Fractal

Διηγήματα: “Ιστορίες γυναικών”

Της Μαργαρίτας Μανώλη // *

 

 

 

1.ΑΝΑΜΟΝΗ

«Επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας», ο Καβάφης είχε κολλήσει στο μυαλό της σαν χαλασμένη βελόνα, δεν ήταν απλό πύρωμα, εκείνη φλέγεται, μόνο το βρεγμένο φανελάκι την κρατά ζωντανή, ζέστη πηχτή και πνιγηρή, σαν να πνίγεσαι στη θερμοκρασία του ίδιου σου του αίματος. Το ταβάνι στάζει δάκρυα, σαν τη σταχομαζώχτρα τα μαζεύει ένα-ένα, μικρές σταγόνες υγρασίας, να δροσίσει την κόλαση μέσα της. Βγαίνει στο μπαλκόνι που λιώνει κάτω απ’ τα πόδια της, στον ουρανό διάσπαρτα κίτρινα άστρα.

Μέσα πάλι ξαπλώνει στο δροσερό πάτωμα, το πάτωμα γίνεται χώμα, σκορπίζει μέσα στα δάχτυλά της, μια βαριά αποφορά βγαίνει απ’ τον ακάλυπτο, το διαμέρισμα κλουβί δεν τη χωράει, πώς να βγάλει τη νύχτα χωρίς εκείνον, όλο το κορμί της μια αναμονή, τον περιμένει, ωχρή κι αιθέρια, ν’ αγγίξει με τη γλώσσα την αλμυρή γωνία στο μάτι του, να του μαγειρέψει το ιταλικό πιάτο που τόσο αγαπάει, με ελιές και δεντρολίβανο, να φάνε μαζί στο στενό τραπεζάκι της κουζίνας και στο γυμνό τοίχο να φαντάζονται πορτοκαλιές και ελαιώνες.

 

 

2.ΦΕΥΓΩ

Δωμάτιο χαμηλοτάβανο, σανιδένιο πάτωμα. Μικρά, στενά παράθυρα κι ένας φεγγίτης ψηλά. Νοτιάς έρχεται από τη μεριά της θάλασσας, φέρνει μυρωδιές από άνυδρα καλοκαίρι κι αψιά αρμύρα. Στο κρεβάτι μια γυναίκα. Ομορφιά αναγεννησιακή. Τα μαύρα της μαλλιά χρόνια δεν ακούμπησε χτένα. Μεσημεράκι. Ξυπνάει από ύπνο βαθύ. Οσφραίνεται την αρμύρα. Τις νύχτες δεν κοιμάται, έχει ανοιχτές πληγές. Λογαριάζει τις απουσίες. Ονειρεύεται. Στο όνειρο ήταν θλιμμένη και η θλίψη τη συνόδεψε όταν ξύπνησε. Η μέρα ασάλευτη και ζεστή. Στην πόρτα η φιγούρα ενός άνδρα. Μαλλιά που χορεύουν στον άνεμο, μάτια στο χρώμα του μελιού και βλέμμα ηλεκτρισμένο. Ατσάλινα τα δεσμά της αγάπης έσφιξαν το στήθος της. Τη φιλά στο μέτωπο. Μύριζε η νύχτα πάνω του κι η φωνή του έσταζε προδοσία. Φεύγω.

Όταν κατακαθήσει η σκόνη στη γκρεμισμένη της ζωή, αιώνες ολόκληρους αργότερα, αυτή η λέξη θα πονάει πάντα…

 

 

3.ΤΗ ΛΕΝΕ ΛΙΟΥΜΠΑ

Τη λένε Λιούμπα, έχει κατέβει από μια χώρα μακρινή και παγωμένη, έχει ξανθά μαλλιά, πρόωρα γκριζαρισμένα. Τα μαλλιά της μυρίζουν χειμώνα, μυρίζουν χιόνι και δάσος. Τα μάτια της γαλάζια, θολά, ξεπλυμένα από τις βροχές του φθινοπώρου, λίγο θλιμμένα, λίγο στοχαστικά και μια φωνή βραχνή, στα όρια του λυγμού. Κατοικεί στην όχθη της πίκρας που χωρίζει τους αδικημένος από τους προνομιούχους.

Στην πατρίδα έχει μια μάνα ανήμπορη, ένα γιο αλκοολικό, έναν άντρα άνεργο. Η ζωή μόνο ψίχουλα τής είχε δώσει κι αυτή ήθελε ολόκληρο το καρβέλι ή έστω μια χοντρή φέτα του. Σχεδόν έχει ξεχάσει τα πρόσωπά τους. Η λήθη τα παρασύρει μακριά, σαν ξερά φύλλα. Λαθρεπιβάτης κι η ίδια της ζωής, μαθαίνει κρυφά αγγλικά ή και γερμανικά, να φύγει για το Βορρά. Τις νύχτες ονειρεύεται την πατρίδα κι είναι ατέλειωτη η νύχτα, γεμάτη μοναχικούς εφιάλτες.

Το σπίτι μια φυλακή κι ο κόσμος απέξω πεδίο μάχης. Πίσω απ’ το σπάνιο χαμόγελο του κόσμου κρύβονταν σουβλερά δόντια. Στο γκρίζο πέπλο του σούρουπου ξεμυτίζει, τυλιγμένη στο σκοτεινό και παγερό σύμπαν της. Κρατάει το κλειδί σαν μια μικρή λόγχη, συγκεντρωμένη κι αφοσιωμένη. Φθινόπωρο βαρύ, κρύο κι η επίγνωση ότι η άνοιξη είναι μακριά, οι στάλες της βροχής, σαν μικρά μαργαριτάρια, μπλέκονται με τα δάκρυά της, το αίμα της ψυχής της.

Το φεγγάρι μια λεπτή ασημένια φέτα στον ουρανό. Ο αέρας απαλός σαν βελούδο, αναζωογονητικός. Τριγυρνά στους δρόμους, όταν η πόλη βουβαίνεται και το αστραφτερό σκοτάδι κατακτά τα πάντα. Όλα τυλιγμένα σε ακίνητο και ασάλευτο λήθαργο, τα σκληρά σαν πέτρα βλέμματα της μέρας δεν την πληγώνουν πια. Απόλυτη σιωπή, όπως σε ξαγρύπνια νεκρού, εδώ νιώθει οικειότητα και αποξένωση μαζί.

Στη βραδινή ψύχρα τρέμει βαθιά μέσα της. Το σάλιο της πετρώνει στο στόμα. Αργότερα επιστρέφει με ένα όνειρο στις φτενές της τσέπες, κάθε βράδυ το ίδιο, το χαϊδεύει, το κανακεύει, την κρατά ζεστή τα ατέλειωτα άδεια βράδια. Είχε να κάνει με κείνο το σκοτεινό πράγμα εκεί έξω στον κόσμο και πώς εσύ το έπαιρνες και το έφερνες μέσα, πώς το έκανες δικό σου.

Κοιμάται μ’ αυτό κάτω απ’ το μαξιλάρι της.

 

 

4.ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ

Εγκαταστάθηκε πρόσφατα στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Εκεί που η ατμόσφαιρα μύριζε υπόνομο και κατεστραμμένες υπάρξεις. Το παρατσούκλι «μαντάμ Ορτάνς» τόφερε μαζί της απ’ την παλιά της ζωή. Μαζί με ένα βελούδινο καναπέ, δυο γάτες και μια παλιά τραγωδία. Το σώμα λίγο σκυφτό, τσακισμένο στις ξέρες της ζωής. Οι μικρές ρυτίδες στο πάνω χείλος της υπαινίσσονταν πολλά τσιγάρα και τα σημάδια του γέλιου γύρω από τα μάτια, άνθρωπο ανοιχτόκαρδο κάποτε. Τώρα ρουφηγμένα, λιπόσαρκα μάγουλα.

Η ζωή την είχε προικίσει με ένα βλέμμα στωικό, μόνιμα απορημένο. Στη χώρα των ζωντανών, αν και όχι πραγματικά ζωντανή. Σε απόλυτο κενό, χωρίς αέρα, χωρίς ήχο. Εποχές ξηρασίας, σφάδαζε για νερό, νερό της βροχής, νερό του ποταμού, αμνιακό υγρό. Μόνο το βουβό της κλάμα στο μπάνιο επιβεβαίωνε την ύπαρξή της. Δεν είχε κάστρο ούτε πανοπλία να κρυφτεί. Κρυβόταν μόνο στη μοναξιά της. Με μια τρύπα στην ψυχή και μόνιμα στοιχειωμένη.

Έξω η ζωή κυλούσε σε αργή κίνηση. Από το μικρό παραθυράκι με τα κάγκελα χάζευε τα χελιδόνια που χάραζαν τον αχνογάλανο ουρανό. Και το τραγούδι των κοτσυφιών, τόσο όμορφο και τόσο μάταιο. Κι οι μέρες περνούσαν, στροβιλίζονταν σαν δίνη, γιατί βλέπεις, ο χρόνος είναι περιορισμένη και μη ανανεώσιμη πηγή.

Τα βράδια είχε καλεσμένους στο κεφάλι της κι όλοι απρόσκλητοι. Το πιο πολύ άκουγε ένα σφύριγμα κάπου μέσα στο κεφάλι της, σαν να είχε ανάψει ένα φιτίλι δυναμίτη. Κάποτε άνοιγε το παράθυρο και στο δωμάτιο έμπαιναν ορμητικά οι ήχοι της ζωής της πόλης, μουσική από ένα περαστικό αυτοκίνητο, δυνατά μεθυσμένα γέλια, τακούνια που έγδερναν την άσφαλτο, άνθρωποι που διασκέδαζαν. Προσπαθώντας να θυμηθεί πώς είναι να είσαι χαρούμενος.

Μετά από μέρες πολλές αποζήτησε τον ήλιο. Να βγει στο φως. Έτριψε το πρόσωπό της και προσπάθησε να δώσει λίγο χρώμα στη νεκρική μάσκα που φορούσε αυτό τον καιρό. Το στόμα στεγνό, ίδιο κοίτη ξεροπόταμου. Μόνο λίγα βήματα. Στο συναπάντημά της μ’ ένα παιδικό μουτράκι ένιωσε ένα γλυκόπικρο πόνο χαμηλά στην κοιλιά, το βουβό παράπονο του φύλου της.

Πριν το τέρμα του δρόμου έπεσε φλεγόμενη, σπαρτάρησε. Κάτι έσπασε στο λαιμό της και η ανάσα της βγήκε βραχνή, σαν βρυχηθμός μικρής φωτιάς, σαν θρήνος. Μια αδέσποτη γάτα, μια αδελφή ψυχή, ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά της.

Στη ραγισμένη της ζωή τρύπωσε ένα χαμόγελο.

 

 

 

 

Η Μαργαρίτα Μανώλη είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Κλασικό). Υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση και εργάστηκε κυρίως σε λύκεια της Αττικής. Κατά τη διετία 1989-91 υπήρξε ενεργό μέλος της ομάδας αναθεώρησης των διδακτικών βιβλίων της Νεοελληνικής Γλώσσας. Αργότερα έλαβε, κατόπιν εξετάσεων, υποτροφία από το ΙΚΥ, για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής με θέμα τον ελληνικό ρομαντισμό και εκπόνησε μία ολοκληρωμένη μελέτη για τη ζωή και το έργο του ποιητή Αχιλλέα Παράσχου. Η μελέτη αυτή-κατόπιν σχετικής προκήρυξης -βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών το Δεκέμβριο του 2014. Τώρα ετοιμάζει μία παρόμοια μελέτη για τη ζωή και το έργο του Ιωάννη Πολέμη. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στον ηλεκτρονικό τύπο. Ασχολείται επίσης με επιμέλεια κειμένων. margaritamanoli@gmail.com

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top