Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: «Μέρες του 2065»

Του Γιώργου Μανιώτη // *

 

man

 

Όταν ήμουν ακόμα έμβρυο μέσα στην κοιλιά της μάνας μου πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι θα γεννηθώ στον καιρό της λιτότητας.

Γεννήθηκα σε ένα μεγάλο δημόσιο νοσοκομείο χωρίς ποτέ να γνωρίσω τη μάνα και τον πατέρα μου.

Κάτι νοσοκόμες με φροντίσαμε μέχρι που έγινα πέντε χρονών,

Αυτές μου μάθανε να μιλάω, αυτέ με ντύνανε και με έμαθαν να τρώω. Αυτές με αφήνανε να παίζω με τα άλλα παιδάκια. Αυτές με βάζανε για ύπνο, αυτές με ξυπνούσανε το πρωί, γενικά αυτές ήταν που με φροντίζανε.

Όταν μεγάλωσα λίγο ακόμα με μεταφέρανε σε ένα δημόσιο ίδρυμα. Εκεί πήγα σχολείο, εκεί μεγάλωσα, εκεί έμαθα μια τέχνη, εκεί έκανα φίλους που ύστερα χαθήκαμε.

Κι όταν έγινα δεκαοχτώ χρονών μου δώσανε ένα χαρτί με κάτι σφραγίδες, και μου είπανε να φύγω και να πάω να πιάσω δουλειά!

Να γίνω δηλαδή ένας χρήσιμος άνθρωπος που να μπορεί να συντηρεί τον εαυτό του, μόνος του.

Αφού κτύπησα αρκετές πόρτες μια εταιρεία εκτίμησε τις ικανότητές μου και με προσέλαβε. Με τον μισθό που μου δίνανε νοίκιασα ένα δωμάτιο με μπάνιο, κουζίνα, και μικρά, πρόχειρα επιπλάκια κι άρχισα να ζω.

Τότε ήμουν νέος κι είχα δυνάμεις. Φαγητό στο πόδι… και έρωτες, πολλοί έρωτες. Τα βράδια σε μπαράκια για κάποιο ποτό κι ύστερα στο κρεβάτι με τις κοπέλες που είχα συμπαθήσει και με είχαν συμπαθήσει. Το πρωί πάλι στην δουλειά και τα βράδια πάλι τα ίδια. Ο έρωτας ήταν το μόνο ελεύθερο πράγμα στις μέρες μας! Και τότε που ήμασταν νέοι, εμείς τα νιάτα δεν είχαμε τίποτα άλλο μέσα στο κεφάλι μας.

Τις Κυριακές ποδόσφαιρο από την τηλεόραση κι ύστερα κάποιο σινεμά με φίλους και την γυναίκα που τύχαινε να είμαστε μαζί.

Από τα πολλά… καθώς περνούσαν τα χρόνια, άρχισε να με πιάνει ένας φόβος, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς είναι αυτός ο φόβος! Με έπιανε κάτι σαν μελαγχολία σαν να επρόκειτο να μου συμβεί κάτι πολύ κακό! Αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς είναι αυτός ο φόβος! Δεν είχα χρόνο να κάτσω να σκεφτώ. Μέχρι το απόγευμα δουλειά… κι ύστερα μέχρι τα μεσάνυχτα άχρηστες παρέες… Πού να βρεις χρόνο να κάτσεις και να σκεφτείς μέσα σε τόσες δραστηριότητες;

Με τον καιρό είχα αρχίσει να βαραίνω… σταμάτησα να βγαίνω έξω και όλη την ώρα καθόμουνα στο δωμάτιο μου και σκεφτόμουνα το μέλλον… μέχρι να με πιάσει ο ύπνος. Ήθελα να παντρευτώ… να κάνω παιδιά να πάω σε μεγαλύτερο σπίτι.

Πώς όμως θα γινότανε αυτό; Ο μισθός που έπαιρνα δεν έφτανε με τίποτα… και οικονομίες να έκανα δεν θα έβγαινε τίποτα… αυτά που μου δίνανε κάθε μήνα ίσα ίσα που μου φτάνανε να συντηρώ τον εαυτό μου. Πρόχειρα ρούχα, πρόχειρα φαγητά, πρόχειρα έπιπλα, πρόχειρες σχέσεις… τελικά ένας πρόχειρος άνθρωπος ήμουνα από την στιγμή που γεννήθηκα! Με έπιασε άγχος και τρόμος γιατί δεν μπορούσα να καταλάβω πως θα ναι η ζωή μου, μέχρι το τέλος της.

Τότε άρχισα να καταλαβαίνω όλα αυτά που κάνανε οι γονείς μου κι άρχισα να τους συγχωρώ! Η μάνα μου πρέπει να ήταν αυτή που ήθελε να κρατήσει την συνέχεια! Αφού είδε και αποείδε ότι δεν μπορούσε να φτιάξει μια σχέση σταθερή όπως κάνανε παλιά θα πήγε σίγουρα σε κάποια «Τράπεζα σπέρματος» να ψάξει τον πατέρα μου στα τυφλά!

Έτσι θα έγινε η πράξη, μέσα στα ιατρεία και τα χειρουργεία με νυστέρια, σωληνάκια και ενέσεις. Πρέπει να την πίεζε και ο χρόνος. Πρέπει εν τω μεταξύ να είχαν περάσει τα χρόνια και να μην ήταν και πολύ νέα… γι’ αυτό δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου! Κανένας δυστυχισμένος και απελπισμένος πρέπει να ήταν που πουλούσε το σπέρμα του για να συντηρηθεί… ύστερα όταν γεννήθηκα εγώ πρέπει να την απολύσανε από την δουλειά της και δεν μπορούσε να με φροντίσει γιαυτό πήγε και με παρέδωσε στο «δημόσιο βρεφοκομείο». Ύστερα, ποιος ξέρει τι έγινε, μπορεί να αρρώστησε και να πέθανε… γι’ αυτό δεν ήρθε να με ζητήσει και να με δει, ποτέ!

Μέχρι εκεί μια χαρά… τα είχα καταφέρει! Μια χαρά κυλούσε η ζωή μου. Τα χρόνια περνούσαν όμορφα, με παρέες, φθηνά ρούχα, σπίτια στενόχωρα μικρά, φτηνά επιπλάκια, τροφή στο πόδι και δουλειά πολύ δουλειά… από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ…

Ώσπου ένα πρωί τους ήρθε να μας απολύσουνε!

Χωρίς να το καταλάβουμε είχαμε κλείσει τα σαράντα και θέλανε να μας αντικαταστήσουνε με άλλους νεώτερους και πιο δραστήριους. Από την μια μέρα στην άλλη βρεθήκαμε ξαφνικά άνεργοι και φτωχοί στην μέση του δρόμου.

Όλα φύγανε μακριά… και το ζεστό νερό και τα φθηνά ρούχα και τα δωμάτια που ζούσαμε και οι γιατροί που μας φροντίζανε και οι μικρές μας εκδρομές… όσα δηλαδή τελικά ήταν η ψευτοζωή μας… Μας είχανε αφήσει ελεύθερους μέσα στην ανεργία. Για νε εξαφανιστούμε μια ώρα αρχύτερα από δω και στο κάτω ήμασταν βάρος και έπρεπε οπωσδήποτε να λείψουμε… τόσο απλά.

Έψαξα σαν τον τρελό για να βρω μια καινούργια δουλειά, αλλά όλες οι πόρτες ήταν κλειστές! Δεν ήμουν βέβαια και τίποτα σπουδαίο… ένας απλός υπάλληλος ήμουνα που φαινόταν ότι είχε γεράσει πρόωρα.

Άρχισα να κοιμάμαι στα παγκάκια και να τρώω από τα σκουπίδια. Άνθρωποι περνούσανε από μπροστά μου και πετούσαν κέρματα. Εγώ δεν έσκυβα να τα μαζέψω. Τα άφηνα όλα κάτω κι έσερνα τα πόδια μου παραπέρα.

Σιγά σιγά άρχισα να τα καταλαβαίνω όλα. Πρώτα από όλα κατάλαβα πως αυτό ήταν όλο το θέμα!

Ήμασταν οι άνθρωποι του δοκιμαστικού σωλήνα, οι πρόχειροι άνθρωποι που μας είχανε κατασκευάσει για πολύ πολύ συγκεκριμένα πράγματα. Όσο ήμασταν νέοι… να δουλεύουμε από το πρωί ως το βράδυ για ένα κομμάτι ψωμί… κι ύστερα όταν θα περνούσαν τα χρόνια και θα άρχιζαν τα δύσκολα… έξω από την πόρτα… κάτω στον δρόμο… να σαπίσουμε πάνω στα παγκάκια, δίπλα στα σκουπίδια. Κατάλαβα πολύ καλά ότι μετά τα σαράντα… κανένας δεν είχε συμφέρον να μας κρατάει στη ζωή! Κοστίζουμε πολύ! Και όμως βλέπαμε γύρω μας όπως οι άλλοι. Πεινούσαμε όπως οι άλλοι. Χαιρόμασταν όπως οι άλλοι. Λυπόμασταν όπως οι άλλοι. Ονειρευόμασταν όπως οι άλλοι. Όμως εμείς μετά τα σαράντα μας έπρεπε να τελειώνουμε όπως όπως τη ζωή μας με όλα αυτά που φρόντισαν να μας τύχουν ξαφνικά. Να απαλλαγούμε από το κουφάρι μας… να απελευθερώσουμε την ψυχή μας και να γίνουμε αέρας κοπανιστός… γιατί κοστίζουμε πολύ και οι έξυπνοι που τα είχανε σχεδιάσει όλα αυτά πέφτανε έξω στους προϋπολογισμούς τους και τα προγράμματά τους.

Με έπιασε μεγάλος θυμός και οργή… κι είπα να αγοράσω ένα πιστόλι! Τελικά ύστερα από δυο χρόνια… κατόρθωσα και το πήρα. Άρχισα να μαζεύω ένα ένα τα κέρματα που μου πετούσαν οι περαστικοί και στο τέλος κατόρθωσα και το πήρα. Τότε είχα αποφασίσει να γυρίζω από δω κι από κει και να κτυπάω στα τυφλά… χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Όποιον περνούσε από μπροστά μου κι όποιον έβαζα στο μάτι… θα τον ξάπλωνα κάτω… στα τυφλά… χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

Οι άλλοι που κοιμόμασταν μαζί κάτω από τα γεφύρια και που ήταν σε καλύτερη κατάσταση από μένα συνεννοήθηκαν μεταξύ τους και κάνανε συμμορίες. Γίνανε κλέφτες και ληστές… μπαίνανε μέσα στα σπίτια και κλέβανε και σκοτώνανε και αδειάζανε τα ψυγεία και τις ντουλάπες των νοικοκυραίων.

Τελικά δεν τράβηξα την σκανδάλη… γιατί σιγά σιγά κατάλαβα ότι κανένας από αυτούς που περνούσαν από μπροστά μου και μου πετούσαν κέρματα δεν ήταν υπεύθυνος για την τύχη του. Όλοι αργά ή γρήγορα θα πληρώνανε το τίμημα. Απλά το δικό τους μαρτύριο ήτανε λιγάκι πιο αργό. Τους ροκάνιζε ο καρκίνος, σκάγανε οι καρδιές από το άγχος και τις υπερπροσπάθειες να κρατηθούνε μέσα στα σπίτια τους και να μην καταντήσουν σαν κι εμάς… Σε αυτούς είχανε αφήσει μια ελπίδα για το μέλλον και τους κάνανε ότι θέλανε. Σε αυτούς επειδή ήταν κάπως πιο χρήσιμοι είχαν επιτρέψει να ζήσουνε μέχρι τα βαθιά βαθιά γηρατειά. Αυτούς είχανε αποφασίσει να τους χρησιμοποιήσουν ως την τελευταία τους πνοή. Γιατί εγώ ο βλάκας να τους βάλω σημάδι και να τους απαλλάξω μια ώρα αρχύτερα από το μαρτύριό τους. Ακούς εκεί… να ζουν χωρίς να καταλαβαίνουν τι είναι αυτό που ζουν! Τζάμπα το πήρα το πιστόλι!

Δεν μου ‘ρχότανε όμως να το παρατήσω στην άκρη. Το κρατώ συνέχεια στο χέρι μου κι ακουμπώ την κάνη στο κρόταφό μου. Μήπως θα ήταν καλύτερα να βάλω ένα τέλος; Ε και… τι θα γίνει;

Άλλος ένας άστεγος, θα πούνε… και θα γυρίσουν να πάνε στις δουλειές τους! Κανείς δεν θα πάρει είδηση! Ούτε θα το προσέξουν… Άλλος ένας άστεγος που αυτοκτόνησε! Δεν γίνεται να πάω έτσι σαν το σκυλί στ’ αμπέλι! Πρέπει κι εγώ… να βρω έναν τρόπο να πάρω την εκδίκησή μου! Κάτι πρέπει να κάνω κι εγώ. Πρέπει κι εγώ να αφήσω πίσω ένα σημάδι! Το βρήκα!

Δεν θα κάνω το λάθος που κάνανε αυτοί που με γεννήσανε! Δεν θα πάω σε κάποια από αυτές τις κλινικές που πάνε και πουλάνε το σπέρμα τους. Δεν έχω ανάγκη από αυτά τα λεφτά! Θα σταματήσω την συνέχεια. Δεν θα φέρω στον κόσμο άλλους ανθρώπους! Τέρμα τα μωρά και τα κουτσούβελα που μεγαλώνουν σε ιδρύματα και ορφανοτροφεία! Τέρμα οι πρόχειροι άνθρωποι. Όσοι ήταν να γεννηθούν θα μείνουν για πάντα μέσα στην σιωπή. Να σταματήσει επιτέλους αυτή η κρεατομηχανή. Τέρμα η συνέχεια!

Αυτή θα είναι η επανάστασή μου! Αυτή θα είναι η εκδίκησή μου για όλα όσα τράβηξα και τραβάω μέσα σ’ αυτήν τη ζωή!

Δεν σκέφτονται όμως όλοι όπως σκέφτομαι εγώ. Και δεν θα βάλουν τέλος σε αυτό το παραμύθι. Καλύτερα μου φαίνεται να πατήσω την σκανδάλη. Ε και τι έγινε; Άλλος ένας άστεγος που αυτοκτόνησε πλάι στα σκουπίδια, θα πούνε… Όχι, θα ζήσω! Θα ζήσω κι όσο πάει! Θα αφήσω το κρύο του χειμώνα να με πάρει μαζί του. Μέχρι τότε θα στέκω εδώ όρθιος στις γωνιές! Να με βλέπουν και να χαίρονται… Θα γίνω το σκιάχτρο τους!

Ένα σκιάχτρο με φλέβες και αίμα… που θα στέκεται όρθιο στη γωνιά του και θα σαπίζει καθημερινά. Θα ‘μαι το παρελθόν τους! Θα ‘μια το παρόν τους. Θα ’μια το μέλλον τους! Το λάβαρο της εποχής μας, θα είμαι!

Ούτε ύπνος, ούτε φαγητό κι όσο αντέξω.

Αυτή θα είναι η κραυγή μου! Αυτή θα είναι η εκδίκησή μου! Να περνάνε να με βλέπουνε… ώσπου να με πάρει μαζί του ο χειμώνας! Θέλω η μορφή μου, να σφραγίσει τα μάτια τους… και την ψυχή τους για όσο ζουν! Τα μάτια των παιδιών θέλω να σφραγίσω… αυτά δεν ξεχνάνε εύκολα!

Αυτή θα είναι η εκδίκησή μου! Δεν θα απλώσω το χέρι μου για κάποια ελεημοσύνη. Απλά θα στέκω… θα στέκω… και θα τους κοιτώ… και θα περιμένω τον χειμώνα να με πάρει μαζί του! Να με θάψει μέσα στα χιόνια του. Να με πνίξει με τις βροχές του. Να με σηκώσει ψηλά στον ουρανό με τους ανέμους του! Να σκορπίσει τις στάχτες μου μέσα στα σύννεφα.. στις τέσσερις άκρες της γης!

Αυτά δεν τα κάνουν οι θεοί… οι άνθρωποι τα κάνουνε!

Αφήστε με να κοιμηθώ! Αφήστε με να κοιμηθώ!

Κουράστηκα! Κουράστηκα!

Αυτά δεν τα κάνουν οι θεοί… οι άνθρωποι τα κάνουνε!

Αφήστε με να κοιμηθώ!

Κουράστηκα! Κουράστηκα!

 

(Το διήγημα δημοσιεύθηκε στο Έθνος της Κυριακής στις 15 Αυγούστου)

 

maniotis12* Ο Γιώργος Μανιώτης γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει γράψει, εκτός από πεζά λογοτεχνικά έργα, και πολλά θεατρικά, τα οποία έχουν παρουσιαστεί επανειλημμένως σε σκηνές της Αθήνας. Γνωστά θεατρικά του έργα είναι: Το ματς, Κοινή λογική, Ο λάκκος της αμαρτίας, Οι σύζυγοι, Διακοπές στην Ουρανούπολη, Μόνο θετικές σκέψεις κ.ά. Επίσης γνωστά πεζογραφικά του έργα είναι: Ο άγνωστος στρατιώτης, Τα μαύρα παραμύθια (Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, 1998), Η φοβερά προστασία, Το πονηρό μονοπάτι, Η αδρεναλίνη πάντοτε ψηλά, Τα Σαντέ της Σαπφώς, Το γκαζόν του μπαμπά, Η γνώση των νεκρών, Μίξερ κ.ά. Συμμετέχει με κείμενό του στη συλλογή διηγημάτων ΕΡΩΣ 13, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Ασχολείται επίσης με τη σκηνοθεσία.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top