα, τα μαντίλια των αποχαιρετισμών, τα χοντρά σκοινιά της πλώρης, κι όλα τα σύνεργα σχεδόν εξ επαφής. Μάλιστα καμιά φορά πλησίαζε τόσο πολύ το χώρο της επιβίβασης, έτσι ώστε αισθανόταν το άγγιγμα, κάποιας βαλίτσας στα μπατζάκια του, το παράξενο χρώμα ενός σακ-βουαγιάζ, τον πολύχρωμο παπαγάλο στο ωραίο του κλουβί, που ταξίδευε χωρίς να το κουνήσει ρούπι απ’ το κλουβί του. Όλη αυτή η φυγή σα να έπαιρνε , μαζί της κάτι απ’ αυτόν, έστω ένα ξέφτι απ΄ τα ρούχα του, μια κλωστή και όλα εκείνα τα σκόρπια νήματα της νοσταλγίας για κάτι άγνωστο. Ίσως, σκεφτόταν, έπαιρνε μαζί του το αστρικό του σώμα, για να ανιχνεύσει το αόρατο και μακρινό.

Όλα αυτά του άλλαζαν τον τρόπο που ονειρευόταν μέχρι τώρα, δίνοντας μιαν υφάλμυρη ζωοποιό αύρα στις σκέψεις του, μακριά από εκείνο το λυμφατικό χαρτοβασίλειο, όπου έπρεπε διαρκώς να κατασκευάζει και να κινείται ανάμεσα σε φανταστικά σκιώδη πορτρέτα. Αγόρασε παλιούς χάρτες. Εξερευνούσε δρομολόγια, πλόες, ταξίδια με γκρουπς, δρομολόγια, προσφορές, θρυλικά, λίγο ξεπεσμένα ξενοδοχεία με φτηνές τιμές. Να π. χ. το Hotel…. . στο Λίντο της Βενετίας, όπου γυρίστηκε ο «Θάνατος στη Βενετία» του Βισκόντι με τον Ντερκ Μπόγκαρντ, ή εκείνο που δεν θυμόταν, ναι ναι με τον θρυλικό Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ και την Ίνγκριτ Μπέργκμαν-πάλι κενό- α , ναι. . . Καζαμπλάνκα το έλεγαν. Σημείωνε με κόκκινο στυλό στο χάρτη: Καλκούτα, Βομβάη, Χονκ Κονκ, Βανκούβερ, Λισσαβώνα, Κατμαντού, Βαρκελώνη, να, Βαρκελώνη από το μπάρκο, που σημαίνει σαλπάρω, ταξιδεύω, τί υπέροχο όνομα και προορισμός, πως δεν το είχε σκεφθεί…

Έμενε κάπου στα Πετράλωνα. Μια νύχτα γυρνώντας από τις άσκοπες περιπλανήσεις του είδε, πλάι σ’ ένα κάδο απορριμμάτων μια λαμπερή, σχεδόν ολοκαίνουργια βαλίτσα. Πλησίασε διακριτικά μήπως τον βλέπει κανείς. Είχε κόκκινο ζωηρό χρώμα, προς το κοραλλί, με καφεδιές ραβδώσεις, κάτω απ’ τους λαμπτήρες του δρόμου. Έμοιαζε με εκείνη που είχε δει να κρατά προ ημερών ένας κομψός ταξιδιώτης που ανέβαινε τη σκάλα του Ferri για Κρήτη. Η μόνη της φθορά ήταν το σπασμένο χερούλι. Δίσταζε, κοιτώντας με τρόπο γύρω. Ένιωθε μια παράξενη ευοίωνη έλξη για το εύρημά του. Σχεδόν έστεκε μπροστά σε έναν ανεκτίμητο θησαυρό. Που ξέρεις, μονολόγησε, μπορεί να κάνω με τούτη το πρώτο μου ταξίδι! Την πήρε με τρόπο παραμάσκαλα κι απομακρύνθηκε. Είν’ αλήθεια με πολύ ντροπή σαν αυτή που αισθάνεται, φανταζόταν, ένας αρχάριος ρακοσυλλέκτης. Αλλά όχι.

Η βαλίτσα δεν είχε πάνω της κανένα ξέφτι, κανένα σημάδι φθοράς από τη χρήση. Φαινόταν σαν να είχε μόλις αγοραστεί από κατάστημα. Κι εξ άλλου αυτή δεν προοριζόταν για καμιά εμπορευματική χρήση ή ανταλλακτικό κίνητρο, αλλά μόνο και μόνο να συμβάλλει στην πραγματοποίηση ενός υπέροχου ονείρου ζωής. Όταν πήγε σπίτι την περιεργάστηκε σαν αναπάντεχο πολύτιμο δώρο της τύχης και της σύμπτωσης. Αφού την σκούπισε, την έβαλε πάνω στο τραπέζι με μεγάλη προσοχή. Δεν βιάστηκε να την ανοίξει. Είχε την παράξενη αίσθηση ότι μέσα της έκρυβε κάτι μοναδικό. Ίσως έναν μηχανισμό που ξεκλείδωνε το ίδιο το αναπάντεχο της ζωής. Εκείνη την αδιάβροχη ζώνη που χωρίζει τα μεγάλα θεωρήματα από τις ζωντανές εφαρμογές και πραγματώσεις. Με συγκινημένη προσοχή τράβηξε το κεντρικό φερμουάρ. Η επένδυση ήταν ολοκαίνουργια. Εκεί μέσα χωρούσε ολόκληρο νοικοκυριό. Η ολιγάρκειά του την έκανε να φαντάζει πελώρια. Άσε τις θήκες από δω κι από κει, σαν τσέπες πλάγιες για τυχόν μικροπράγματα του ταξιδιού. Στη μια της όρθια θέση ανακάλυψε κάτι σαν μικρή προεξοχή μπαστουνιού και τραβώντας το είδε να βγαίνει ο μηχανισμός που επιτρέπει στον ταξιδιώτη, να την τραβά σαν καρότσι, χωρίς να χρειάζεται να σηκώνει όλο εκείνο το φορτίο. Κοιτώντας στην απέναντι μεριά ανακάλυψε τις δυο μικρές ροδίτσες μέσα στα κομψά τους βαθουλώματα. Ναι, ήταν ένας σωστός θησαυρός, που μια θεία Πρόνοια του είχε στείλει. Κρατώντας τη από τη χειρολαβή άρχισε να τη σέρνει από το χωλ ως το υπνοδωμάτιο και τούμπαλιν.

Ήταν σχεδόν έτοιμος να αποπλεύσει. Αλλά δυστυχώς δεν είχε προετοιμαστεί κατάλληλα.. Κι ακόμα σκέφτηκε δεν είχε προνοήσει να βγάλει διαβατήριο, ενώ όλα τα άλλα ήταν έτοιμα με αναμμένες μηχανές. Μάλιστα κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε το μακρινό σφύριγμα ενός καραβιού, που άφηνε μόλις πίσω το λιμάνι. Δε χόρταινε να την περιεργάζεται. Η βαλίτσα αυτή του άνοιγε μπάρκα, ρότες, προοπτικές. Αποκοιμήθηκε με τη βαλίτσα δίπλα στο κρεβάτι. Ένιωθε πως δεν ήταν πια μόνος. Λες και είχε φέρει την πρώτη του φιλενάδα στο φτωχό μοναχικό του ενδιαίτημα. Όταν, σπάνια, οι αδερφές του πήγαιναν να τον φροντίσουν, να του φέρουν σπιτικό φαγητό, τους μιλούσε με τόση στοργή για τη βαλίτσα, που εκείνες νόμιζαν πως είχε βρει σύντροφο. Τους απαγόρευε να την μετακινούν ή να την ανοίγουν. Μόνο μαζί του μοιραζόταν τα προσωπικά της μυστικά. Από τότε όταν έβγαινε έξω, χωρίς να το συνειδητοποιεί, άρχισε να παρατηρεί τους χώρους των αχρήστων. Δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο παρ’ εκτός βαλίτσες και σακ-βουαγιάζ. Περιπλανιόταν τις νύχτες. Εύρισκε διάφορα είδη βαλιτσών λίγο ή πολύ μεταχειρισμένες, που τους είχαν κάνει έξωση οι άστοργοι ιδιοκτήτες τους. Μόλις πάλιωναν λίγο, ξεχνούσαν τις υπηρεσίες που τους είχαν προσφέρει σε τόσα ταξίδια και μετακομίσεις, και τις πέταγαν έξω σαν γριές υπηρέτριες κι αγόραζαν, χωρίς καμιά συγκίνηση, καινούργιες. Το δυάρι γέμισε βαλίτσες. Δεν ήταν μόνο οι νέες του, τόσο ενδιαφέρουσες συγκάτοικοι, αλλά και οι αυριανές του συνταξιδιώτισσες.

Πιασμένοι χέρι χέρι, ήταν εκεί έτοιμες, επί ποδός, για το μελλοντικό του μπάρκο. Ναι οι βαλίτσες ήταν χρησιμότερες από τον ίδιο. Ήδη κρατώντας τες από το χέρι σαν μνηστές, γεμάτες σακάκια, εσώρουχα. γραβάτες, ταξιδιωτικούς οδηγούς, ξυριστικά, έπλεε ήδη σε άγνωστα πελάγη, σεργιάνιζε σε καταστρώματα ονειρεμένων καραβιών, μπήκε σε «λιμένες πρωτοειδωμένους», σε εξωτικά παγωμένα φιόρδ, σε σταθμούς τρένων προς Σεράγεβο ή Βλαδιβοστόκ, κατέβαινε ανεμόσκαλες για Ταγγέρη, Λίβερπουλ, Βηρυτό, Αλεξάνδρεια. Διέσχιζε το ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας κι από εκεί κατευθείαν προς Ισημερινό, Βόρειο και Νότιο Πόλο. Μάλιστα σε ένα συναρπαστικό ταξίδι προς τη μακρινή Παταγονία και το δαιμονικό και άγριο πέρασμα του Κέιπ. Χορν, είχε την έμμονη ιδέα πως ο πλοίαρχος του καραβιού ήταν ο θρυλικός Αχαάβ, ο πρωταγωνιστής του Μόμπυ Ντικ. Ο αδάμαστος και υπερφυσικός Αχαάβ, παρά του ότι του έλειπε το ένα του ποδάρι, καθώς τον περιέγραφε ο αγαπημένος του Μέλβιλ, και για μια στιγμή σα να τον άκουσε να φωνάζει «Κατεβάστε απ’ την αντένα τις γάμπιες, ε εσείς εκεί πάνω μη χάσετε ούτε στιγμή από τα μάτια σας την ουρά του ανέμου. Εσείς εκεί πάνω, λέω, γαντζωμένοι σαν τα πουλιά στα ξάρτια της μεγάλης Μαϊστρας και τους Παπαφιόγκους».

Έπαιρνε τα μάτια του από τους ναυτικούς χάρτες και έβγαινε πάλι για τη βραδινή περιπολία. Παρ’ όλα αυτά ένιωθε άρχοντας, για κείνη την γενναιοδωρία του. Να στριμώχνετε σε μια γωνίτσα για μήνες «σε αυτό το ελάχιστο του κόσμου» για να χωρέσει το φιλόξενο σπίτι του και άλλες «καλεσμένες». Καλεσμένες που τις είχε βρει πεταμένες στο χώρο των αχρήστων από χοντροκομμένα αφεντικά, που τους είχαν κάνει έξωση για «μηδαμινά παραπτώματα». Σιγά σιγά πληθαίνοντας οι βαλίτσες γέμισαν το υπνοδωμάτιο, οπότε αναγκάστηκε να μετακομίσει στο δεύτερο δωμάτιο κι από εκεί κοιμόταν πια στο σαλόνι. Ένιωθε τόσο ωραία μέσα σ’ αυτό το πλήθος, σα να συγκατοικούσε πια με παλιές και νέες φίλες και κυρίως αυριανές συνταξιδιώτισσες, Τελικά όμως γέμισε και το σαλόνι και κατ’ ανάγκη έβαλε το κρεβάτι του στο μικρό χωλάκι που μόλις το χωρούσε. Για εξοικονόμηση χώρου άλλαξε το ημίδιπλο κρεβάτι, με ένα κρεβάτι εκστρατείας που διπλώνει στα δυο. Ένιωθε να τον βγάζει έξω το σπίτι του, εθελουσίως βέβαια, αλλά με τι αντιμισθία! Αυτό το μικρό δάσος των βαλιτσών ήταν κιόλας ένα αμπάρι πλοίου έτοιμο να αποπλεύσει με λογίς λογίς επιβάτες. Ο ίδιος μπορούσε να προμηθεύσει τόσους και τόσους συνταξιδιώτες που δεν είχαν μπαγκάζια. Αλλά καλλίτερα να είχε όλες αυτές τις εφεδρείες στο σπίτι του που τον γέμιζαν προοπτική και σιγουριά. Αλλά ήταν τόσο σπάνιες και ελκυστικές οι τελευταίες 5-6 βαλίτσες που μάζεψε, που δεν του έκανε καρδιά να τις εγκαταλείψει. Όταν τις ντάνιασε στο τελευταίο παραλληλόγραμμο χώρο που αντιστοιχούσε στο εκτόπισμα του ράντζου, έπρεπε να βγάλει έξω το κρεβάτι και εκείνον που πλάγιαζε πάνω του.

Για μια στιγμή σάστισε. Δηλαδή. . . Μου ‘κάναν έξωση; Και τώρα που θα μένω; Δεν είχε χώρο πια εκεί μέσα ούτε για έναν όρθιο άνθρωπο. Έτσι με κάποια θλίψη κλείδωσε το δυάρι και για μέρες περιφερόταν από δω κι από κει, ενώ τις νύχτες κοιμόταν σε παγκάκια μακρινών κήπων(για να μην γίνει στόχος)πλάι σε αδέσποτα σκυλιά. Ψάχνοντας για δεύτερο σπίτι προς ενοικίαση, όλο και μάζευε νέες βαλίτσες που έκρυβε σε μακρινές αλάνες, κάτω από εγκαταλελειμμένα φορτηγά. Κάποιες στιγμές του περνούσε η ιδέα πως ήταν λίγο υπερβολικό και αγενές να του κάμουν έξωση, ακούσια βέβαια, οι φιλοξενούμενες αγαπημένες, από το ίδιο του το σπίτι. Ενώ εκείνος είχε φροντίσει να περιθάλψει εκείνα τα πεταμένα στο χώρο των αχρήστων, με τόσο άστοργο τρόπο, όντα, και μάλιστα να εξακολουθεί να πληρώνει γι’ αυτές στο ακέραιο το νοίκι. Ήταν λιγάκι σκληρό και παράλογο. Αλλά τουλάχιστον τις είχε «σπιτώσει σε μέρος ασφαλές».

Α, κι εκείνη η αντισταθμιστική αναπάντεχη πληρότητα! Εκείνο το πλήθος που γέμισε απρόσμενα την κάμαρά του και του εξασφάλισε τόσες προοπτικές! Εκείνο το αδιατίμητο παράπλευρο κέρδος δεν συγκρινόταν με τίποτα με τις μικρές του κακοτοπιές. Εκείνες δεν του είχαν εξασφαλίσει την δυνατότητα να διαπλεύσει τους ωκεανούς, και μάλιστα αρκετά συχνά να βρίσκεται ταυτόχρονα σε 3-4 καταστρώματα και σε 5-6 διαφορετικές καμπίνες καραβιών, με διαφορετικές σε καθεμιά βαλίτσες; Να, τί χρησίμευε αυτό το φαινομενικά παράλογο πλήθος του συλλέκτη μας. Και μάλιστα ταυτόχρονα σε διαφορετικούς προορισμούς και λιμάνια, έτσι ώστε να πάρει τη ρεβάνς από όλον εκείνον τον στατικό χαμένο χρόνο της απραξίας και της στασιμότητας. Ένα πρωινό «αναπεπταμένης ευωχίας» ένιωσε πως ταξίδευε ταυτόχρονα με πλοίο και με τρένο, σε πολλά πλοία και τρένα, εν ταυτώ σαν πολλαπλασιασμένος σε πολλούς πολύμορφους εαυτούς, που κερδίζουν χρόνο από εκείνον που χάθηκε, κλέβοντας τώρα από το παρελθόν και από το μέλλον ή συμπιέζοντας τον παρόντα πτυσσόμενο καιρό κάνοντας στην εκπτυξή τους, ρυθμιζόμενη τη ροή του, και απέραντες τις μέρες και τις νύχτες της περιπλάνησης.

Προσπαθούσε να ακυρώσει εκείνη τη βαλτωμένη ακινησία με εκρήξεις αδιάκοπων ταξιδιών μέσα σε μια ανείπωτη γεύση περιπλάνησης. Να ζήσει και αυτός τη μικρή, ταπεινή του Οδύσσεια! Αυτές οι σκέψεις απάλειψαν γρήγορα κάθε έννοια θλίψης που έρχονταν και έφευγαν σαν ολιγόλεπτοι παροξυσμοί. Και τί είναι ένα και δύο και τρία ενοίκια(γιατί αργότερα νοίκιασε και τρίτο διαμέρισμα, αφού είχε υποστεί κι από το δεύτερο «έξωση» από εκείνο το πυκνό ευσεβές πλήθος των αγαπημένων του Κυριών. Τί ήταν όλα αυτά μπροστά στη θρυλική μεγαλειώδη καθέλκυση του Είναι του στα πέρατα της οικουμένης; Τί ήταν μπροστά στον στερημένο από κάθε χαρά άντρα, ακόμη κι απ’ την πιο ελάχιστη ζωντανή απόλαυση, να αγγίξει το υγρό νοτισμένο με αλμύρα άλμπουρο, ν’ ακούσει τους γλάρους και τα ψαροπούλια ακριβώς πάνω από το πρυμναίο κατάστρωμα; Δεν υπήρχε σύγκριση μονολογούσε.

Ήταν ο αποδέκτης μιας αφάνταστης εύνοιας, χάρι στην παρατηρητικότητά του και το ταπεινό μεγαλείο που φαίνεται του το ανταπέδιδε τώρα πλουσιοπάροχα. Αλλά γρήγορα άρχισαν να φτάνουν οι λογαριασμοί εις τριπλούν: Ενοίκια, ηλεκτρικό, νερό, κοινόχρηστα. Από τρία σπίτια και ο ένοικος να κοιμάται στα παγκάκια. Ο μέτριος μισθός του και αργότερα η μέτρια σύνταξη(βλέπετε τα χρόνια περνούσαν ώσπου ήρθε ο επαγγελματικός του παροπλισμός. ) μετά βίας ισοσκέλιζε τα έξοδα, χωρίς να λογαριάζει εκείνα για φαγητό και ντύσιμο. Άρχισε να τρώει ελάχιστα. Να κάνει σκόντο στο πρωινό και στο δείπνο. Εξ άλλου από γεννησιμιού του υπήρξε λιτοδίαιτος. Τσιμπολογούσε πάντα στον τραπέζι λίγα ψίχουλα σαν ανόρεκτο πουλί. Ελλείψει χρημάτων και με στενεμένη τη φύση του από τις συγκυρίες, άρχισε να γυρνά τα φθαρμένα ρούχα του, τα μέσα έξω. Έραβε τα σκισίματα, τον ξηλωμένο καβάλο, τις τρύπες στους αγκώνες και τα γόνατα, ως να έκλεινε τις ρωγμές του δικού του σκαριού, απ’ όπου έβλεπε, πως είχε ήδη αρχίσει να μπάζει νερά.

Αλλά το μελλοντικό όραμα τα επισκίαζε όλα, κάνοντας να φαίνονται ασήμαντα. Κάθε μπάλωμα ήταν ένα ταπεινό ένσημο από ψηλά, μια λουρίδα από καραβόπανο τ’ ουρανού. Το ταπεινό μαρτύριο για την όψιμη πενία του και η ενασχόλησή του με τα πουλιά τον παρέπεμπε σίγουρα στη ζωή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Κάθε ξεροκόμματο ήταν ένα σωστό πανηγύρι. Μια σύναξη πουλιών που γευμάτιζαν στις θημωνιές και φώλιαζαν στο πάναγνο κι αναμάρτητο στήθος του. Τα τρία σπίτια ήταν τρία επιπλωμένα καράβια που περίμεναν υπομονετικά κι αδιαμαρτύρητα τον αυριανό τους απόπλου. Οι βαλίτσες ήταν τοποθετημένες με τάξη ανάλογα με το χρώμα, τις μάρκες, το μέγεθος και αποτελούσαν επί μέρους σύνολα σε ξεχωριστές συνομοταξίες βαλιτσών. Κάθε μία, έλεγε ήταν κατά βάθος ένα φορητό μνημείο, το οποίο οι κάτοχοί τους είχαν την τύχη να γνωρίσουν το σύμπαν.

Ένα μνημείο συγκινήσεων, που ακολουθούσαν με αφοσίωση τους κυρίους τους σαν πιστά σκυλιά. Όχι, όχι, μονολογούσε τίποτα δεν πήγε χαμένο, καθώς επιτέλους είχε βγει στην αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Αλλιώς, αν δεν τον είχε χάσει πως θα τον αναζητούσε τώρα; Κι ας ψιθύριζε συχνά το στίχο του αγαπημένου του ποιητή «Κάποιος άλλος έζησε τη ζωή μας• και τώρα πρέπει εμείς να πεθάνουμε στη θέση του». Μα για ποια ζωή, Κύριε, αντέτεινε τώρα. Κανείς δεν έζησε τη ζωή του, αφού αγνοούμε ποιοί είμαστε, καθώς η «πλειοψηφία των ανθρώπων είναι άλλοι άνθρωποι». Κι αυτός που φαντάζεται το αντίθετο είναι το ον που απατήθηκε από τη σκοτεινή δύναμη της εγωπάθειας και της αδιαλλαξίας. Γιατί το να ζεις τη ζωή σου σημαίνει να μπορείς να τροποποιείς έστω και κατ’ ελάχιστο το πεπρωμένο σου. Αν και ούτε τότε, συνέχιζε είμαι σίγουρος πως μπορούμε να ζήσουμε, αφού και το πεπρωμένο είναι μια δική μας απατηλή εφεύρεση. Μια σκοτεινή αλληγορία στο δικό μας περιορισμένο πεδίο πρόσληψης, Ένα φασματικό σύνορο, ένα μηχανικό κέντρο για να κρατιόμαστε σε μια στοιχειώδη αξιοπιστία προς εαυτούς και αλλήλους. Γυρεύουμε απεγνωσμένα τον με όλες τις πανούργες προσαρμογές μας, έναν ψευδεπίγραφο άξονα, μέσα στον έτσι κι αλλιώς αναυθευτικό και θεσμοθετημένο λόγο και κόσμο. Έτσι καθένας με τον τρόπο του ζει την αυταπάτη, για μια σειρά από όνειρα που υποκειμενικά είναι δικά μας και υποτίθεται μας αντιπροσωπεύουν, αλλά κατά βάθος είναι απλοί ευσεβείς πόθοι, προσχηματικά ανώριμα παιδιά των φόβων μας, πανούργα σχέδια για να κρύβουμε τις ανεπάρκειες μας: Προβολές σαν αντιπερισπασμοί στις απωθήσεις του ζοφερού οστικού τους κύματος.

Τώρα όμως ζούσε «εκ του σύνεγγυς» (όπως βλέπετε δεν έπαυαν να παρεισφρέουν στην ομιλία του κάθε τόσο οι λόγιες εκφράσεις), με όργανα χειροπιαστά, τις ουσιώδεις προσδοκίες. Όχι πια αφηρημένα, όχι σαν άρνηση του πραγματικού που το βίωνε σαν εκπτωτική βλάβη της κανονικότητας. Όχι πια άκαπνα ιδεολογήματα, αλλά μια ανάσα, από τη βίωσή τους, που να μπορεί να τα μυρίζει, να τ’ ακουμπά, να τα ψαύει. Θυμάται πάλι τώρα τους περίφημους στίχους που τον παρηγόρησαν για χρόνια, και υπήρξαν βάλσαμο στην άχαρη ζωή του «κι αν φοβάμαι κάτι δεν είναι η νύχτα ή τα φαντάσματα αλλά αυτή η απειλητική ευωδία των ρόδων που ερημώνει τα προάστια».

Αυτή η απειλητική ευωδία των ρόδων που τον κράτησε μακριά από όλους τους κινδύνους, τα ρίσκα, τα πάθη και τη ζουμερή μούρλια της ζωής. Αυτή η απειλητική ευωδία που προσδιόρισε ως την τελευταία λεπτομέρεια, όλα τα σχέδια, τις επιλογές και τις αποφευκτικές κινήσεις, μπροστά στο φάντασμα της ηδονής, που δεν ήταν προικισμένος βιολογικά να ζήσει. Γύρεψε ανορθόδοξα μονοπάτια, ασυνείδητες επιλογές με κρυφούς μηχανισμούς άμυνας, γιατί ένιωθε να του λείπει η θεμελιώδης ζωική ενέργεια, το σφρίγος, η ένταση, το πάθος, η οργή, η σφοδρότητα, η άγρια πείνα και επιθυμία, η παραφορά, η παρόρμηση να παραβιάσει τα σύνορα. Γι’ αυτόν ήταν αποτρόπαιη κάθε λαγνεία, κάθε αίρεση βίου. Έτσι κυριάρχησαν τα πλατωνικά αισθήματα, η εκλέπτυνση, η διακριτικότητα, το λούστρο, οι ήπιοι θωπευτικοί άνεμοι, η αυρότητα των τρόπων και η αιδημοσύνη. Θάλεγε κανείς ότι δεν ήταν πλασμένος από σάρκα και οστά αλλά από ευγενείς ιδέες, μελωδίες και κουαρτέτα. Ένας μυθιστορηματικός ήρωας βγαλμένος από τα βιβλία των μεγάλων ρομαντικών.

Γεμάτος ολιγάρκεια έζησε «με έναν κόκκο σινάπεως», μαγεμένος από την ποίηση και τα κονσέρτα. Πόσο είχε κάποτε μαγευτεί διαβάζοντας «Κι αν θυμάμαι κάτι απ’ τη ζωή μου είναι μερικά ήσυχα βράδια και λίγη μουσική από το ανεκπλήρωτο»! Τι άλλο πιο μεγάλο και ανόθευτο, μακριά από κάθε συμβιβασμό, απ’ αυτό χρειάζεται κανείς για να ζήσει; Έζησε με το «ανεκπλήρωτο», που από μια άποψη, σκεφτόταν τότε, είναι κι αυτός ένας τρόπος να πάρει κανείς εκδίκηση από τις άθλιες και θλιβερές «εκπληρώσεις» της μάζας, καταδικασμένος να τις κουβαλάει στο περιπλανώμενο πένθος της. Αλλά τώρα να, πηγαίνει κιόλας, μαθαίνοντας τις πολύπλοκες διαδικασίες, για να βγάλει διαβατήριο. Η γραφειοκρατία τον εκνεύριζε πάντα. Δεν είχαν το σωστό μέγεθος οι φωτογραφίες, χρειαζόταν πιστοποιητικά γέννησης, γάμου, φορολογικής ενημερότητας ποινικού μητρώου. . . μα τι χρειάζονται όλα τούτα τα χαρτιά; πέταξε οργισμένος στον αρμόδιο υπάλληλο. Τέλος πάντων κύριε. . . Είναι σωστός γολγοθάς ξέρετε είμεθα ευυπόληπτοι πολίτες. . .

Έπρεπε να περιμένει οχτώ εργάσιμες μέρες για να εκδοθεί, κι αυτός αισθανόταν σαν εκείνο το χωριανό του που από βιασύνη έδιωχνε τον κόσμο από τον δρόμο για να περάσει το άλογο που θα αγόραζε την . . . επόμενη εβδομάδα. Ή τον άλλον που είχε ένα πέταλο και ένιωθε έτοιμος να καλπάσει, γιατί, τί του χρειαζόταν ακόμη; Τρία πέταλα και το άλογο, έλεγε κι ο ήρωας μας ήταν έτοιμος να αποπλεύσει και μάλιστα για το παρθενικό του ταξίδι, και έπρεπε να περιμένει οχτώ ολόκληρες μέρες για να πάρει μια βεβαίωση αξιοπιστίας, ότι ήταν αυτός και όχι κάποιος άλλος!!!, θεέ και κύριε, τι παραλογισμός! Αλλά τί νά ‘κανε. Περίμενε και περίμενε. Κι όταν επιτέλους το πήρε στα χέρια του ήταν σα να είχε κερδίσει στο λαχείο αμύθητα ποσά. Έ, αυτό κι αν ήταν χειροπιαστό τεκμήριο. Ήταν ήδη ένα ταξίδι θριάμβου έξω από την αγκυροβολημένη, βαλτωμένη του ζωή. Το ίδιο βράδυ πήρε στο ένα του χέρι μια βαλίτσα και με το άλλο κρατούσε το διαβατήριο. Σαν σε μια πρόβα τζενεράλε περπάτησε έτσι στο δρόμο με ζηλευτή επισημότητα. Έκανε το γύρω του τετραγώνου και προχώρησε στον φανταστικό έλεγχο διαβατηρίων και επισκευών. Η πρόβα ήταν τέλεια. Είχε ήδη πάρει το «βάπτισμα του πυρός». Τις επόμενες μέρες συλλογίστηκε που να έκανε το πρώτο του ταξίδι, και με ποια απαραίτητα πράγματα να γεμίσει τη βαλίτσα. Αποφάσισε ένα κοντινό ταξίδι και αργότερα για Καλκούτα, Βομβάη, κτλ θα έπαιρνε το πλοίο για την Αγκόνα για να επισκεφτεί Φλωρεντία, Μπολόνια, Πίζα, Σιένα, να δει τον αγαπημένο του Μιχαήλ Άγγελο και γενικά τη ζωγραφική της Αναγέννησης, που εμείς στερηθήκαμε.

Αλλά ξαφνικά μια σκέψη τον πάγωσε. Πού θα εύρισκε χρήματα για τα εισιτήρια και το ταξίδι. Μόλις και μετά βίας έτρωγε δυο σάντουιτς και ένα ποτήρι γάλα την ημέρα για οικονομία. Σκέφτηκε να ζητήσει δανεικά από τις αδερφές του που τον λάτρευαν. Αλλά η εντιμότητά του δεν του το επέτρεπε. Γιατί δεν υπήρχε τρόπος να τους επιστρέψει το δάνειο. Τα χρήματά του ήταν κουκιά μετρημένα. Ένα λίγο πάνω το ηλεκτρικό και κοβόταν το πρωϊνό σάντουιτς ή το γάλα. Όχι ποτέ δεν θα γινόταν επαίτης. Τότε του ήρθε η ιδέα ότι είχε κληρονομήσει δύο περιβόλια, τα οποία δεν τα είχε επισκεφτεί ποτέ και σχεδόν είχε ξεχάσει ότι του άνηκαν και τα φρόντιζαν ερήμην του τα αδέρφια του. Ακόμα υπήρχε και ένα μικρό οικόπεδο στην πάρτη του που ούτε καν το ήξερε και του το θύμισαν τα αδέρφια του.

Πήγε λοιπόν την επόμενη μέρα στης αδελφής του της δασκάλας και παρακάλεσε να είναι εκεί και η άλλη αδερφή. Με πολλούς δισταγμούς τους ζήτησε αν ήθελαν να αγοράσουν το περιβόλι στην Καραβάγλα ή το οικόπεδο γιατί είχε μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Εκείνες χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς καμιά ερώτηση σε τι ανάγκη βρισκόταν, του είπαν ότι δε χρειαζόταν να τους πουλήσει το περιβόλι με τις πορτοκαλιές και τις μπανανιές, αλλά θα τον δάνειζαν και όποτε εύρισκε τα χρήματα θα τους τα επέστρεφε. Ο ήρωας μας σχεδόν θύμωσε και σηκώθηκε να φύγει. Επ’ ουδενί, είπε. Δεν τους ζητάω οίκτο, δεν είμαι ζητιάνος. Θα πάρω τα χρήματα με την προϋπόθεση ότι θα αγοράσετε το περιβόλι. Εκείνες, ξέροντας την περηφάνειά του, συμφώνησαν και δυο μέρες αργότερα του έδωσαν τα λεφτά, χωρίς να αναφέρουν το τίμημα του αγροκτήματος. Έφυγε ανακουφισμένος. Τηλεφώνησε σε ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο και έκλεισε θέση με πλοίο για Αγκόνα σε ένα περίπου δεκαπενθήμερο, να έχει όλο το περιθώριο να προετοιμαστεί. Να γίνει το συμβόλαιο της μεταβίβασης(οι αδερφές βρήκαν μια συγγενή συμβολαιογράφο που ετοίμασε ένα εικονικό συμβόλαιο το οποίο υπέγραψε, χωρίς να κοιτάξει τι υπογράφει, όπως έκανε πάντα με τυφλή εμπιστοσύνη).

Έτσι το περιβόλι παρέμεινε δικό του. Από τότε ζούσε την ένταση της αναχώρησης. Κάθε 3-4 περίπου μέρες τηλεφωνούσε στο πρακτορείο της ναυτιλιακής εταιρείας αν τα εισιτήρια που είχε κλείσει ήταν εντάξει. Τον καθησύχασαν, μην αγωνιάτε κύριε, τα εισιτήριά σας είναι κρατημένα, μπορείτε δε να τα κόψετε στο λιμάνι, στο γκισέ της εταιρείας μας. Αυτό του έφερε μεγάλη ανακούφιση. Από τότε άρχισε να κάνει τις προετοιμασίες. Πόσα πουκάμισα, πόσα εσώρουχα, πόσα ζευγάρια κάλτσες, ένα πρόχειρο και δυο καλά παντελόνια και σακάκια, προσόψια, ξυριστικά, οδοντόκρεμα, βουρτσάκι, βερνίκι για τα παπούτσια. Άρχισε να τα τακτοποιεί με μεγάλη τάξη στη βαλίτσα. Α ναι, είχε ξεχάσει την ομπρέλα και το διαβατήριο, προς θεού το διαβατήριο και την ταυτότητα από τώρα στη μικρή τσέπη της βαλίτσας. Η βαλίτσα όμως ευρύχωρη έμοιαζε μισοάδεια. Πρόσθεσε πουλόβερ, ελαφριά καπαρντίνα. Κοιτώντας τη βαλίτσα πέρασε όλη του η ζωή από μπροστά του. Παιδί με κοντά παντελόνια και άσπρα παπούτσια, βαμμένα με στουπίτσι, γυμνασιόπαις με το πηλίκιο. Ήρθαν σπάνιες λεπτομέρειες με μια ξαφνική και παράδοξη υπερμνησία. Τα παιδιά να παίζουν ποδόσφαιρο κι αυτός να κοιτάει απ’ τα σύρματα. Τα παιδιά να κολυμπάνε, να βρέχονται, να βρίζονται κι αυτός να κάθεται με το μπανιερό στην αμμουδιά και το πολύ πολύ να έβρεχε τα πόδια του ως τα γόνατα, όχι πιο πολύ. Πιο μέσα καραδοκούσε το ανεξερεύνητο βάθος.

Από παιδί είχε την ικανότητα να ονειρεύεται και αυτά ακόμη που ήταν γύρω του. Να τα ανάγει σε μια άλλη πραγματικότητα, δίνοντάς της απίθανες διαστάσεις και προοπτικές. Αυτό που δε ζούσε το μετέτρεπε με μεγάλη ευκολία σε φαντασίωση. Έδινε μυθικές διαστάσεις σε μικρά και ασήμαντα γεγονότα που ούτε καν πρόσεχαν οι συμμαθητές του. Είχε ένα σπάνιο ταλέντο να βυθίζει το κάθε τι στην καταγωγή του κι από εκεί να το ανάγει ως την ονειρική του τελείωση. Π. χ. για τη θάλασσα, για το νερό, έλεγε: Ην γαρ ύδωρ αρχή τοις όλοις• από δε του ύδατος υλύς κατέστη εκ δε εκατέρωθεν εγεννήθη ζώον. Κι από την άλλη υπήρχε μόνο και μόνο για να εξατμιστεί, να γίνει υδρατμός, σύννεφο και πάλι βροχή, χιόνι, πάχνη. χαλάζι και πάλι υδρατμός σε ένα αιώνιο κύκλο. Να γεμίζουν και να αδειάζουν οι υδροφόροι ορίζοντες της γης και πάλι να ανέρχεται στον ουρανό. Όλα που τον περιέβαλαν άλλαζαν, σε σχέση με τη δική του στατική παρουσία. Όμως μόλις σταματούσαν αυτές οι αναγωγές έπληττε. Δεν υπήρχε κανένας ζωοποιός καταλύτης ανάμεσα στις εσωτερικές του λειτουργίες και εκείνες του κόσμου. Όλα έμοιαζαν απρόσιτα, ξένα, ακίνητα και αμετάβλητα. Ήταν αναγκασμένος να κοιτά το ίδιο λιβάδι, τους ίδιους γύρω λόφους, τα ίδια πανομοιότυπα δέντρα, αειθαλή ή φυλλοβόλα. Ήθελε να αλλάξει τα πάντα. Να βάλει μπροστά μια συναισθηματική γεννήτρια που να συνδέει ενεργειακά το εσωτερικό του σύμπαν με το χειροπιαστό της ζωής σε μια αργή αέναη ζύμωση. Παρά τις προσπάθειές του, μια τέτοια ζεύξη στάθηκε αδύνατη: Μα τι νάκανε. Δεν μπόρεσε να μάθει ποδόσφαιρο γιατί έδινε πάντα στραβές πάσες• στο τέλος κατέληξε ότι δεν του αρέσει.

Δεν έμαθε κολύμπι γιατί φοβόταν το βάθος και την απομάκρυνση από τη βεβαιότητα της ακτής. Κι όταν μπήκε εκείνο το απόγευμα στη βάρκα με μεγάλη παρέα για βαρκάδα, ένιωθε ανυπόφορη ναυτία κι όταν βγήκε ανακουφίστηκε κάνοντας εμετό. Από τότε δεν ξαναμπήκε σε βάρκα. Και μια συμμαθήτριά του χλωμή με μακριά μαλλιά σαν την Σαιξπηρική Οφηλία, που είχε ερωτευτεί, περιορίστηκε για χρόνια να την κοιτάει μόνο όταν εκείνη κοίταζε αλλού. Χωρίς ποτέ να μπορέσει να της εξομολογηθεί το παραμικρό. Πώς μπορούσε σε τούτο το απρόσιτο τοπίο να γνωρίσει ουσιαστικά τη ζωή; Προς το παρόν άρχισε να ονειρεύεται όπως ξέρουμε ένα παράπλευρο σύμπαν, πλάι στο άθλιο τούτο πραγματικό. Από τότε άρχισε να ονειρεύεται τα ταξίδια σε μακρινούς θρυλικούς τόπους. Να που σε κάτι η εξέλιξη αποδείχτηκε χρήσιμη. Υπάρχουν τώρα υπεροκεάνια, τρένα, αεροπλάνα που σε πηγαίνουν ως την άκρη του κόσμου. Ξαναέλεγξε τη βαλίτσα, ανοιγόκλεινε τα φερμουάρ, την κλείδωνε, την ξεκλείδωνε. Έκανε μερικά βήματα κρατώντας την από το χέρι με ευλάβεια σα να ήταν μνηστή του.
Τώρα ήταν όλα τακτοποιημένα και τσεκαρισμένα, έτσι όπως πάντα του άρεσε η τάξη και η ακρίβεια.

Αλλά παρ’ όλα αυτά τις νύχτες μια παράξενη ταραχή δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Ήταν η χαρά, ήταν η προσδοκία της μεγάλης ώρας που πλησιάζει, αλλά η μεγάλη αδημονία του τον έκανε να νιώθει ότι απομακρύνεται; Το νευρικό του σύστημα βρισκόταν σε διεγερμένη ετοιμότητα. Την επόμενη νύχτα ξύπνησε από έναν εφιάλτη. Είχε δει πως ταξίδευε με ένα μεγάλο πλοίο και ξαφνικά μες στη νύχτα χτύπησαν οι σειρήνες. Απ’ τα μεγάφωνα ακούστηκε μια βραχνή μεταλλική φωνή που έλεγε προσοχή, προσοχή, έχει ξεσπάσει φωτιά στο μηχανοστάσιο. Οι επιβάτες να φορέσουν τα ατομικά τους σωσίβια και να κατευθυνθούν προς τις σωσίβιες λέμβους. Στ’ όνειρό του πετάχτηκε από την καμπίνα• πυκνοί καπνοί στους διαδρόμους και στο βάθος λαμπύριζαν παράξενες φλόγες. Γύρω του φωνές, και κλάματα παιδιών μες στους καπνούς• πλησίασε ένα καμαρότο, κύριε, κύριε, είπε και εκεί ξύπνησε, λουσμένος στον ιδρώτα. Κοίταξε γύρω του. Απόλυτη ησυχία. Ευτυχώς ήταν εφιάλτης μουρμούρισε, ανακουφισμένος.

Την επόμενη νύχτα είδε ότι από μια απροσδόκητη χρονοτριβή, σε μποτιλιάρισμα, είχε χάσει το πλοίο κι απ’ τη στεναχώρια αισθανόταν ναυτία και είδε σαν από μακριά τον εαυτό του παιδί σε εκείνη τη βάρκα που όντως είχε αισθανθεί ναυτία. Πήρε δραμαμίνες προληπτικά για το ταξίδι. Λίγες μέρες πριν την αναχώρηση, για καλού και για κακού κατέβηκε στο λιμάνι του Πειραιά. Πηγαίνοντας στο γκισέ της εταιρείας, παριστάνοντας έναν φίλο εκείνου που επρόκειτο να ταξιδέψει, ρώτησε, μπερδεύοντας τα λόγια του, αν τα εισιτήρια του φίλου του Κώστα Παπαπέτρου ήταν εντάξει. Η υπάλληλος κοίταξε την κατάσταση, ναι κύριε, απάντησε, πέστε στο φίλο σας να μην ανησυχεί. Όλα είναι εντάξει. Παρ’ ότι ήταν δική του πανουργία να πει για το φίλο, αναρωτήθηκε: Μα τι λέει, ο φίλος μου θα ταξιδέψει ή εγώ: Και γιατί να πει «πέστε στο φίλο σας» και όχι απλώς «όλα είναι εντάξει κύριε». Για σιγουριά, παρά τη ντροπή και την έντονη ταραχή του, ξαναρώτησε την υπάλληλο «Κυρία μου συγνώμη. . . ξέρετε, να. . πώς να σας το πω. Κώστας Παπαπέτρου του Γεωργίου, για αποφυγή κάποιου λάθους, δέστε το πατρώνυμο, σας παρακαλώ, λόγω του ότι το όνομα είναι πολύ κοινό. Η υπάλληλος, ελαφρώς, ενοχλημένη ξανακοίταξε, ναι κύριε, είπε, Κώστας Παπαπέτρου του Γεωργίου με το Σεμίραμις στις 3 του μηνός, στις 8. 30 το βράδυ, ημέρα Τετάρτη.

Τώρα ήταν πια σίγουρος και αφού την ευχαρίστησε έφυγε. Αλλά παράξενο, πως αυτή η σιγουριά αντί να τον γαληνέψει του έφερε μια υπερβολική ταραχή. Ευδαιμονία και ταραχή ταυτόχρονα. Εκπλήρωση ενός ονείρου ζωής και το τέλος, ίσως της ονειροπόλησης; Οχι, όχι απάντησε, στους αιώνιους εσωτερικούς του μονολόγους. Η εκπλήρωση του ονείρου και η εμπειρία του μπάρκου θα του επιτρέψει την εμβίωση του ονείρου και αυτή η εμπειρία θα του επιτρέψει να ονειρεύεται ουσιαστικότερα. Και τι σχέση έχει το Μπάρι με τη μαγική Βομβάη, την Καλκούτα. . . Την τελευταία νύχτα κοιμήθηκε ελάχιστα ακούγοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά και γρήγορα, όσο ποτέ. Πως χτυπά η καρδιά ενός πουλιού που κρατάς στην παλάμη σου; Άλλαζε σκέψεις και πλευρό. Τη μέρα του ταξιδιού κατέβηκε τρεις ώρες νωρίτερα στο λιμάνι. Ήταν κεφάτος και βέβαιος για τον εαυτό του. Δεν ήταν λίγο, άφηνε πίσω του μια παλιά αδιάφορη ζωή! Από τα παράθυρα του τρένου κοίταζε τα εργοστάσια και τα παλιά σπίτια, σα να τα αποχαιρετούσε. Ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση, σα να αποχαιρετούσε κάτι δικό του, ενώ πάντα αυτές οι υποβαθμισμένες περιοχές του προκαλούσαν απέχθεια. Ταυτόχρονα του ήρθε στη σκέψη η πόλις Βαρκελώνη, και η ομάδα Μπαρτσελώνα. Α, τώρα εξηγείται γιατί του άρεσε τόσο αυτό το όνομα. Η ρίζα του είναι το «μπάρκο» που σημαίνει ταξίδι, ταξιδεύω, μπαρκάρω, και γεμάτος χαρά σκέφτηκε το επόμενο ταξίδι του να το κάνει στη Βαρκελώνη. Στον γκισέ ήταν η ίδια υπάλληλος, η οποία τον αναγνώρισε. «Δεν θα ταξιδέψει τελικά ο φίλος σας Κώστας Παπαπέτρου, αλλά εσείς; Έγινε κάτωχρος. Ποτέ του δεν είχε πει ψέματα και τώρα για μια απερισκεψία της στιγμής, δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Ξέρετε πως. . . να σας το πω. . . εγώ είμαι ο. . . » Καλά , καλά βρείτε τα με το φίλο σας, τον έκοψε η υπάλληλος. Το εισιτήριο σας κάνει 325 ευρώ μετ’ επιστροφής. Τα χέρια του έτρεμαν μέσα στη γενική σύγχυση. Έβγαλε και μέτρησε 325 ευρώ (τα είχε βέβαια μετρήσει για σιγουριά στο σπίτι αλλά και στο τρένο). Ορίστε είπε. Η υπάλληλος τα μέτρησε στο μηχάνημα. Κύριε Παπαπέτρου λέει, μου δώσατε κατά λάθος 275 ευρώ, λείπει ένα πενηντάρικο.. Μα τι λέτε Κυρία μου, απάντησε. Τα μέτρησα προσεκτικά ήταν ακριβώς 325 ευρώ, τα είχα μετρήσει και στο σπίτι!. . Εκείνη επέμενε, του τα έδειξε, ορίστε κύριε, δεν τα έχω βάλει ακόμα στο συρτάρι. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο, τα μάτια του άστραφταν, τα μέτρησα δέκα φορές και ήταν 325 ευρώ, φώναξε, εκτός ελέγχου πια για πρώτη φορά στη ζωή του, μα με κοροϊδεύετε κυρία μου μπροστά στα μάτια μου; Εκείνη του τα έδειχνε, κρατώντας τα ψηλά. Οργισμένος, μέσα σε τυφλή παρόρμηση πήρε τη βαλίτσα του και άρχισε να απομακρύνεται. Δεν ήξερε τι έλεγε και τι έκανε. Μάλιστα για πρώτη φορά στη ζωή του ξεστόμισε κάποιες βλαστήμιες, σε μια αιφνίδια άρση αναστολών. Ένα μικρό πλήθος τον κοίταζε με αμήχανη απορία. Φαινόταν τζέντλεμαν, δεν μπορούσε να λέει ψέματα. Η υπάλληλος του φώναζε, κύριε Παπαπέτρου ελάτε να πάρετε τουλάχιστον τα χρήματα σας. . . θα χάσετε το πλοίο. . . είναι κρίμα, αλλά εκείνος δεν άκουγε πια. Ξαφνικά κάποιος κύριος βρήκε μπροστά στον κισέ που στεκόταν το πενηντάρικο της παρεξήγησης. Είπε στην κοπέλα, ο κύριος είχε δίκιο, του έπεσε κάτω μέσα στην ταραχή, έγινε παρεξήγηση. . . Έτρεξε πίσω του φωνάζοντας, κύριε είχατε δίκιο, το πενηντάρικο σας έπεσε, δέστε το, είναι κρίμα, είχατε δίκιο έγινε μια παρεξήγηση. . . Αλλά ο ήρωας μας δεν άκουγε πια. Μια τεράστια συμπαγής βουή τον κούφαινε. Πήρε το πρώτο σταθμευμένο ταξί(για πρώτη φορά στη ζωή του έπαιρνε ταξί). Κάθισε στο πίσω κάθισμα. Διεύθυνση, ρώτησε ο ταξιτζής, κοιτώντας τον στον καθρέφτη. Στο Μπάρι απάντησε.

 

 ___________________________

 

* Ο Μανόλης Πρατικάκης γεννήθηκε στο Μύρτος Ιεράπετρας τον Σεπτέμβριο του 1943. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι ψυχίατρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα γράμματα γύρω στα 1970 με δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Έχει γράψει 13 ποιητικές συλλογές, κριτικά κείμενα και άρθρα. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχει συνεργαστεί σε ανθολογίες και περιοδικά, ελληνικά και ξένα, και έχει συμμετάσχει σε πολλά συνέδρια. Ποιήματα από τη συλλογή του “Λιβιδώ” έχουν μελοποιηθεί από το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο και κυκλοφορούν σε CD με τίτλο “Αθέατος Σφυγμός”· πρόσφατα ο ίδιος συνθέτης έγραψε συμφωνικό έργο βασισμένο στις ποιητικές συλλογές “Γενεαλογία”, “Η Λήκυθος” και “Αφημένα ήσυχα στη χλόη”, η παγκόσμια πρώτη του οποίου ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής με τίτλο “Η Συμφωνία της Ίασης”. Το 1999 ήταν υποψήφιος για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας με το βιβλίο του “Η Κοίμηση και η Ανάσταση των Σωμάτων του Δομήνικου”. Το 2003 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή “Το νερό”, και το 2012 με το βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του. Τα τελευταία του βιβλία “Σύνδρομο fregoli” και “Εκλογή από το έργο του” κυκλοφόρησαν πρόσφατα από τις εκδόσεις “Καλέντη”.

 

[ Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής 23 Αυγούστου ]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top